Υπογλώσσιο #32 ΧΟΡΗΓΕΙΤΑΙ ΧΩΡΙΣ ΙΑΤΡΙΚΗ ΣΥΝΤΑΓΗ |
||
Τα «υπογλώσσια» είναι μικρές φράσεις ή
λέξεις υπαρκτές στην Ελληνική γλώσσα και
που το νόημά τους δεν μας είναι ακριβώς γνωστό, είναι δηλαδή και υπογνώσια.
Θα γράφω τέτοια συχνά για να διαβάζονται εύκολα και μην ξεχνιώμαστε. Οι παραπομπές στη βιβλιογραφία βρίσκονται στο τέλος της σελίδας |
||
Βρέ ζώον! |
Εισαγωγή | ΖΩΟΛΟΓΙΚΕΣ ΠΑΡΟΜΟΙΩΣΕΙΣ, ΦΡΑΣΕΙΣ, ΜΥΘΟΙ ΚΑΙ ΠΑΡΟΙΜΕΣ Στο υπογλώσσιο #30 έγιναν μερικές αναφορές στις παρομοιώσεις ανθρώπων με ζώα. Εκτός απο τήν γενική ύβρη «Ζώον» υπάρχουν ένα σωρό εξατομικευμένες με λαογραφικό ενδιαφέρον. Καταγράφω εδώ ενα λεξιολόγιο ζωολογικών παρομοιώσεων. Γίνονται αναφορές και σε παροιμίες, μύθους και φράσεις που το ζώο αυτό συμμετέχει. Οι παρομοιώσεις αφορούν όλα τα έμβια (δηλ. και ψάρια και πουλιά). Προσθέτω και κάποια στοιχειώδη εγκυκοπαιδικά δεδομένα όπου χρειάζεται. Το λεξικό είναι αλφαβητικό.
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
|
|||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||
Α | ||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||
|
Ο αρχαίος αίγαγρος. Μεταφορικώς: Το άτακτο παιδί , το θηριάκι. Το ευλύγιστο και ζωηρό κοριτσόπουλο. Δεν κλαίω τα δώδεκα παιδιά Βασίλη Ρώτα - «Το Χριστινάκι» Αν δίναμε στο κοριτσόπουλο το χαρακτηρισμό «κατσίκα» (ζώο απόλυτα συγγενικό) θα ήταν ύβρις. Περισσότερα για το είδος αυτό του ζώου, και για τους τόπους διαμονής του μας αναφέρει το Ριζίτικο Τραγούδι "Αγρίμια κι Άγριμάκια μου". Δες περισσότερα στη μικρή ετυμολογική σελίδα μου "Λέσχες Αγριμιών" (ή κλικ στην εικόνα αριστερά).
Συγγενικά: |
|||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||
|
O αετός (Aquila) είναι πτηνό και ανήκει στην τάξη των Ιερακόμορφων. Μεταφορικά σημαίνει τον έξυπνο και ικανό άνθρωπο όπως και το γεράκι ή σαϊνι, η ατσιδα, το ξεφτέρι.
Το πιο κοινό είδος αετού είναι ο Aquila Chrysaetus, ο κοινός χρυσαετός ή σταυραετός. Στην ελληνική μυθολογία ο αετός ήταν αγγελιοφόρος του Δία, βασιλιά των θεών. Θεωρείται σύμβολο ισχύος και εικονίζεται σε πολλά εθνόσημα και σύμβολα πόλεων και κρατών. Ο αετός είναι κατά πολλούς ένα σύμβολο δύναμης και κυριαρχίας. Οι Βυζαντινοί, που του έβαλαν και δύο κεφάλια, το υιοθέτησαν ως σύμβολο της αυτοκρατορίας. Δεν το κατοχύρωσαν ως σήμα κατατεθέν, (κακό της κεφαλής τους) και τους το έκλεψε το Πατριαρχείο, η Αλβανία, οι πάπες, και η ΑΕΚ.
Τραγούδι Το γνωστό ριζίτικο τραγούδι για τον αετό, συμβολίζει τον γενναίο αντάρτη που κρύβεται στο βουνό. Σε ψηλό βουνό,
Εγώ καλόγρα γίνουμαι, σο μοναστήρ' εμπαίνω
Μαυροβουνιού καπλάνια, Ολύμπου σταυραητοί, Αητός αητό μεγάλωνε Είμαι αητός χωρίς φτερά Σαν το αητό είχα φτερά Ο αετός πεθαίvει στov αέρα
Παρομοιώσεις Ο Ψαλμός 102 υποθέτει οτι ο αετός αναγεννάται. Τον συγχέει με το Μυθικό πουλί, τον Φοίνικα: " εὐλόγει, ἡ ψυχή μου, τὸν Κύριον καὶ μὴ ἐπιλανθάνου πάσας τὰς ἀνταποδόσεις αὐτοῦ· τὸν εὐιλατεύοντα πάσας τὰς ἀνομίας σου, τὸν ἰώμενον πάσας τὰς νόσους σου· τὸν λυτρούμενον ἐκ φθορᾶς τὴν ζωήν σου, τὸν στεφανοῦντά σε ἐν ἐλέει καὶ οἰκτιρμοῖς· τὸν ἐμπιπλῶντα ἐν ἀγαθοῖς τὴν ἐπιθυμίαν σου, ἀνακαινισθήσεται ὡς ἀετοῦ ἡ νεότης σου. " Ψαλμοί 102 στ. 5
Παροιμίες Αετόν κάνθαρος μαιεύεται (αρχ) : Γιατί το σκαθάρι κυλάει και σπάει τ' αυγά του αετού[5.13] Αετόν ίπτασθαι διδάσκεις (αρχ) : Για τους διδάσκοντες τους σοφώτερούς τους. Αετός εν νεφέλαις (αρχ) [5.14] : Άπιαστος Για χάρη του σταυραετού γάμα κι εσύ χελώνα[241.1608] Αισώπου μύθοι
ΤραγωδίεςΣτην τραγωδία «Προμηθεύς Δεσμώτης» ο Αισχύλος πραγματεύεται την ηρωική αντίσταση του αλυσοδεμένου στον Καύκασο Προμηθέα να υποκύψει στο θέλημα του Δία. Ενας αητός, με διαταγή άνωθεν, του έτρωγε το συκώτι, καθημερινά. Το συκώτι όμως, κατά μυστηριώδη τροόπο, ξαναγίνονταν (ανάπλαση) . Παιχνίδια Ο Χαρταετός της Καθαρής Δευτέρας. |
|||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||
Το αηδόνι, κοινώς μπιρμπίλι, (Luscinia megarhynchos), είναι ένα μικρόσωμο ωδικό πτηνό. Η αρχαία αηδών (Αττική διαλ. ο αηδών) απο το αείδω = η άδουσα ή ψάλτρια. Δεν έχει εντυπωσιακό φτέρωμα. H πάνω επιφάνεια του σώματος του έχει ζωηρό καστανό χρώμα, η κάτω επιφάνεια υπόλευκο χρώμα και η ουρά του είναι καστaνέρυθρη. Η φήμη του οφείλεται στο μελωδικό του κελάηδημα, το οποίο ακούγεται κυρίως την εποχή του ζευγαρώματός του και πιο πολύ τις νυχτερινές ώρες. Το αηδόνι ζει στις εύκρατες περιοχές της Ευρώπης και της Ασίας, απ' όπου αποδημεί τον Αύγουστο προς τη βόρεια Αφρική και τη νοτιοδυτική Ασία. Ζει κατά κανόνα μέσα σε θάμνους και σε πυκνά και υγρά δάση, ενώ τρέφεται με έντομα και νύμφες εντόμων, σκουλήκια, μικρές αράχνες και ρώγες. Παρομοιάζουμε με την λέξη κάπoιον άνθρωπο με ωραία φωνή, πχ.
Μυθιστόρημα ΤΟ ΑΗΔΟΝΙ ΤΗΣ ΣΜΥΡΝΗΣ Ένα κορίτσι από τη Σμύρνη με βελούδινη φωνή, μεγάλη αγάπη για το τραγούδι και πίστη για τη ζωή, ζει στα δύσκολα χρόνια της Σμύρνης κυνηγώντας το όνειρό της. Είναι το σύμβολο της ψυχικής ελευθερίας, της ελπίδας και της αισιοδοξίας ενός ολάκερου λαού. Μικρασιάτισσα, με δεύτερη πατρίδα της την Κύπρο, προσπαθεί να επιβιώσει, όπως και η μητέρα της, με σύμμαχό της το τραγούδι, που της δίνει δύναμη να αντιμετωπίσει τις δυσκολίες και τις αντιξοότητες της πολυτάραχης ζωής της. Παροιμίες
Αισώπου μύθοι
ΟμόρριζαΑοιδός. Από το Ομηρικό «αείδω» και «άδω». (πρβλ. Μήνιν άειδε θεά Πηλιάδεω Αχιλλείος ...). Κεραμευς κερεμεί κοτέει, και τέκτων τέκτονι κι αοιδός αοιδόν φθονέει. |
||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||
άλογο | Ο αρχαίος ίππος. Στο κυπριακό Ιδίωμα «άππαρος» [184,96].Γνωστότατο ζώο ελξης και ιππασίας. Ενδεικτικό μεγάλου μεγέθους, πρηξήματος: τον κάνανε «ίσα με ένα άλογο» = τον έδειραν. «Τρέχω σαν άλογο»= έχω τρεχάματα, μπλεξίματα. Η λέξη άλογο είναι επίθετο που σημαίνει το άνευ λογικής. Χρησιμοποιήθηκε στο στρατό για να διακρίνει το έμψυχο υλικό σε στρατιώτες και άλογα [ζώα] = ίππους. Τα άλογα ονομάζονται απο τα χρώματά τους πχ. Ψαρής, Ντορής, Γρίβας, Μαύρος. Ουδέποτε όμως υπήρξαν πράσινοι ίπποι-άλογα. Η φράση «πρασιν΄άλογα» πρέπει να γραφεί «πράσσειν άλογα» που σημαίνει το να κάνει (πράττει ή πράσσει) κάποιος παράλογα πράγματα, δηλαδή ανοησίες. Το άλογο είναι πολύτιμο για την φυγή πρβλ. «Τ΄άλογο, τ΄άλογο Ομέρ Βρυώνη» του Α. Βαλωρίτη, και «το Βασίλειο μου για ένα άλογο » στον «Ριχάρδο ΙΙΙ» του Γ. Σαίξπηρ. Παροιμίες
Πολλές φορές το άλογο δεν αναφέρεται αλλά υπονοείται σε διάφορες φράσεις όπως:
Το θηλυκό άλογο λέγεται φοράδα. Ως χαρακτηρισμός δηλώνει γυναίκα σωματώδη και αναίσθητη. Συνώνυμα: αλόγα και μουλάρα.
Ενα
διάσημο άλογο ηταν ο Βουκεφάλας του
Μεγαλέξαντρου. Ομως ο βουκεφάλας δεν
είναι κύριο όνομα αλλά κατηγορία θεσσαλικών αλόγων που έφεραν ένα βούκρανον (βους+κρανίον)
, ένα κεφάλι βωδιού, σήμα κατατεθέν των θεσσαλικών ιπποφορβείων, σταμπαρισμένο
με πυρωμένο σίδερο στα καπούλια τους. Οπως κάνουν οι καουμποήδες στο γουέστ.
Αρα το διάσημο άλογο
χρωστούσε
το ονομά
του στον πισινό του και οχι στο κεφάλι του. Ακόμα και ο όρος σαμφόρας [ενν.
ίππος] πλάστηκε για να χαρακτηρίσει τους ίππους
της Σικυώνος (Μικύων) που ήταν
δηλαδή στιγματισμένοι με το γράμμα ΣΑΝ,
εν αντιθέσει προς τους ίππους της
Κορίνθου ( εξ ου και κοππατίαι).
