Υπογλώσσιο #31

ΧΟΡΗΓΕΙΤΑΙ ΧΩΡΙΣ ΙΑΤΡΙΚΗ ΣΥΝΤΑΓΗ

Τα «υπογλώσσια» είναι μικρές φράσεις ή λέξεις υπαρκτές στην Ελληνική γλώσσα και που το νόημά τους δεν μας είναι ακριβώς γνωστό, είναι δηλαδή και υπογνώσια. Θα γράφω τέτοια συχνά για να διαβάζονται εύκολα και μην ξεχνιώμαστε.
Οι παραπομπές στη βιβλιογραφία βρίσκονται στο τέλος της σελίδας
Σάτιρα και Σάτυρος
Εισαγωγή Δυο παρόμοιες λέξεις, άσχετες μεταξύ τους, αποτελούν συχνά αντικείμενο σύγχυσης αλλά και καταδίωξης. Θα δούμε ότι οποίος σατιρίζει δεν σημαίνει ότι έχει και σατυρίαση.  
Σάτιρα[1]

Νεώτερη λέξη απο το λατινικό satira[2]. Ενα ε;iδος ποιήματος ή πεζογραφήματος με το οπο;iο κοροϊδεύεται (σκώπτεται, χλευάζεται, εμπαίζεται, ονειδίζεται) κ;aποιο προσωπο ή κατάσταση. Καθαρά Λατινική μορφή λογοτεχνήματος . Η Σάτιρα (γραφεται με ιώτα και οχι με υ-ψιλόν. όχι σάτυρα, γιατί δεν προέρχεται άπό τό «σάτυρος») είναι τό λογοτέχνημα, πού περιέχει κριτική για μια πράξη ή γιά μια κατάσταση κάποιου προσώπου ή ομάδος, στήν οποία παρουσιάζονται τά στοιχεία, πού είναι άξια διακωμωδήσεως καί διασυρμού. H σάτιρα είναι πεζή καί έμμετρη. Τό γενικό της πνεύμα είναι ή επίκριση καί αποδοκιμασία. Ή σάτιρα προσεγγίζει τήν ιαμβική ποίηση καί τήν κωμωδία, μέ τή διαφορά, ότι, ενώ ή ιαμβική ποίηση είναι αυστηρή καί καυστική, ή σάτιρα είναι λεπτή, εύστροφη, ελαφρά ειρωνική, καί ακόμη, ενώ ή κωμωδία γελοιοποιή στή σκηνή πρόσωπα καί πράγματα, ή σάτιρα επικρίνει ελαττώματα ώρισμένων προσώπων καί κυρίως τις σκέψεις καί αντιλήψεις τους. Αυτόν κυρίως τό χαρακτήρα πρέπει νά έχη ή σάτιρα, άσχετα αν αργότερα άπεμακρύνθη άπ' αυτόν. Ή σάτιρα διαιρείται σέ :

α ) ατομική, όταν αναφέρεται σέ ένα πρόσωπο καί
β) ομαδική ή κοινωνική, όταν σε ομάδες ολόκληρες ή κοινωνίες.

Ώς πρός τή διάθεση της διακρίνεται σέ :