Αναφορές: Σαμφόρας: το άλογο με το μαρκάρισμα «Σαν» (Αριστοφάνης - «Ιππής», 603 , «Νεφέλες», 122 & 1298) και το κοππατίας με (Αριστοφάνης «Νεφέλες» 23,437, Φιλόστρατος "Τα ες τον Τυαννέα Απολλώνιον", Κεφ. 8, στ.7). Αισώπου μύθοι
Παράγωγα
Ιπποκομος, Ιππότης, Ιπποσύνη, Ιππικό (σώμα) Αλογοβάτης (Ο κτηνοβάτης που έχει σχέσεις με άλογα. Ο Βυζαντινός αλογευόμενος: βλ. Κων. Αρμενοπούλου, "Εξάβιβλος", βιβ. Στ Τιτλ. Γ §4 Οι αλογευόμενοι ήγουν οι κτηνοβάται καυλοκοπείσθωσαν). |
|||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||
Η αρxαία αλώπηξ. Vulpes vulpes. Η κυρά-Μαριόρα των παραμυθιών. Ο χαρακτηρισμός δίνεται και στα δύο φύλα. Δηλώνει τον ευφυή, πονηρό, εύστροφο άνθρωπο. Ο Ιησούς ονομάζει τον Ηρώδη «αλεπού» Ἐν αὐτη τῇ ὥρᾳ προσῆλθαν τινες Φαρισαῖοι λέγοντες αὐτῷ· ἔξελθε καὶ πορεύου ἐντεῦθεν ὅτι Ἡρῴδης θέλει σε ἀποκτεῖναι. καὶ εἶπεν αὐτοῖς· πορευθέντες εἴπατε τῇ ἀλώπεκι ταύτῇ· ἰδοὺ ἐκβάλλω δαιμόνια καὶ ἰάσεις ἀποτελῶ σήμερον καὶ αὔριον καὶ τῇ τρίτῃ τελειοῦμαι. Κατά Λουκάν 13:31-32 «Αλεπού της ερήμου» ονόμασαν τον Γερμανό Στρατάρχη Ε. Ρόμμελ. (Erwin Johann Eugen Rommel) Αγγλικά: Fox. > Fox trot . FireFox: Mozilla web browser. Γαλλικά: Renard. Εμείς χρησιμοποιούμε τήν λέξη μόνο για να δηλώσουμε μια γούνα από αλεπού. Μύθοι και ΠαραμύθιαΑισώπου μύθοι
Ο Αίσωπος έχει γράψει 38 μύθους για τήν αλεπού εξαίροντας σε όλους την ευφυία της:
Η αρίθμηση είναι της έκδοσης Αισώπου Μύθοι - Βιβλιοθήκη των Ελλήνων - ΕΛΛΗΝΙΚΟΣ ΕΚΔΟΤΙΚΟΣ ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΣ. Η αλεπού ειναι το Νο 1 γιατί έχει τους πιο πολλούς μύθους. Ο Στέφανος Σαχλίκης της αφιέρωσε το «Γαδάρου, λύκου κι αλωπούς διήγησις ωραία». Ο Γ.Α. Μέγας συνέλεξε 8 παραμύθια για τήν αλεπου:
Παροιμίες
ΕπώνυμαΑλεπουδέλης : Το επίσημο επώνυμο του Νομπελαλή Οδυσέα Ελύτη. |
||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||
Φίδι δηλητηριώδες. Στην χώρα μας απαντά το υποείδος Vipera berus bosniensis. Ολικό μήκος συνήθως έως 65cm, σπάνια μεγαλύτερο. Μεταφορικά: έξυπνος άνθρωπος. Οχι όμως δόλιος όπως η οχιά ή η έχιδνα, χωρίς αυτό να δικαιολογείται από διαφορετική συμπεριφορά αυτού του φιδιού. |
||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||
|
Ο αρχαίος αμνός. Ανθρωπος ήσυχος, άκακος και μειλίχιος. Κάποιος που δεν κάνει κακό σε κανένα. Ταυτόχρονα ο τρυφερός και γλυκός. Το πρόβατο. Ο Αμνός του Θεού Ο Αη-Γιάννης ο Αποκεφαλιστής*, ονομάζει τον Ιησού "ο αμνός του Θεού" ( Agnus Dei). Τῇ ἐπαύριον βλέπει ὁ Ἰωάννης τὸν Ἰησοῦν ἐρχόμενον πρὸς αὐτόν, καὶ λέγει· Ἴδε ὁ ἀμνὸς τοῦ Θεοῦ** ὁ αἴρων τὴν ἁμαρτίαν τοῦ κόσμου. Κατά Ιωάννην Ευαγγέλιον Κεφ. 1 στ. 29. Κατά δήλωσίν του, ο αμνός του Κατά Ιωάννην αυτοχαρακτηρίζεται ως η «θύρα των προβάτων» Εἶπεν οὖν πάλιν αὐτοῖς ὁ Ἰησοῦς· Ἀμὴν ἀμὴν λέγω ὑμῖν ὅτι ἐγώ εἰμι ἡ θύρα τῶν προβάτων. Κατά Ιωάννην Ευαγγέλιον Κεφ. 10 στ. 7. αλλά και λιγο παρακάτω από θύρα γίνεται τσομπάνης : Εγώ εἰμι ὁ ποιμὴν ὁ καλός. ὁ ποιμὴν ὁ καλὸς τὴν ψυχὴν αὐτοῦ τίθησιν ὑπὲρ τῶν προβάτων Κατά Ιωάννην Ευαγγέλιον Κεφ. 10 στ. 11. επίσης χαρακτηριστικό του καλού ποιμένος είναι η εξεύρεση και διορισμός προσώπου που θα τον αντικαθιστά απόντα ή κωλυόμενο: Πέτρος ὅτι εἶπεν αὐτῷ τὸ τρίτον, φιλεῖς με, καὶ εἶπεν αὐτῷ· Κύριε, σὺ πάντα οἶδας, σὺ γινώσκεις ὅτι φιλῶ σε. λέγει αὐτῷ ὁ ᾿Ιησοῦς· βόσκε τὰ πρόβατά μου. Κατά Ιωάννην Ευαγγέλιον Κεφ. 21 στ. 11. *)«Αποκεφαλιστής», αντί του ορθού «αποκεφαλισθείς». Γνωστή Λαϊκή παρετυμολογία. **) Ο Ιησους αλλαζε συχνά ζωώδεις παρομοιώσεις γενόμενος αλλοτε αμνός, αλλοτε ιχθύς, αλλοτε ποιμήν προβάτων και αλιευς ανθρώπων. Ηταν ο αποδιοπομπαίος τράγος των εβραίων που σηκώνει ολες τις αμαρτίες (βλ. κάθαρμα, φαρμακός)
Νεοσύστατος Αμνός Ιδαίτερα εκφέρεται
ως υποκοριστικό: αρνάκι. Στην ποντιακή διάλεκτο αποτελεί και επίκληση κολακευτική σε γυναίκα : «αρνόπο μ΄» = αρνάκι μου. Δες και το σχετικό «μανάρι μου» της Δημοτικής. Πρβλ. και ποντιακό τραγούδι ΄σον Αη-Λιά εδα κ΄εφκα Παροιμίες
Φράσεις Σφίγγουν τα πρά[γ]ματα = Αρχίζουν οι δυσκολίες.
Λατινικά Το χρήμα λέγονταν pĕcūnĭa , -ae (σε παλαιά επιγράμματα PEQVNIA, ή PEQVDES, PEQVLIVM), από το pecus=πρόβατο , επειδή ο πλούτος των αρχαίων συνίστατο σε κοπαδια προβάτων. Σύνθετα Αμνοερίφια, Αιγοπρόβατα |
|||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||
Ίκτις ή κουνάβι πιθανως η αταίδα.
|
Η αρχαία ἴκτις ή ικτίδα (με τροπή του ι σε α και τσιτακισμό = ατσίδα, όπως και το φυτό γαλακτίδα γίνεται γαλατσίδα), κουνάβι. A. ἴκτινος αλλά και ἰκτῖνος = αετός , Milvus Regalis, Η ατσίδα ή το ατσίδι: η ικτίς ή η ίκτις, άγρια γαλή ή γάτα, νυφίτσα, κουνάβι ή κουνάδι. Αγγλικά το κουνάβι λέγεται: ferret ή marten (δενδροκούναβο) ή badger ή fitch ή stoat. Η φερομένη ως συνώνυμη «νυφίτσα» λεγεται Least Weasel και η επιστημονικη ονομασια της ειναι Mustela nivalis Αλλά και «ο Ατσίδας,» κατά τον Κ. Μπαλαφούτη στην Ελληνική Λαογραφία : Ο ατσίδας είναι είδος κουναβιού με πολύ δυνατή όσφρηση. Ετσι εντοπίζει εύκολα τη νύχτα τις κότες που όταν τις βρεί τις πνίγει και τους ρουφάει το αίμα. Είναι παμφάγο και τρώει σταφίδες, σύκα και όλα τα φρούτα που υπάρχουν στους κήπους. Πιό πολύ μοιάζει με το κουνάβι ή το σκίουρο [γκρί-καφετί]. ΠαρομοιώσειςΜεταφορικά σημαίνει τον πανούργο , πανέξυπνο και πονηρό άτομο (συνώνυμα: αλεπού, σαϊνι, αετός, γάτα, τσάκαλι). Η ικτίδα γίνεται «ατσίδα» στην νεοελληνική διάλεκτο. Ατσίδα είναι η κυκλαδίτικη ονομασία του κουναβιού. Το γνωστό νυκτόβιο ζώο είναι δεινός κυνηγός των ποντικών και άλλων τρωκτικών κι έτσι ελέγχει τους πληθυσμούς τους. Πως θα το αναγνωρίσουμε: Η ατσίδα διακρίνεται πολύ εύκολα. Το χρώμα της είναι καφέ-γκρι και το χαρακτηριστικό της γνώρισμα είναι η διπλή άσπρη κηλίδα που έχει στο στήθος και στο λαιμό. Έχει μήκος σώματος περίπου 50 εκατοστά και φουντωτή ουρά μήκους 25 εκ. Παρεμπίπτον ΣχόλιονΤο κουνάβι δεν έχει δώσει δείγματα εξυπνάδας στην Ελληνική Γραμματεία,
ουτε και αυτοί που το συντηρούν ως κατοικίδιο. Σ΄αυτους οι κτηνίατροι
συνιστούν οτι οι πρωκτικοί αδένες των κουναβιών, οι υπεύθυνοι για τη
χαρακτηριστική μυρωδιά, πρέπει να αφαιρούνται σε μικρή ηλικία. Αυτο σημαίνει
πως τα κουνάβια σε άγρια κατάσταση βρωμάνε κι΄ολας (δες περισσότερα ).
Επειδή είναι και νυκτόβιο λίγοι το ξέρουν ή το έχουν δεί. Συμπέρασμα: Τα κουνάβια δεν είναι καλοί υποψήφιοι για κολακευτικές παρομοιώσεις, καί το «ατσίδα» είναι μαλλον κολακευτικό ή τουλάχιστο θαυμαστικό. Ίσως αντί από το ἴκτις το «ατσίδα» να προήλθε απο το ικτίνος > ικτινίς (Θηλ) > ικτίς που είναι ένα είδος γερακιού (κν. περδικογέρακο) και που έδοσε και το όνομα σε ένα από τους αρχιτέκτονες του Παρθενώνα. Η λέξη ικτίνος απαντάται 18 φορές στα αρχαία ελληνικά κείμενα και η ικτίς καμία. Μόνον ο Όμηρος μιλάει για «κτιδέην κυνέην» περικεφαλαια απο δερματος ικτίδος. Ο δε Ησύχιος αναφέρει οτι η λέξη ειναι «κτίς» με προθεμα «ι» . Στην εικόνα ο Ικτίνος ή Ίκτινος ή περδικογέρακο (Milvus Regalis). Ο Σταματάκος αναφέρει οτι υπάρχει μια εκδοχή (χωρίς να αναφέρει την πηγή) το «ικτίς» να προέρχεται απο το «ικτίνος», λόγω της ομοιότητας τών χρώματων του ζώου με εκείνα του πτηνού. Την εκδοχή θεωρεί πιθανή και ο Μπαμπινιώτης. Ο Αριστοφάνης Ἱεροκλῆς: φράζεο δὴ μή πώς σε δόλῳ φρένας ἐξαπατήσας ἰκτῖνος μάρψῃ. Φράσεις Αποσπάσματα της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας μας περιγράφουν τον ικτίνο ως έχοντα αγχίστροφον και σχέτλιον ήθος αγχίστροφος: αυτος που στρέφεται γρήγορα Men.926; “ἰκτίνου ἀγχιστρόφου ἦθος” Thgn.1261; “φεύγεις ἰκτίνου σχέτλιον ἦθος ἔχων” ἢν δὲ ἁρπάσῃ ποτὲ ἰκτῖνος ἤτοι σπλάγχνα ἢ τῶν κρεῶν,
νενόμισται τῷ θύοντι οὐκ αἴσιον εἶναι τὸ σημεῖον. Αισώπου μύθοι
|
|||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||
Β | ||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||
Ο αρχαίος (ο/η) Βους. Είναι ένα από τα πρώτα ζώα που εξημέρωσε ο άνθρωπος. Σύμφωνα με μερικά αρχαιολογικά ευρήματα η εξημέρωση του βοός πρέπει να έγινε πριν από 10.000 περίπου χρόνια. Στην αρχή ο άνθρωπος το χρησιμοποιούσε μόνο σαν πηγή που του εξασφάλιζε κρέας. Αργότερα άρχισε να το χρησιμοποιεί και σε διάφορες δουλειές και κυρίως στο όργωμα. Το βόδι είναι ευνουχισμένο αν οχι τότε είναι Ταύρος Προσωνύμια για άνθρωπο βλάκα. Βους εκλήθη και ο τέως βασιλιάς Γεώργιος των Γκλύκσμπουργκ, γιός του Κωνσταντίνου, οχι τόσο γιατι ηταν βλάκας όσο γιατί λέγοταν Γεώργιος ο Β. (πρβλ. βου α βα). Παροιμίες
Φράσειςοἶκον μὲν πρώτιστα γυναῖκά τε βοῦν τ᾽ ἀροτῆρα, κτητήν, οὐ γαμετήν, ἥτις
καὶ βουσὶν ἕποιτο, χρήματα δ᾽ ἐν οἴκῳ πάντ᾽ ἄρμενα ποιήσασθαι, μὴ σὺ
μὲν αἰτῇς ἄλλον, ὃ δ᾽ ἀρνῆται, σὺ δὲ τητᾷ, ἡ δ᾽ ὥρη παραμείβηται, μινύθῃ
δὲ τὸ ἔργον. Βοῦς ἀροτήρ: βόδι για όργωμα. Το ουσιαστικό αροτήρ (γεωργος, αυτός που οργώνει) έχει εδώ χαρακτήρα επιθέτου. Βουκόλε ταν
αγέλαν πόρρω νέμε, μη το Μυρωνος βοϊδιον ως έμπνουν βουσί συνεξελασεις. Βους επέβη ή Βους επι γλώσσης (Αρχ) Eπί των εξαίφνης γινομένων άφωνων είρηται η παροιμία' πάρ' όσον οι άργυρίω ζημιούμενοι ήναγκάζοντο σιωπάν. Βούν γαρ ενταύθα το άργύριον, δια το τους Αθηναίους εν τω νομίσματι βούν έγχαράττειν. Πάτησε πάνω βόδι: Η παροιμία έχει διατυπωθεί γι' αυτούς που ξαφνικά χάνουν την φωνή τους· κι αυτό, γιατί, όσοι τιμωρούνταν με πρόστιμο, αναγκάζονταν να μη μιλούν. Βόδι λοιπόν εδώ (ονομάζουν) το ρευστό, εξαιτίας του ότι το νόμισμα των Αθηναίων είχε χαραγμένο πάνω του ένα βόδι. τὰ δ᾽ ἄλλα σιγῶ: βοῦς ἐπὶ γλώσσῃ
μέγας βέβηκεν: οἶκος δ᾽ αὐτός, εἰ φθογγὴν
λάβοι, σαφέστατ᾽ ἂν λέξειεν: ὡς ἑκὼν ἐγὼ μαθοῦσιν αὐδῶ κοὐ μαθοῦσι λήθομαι.
Η σημασία είναι: «πληρώθηκε για να μη μιλήσει» Βουστροφηδόν γράφειν: Τρόπος γραφής με εναλλασσόμενες γραμμές κειμένου όπου η μεν μια γράφεται εξ αριστερών προς τα δεξιά, η δε επομένη εκ δεξιών προς τα αριστερά και ούτω καθεξής. Κυριολεκτικά το επίρρημα «βουστροφηδόν» σημαίνει «Με τον τρόπο που στρίβει το βώδι οργώνοντας» σχήματα δὲ ἄλλα τῶν γραμμάτων βουστροφηδὸν καλοῦσιν Ἕλληνες. τὸ δέ ἐστι
τοιόνδε: ἀπὸ τοῦ πέρατος τοῦ ἔπους ἐπιστρέφει τῶν ἐπῶν τὸ δεύτερον ὥσπερ
ἐν διαύλου δρόμῳ.
ΣυγγενικάΜοσχάριΤο μικρό βόδι λεγεται μοσχάρι. Ο αρχαίος Μόσχος. Ο χρυσός μόσχος ήταν ειδωλο, made by Aaron, που λατρεψαν οι Εβραίοι καὶ περιείλαντο πᾶς ὁ λαὸς τὰ ἐνώτια τὰ χρυσᾶ τὰ ἐν τοῖς ὠσὶν αὐτῶν καὶ
ἤνεγκαν πρὸς ᾿Ααρών. 4 καὶ ἐδέξατο ἐκ τῶν χειρῶν αὐτῶν καὶ ἔπλασεν αὐτὰ
ἐν τῇ γραφίδι καὶ ἐποίησεν αὐτὰ μόσχον
αυτό έκανε τον Πανάγαθο Ιεχωβά έξω φρενών και ... τάδε λέγει Κύριος ὁ Θεὸς ᾿Ισραήλ· θέσθε ἕκαστος τὴν ἑαυτοῦ ρομφαίαν ἐπὶ
τὸν μηρὸν καὶ διέλθατε καὶ ἀνακάμψατε ἀπὸ πύλης ἐπὶ πύλην διά τῆς παρεμβολῆς
καὶ ἀποκτείνατε ἕκαστος τὸν ἀδελφὸν αὐτοῦ ... και επανήλθαν οι εβραίοι στον δρόμο του μονοθεϊσμού και μειώθηκαν
οι κληρονομικές
διαφορές. Απο τήν Παραβολή του Ασώτου στην καινή διαθήκη έγινε γνωστός ο μόσχος ο σιτευτός, το καλοθρεμένο μοσχάρι (ΒΙΟ θα λέγαμε σήμερα) . Και λεμε «έθυσε τον μόσχο τον σιτευτό» για να δηλώσουμε την μεγάλη χαρά κάποιου γιά ένα συμβάν. καὶ ἐνέγκαντες τὸν μόσχον τὸν σιτευτόν θύσατε, καὶ φαγόντες εὐφρανθῶμεν,
ὅτι οὗτος ὁ υἱός μου νεκρὸς ἦν καὶ ἀνέζησεν, καὶ ἀπολωλὼς ἦν καὶ εὑρέθη.
καὶ ἤρξαντο εὐφραίνεσθαι. Ἦν δὲ ὁ υἱὸς αὐτοῦ ὁ πρεσβύτερος ἐν ἀγρῷ·
καὶ ὡς ἐρχόμενος ἤγγισε τῇ οἰκίᾳ, ἤκουσε συμφωνίας καὶ χορῶν, καὶ προσκαλεσάμενος
ἕνα τῶν παίδων ἐπυνθάνετο τί εἴη ταῦτα. ὁ δὲ εἶπεν αὐτῷ ὅτι ὁ ἀδελφός
σου ἥκει, καὶ ἔθυσεν ὁ πατήρ σου τὸν μόσχον τὸν σιτευτόν, ὅτι ὑγιαίνοντα
αὐτὸν ἀπέλαβεν. Ομόηχα Ασχετο με τον μόσχο-μοσχάρι είναι ο μόσχος ένα ακριβό μυρωδικό (musk ambrette) Είναι ουσία με έντονο άρωμα (moschus moschiferus) προερχόμενη από ένα θηλαστικό ζώο που μοιάζει με ελάφι. Η ουσία αυτή εκκρίνεται από τους αδένες του ζώου και συγκεκριμένα από ένα μικρό σάκο που βρίσκεται κάτω από το υπογάστριο του (musk bag). Βεβαίως την ίδια ουσία μπορούμε να βρούμε και από άλλα ζώα αλλά πλέον παρασκευάζεται συνθετικά. Απο αυτόν τον μόσχο βγαίνει το ρήμα «μοσχοπουλώ» που σημαίνει πουλάω σε υψηλή τιμή και η ευχή προς βρέφος ρευόμενον: «μόσχος και ξερά σκατά» (δηλ. αρωματικη αναπνοή και ελλειψη διάρροιας) ή «μόσχος και κανέλλα» (σκέτη αρωματικη αναπνοή και πλήρης αδιαφορία για τα εντερικά προβήματα). Αλλα παράγωγα: «μοσχοβολώ», «μοσχομυρίζω» ΕπώνυμαΜόσχος : απο παρατσούκλι που δηλώνει άνδρα σωματώδη. «Μοσχομάγκα (η) / μοσχομάγκας (ο) / μοσχομαγκίτης / μοσχομαγκιτικός
/ μοσχομαγκιτισμός: Προσωνυμίαι ταύτα των εν Ελλάδι τη νεωτέρα πολιτικώς Γαλλοφρονούντων,
δοθείσαι αυτοίς ως εκ τινος μάγκα (αρσ.) δηλ. αρχηγού μάγκας (θηλ. συμμορία)
συγκειμένης εκ 10 συμμοριτών, όστις εκαλείτο Μόσχος τω ιδίω ονόματι και ήτο
φανατικός οπαδός του Ιω. Κωλέττη. ΤοπωνύμιαΜοσχονήσια: Τα Μοσχονήσια είναι συστάδα νησίδων και σκοπέλων της Μικράς Ασίας που βρίσκονται στη νότια είσοδο του Αδραμυττηνού κόλπου, έναντι της νήσου Λέσβου. Πρόκειται για τις αρχαίες «Εκατόνησους» ή «Ασκανίους νήσοι». Μόσχα(ομόηχο) Η ονομασία της πόλης προέρχεται από τον ποταμό Μόσκβα (και οχι απο το Μοσχάρι), που τη διαρρέει, ενώ η πρώτη αναφορά στη ρωσική ιστορία για την πόλη χρονολογείται το 1147, όταν ο Γιούρι Ντολγκορούκι, πρίγκηπας του Ροστόβ, αναφέρεται στον πρίγκηπα του Νοβγκόροντ-Σεβέρσκι και τον προσκαλεί στη Μόσχα. Αγελάςαγελάς βους "θηλυκό βόδι αγέλης" κν. γελάδα ή γελάδι Χαρακτηριστικής συμπεριφοράς είναι η αγελάδα της Μαλτας ή «Μαλτέζικη Γελάδα» που κάνει πολύ γάλα αλλά μετά δινει μια κλωτσιά στον κουβά του αρμέγματος και το χύνει. Γελάδα ονομαζουμε γυναικα σωματώδη, με υπερμέγεθες στήθος. ΤαύροςΑρσενικό, ενήλικο και μη ευνουχισμένο βόδι. Ο Απις ηταν ενας θεοποιημένος ταύρος στην Αρχαία Αίγυπτο. Μια απο τις μορφές που έπαιρνε ο Δίας για τις διάφορες βρωμοδουλειές του ήταν καί του Ταύρου πχ. Απαγωγή Ευρώπης. Λατινικά Taurus (πρβλ την παροιμία: Lupus dentis, taurus cornis [pettat] = ο λυκος με τα δόντια και ο ταύρος με τα κέρατα [επιτίθεται]). Επειδή υπάρχει και αστερισμός υπάρχει και σχετικό ζώδιο. Παρομοιώσεις Αν πούμε για κάποιον οτι ειναι «ταύρος» (στη δύναμη ή υγεία ή ένταση εργασίας) είναι τιμητικός και κολακευτικός χαρακτηρισμος, αν τον χαρακτηρίσουμε με το απόλυτα συγγενικό «βόδι» ο χαρακτηρισμός αποτελεί ύβρη, που την αντιλαμβάνεται αυτός που είναι ταύρος. Αυτός που είναι πραγματικά «βόδι» δεν καταλαβαίνει τίποτα. ΕγκυκλοπαιδικάΑγριο και επιθετικό ζώο για αυτό και η πάλη με αυτό απαιτούσε δύναμη, ευλυγισία και θάρρος. Στην Μιωικη Κρήτη εκτελούνταν τα ταυροκαθάψια*, ήταν άθλημα της εποχής, στο οποίο ο αθλητής εκτελούσε άλματα πάνω από τον ταύρο. Έχουν βρεθεί αρκετές παραστάσεις και στην Κρήτη (τοιχογραφίες, αγαλματίδιο, σφραγίδες) αλλά και σε άλλα μέρη της Ελλάδας (Πύλος, Τίρυνθα) και στη Μικρά Ασία (Σμύρνη). *) Ταύρος+κατά+άπτομαι πιάνω τον ταύρο, εφάπτομαι του ταύρου Σήμερα επιζούν ακομη στην Ισπανία οι Ταυρομαχίες. Συνθετα
|
||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||
βουβάλι | ή βούβαλος βλ. βώδι. Λόγω συγγενείας έχει την ίδια σημασία. Συνθετο: παιδοβούβαλος= χοντρό και κουτό παιδί.