α ) φαιδρή
β ) κωμική
γ ) σοβαρή
δ ) παθητική καί
ε ) όργίλη.
Είναι τό ρεαλιστικώτερο λογοτεχνικό είδος, άξενο πρός τούς ρεμβασμούς, τούς συναισθηματισμούς, τις διαχύσεις, τούς λυρισμούς. Εχει πρακτικούς σκοπούς καί αποφεύγει τίς υψηλές ιδέες καί ενατενίσεις. Προτού άποτελέσει ίδιο λογοτεχνικό είδος, τήν ανευρίσκομε στά άλλα εΐδη, όπως στό έπος, στή βίβλο, στην ιαμβική ποίηση, στο μύθο, στην κωμωδία, στή λυρική ποίηση. Αποτελεί ξεχωριστό λογοτεχνικό είδος της Ρωμαϊκής εποχής, μέ δημιουργό τό Γάϊο Λουκίλιο.
Ακολουθούν : ό Ούάρρων, ό Όράτιος, ό Σενέκας, ό Πετρώνιος, ό Ίουβενάλιος, ό δικός μας Λουκιανός.
Στους Βυζαντινούς χρόνους συνεχίζεται με τα Προδρομικά ποιήματα, τα Σκωπτικά και Αλληγορικά. Άπό τους νεωτέρους χρησιμοποίησαν τή σάτιρα : ό Δάντης, ό 'Έρασμος, ό θερβάντες, ό Ραμπελαί. ό Μαρό, ό Ρενιέ, ό Γκρίμολ, ό Χάλλ, ο Σαίξπηρ, ό Μολιέρος. Τήν κλασσική σάτιρα καλλιέργησαν : ό Μπουαλώ, ό Σαλβατώρ Ρόζα. ό Ράχελ, ο Μπάτλερ, ό Ντράϋντεν. Κατά τον ΙΗ' αιώνα ή σάτιρα πήρε την τελεία διαμόρφωση καί ανάπτυξη της-μέ τόν Σουίφτ, τόν Βίλαντ, τόν Βολταίρο, τόν Μοντεσκιέ και τους Ουγκώ, Βύρωνα καί Χάϊνε. [4]

 

Παράγωγες λέξεις: ρ. σατιρίζω, επιθ. σατιρικός

Η Αθηναϊκή δημοκρατία θεωρείται ότι αναπτύχθηκε σε υγιέστερη μορφή λόγω της κοινωνικής σάτιρας της θεατρικής κωμωδίας του Αριστοφάνη.

 

 

 

 

 

 
Μέθοδοι της Σάτιρας

Η σάτιρα επιχειρεί τον εμπαιγμό κάποιας έννοιας ή προσώπου που ο σατιρικός καλλιτέχνης θεωρεί ότι αξίζει τέτοια αντιμετώπιση με σκοπό συχνά τη βελτίωση του αντικειμένου. Γίνεται μέσω μεθόδων όπως η παρωδία, η υπερβολή, η σύγκριση, η αναλογία και η ειρωνεία. Ενώ η σάτιρα μπορεί να αποτελέσει μέσο διασκέδασης, γι' αυτό και συχνά είναι βάση του χιούμορ και συνεπώς συστατικό της κωμωδίας, δεν περιορίζεται στον τομέα της ψυχαγωγίας.

αναλογία

Εισάγεται με το «σαν» ή το «όπως» και συγκρινει τον σατιριζόμενο με κάποιον ή κάτι άλλο που είναι λανθασμένο ή γελοίο. πχ. «Ενεργεί σαν πράκτορας των Αμερικάνων», «άρχισε να τρέχει οπως ο Βέγγος»

ειρωνεία.

Η αναφορά σε κάτι άλλο από αυτό που πραγματικά εννοούμε. Λέγεται για πειράξουμε ή να σατιρίσουμε κάποιο. πχ. «ο περισπούδαστος κύριος καθηγητής πλανάται πλανην οικτράν σε αυτό το σημείο ...»

παρωδία[3]

Η πράξη και το αποτέλεσμα του παρωδώ (απομιμούμαι κάτι κατά γελοίο τρόπο ) . Τραγούδι παράφωνο, που παραβιάζει τους κανόνες. Ιδαίτερα κωμική απομίμιση, διαστροφή σκωπτική ή και χλευαστική μεταβολή ενός σπουδαίου λόγου, πράγματος , ποιήματος. Μεταφορικά σήμερα λέμε: «παρωδία δίκης».

σύγκριση

Συγκριση, παραβολή με άλλο πρόσωπο ή πράγμα με προφανή διάθεση γελοιοποίησης: πχ. έγινε ο καραγκιόζης της πολιτικής.

υπερβολή[3]

Μεγαλοποίηση των πραγμάτων για περισσότερο τονισμό ή ενάργεια. Συνηθέστατη στην Δημοτική ποίηση και χωρίς σατιρική διάθεση πχ.