|
|||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||
Γ | ||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||
Ο αρχαίος όνος. Πρωταγωνιστής σε πολλούς μύθους και σάτιρες πρβλ. Στέφανου Σαχλικη «Γαδάρου, λύκου κι αλωπού διήγησις ωραία». Απο τα Γάδαρα της Συρίας όπου μετα από πολλές διασταυρώσεις ονάγρων έφτειαξαν τον πρότυπο γάϊδαρο. Τον χαρακτηρίζει το γαιδουρινό πεισμα η περίφημη γαιδουρινη υπομονή, και η γαιδουρινή συμπεριφορά (βλ. παροιμία 1 παρακάτω). Αντίστοιχοι χαρακτηρισμοί δίνονται σε όμοιους ανθρώπους. Η ιδιότητα ή η συμπεριφορά του γαιδάρου λέγεται «γαιδουριά». (κατά το ανθρωπιά) πχ. «Ηταν μεγάλη γαϊδουριά να μην του ευχηθεί στην γιορτή του». Ανταγωνισμός υπάρχει για τον γάϊδαρο σε όλες τις παρομοιώσεις: Εχουμε
ισότιμα:
Παροιμίες
και άλλες αρχαίες
Αισώπου ΜύθοιΠαραδόσεις - ΠρολήψειςΟ Μαιος θεωρείται ο μήνας που ζευγαρώνουν τα γαιδούρια και γι΄αυτο αποφεύγονται οι γάμοι τον Μαϊο. Ο γαιδαρος διαθετει, πλην της υπομονής, σημαντικα προσόντα ανδρισμού. Οι αρχαίοι θυσιαζαν γαϊδάρους στου θεούς της Γονιμότητας (Πάνα, Πρίαπο) στους γάμους και στις σχετικες εορτές (Πριάπεια) Ο Βαρναλης εμπνευσθηκε την «Θυσία» απο αυτή την παράδοση Τὸ μυτερό σου τὸ σκουφί, ΠοίησηΟ Κώστας Βάρναλης αφιέρωσε στο γάϊδαρο (σύμβολο του καρτερικού και μοιρολάτρη λαού) την «Μπαλάντα του κυρ-Μέντιου»*. ... Και ζευγάρι με το βόδι άλλο μπόι κι άλλο πόδι ΥΠΕΡΦΟΡΤΩΣΗ ΓΑΙΔΑΡΟΥ ΛΟΓΩ ΤΗΣ ΑΝΕΚΤΙΚΟΤΗΤΑΣ ΚΑΙ ΥΠΟΜΟΝΗΣ ΤΟΥ ΖΩΟΥ. Ο Γεώργιος Σουρής ειχε γράψει το περίφημο: Δυστυχία σου, Ελλάς, Ο Ανδρέας Λασκαράτος εύχεται: Να ΄ν καλορίζικο το νιό γαϊδούρι Ανδρεας Λασκάρατος - «Συχαριάσματα εις γενέθλια γαϊδάρου» Σε μουσική Χατζηδάκη και στίχους Σακελλάριου η εθνική ηθοποιός Βουγιουκλάκη τραγουδούσε το ελαφρόν: Ντε βρε γαϊδαράκο ντε! *) Ο Μέντιος ειναι ο Μενδιος Ονος απο την αρχαία πολη Μένδη που βρίσκεται στη δυτική παραλία της χερσονήσου Παλλήνης, στη Χαλκιδική και ιδρύθηκε από Ερετριείς αποίκους κατά τον 8ο αι. π.Χ. Η χρονολογία ίδρυσής της δεν είναι γνωστή, η παρουσία των Ερετριέων και Χαλκιδέων ωστόσο στον βόρειο ελλαδικό χώρο ανάγεται γενικά στo πλαίσιο του Β' αποικισμού, τον 8ο αι. π.Χ. Η πόλη οφείλει το όνομά της στο αρωματικό φυτό μίνθη, ένα είδος μέντας, που φύεται ακόμη στην περιοχή. Η πλούσια ξυλεία, το εύφορο έδαφος, τα πλούσια κοιτάσματα μεταλλευμάτων σε χρυσό, ασήμι και μολύβι, και το εμπόριο ανάμεσα σε πόλεις της Νότιας Ελλάδας και του Ελλήσποντου ώθησαν πολλές πόλεις να ιδρύσουν αποικίες. Γύρω στις αρχές του 6ου αι. οι παραπάνω πόλεις ελέγχουν το εμπόριο στην περιοχή της Μακεδονίας και οι εμπορικές συναλλαγές φτάνουν μέχρι την Κάτω Ιταλία.
|
||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||
γαλιάντρα | H γαλιάντρα η κοινή (Melanocorypha calandra), καλιάντρα < λατινικά, calandra < ελληνιστική κοινή, κάλανδρος / καλάνδρα, όνομα πουλιού Είναι ένα εδαφόβιο στρουθιόμορφο πουλί που ανήκει στην οικογένεια των κορυδαλλών, η οποία περιλαμβάνει γύρω στα 20 είδη που έχουν ορισμένα κοινά χαρακτηριστικά. Οι εξαιρετικές μελωδικές ικανότητες του κελαηδήματός τους ιδιαίτερα όταν είναι σε πτήση και το επιτόπιο φτεροκόπημά τους που θυμίζει πέταγμα πεταλούδας, είναι από τα βασικότερα χαρακτηριστικά της οικογένειας. Είναι από τα πουλιά που σπάνια κελαηδούν στην σκλαβιά από το stress του περιορισμένου χώρου. Έχουν την ανάγκη ενός ευρύχωρου κλουβιού χωρίς πατήθρες, αλλά χρειάζονται και αρκετό χρόνο για να προσαρμοστούν στην αιχμαλωσία προκειμένου να κελαηδήσουν. Αν αρχίσουν δε το κελάηδημα, είναι ικανά να σκάσουν τα υπόλοιπα πουλιά. Για το λόγο αυτό δεν συνιστάται η συνύπαρξή τους με άλλα ωδικά πουλιά. Με το προσωνύμιο γαλιάντρα (συνηθέστερα κολακευτικά παρά ειρωνικά) χαρακτηρίζουμε κοριτσάκι ή κοπέλα που τραγουδάει ωραία. Με ειρωνική σημασια λέγεται για γυναίκα φλύαρη, λαλίστατη, υπέρ το δέον ομιλητική αλλά και γόησα. Στο ιδίωμα της Θράκης επιβιώνει ο τύπος Καλιάντρα απο την ελληνιστική κοινή «καλάνδρα». ΚΑΛΙΑΝΤΡΑ Καλιάντρα το τραγούδι σου εμένα με τρελλαίνει, Καλιάντρα μου |
|||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||
Γαλοπούλα ή γάλος ή γαλόπουλο ή κούρκος ή τούρκος ή διάνος ή ινδιάνος ή μελεαγρίς. Μεγάλο εδώδιμο πτηνό της οικογενειας των μελεαγριδων. Τούρκος ή κούρκος Κατ 'αρχάς, στο 1524, όταν το αμερικανικο πουλί ήρθει για πρώτη φορά στη Μεγάλη Βρετανία, είχε αποσταλεί από τους εμπόρους της Ανατολής, κυρίως από την Κωνσταντινούπολη (που είχαν φέρει το πουλί από την Αμερική). Δεδομένου ότι αγοραστηκε χονδρικά από την Τουρκία, οι Βρετανοί αναφέρονται σε αυτό ως "Turkey coq." Στην πραγματικότητα, οι Βρετανοί δεν ήταν ιδιαίτερα ακριβή γνώση για τα προϊόντα που φθάνουν από την Ανατολή. Περσικά χαλιά τα ονομάζανε "Turkey rugs." Ινδικό αλεύρι το έλεγαν "Turkey flour" και Ουγγρικά ταγάρια ονομάζονταν "Turkey bags". Το πρόβλημα Ιθαγένειας Συγκρίνοντας την ονομασία του πουλιού σε διάφορες γλώσσες διαπιστώνουμε πως οι περισσότεροι λαοι δεν ξέρουν από που κρατάει η σκούφια του. Οι ερευνητες το αναφέρουν αναντίρρητα ως Αμερικάνικο πουλί. Οι ίδιοι οι Αμερικάνοι δεν το λένε USAbird αλλά Turkey. Είναι ομως σχετικά ικανοποιημένοι απο το πουλί τους γιατι το τρώνε την ημέρα των Ευχαριστιών. Ολοι οι χριστιανοί το τρώνε τά χριστούγεννα ίσως για να δηλώσουν την αντίθεσή τους στους αλλοθρήσκους Ινδούς, Τούρκους, Αιγυπτίους (να τους φάνε δηλαδή). Δειτε πως το ονομάζουν οι υπολοιποι:
Συμπεριφορά Οταν η γαλοπούλα ερεθισθεί υψώνει τα φτερά της ουράς της και φωνάζει. Φράσεις Έγινε Τούρκος (προφανώς κούρκος) βλ. Συπεριφορά. Σημαίνει θύμωσε πολύ. Προφανώς η έκφραση πέρθηκε από την συπεριφορά αυτή του πουλιού. Δεν είναι δυνατόν κανείς να θυμώνει γενόμενος Τούρκος, με την θρησκευτική έννοια του όρου. Η αρνησιθρησκεία στην διάρκεια της τουρκοκρατίας. πρβλ. γινεσαι "Τουρκος Διάκε μου, την πιστη σου ν' αλλάξεις;". Υπηρχε αμοιβη για τους αρνησίθρησκους. Ο μη γενόμενος τούρκος υπέφερε. Φουσκώνει σα διάνος Υπερηφανεύεται βλ. Συμπεριφορά Ο [ιν]Διάνος δεν εχει τοσο ματαιοδοξα συναισθήματα. Επιδιώκει την αύξηση
του όγκου με ξεδιπλωμα
των φτερων, πραγμα που ισχύει και στά παγώνια, με σκοπό το εκφοβισμό του αντιπάλου. Το
ιδιο έκαναν και
οι αρχαίοι Ελληνες πολεμιστές φορώντας ψηλά λοφία στα κράνη τους και βαζοντας
κουδούνια, αποτρόπαια σχέδια και εντονα χρώματα στις ασπίδες τους. |
||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||
Γαρίδα | Η αρχαία καρίς. Parapenaeus longirostris (Αγγλ. shrimp) Το χαρακτηριστικότερο είδος είναι η κοινή γαρίδα. Σε αντίθεση με άλλα συγγενικά τους είδη, που περπατούν, όπως η καραβίδα, οι γαρίδες ζουν αποκλειστικά στη θάλασσα, όπου κολυμπούν. Τα πόδια τους είναι μεταπλασμένα σε όργανα πλεύσεως. Απαντώνται σε όλες τις θάλασσες και στα γλυκά νερά, όπως επίσης εκτρέφονται για το κρέας τους σε ιδιαίτερα ενυδρεία. ΦράσειςΛέμε για κάποιον που άρχισε να παρατηρεί πολύ έντονα,
εστιασμένα και προσεκτικά κάτι (συνήθως εύχυμο θηλυκό): «έγινε
το μάτι του γαρίδα». Το πλήρες και σωστό κείμενο θα ήταν "έγινε
το μάτι του σαν το μάτι της γαρίδας" δηλαδή
γούρλωσε. *) "ΑΚΡΩΣ ΤΡΕΛΛΑ ΚΑΙ ΑΠΙΣΤΕΥΤΑ" του Jan Peyne - Εκδ. Σαββάλας - Αθήνα 2009 [35]). |
|||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||
|