«Δίνει βιτσιά του μαύρου του και πάει σαράντα μίλλια».

«Τσοπανάκος ήμουνα,
προβατάκια φύλαγα,
μα δεν φύλαγα πολλά:
καμιά πεντακοσαριά».

 
SATIRA

Η sătĭra απο το Λατινικό sătŭra , μετά απο την κλασική περιοδο εγινε sătĭra (είναι λάθος ή γραφή sătyra ), -ae, θυλικό ουσιαστικό (δεν συνδέεται ουτε συγγενεύει με το Ελληνικό Σάτυρος).

Κυριολεκτικά η λέξη «satur» είναι επίθετο τριγενές (satur , satura, saturum ) που σημαίνει πλήρης τροφής, κορεσμένος, χορτάτος, αρκετός, ικανοποιητικός. Επί πραγμάτων σήμαινε το πλήρες , βαθύ, δυνατό, πλούσιο. Σκωπτικά με το «σατούρα» χαρακτήριζαν την έγκυο γυναίκα. Η ρίζα «sat» δημιούργησε τα Αγγλικά «saturated fats» (κεκορεσμένα λίπη), «satisfaction» (ικανοποίηση).

Το όνομα της βάρκας «σαχτούρα» και το επώνυμο Σαχτούρης πιθανόν να προήλθαν από το σατούρα αφού αυτές οι βάρκες χρησίμευαν για μεταφορές τροφίμων και ήταν βαρυφορτωμένες, και ειδικές για μεταφορές σε κοντινές αποστάσεις.

 

Σάτυρος[1]


ΜΑΙΝΑΔΑ ΑΠΩΘΕΙ ΣΑΤΥΡΟ
   ΜΕ ΤΟ ΘΥΡΣΟ ΤΗΣ

ΣΑΤΥΡΟΣ ΠΑΙΖΩΝ ΑΥΛΟΝ ΚΑΙ
ΕΠΙΔΕΙΚΝΥΩΝ ΤΟΝ ΚΑΥΛΟΝ ΤΟΥ

Η μαινάδα περισσότερο μετράει το
μέγεθος απ΄οτι ακούει την μουσικη.

Ο Παν, διδάσκει τον Δάφνη πως παίζουν το οργανό τους.

Ο Σάτυρος είναι πρόσωπο της Ελληνικής Μυθολογίας. Σύντροφος του Βάκχου. Αρχικά τον παρίσταναν με μακρυά και μυτερά αυτιά, σουβλέρή μύτη, ουρά τράγου και μικρά κέρατα πίσω από τ΄αυτιά του. Αργότερα του πρόσθεσαν και πόδια τράγου.

Το ζωώδες αυτό πλάσμα είχε ασελγή και κτηνώδη συμπεριφορά. Ο Ησίοδος άναφέρει ότι υπηρχαν πολλοί σάτυροι και ήταν θεοί των δασών. Ο Σάτυρος διέφερε από τον Πάνα και από τον Φαύνο ως προς τά κέρατα, ο Φαύνος δεν είχε κέρατα (φαίνεται οτι η κ. Φαυνου ήταν πιό πιστή από την κ. Σατύρου). Ηταν όμοιοι προς τους Σιληνούς. Απο τον Ξενοφώντα (Ανάβασις Ι 2,13 ) και τον Παυσανία (1,23,5) συνάγεται οτι οι γέροι σάτυροι ονομάζονταν Σιληνοί.

Θεωρούνται ως υπερβολικά ασχημοι. πρβλ. "... Hyperion to a satyr" στον Hamlet του Sakespeare. Ο Αμλετ συγκρίνει τον Βασιλιά Κλαύδιο με τον πατέρα του παρομοιάζοτάς τον Κλαύδιο με σάτυρο και τον πατέρα του με τον ωραίο Υπερίωνα.