Ψάρι ευτελούς αξίας. Ανάλογο με την μαρίδα. Ο γαύρος ανήκει στην οικογένεια Engranlidae και επιστημονική του ονομασία είναι Engraulis encrasicolus. Ζει κατά κοπάδια με συχνές μετακινήσεις το χειμώνα κατεβαίνει μέχρι και σε βάθος 150 μέτρων και την άνοιξη ανεβαίνει προς την επιφάνεια. Τρέφεται με πλαγκτόν και με γόνο άλλων ειδών ψαριών. Οπαδός του Ολυμπιακού (ΟΣΦΠ). Ισως αποδίδεται αυτος ο χαρακτηρισμός, επειδή ο Πείραιας έχει γνωστή ψαραγορά και ιχθυόσκαλα, και ο γαύρος είναι ψάρι που κινείται σε σμάρια όπως και η εξαδέλφη του σμαρίς (μαρίδα) κια σαρδέλλα. Είναι σαφώς υποτιμητικός χαρακτηρισμός και σημαινει "σμάρι ευτελων οπαδών που ακολουθουν ο ενας τον αλλο" Γαυριάς ή Γαβριάς στα Γαλλικά (Gavroche): Ένα χαμίνι του Παρισιού, που παίρνει μέρος στην επανάσταση. Είναι γιός των Θεναρδιέρων, οι οποίοι τον εγκατέλειψαν νωρίς. Ένας ηρωικός πιτσιρίκος που παίζει με τους βασιλικούς στρατιώτες πάνω στα οδοφράγματα αψηφώντας τις ριπές των όπλων τους, δίνοντας θάρρος και εμπνέοντας τους επαναστάτες. Σκοτώνεται από ομοβροντία. Λόγω της Αναγνωστικής επιτυχίας του βιβλίου (1862) ο Γαβριάς χρησμοποιήθηκε έντονα από την Δημοσιογραφία της εποχής για να χαρακτηρίσει τους αγυιόπαιδας, τα αλητάκια του δρόμου. Αποτελεί ισως και μια δεύτερη εκδοχή για τον χαρακτηρισμό των Ολυμπιακών ως γαυρων, αν και φαίνεται πολύ λόγια. Το ομόηχο αρχαίο ρήμα γαυρόομαι σημαίνει υπερηφανεύομαι, επαίρομαι, υψηλοφρονώ, και δεν είναι πιθανόν να δόθηκε στο ψάρι έστω και με ειρωνική διάθεση. Ο γαύρος δεν διαθέτει τίποτε που να τον κάνει υπερήφανο. |
|||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||
γεράκι | βλ. σαινι | |||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||
Ο ΠΟΛΥΑΓΑΠΗΜΕΝΟΣ |
Κατοικίδιο τετράποδο θηλαστικό που ανήκει
στην οικογένεια των αιλουροειδών. Έχει ευλύγιστο σώμα, στρογγυλό κεφάλι,
μακριά ουρά και γαμψά νύχια που εξυπηρετούν στην αναρρίχηση και τη σύλληψη
του θηράματος
Μεταφορικά: Πολύ έξυπνος ανθρωπος. Παροιμίες - Φράσεις
Το αληθινό νόημα της παροιμίας είναι: αν δεν εκτίθεσαι σε κινδύνους δεν έχεις ζημίες. ΤραγούδιΕίναι γάτα ο κοντός με τη γραβάτα. Ως και ο γάτος έβγαλε τήν γάτα στην ταράτσα Νιάου βρέ Γατούλα Έδιωξα κι εγώ μιά γάτα Διήγημα Απολαυστικότατο για συνταξιούχους (λόγω του απαιτουμένου χρόνου και καθαρευούσης) το διήγημα «Η Ιστορία μιάς γάτας» του Εμμανουήλ Ροϊδη. |
|||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||
Σαρκοβόρο θαλασσοπουλι. Ο αρχαίος Λάρος. Βουλιμικός και σκουπιδοφάγος. Παράγωγα Γλαρώνω = κλείνουν τα μάτια μου από κούραση ή νύστα, πέφτω σε κατάσταση υπνηλίας νυστάζω, με παίρνει ο ύπνος, αποκοιμιέμαι ηρεμώ, γαληνεύω. Σκοπτεινη η συσχετισή του με τον γλάρο. Φράσεις Καταπίνει σαν γλάρος Μη φας, θα έχουμε γλάρο ή γλαρόσουπα.
Παρομοιώσεις Ο νεοσύλλεκτος εκτός απο «ψάρακλας», «στραβάδι», «νέους», καλειται και «γλάρος» (πιθανόν απο την σημασια του "γλαρώνω": κλείνουν τα μάτια μου από κούραση. αφου η ζωή στα κεντρα εκπαιδεύσεως νεσυλλέκτων είναι εξουθενωτική). Λογοτεχνία Αντον Τσέχωφ - ο Γλάρος Το 1895 ο Τσέχωφ γράφει τον «Γλάρο», που κάνει την εντελώς αποτυχημένη πρεμιέρα του το 1896, ωστόσο είχε πιο επιτυχημένη πορεία στη συνέχεια. Το 1898 ο «Γλάρος» παίζεται στο Θέατρο Τέχνης στη Μόσχα, σε μια παράσταση που καταξιώνει το έργο και τον συγγραφέα τον ίδιο στη συνείδηση της κριτικής και του κοινού. Ήδη σε αυτήν την παράσταση έχει γοητευτεί από την ηθοποιό Όλγα Κνίππερ, που κρατούσε τον ρόλο της Αρκάντινα. Η αληθινή δράση του έργου γίνεται σ΄ έναν απόλυτα μυστικό χώρο, και τα γεγονότα είναι η απόληξη αφανών καθημερινών δραμάτων, και εξαντλητικών ματαιώσεων. Στο Γλάρο το μεταθεατρικό στοιχείο είναι παρόν από την έναρξη του έργου. Οι βασικοί ήρωες του έργου περιστρέφονται γύρω από τον κόσμο του θεάτρου. Ο Τρέπλεφ, ο νεαρός γιος της ηθοποιού Αρκάντινα, αναζητά νέους τρόπους έκφρασης στην ποίηση και στο θέατρο. Γράφει και παρουσιάζει το θεατρικό του έργο στο υποστατικό του Σόριν, αδελφού της μητέρας του. Η Νίνα, η αγαπημένη του Τρέπλεφ, θα είναι η ηθοποιός που θα αναλάβει να δώσει υπόσταση στο ποιητικό δράμα του. Η παράσταση θα τελειώσει άδοξα. Οι θεατές του έργου, που ανάμεσα τους είναι η Αρκάντινα και ο εραστής της, ο γνωστός συγγραφέας Τριγκόριν, φιλοξενούμενοι για λίγες μέρες στο υποστατικό, θα είναι ειρωνικοί και αμέτοχοι όχι μόνο στο θεατρικό αλλά και στο προσωπικό δράμα του Τρέπλεφ. Οι περίπλοκες σχέσεις των ηρώων τους εγκλωβίζουν σ΄ ένα αναπόδραστο αδιέξοδο. Ο νεαρός Τρέπλεφ ζει έναν απελπισμένο έρωτα με τη Νίνα, που θαμπωμένη από τη γοητεία του Τριγκόριν θα αποφασίσει να γίνει επαγγελματίας ηθοποιός και να τον ακολουθήσει στην πόλη. Δύο χρόνια αργότερα, ο Τρέπλεφ έχει καταφέρει να γίνει ένας μέτριος συγγραφέας. Εξακολουθεί να ζει στο ίδιο μέρος, να δημοσιεύει διηγήματά του σε διάφορα περιοδικά, και να παρακολουθεί από μακριά την θλιβερή προσωπική ζωή και την αποτυχημένη καριέρα της Νίνας. Η επιδείνωση της υγείας του Σόριν θα φέρει πάλι στο υποστατικό την Αρκάντινα και τον Τριγκόριν. Στο ίδιο μέρος, τσακισμένη και ανήμπορη, σαν τον νεκρό γλάρο που κάποτε της είχε αποθέσει στα πόδια της ο Τρέπλεφ, θα γυρίσει και η Νίνα. Ερωμένη του Τριγκόριν με τον οποίο απέκτησε και ένα παιδί που πέθανε, προδομένη από τον εραστή της που ποτέ δεν έπαψε να αγαπά, επισκέπτεται τον Τρέπλεφ. Όταν πια φύγει, ένας πυροβολισμός θα ακουστεί από το δωμάτιο του. Ο γιος της Αρκάντινα, της διάσημης ηθοποιού, θα βάλει τέρμα στη ζωή του, τη στιγμή που στο διπλανό δωμάτιο η συντροφιά των ανυποψίαστων, θα παίζει ένα επιτραπέζιο παιχνίδι για να σκοτώσει την ώρα της. Τοπωνύμια
|
||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||
γουρούνι | Οικόσιτο ζώο γνωστό για το νόστιμο κρέας του, την βρωμιά του, την σεξουαλικότητά του και την κακή συμπεριφορά του. Θηλυκά χοιρίδια προσέφεραν οι Αρχαίοι Ελληνες θυσία στην Αφροδίτη.[9214,45] Το μεσαιωνικό γρούνι < Λακωνικό γρώνη σημαινει τον θηλυκό χοίρο. Ο Ησύχιος αναφέρει γρωνάδες: θυληκοι σύες. Το αρχαίο όνομα του γουρουνιού ήταν χοίρος (ηδη από τον Όμηρο) ή σῦς , συός ή ὗς, ὑός. Θηλυκό: σκρόφα. Μεταφορικά: άνθρωπος άξεστος, βρωμιάρης και ακολαστος, χοντράνθρωπος. Παροιμίες
Για περισσότερα δες Υπογλώσσιο #10 Εγχειρίδιον δι΄εν χοιρίδιον |
|||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||
Δ | ||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||
Θαλασιο κήτος πανέξυπνο και άριστος κολυμβητής. Λέμε κολυμπάει σαν δελφίνι. Ποιηση και ΤραγούδιΕκει στης Υδρας τ' άνοικτά και των Σπετσώ Οδυσσέας Ελύτης - Το Δελφινοκόριτσο. Καβάλα στο δελφίνι τον κόσμο γύρισα Λευτέρης Παπαδόπουλος - «Δελφίνι Δελφινάκι» Κινηματογράφος"Το Παιδί και το Δελφίνι", ρωμαντική περιπέτεια του 1957. Ο Αγγλικός Τίτλος: Boy on a Dolphin. Μέ τους Αλαν Λαντ, Σοφία Λώρεν. Το τραγούδι της ταινιας "Τι ειν' αυτο που το λένε αγάπη" του Τάκη Μωράκη, σε στίχους Γιάννη Φερμάνογλου, έγινε μεγάλη εμπορική επιτυχία. Η Σοφία Λόρεν το ερμηνεύει στα ελληνικά. Η ταινία κλείνει με το ίδιο τραγούδι αλλά σε άλλη εκτέλεση, τραγουδισμένο στ' αγγλικά από τη Τζούλι Λόντον. Το «Boy on a Dolphin» ήταν «Boy on a Horse» (Ο "τζόκεϋ" του Αρτεμισίου-- Ελληνιστική περίοδος, περίπου 140 π.Χ. -ΕΘΝΙΚΟ ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΚΟ ΜΟΥΣΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ) Είναι το μεγαλοπρεπέστερο χυτό άγαλμα αλόγου με αναβάτη, που σώζεται από την ελληνική αρχαιότητα. Ανασύρθηκε σε κομμάτια από αρχαίο ναυάγιο και έχει συμπληρωθεί στην ουρά και στο κέντρο του κορμού. Για τίς ανάγκες του σεναρίου ο αναβάτης καβαλούσε δελφίνι! |
||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||
ελαφίνα | Το θηλυκό του ελαφιού. Χρησιμοποιήθηκε σε συμβολικά Δημοτικά τραγούδια. Κολακευτική παρομοίωση για λεπτή γυναίκα με ωραίο σώμα.
Μον'
κλαίω μάτια τα γλαρά
Παροιμίες
|
|||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||
ερίφι | ή και ρίφι, βλ. κατσίκι Το ερίφης: Από το Τουρκικο herif = πονηρός, κατεργάρης. Δεν έχει καμια σχεση με το ερίφιο = κατσίκι. |
|||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||
ελέφαντας | Ο αρχαίος Ελέφας. Το γνωστό παχύδερμο με τήν ισχυρή μνήμη. Σε παρομοιώσεις για χονδρούς και αναίσθητους άνδρες. Αντί για το «φάλαινα» που αφορά γυναίκες.
Αρχαίες Παροιμίες
Ελέφαντος διαφέρεις ουδέν [5.155] Είσαι αναίσθητος Ελέφας μυν ουκ αλίσκει[5.156] Ο ελεφαντας δεν κυνηγάει μύγες. Αναλογη με τήν Λατινική Prætor non curat minimis. Ο πραίτωρ δεν ασχολείται με τά ελάχιστα, με τις λεπτομέρειες. |
|||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||
έχιδνα | Φίδι. Βλ. ασπίς. | |||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||
Ζ | ||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||
ζαργάνα | Ψαρι μακρόστενο και ευλύγιστο. Βελόνη η γνησία belone belone οικ. βελονίδες f. belonidae Αγγλικά: Gar-fish Γαλλικά: Aiguille Γεννά Μάρτη-Απρίλη. Οι μικρές ζαργάνες έχουν μύτη κοντή, μακραίνει σιγά-σιγά. Κατι σαν υδρόβιος Πικόκιο. Χαρακτηρισμός λεπτής και ευλύγιστης γυναίκας. Ανάλογο: Λαφίνα. |
|||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||
ζώον | Ο μη άνθρωπος. Ον μειωμένης νοημοσύνης. Υπερθετικός: ένα ζώο και μισό.* Συνώνυμο: ζωντόβολο, χαϊβάνι. *) Φαίνεται οτι το 50% είναι μια σημαντική αύξηση πρβλ. Ένας βλάκας και μισός. |
|||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||
ζωομορφισμός | Με τον όρο ζωομορφισμός ή θηριομορφισμός, εννοείται στο πλαίσιο της θρησκειολογίας η απεικόνιση θεών ως ζώων ή η απόδοση ζωικών χαρακτηριστικών στο σύνολο των ιδιοτήτων τους. Χαρακτηριστικά παραδείγματα ο ζωομορφισμός της αρχαίας αιγυπτιακής ή της αρχαίας σκανδιναβικής θρησκείας. Στο πλαίσιο της τέχνης, με τον όρο «ζωομορφισμός» εννοούμε τη χρήση ζωικών παραστάσεων, προκειμένου ο καλλιτέχνης να αποδώσει τα επιθυμητά νοήματα ή κατά την εκτίμησή του τον καταλληλότερο διάκοσμο. Στο κοινωνικό και ψυχολογικό πλαίσιο ο θηριομορφισμός χρησιμοποιείται για την περιγραφή της ανθρώπινης συμπεριφοράς και αποτελεί σημαντικό τμήμα του αρχετυπικού ονειρικού συμβολισμού. Βλ. Υβρίδια |
|||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||
Ι | ||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||
ικτις | βλ. ατσιδα | |||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||
Κ | ||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||
|
Ο αρχαίος κολοιός. Κάργια (Corvus monedula) Τα κορακοειδή είναι από τα εξυπνότερα πουλιά που υπάρχουν. Είναι και όμορφα και σίγουρα ένα από αυτα είναι η φλύαρη κάργια. Τα μάτια της, έχουν ένα υπέροχο μπλε χρώμα. Στα μεγαλύτερα άτομα (πάνω από 2 ετών) το χρώμα ματιών αλλάζει και γίνεται κιτρινωπό. κν. Κάργια ή καλιακούδα. Πουλί συγγενές με τον κόρακα. Γνωστή η παρομοίωση που απαντάται στην Δημοτική Ποίηση: «πολλή μαυρίλα πλάκωσε μαύρη σαν καλιακούδα.»[ίσως *κολοιακούδα με υποχωρ. αφομ. [o-a > a-a] < κολοιακούδ(ι) -α < κόλοιακ(ας) -ούδι < αρχ. κολοι(ός) -ακας ] Φράσηβοώ την κάργαν = κομπορρημονώ Συνήθως λέμε μιά γριά: «κάργια». Οι γριές ήταν συνήθως χήρες γιατι στα προξενιά πάντοτε προωθούσαν γηραιότερους ως πλεον κονομημένους. Αποτέλεσμα: οι περισσότερες γρηές να είναι χήρες και επομένως μαυροφόρες, όπως μαύρες είναι και οι κάργιες.
Παρεμπίπτον Σχόλιον Η φράση «κάνω τον κάργα» δεν εχει καμιά σχέση με την κάργια το πουλι αλλά με το καργκάρω ή καργάρω =Λατινικό Cargo, φορτώνω και μεταφορικά γίνομαι φορτικός. κάργα (II) η. Γέμιση όπλου: αντίς για κάργες βάνουσι τ’ αρνίθια και κρεμνούσι (Τζάνε, Κρ. πόλ. 42511). [<βεν. carga] καργαδούρο το. (Ναυτ.) ακτή όπου προσεγγίζουν πλοία: το Κίστρο … έναι πόρτο και καργαδούρο (Πορτολ. Α 22623). [<ουσ. καργαδούρος] καργαδούρος ο. (Ναυτ.) ακτή όπου προσεγγίζουν πλοία: (Πορτολ. Α 210) Ε. Κριαρά Το «κάργα» ειναι μάγκικος τρόπος για να πούμε οτι κάτι είναι γεμάτο, στα όρια του κορεσμού, ή υπάρχει σε πολύ μεγάλες ποσότητες. Χρησιμοποιείται και επιθετικά και επιρρηματικά αντί του πλήρως ή πλήρης, οπως και τα «τερμα» , «τίγκα».φίσκα πρβλ. Λατινικό και Αγγλικό Cargo. τίγκα [tíŋga] επίρρ. : (οικ.) για κάτι που είναι εντελώς γεμάτο· φίσκα, κάργα: Tο βαρέλι είναι τίγκα, ξέχειλο. Tο λεωφορείο ήταν ~, ασφυκτικά γεμάτο. || Είμαι τίγκα, έχω φουσκώσει από το πολύ φαγητό. [ιταλ. (νότ. διάλ.) tinga] φίσκα [αρχ. (δωρ. διάλ.) φύσκα (αττ. φύσκη) "παραγεμισμένο
έντερο" (με ορθογραφική απλοποιηση) > φισκάρω, φούσκα, φουσκώνω. |
|||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||
καρακάξα | Το πουλι κίσσα η μικρόουρος. Επι γυναικών: άσχημη και γλωσσού, φλύαρη. πρβλ. γριά-καρακάξα. Δες και κάργια. Από το κόρακας+κίσσα ΠαροιμίεςΌ Ρώσος βλέπει σάν καρακάξα κι' είναι πονηρότερος άπό τόν διάβολο (ΟΥΚΡΑΝΙΚΗ)[244.105] Συγγενικό: Γαλιάντρα (μεταφ.) |
|||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||
καρακαηδόνα | Πουλί επιστημονικής φαντασίας, προϊόν διασταύρωσης κόρακα και αηδόνος. Χρησιμεύει για να χαρακτηρίσει γυναίκες αναλόγων ιδιοτήτων. | |||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||
Ή κόρακας. Ο αρχαίος κοραξ. Το κοράκι (επιστημονικό όνομα corvus corax) είναι σαρκοφάγο ξηροβατικό πτηνό από τα μεγαλύτερα μέλη της τάξης των πασσεριμόρφων, μεγέθους όρνιθας (μήκος 56-69 εκατοστά και βάρος ενάμισι κιλό). Έχει χαρακτηριστικό μαύρο πτέρωμα, μαύρο ράμφος κωνοειδές και μαύρα πόδια, εξ ου και η έκφραση "μαύρος σαν το κοράκι". Το προσωνύμιο «ΚΟΡΆΚΙ» δίνεται στους νεκροπομπούς του γραφείου κηδειών. (οι παλαιοι "τέσσερεις" που σέ παίρνουν και σε σηκώνουν. Τώρα λόγω ανάγκης υπερχρεώσεων έγιναν έξη) βλ. και ποίηση παρακάτω. Παροιμίες
Αρχαίες παροιμίες
Φράσεις
Ευχή για μακροημέρευση ή επιθετικός προσδιορισμός υπεραιωνόβιου. Λογω της μακροβιότητας του κόρακα. Οι χελώνες αν και αυτές ζουν πολλά χρόνια δεν πέρασαν στις εξετάσεις προμοιώσεων μακροβιότητας. Ετσι δεν λέμε «χελώνοζώητος». ΤραγούδιΜαύρα μαλιά, μαλιά κοράκου χρώμα (Αντάρτικο) Μαύρα κοράκια (Αντάρτικο)
Τα κοράκια ενέπνευσαν και τα «Πουλιά της Δυστυχίας» του Σαββόπουλου ΠοίησηΓια τά κοράκια- νεκροθάφτες, κν.«τέσσερεις»: κι οι τέσσιρ’ π’ θα μας παν
ουλ’ νους Ζαχαρίας Παπαντωνίου - «Η γριά η βαβά μ’» Για τα κοράκια ως πτωματοφάγα όρνεα