Μεταγενέστερα, με μεταφορική έννοια, σάτυρος ονομάζεται ο λάγνος, ασελγής άνθρωπος. Τίτλος που απεδίδετο και στον Σωκράτη δήθεν επειδή ηταν είρων.

Εις ημάς επιτρέψατε να αμφιβάλλομεν: όπου υπάρχει καπνός ... Ας θυμηθούμε το κατηγορητήριον:

"τάδε ἐγράψατο καὶ ἀντωμόσατο Μέλητος Μελήτου Πιτθεὺς Σωκράτει Σωφρονίσκου Ἀλωπεκῆθεν: ἀδικεῖ Σωκράτης, οὓς μὲν ἡ πόλις νομίζει θεοὺς οὐ νομίζων, ἕτερα δὲ καινὰ δαιμόνια εἰσηγούμενος: ἀδικεῖ δὲ καὶ τοὺς νέους διαφθείρων. Τίμημα θάνατος."

Διογένης ο Λαέρτιος - Βίοι επιφανών Φιλοσόφων Κεφ. Ε. σ. 40

Στη Δωρική διάλεκτο ο σάτυρος λέγονταν «Τίτυρος»,

Η ετυμολογία που δίνει ο Καζαντζάκης στον μυθιστόρημα του "Ο Καπετάν-Μιχάλης" για τον δάσκαλο, θείο του (αδελφό του Καπετάν-Μιχάλη) που, αν και ονομάζονταν Γιαννακός, και έφερε το παρωνύμιο Τίτυρος, είναι ότι ο δάσκαλος είχε ερωτήσει τον πατέρα του "τι τυρός είναι αυτός πάτερ;" . Προφανώς αγνοούσε την πιθανότητα να ήταν και ο θειος του όπως ο Σωκράτης : Σάτυρος, τους νέους διαφθείρων.

 

 

 
Σατυρικό Δράμα Σάτυροι : Θεατρικό έργο με χορό αποτελούμενο απο σατύρους. (Σατυρικό Δράμα).  

Σατυρίαση

Ιστορικός ιατρικός όρος για την υπέρμετρη αύξηση του σεξουαλικού ενστίκτου στον άνδρα, τοξικής ή νευρικής προέλευσης. Η ονομασία του όρου από τον μυθολογικό σάτυρο.

Η αντίστοιχη πάθηση στις γυναίκες λέγεται νυμφομανία. Σήμερα χρησιμοποιείται ο όρος υπερσεξουαλικότητα και για τις δύο παθήσεις.

Ανάλογη πάθηση (πιο εστιασμένη) ειναι ο Πριαπισμός. Είναι πάθηση που εκδηλώνεται ως μη υποχωρούσα, παρατεταμένη επώδυνη στύση, η οποία δε σχετίζεται απαραίτητα με σεξουαλική διέγερση. Ο όρος προέρχεται από τον μυθικό Πρίαπο, ο οποίος ήταν θεός της γονιμότητας και των ανδρικών γεννητικών οργάνων.

Συνώνυμο: Ερωτομανία.

 
Τιμές Πριάπου

Ο Πρίαπος ως θεός τιμάται σε ειδική γιορτή όπως αναφέρει ο Στράβων:

Στράβων -

Μαξ. Πλανούδης - Σχόλια

 
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

[1] 399 Δ. Δημητράκος - Μεγα Λεξικόν όλης της Ελληνικής γλώσσης

[2] 276, ΛΕΞΙΚΟΝ ΛΑΤΙΝΟΕΛΛΛΗΝΙΚΟΝ, Ε. ΤΣΑΚΑΛΩΤΟΣ, ΣΑΚΕΛΛΑΡΙΟΥ, 1921.

[3] 740 Κ. Παπανικολάου - Νεοελληνική Καλολογία - Αισθητική του Λόγου -ΕΣΤΙΑ - 1980

[4] Charlton T. Lewis, Ph.D. and. Charles Short - Latin Dictionary - Oxford. Clarendon Press. 1879.

 

Copyright 2011© Αρης Στουγιαννίδης www.stougiannidis.gr