Νίκος Καββαδίας - Πούσι - Federico Carcía Lorca Edgar Alan Poe - Το κοράκι . Από το 1845 με μεταφράσεις σε πολλές γλώσσες, και πάμπολλες σελίδες αφιερωμένες στην ανάλυση του και χιλιάδες λογοτεχνικά, ζωγραφικά, κινηματογραφικά και μουσικά έργα εμπνευσμένα από τους πυρετώδεις στίχους του. ΠαραδόσειςΤα κοράκια του Πύργου του Λονδίνου είναι μια ομάδα κορακιών σε αιχμαλωσία που καλο-ζούν στο Πύργο του Λονδίνου. Η ομάδα αποτελείται από τουλάχιστον επτά κοράκια (έξι απαιτούνται, αλλά υπαρχει και ένα έβδομο για ρεζέρβα). Παραδοσιακά πιστεύεται ότι προστατεύουν το Στέμμα και τον Πύργο. Μια πρόληψη λέει ότι «Αν τα κοράκια του Πύργου του Λονδίνου χαθούν ή αν πετάξουν, το Στέμμα θα πέσει και η Βρετανία μαζί." Αν τα δηλητηριάζαμε αυτά τα κοράκια πριν τον εμφύλιο θα ειχαμε γλυτώσει απο καμποσους νεκρούς και απο τους άσπονδους φίλους και "προστάτες" μας. Σας παραπέμπω στον Ανδρέα Κάλβο:
Ανδρέας Κάλβος - ΩΔΗ ΕΚΤΗ ΑΙ ΕΥΧΑΙ ΕπώνυμαΚόρακας (Βουλευτής του ΚΚΕ), Γλώσσα Ιδιαιτερη γλώσα είναι τα κορακίστικα που επιτυγχάνει να μπερδέψει τον αμύητο ακροατή παρεμβαλοντας κε μεταξύ των συλλαβών. 1. συνθηματική και ακατάληπτη γλώσσα που χρησιμοποιούν τα παιδιά για να συνεννοούνται μεταξύ τους δήθεν μυστικά, και που δημιουργείται συνήθ. από την παρεμβολή ανάμε σα στις λέξεις της συλλαβής "κε". 2. (μτφ., οικ.) ακατανόητα λόγια, είτε αυ τά είναι μια ξένη γλώσσα είτε απόλυτα ειδικευμένη ορολογία: Φράσεις «Κορακιστί φθέγγεσθε» μιλάτε ακατανόητα (Ελληνιστικό επίρρημα). «Aυτά είναι κορακίστικα για μένα». πχ. η φράση «Θέλεις να μιλήσουμε κορακίστικα» γίνεται: «Θεκελεις κενα κεμικεληκεσουκεμε κεκοκερακεκικεστικεκα» |
||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||
κότσυφας | Ο αρχαίος κόσσυφος ή κόττυφος[ 261.545] Ο κότσυφας, ή κοτσύφι (επιστημονικό όνομα Turdus merula) είναι ένα είδος πουλιού της τάξης πασσερίμορφα που αναπαράγεται στην Ευρώπη, Ασία, Βόρεια Αμερική και στην Ωκεανία, στην οποία εμφανίστηκε πρόσφατα. Έχει ένα αριθμό υπό-ειδών τα οποία ζουν σε διάφορα μέρη του πλανήτη, ενώ κάποια ασιατικά υπο-είδη θεωρούνται διαφορετικά είδη. Ανάλογα με το γεωγραφικό πλάτος, το κοτσύφι μπορεί να είναι μόνιμος κάτοικος ή μεταναστευτικό είδος. Τοπωνύμια Κοσσυφοπέδιο Το Κοσσυφοπέδιο ή Κόσοβο (Kosovo, σερβικά: Косово и Метохија, λατινικά Kosovo i Metohija και Kosmet, αλβανικά Kosova ή Kosovë, σλαβομακεδονικη Косово и Метохија), είναι μια περιοχή των Βαλκανίων (πρώην επαρχία της Σερβίας), η οποία από το 1999 βρίσκεται υπό την προσωρινή διοίκηση του ΟΗΕ και την στρατιωτική προστασία του ΝΑΤΟ. Επώνυμοι κότσυφες Ο Σταύρος επώνυμος κότσυφας σε παραμυθι που διηγειται ο Διονύσης Σαββόπουλος: Ο κότσυφας που δεν λεγονταν Σταύρος αλλά κυρ-Σταύρος και αφέντης τσουτσουλομύτης, γνωρίζει τις βροχές και τα χαλάζια και τους κεραυνούς, και απομένει ένας ταπεινός, αλλά σοφότερος πια Σταύρος. Παρομοιώσεις Σαν κοτσύφι = ορμητικά, γρήγορα σε ψηλές ανηφοριες Ζαχαρία Παπαντωνίου - Ο γεροβοσκός |
|||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||
|
το κν. Σκύλος ή Σκυλί. Προσωνύμιο του Διογένη του Σινωπέα. Κυνικού Φιλοσόφου. βλ. σκύλος. Παράγωγα: κυνικός, κυνισμός. Κυνικά καύματα = καύσωνες. Κύων Μέγας ή Μέγας Κύων (Λατινικά: Canis Major, συντομογραφία: CMa) είναι αστερισμός που σημειώθηκε πρώτη φορά από τον Πτολεμαίο. Ένας από τους 88 επίσημους αστερισμούς που θέσπισε η Διεθνής Αστρονομική Ένωση. Βρίσκεται στο Νότιο ουράνιο ημισφαίριο. Είναι αμφιφανής στην Ελλάδα. Αρχαίες Φράσεις - Παρομοιώσεις Κύων επιστρέψας επί τον ίδιον έμετον ή επί το ίδιον εξέραμα [10.73],[10.119] |
|||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||
Η Όρνιθα, ή κοινώς κότα, (αρσενικό: πετεινός ή κόκορας ή κότος ή αλεκττωρ ή αλεκτρύων, ουδέτερο το κοτόπουλο) (επιστ. Gallus gallus domesticus) είναι ένα εξημερωμένο πτηνό. Υφίστανται απαθώς την συνουσία με τον κόκορα και δεν ειναι ιδιαίτερα ευφυής. Παρομοιώνουμε με κότα ανόητη και ανεκτική γυναίκα, γι΄αυτό λέμε «κάτσε στ΄αυγά σου» δηλαδή κάθησε ήσυχα όπως η κότα που κλωσσάει. Λέγεται υβριστικα (μωρή κότα) και υποτιμητικά (είναι μιά κότα). Συνώνυμα : Κλώσσα (υβριστικά χρησιμοποιείται ισότιμα με την κότα), πουλάδα. «Μια κότα στρουμπουλή, μια κάτασπρη πουλάδα» αποτέλεσε την ηρωίδα ελαφρού τραγουδιού του Αλέκου Σακελλάριου στα '50 με τον Νικο Γούναρη Το παράδοξο είναι ότι ενώ η κότα εχει υποτιμητικό χαρακτήρα ως παρομοίωση, το πουλάκι (κοτοπουλάκι) είναι ενδειξη αγάπης και τρυφερότητας. Παροιμίες
ΦράσειςΝα φάν κι' οι κότες (υπερεπάρκεια) Παροιμοιώδες είναι το δίλημμα αν έγινε πρώτα η κότα ή το αυγό. |
||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||
|
Ο κάβουρας είναι καρκινοειδές μαλακόστρακο της τάξης των Δεκαπόδων και της υποτάξεως των βραχύουρων, τα οποία έχουν τυπικά κοντή (βραχεία ουρά), εξ ου και το όνομα της υποτάξεως. Ανήκει στην οικογένεια Καρκινίδες και ζει κυρίως στη θάλασσα. Πάω σαν τον κάβουρα, πλαγιως, χωρις προοδο. Επειδή η επίσημη ονομασία του κάβουρα είναι καρκίνος, το περπάτημα του κάβουρα δημιούργησε το ρήμα καρκινοβατώ* (βαδίζω πλάγια σαν τον κάβουρα). Εκφραση που λέγεται και για διαδικασίες ή επιχειρηματικές ή κρατικές υποθέσεις που καθυστερουν ή έχουν λανθασμένη κατεύθυνση. Σήμερα το κακόηθες νεοπλάσμα και ο αστερισμός ονομάζονται «καρκίνος» και το μαλακόστρακο ονομαζεται «κάβουρας». Ο μακαρίτης ο Μποστ κατασκεύζε στακτοδοχεία με την φράση «ο καπνείζον σταθερός καρκινοβατεί»= οδεύει προς την επάρατον νόσον. «Κάβουρας» ο υδραυλικός, ονομάζεται μια τσιμπίδα για σωλήνες που χρησιμοποιούν οι υδραυλικοί. Η ονομασία προήλθε απο την μορφή του που μοιάζει με τήν δαγκάνα του καβουρα. Παροιμίες - Φράσεις
Το καβουράκι ήταν ενα καπέλο τύπου ρεπούμπλικα που φορούσαν οι μυστικοί της αστυνομιας. Τα δυο καβουράκια στου γιαλού τα βοτσαλάκια ήταν της Δίωξης ναρκωτικών. Το καβουράκι, με μαυρη κορδέλα, την «χλίψη» (απο το «θλίψη» ) φοραγαν και κουτσαβάκηδες, οι μάγκες του Ψυρή. Η θλιψη εις ενδειξη πενθους για τα θυματα που είχαν καθαρίσει. |
|||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||
ΚΑΒΟΥΡΑΚΙ ΤΟΥ |
||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||
|
Ο κόκορας ή κόκκορας ή αλεκτρυών ή αλέκτωρ ή κότος. Ο τολμηρός η μάλλον ο τολμητίας, ο ψευτοπαλληκαράς λέμε οτι «μας κανει τον κοκκορα», ο υπερηφανευόμενος «κοκορεύεται». Το αρχαιο ουσ. κότος[13.545] σημαίνει οργή, θυμός, επιθετικότητα. Χαρακτηριστικά του αλέκτορα (εξ ου και κότος=πετεινός). Το μεταγενέστερο κότα προέκυψε ως θηλυκό του κότος και αυτό επέζησε ως σημερα. Απο το αρχαίο κότος προέχεται και το ρήμα κοτέω= διακειμαι εχθρικά, μνησικακώ και συνεκδοχικα τολμώ. Λέμε γιά παράδειγμα "δεν κοτάει να τα βάλει μαζί μου". Αλλοι ετυμολογούν το κοττάω απο τα ΄κόττια=κότσια και το σχετικό παιχνίδι με αυτά. Τότε θα πρέπει ο κότος και η κότα να γράφονται κόττος και κόττα.
Παροιμίες
Φράσεις Πριν Αλέκτορα φωνήσαι Τα φόρτωσε στον κόκορα Ο κόκορας δεν είναι υποζύγιο. Δεν μπορουμε να φορτώσουμε τίποτε στον κόκορα. Αλλού πρέπει να αναζητηθεί η εξήγηση της εκφρασης. Δες την μελέτη μου Αλέκτωρ.
|
|||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||
κόμπρα |
Το φίδι κόμπρα (Najia Najia) χρησιμοποιείται σπάνια για παρομοιώσεις αλλά συχνά για ονόματα προϊοντων βιομηχανίας ή λογισμικού. Ονομάζεται και ασπίς, λόγω του ασπιδοειδούς σχήματος του κεφαλιού της. Στην Βίβλο αναφερέται συχνά η ασπίς σε μεταφορές και παρομοιώσεις: θυμὸς δρακόντων ὁ οἶνος αὐτῶν καὶ θυμὸς ἀσπίδων ἀνίατος. Δευτερονόμιον 32 33 τάφος ἀνεῳγμένος ὁ λάρυγξ αὐτῶν, ταῖς γλώσσαις αὑτῶν ἐδολιοῦσαν· ἰὸς ἀσπίδων ὑπὸ τὰ χείλη αὐτῶν, ὧν τὸ στόμα ἀρᾶς καὶ πικρίας γέμει, ὀξεῖς οἱ πόδες αὐτῶν ἐκχέαι αἷμα, σύντριμμα καὶ ταλαιπωρία ἐν ταῖς ὁδοῖς αὐτῶν, καὶ ὁδὸν εἰρήνης οὐκ ἔγνωσαν· οὐκ ἔστι φόβος Θεοῦ ἀπέναντι τῶν ὀφθαλμῶν αὐτῶν.... Ψαλμοί 13 3 ... ἠκόνησαν γλῶσσαν αὐτῶν ὡσεὶ ὄφεως, ἰὸς ἀσπίδων ὑπὸ τὰ χείλη αὐτῶν. Ψαλμοί 139 4 καὶ παιδίον νήπιον ἐπὶ τρώγλην ἀσπίδων καὶ ἐπὶ κοίτην ἐκγόνων ἀσπίδων τὴν χεῖρα ἐπιβαλεῖ. Ησαίας 11 8 μὴ εὐφρανθείητε οἱ ἀλλόφυλοι πάντες, συνετρίβη γὰρ ὁ ζυγὸς τοῦ παίοντος ὑμᾶς· ἐκ γὰρ σπέρματος ὄφεως ἐξελεύσεται ἔκγονα ἀσπίδων, καὶ τὰ ἔκγονα αὐτῶν ἐξελεύσονται ὄφεις πετόμενοι Ησαίας 14 29 ῾Η ὅρασις τῶν τετραπόδων τῶν ἐν τῇ ἐρήμῳ. - ᾿Εν τῇ θλίψει καὶ τῇ στενοχωρίᾳ, λέων καὶ σκύμνος λέοντος ἐκεῖθεν καὶ ἀσπίδες καὶ ἔκγονα ἀσπίδων πετομένων, οἳ ἔφερον ἐπὶ ὄνων καὶ καμήλων τὸν πλοῦτον αὐτῶν πρὸς ἔθνος, ὃ οὐκ ὠφελήσει αὐτούς. Ησαίας 30 6 ὠὰ ἀσπίδων ἔρρηξαν καὶ ἱστὸν ἀράχνης ὑφαίνουσι· καὶ ὁ μέλλων τῶν ὠῶν αὐτῶν φαγεῖν συντρίψας οὔριον εὗρε, καὶ ἐν αὐτῷ βασιλίσκος. Ησαίας 59 5 Ποίηση Το ρυμουλκό σφύριξε τρεις και πάει για πέρα, Νίκος Καβαδίας - Cambay's water |
|||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||
Η αρχαία αιξ (από το αϊσσω = ορμάω) . Μηρυκαστικό θηλαστικό του γένους Capra, συγγενές με το πρόβατο· το εξημερωμένο είδος Capra aegagrus hircus εκτρέφεται για το μαλλί του, το δέρμα του, το γάλα του και το κρέας του. Ομορριζα:Απο την πελασγική ρίζα[15.116] αιγ = αίγες ονομάσθηκαν τα ορμητικά κύμματα, ο αιγιαλός,η αιγίς και η καταιγίς,το Αιγαίον,ο Αίολος, ο αίλουρος κλπ ΦράσειςΘα γελάσει και το παρδαλό κατσίκι Λεγονται αναλογα και οι φράσεις «είναι να γελάν και οι κότες ή οι ρέγγες». Το παραδαλό κατσίκι λέγεται στα Αρχαια ελληνικα αιξ ραντή. Ραντός: επίθετο τρινενες και τρικατάληκτο, απο το ρήμα ραίνω (πρβλ. εραναν τον τάφον) σημαίνει ο ραντισμένος, αυτός που έχει υγρανθεί. Μεταφορικώς σημαίνει αυτός που εχει λευκά στίγματα, ο κατάστικτος ο παρδαλός. Παροιμίες Αιξ ούπω τέτοκεν, έριφος δ' επί δώματος παίζει (αρχ) Ανάλογη: Ακόμα δεν τον είδαμε Γιάννη τον εβγάλαμε. Αιξ Σκυρία (αρχ) Κατσίκα απο τη Σκύρο. Για αυτούς που σου κάνουν μια χάρη και μετά στο τονίζουν ή το καταστρέφουν. Ανάλογη η σημερινη Μαλτέζικη Αγελάδα. Ό Γάλλος πολεμιστής τό βάζει στά πόδια καί μπροστά σέ μιά γίδα (ΡΩΣΣΙΚΗ)[244.126]
Προμοίωση: Για γυναικα θρασεία, αγενή και άσχημη. Μασάει σάν κατσίκα. Γιά τις γυναίκες που μασάνε τσίχλα. Παράγωγα: Κατσικόδρομος: Δυσβατο μονοπάτι. Κατσικοχώρι: Απομακρυσμένο και πρωτόγονο χωριό. Κατσικοπόδαρος: Γρουσούζης, με κακο ποδαρικό. Απο τους αρχαίους σατύρους και τον Πάνα αλλά και τους νεώτερους καλλικάντζαρους. Συνώνυμα Γίδα (Αιξ πληθ. αίγες)> υποκορ. αιγιδες> γίδες ενικός γίδα. Παραγωγα: ΓιδοτύριΠαρομοιώσεις Σαν κουρεμένο γίδι: κακο-κουρεμένος «εν χρω». Το λεγαμε παλαιότερα όταν η κουρά «εν χρω» ηταν υποχρεωτική στα σχολεία. Μονολεκτικώς «κουρόγιδο». Απο την Βυζαντινη εποχή (βλ. Διαπόμπευση) με κουρόγιδο παρομοίαζαν τον διαπομπευόμενο. Το αρχικό και σαφέστερο κουρόγιδο έγινε κο[υ]ρο[γ]ιδο δηλ. κορόϊδο, λιγάκι επηρρεασμένο και από το ρόϊδι που όταν σπάει τα κάνει όλα χάλια και λεμε «τα εκανε ρόϊδο». Αίγα (Το αρχαίο αιξ, γεν. της αιγός αιτ. την αίγα) Διατηρείται στις ντοπιολαλιές της Κρήτης. |
||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||
κρι-κρι | βλ. αγρίμι | |||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||
καρχαρίας | Ο καρχαρίας (Carcharodon carcharias, αγγλ. shark, γαλλ. rêquin) είναι από τα μεγαλύτερα ψάρια της θάλασσας. Οι καρχαρίες και τα μικρότερα συγγενικά τους σκυλόψαρα, γαλέοι κ.ά. έχουν ομοιογένεια μορφολογική και λειτουργική. Έχει ασβεστοποιημένο και αποκλειστικά χόνδρινο σκελετό, μεγάλο κεφάλι, μεγάλα δόντια, σώμα επίμηκες, υδροδυναμικό, ισχυρή ουρά, με ετερόκερκο ουραίο πτερύγιο, δέρμα τραχύ (καστανό στη ράχη και καστανόλευκο στην κοιλιά) καλυμμένο από "πλακοειδή λέπια" (δερματικά δόντια). Πρόκειται για ταχύτατους και άριστους κολυμβητές, αδηφάγα, σαρκοβόρα ψάρια που ζουν κυρίως στις θερμές θάλασσες, αλλά μπορεί να τους συναντήσει κανείς και σε μεγάλους πλωτούς ποταμούς στους οποίους εισέρχονται ακολουθώντας τα εμπορικά πλοία. Ο καρχαρίας είναι ωοτόκο ζώο. ΕΙΔΗΕτυμολογίαΑπο το αρχαίο κάρχαρος = κάρχαρος "οξύς, αιχμηρός, δηκτικός, τραχύς", καρχαρόδων, -οντος και καρχαρόδους, -οντος, ό, ή, καρχαρόόονν, το "ό έχων οξείς οδόντας", καρχαρέος "δηκτικός", καρχαλέος "τραχύς, ξηρός" (μετασχηματισθέν κατά το ίσχαλέος κ.τ.λ.), καρχαρίας, ό "ό,τι καί σήμερα, καρχαρίας, «σκυλόψαρο»" : συγγ. με το αρχ. ίνδ. khárah=τραχύς, σκληρός, οξύς* συγγ. ίσως με το χ. Αtsàr=τραχύς, οξύς.
Παρομοιώσεις ΣυνΉθως ο κεφαλαιούχος ονομάζεται μεγαλοκαρχαρίας λόγω της μανίας του να καταβροχθίζει τους πάντας. Ποίηση Στίχοι : Καρχαρίας Παπαφαταούλας. Ψευδώνυμο (ειδικό για τήν περίσταση) του Κώστα Βάρναλη. Ο Βάρναλης έγραψε την παρακάτω αριστοτεχνική (αλλά και δηλητηριώδη) παρωδία του ποιήματος του Ζαχαρία Παπαντωνίου «Προσευχή του ταπεινού», λίγο καιρό μετά την κυκλοφορία της συλλογής «Θεία δώρα» του Παπαντωνίου το 1931. Ο Παπαντωνίου, καλός ποιητής, ήταν βενιζελικός και είχε ευνοηθεί από το κόμμα του αφού διορίστηκε διευθυντής της Εθνικής Πινακοθήκης, ακαδημαϊκός, καθηγητής της Ανώτατης Σχολής Καλών Τεχνών, και τιμήθηκε με το Αριστείο γραμμάτων και τεχνών. Η παρωδία πρωτοδημοσιεύτηκε στο αριστερό περιοδικό «Νέοι Πρωτοπόροι», με το χαρακτηριστικό ψευδώνυμο Καρχαρίας Παπαφαταούλας. Κύριε, σαν ήρθεν η βραδιά και μάτι δεν μας βλέπει Το ποίημα του Ζαχαρία Παπαντωνίου έχει ως εξής: Κύριε, σαν ήρθεν η βραδιά, σου λέω τη προσευχή μου: Δεν έχω δόξα. Ειν' ήσυχα τα έργα που 'χω πράξει. Τώρα δεν έχω τίποτε να διώξω ή να κρατήσω. |
|||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||
|
Το πτηνό Cuculus canorus. Ο Αρχαίος κόκυξ. Εμπνευστής της μη αποτελεσματικής μοναξιάς, των ελβετικών ωρολογίων κούκου, και φορέας της ανοίξεως εάν επιδείξει πνεύμα συνεργασίας με άλλους κούκους. Παροιμίες
Φράσεις
|
|||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||
Η φωλιά του κούκου (one flew over the cuckoo’s nest) εκτός από κινηματογραφική επιτυχία είναι και μια ψευδαίσθηση: Ο κούκος (μάλλον ή κούκαινα) γεννά μιμητικά αυγά, δηλαδή αυγά που μοιάζουν με τα αυγά των άλλων πουλιών και τοποθετεί ένα αυγό κάθε φορά σε μια διαφορετική φωλιά και εκείνα με την σειρά τους όχι μόνο κλωσούν το αυγό της Κας Κούκου, αλλά το υιοθετούν και το φροντίζουν σαν δικό τους ακόμα και όταν ο νεοσσός, τους ξεπεράσει κατά πολύ στο μέγεθος. Το αυγό του κούκου εκκολάπτεται νωρίτερα από τα αυγά των άλλων πουλιών. Με το που ξεπροβάλλει ο νεοσσός, παρόλο που έχει κλειστά τα μάτια του, με έναν περίεργο τρόπο πετάει τα υπόλοιπα αυγά από την φωλιά για να είναι ο μοναδικός που θα επιζήσει. Συμπέρασμα δεν υπάρχει φωλιά του κούκου, ο κούκος δρα ως Πακιστανός ενοικιαστής (Δεν πληρώνω - Δεν πληρώνω). | ||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||
Η κουρούνα (επιστημονικό όνομα corvus cornix) Η αρχαία κωρώνη, είναι ένα ξηροβατικό πουλί, ενδημικό στην βόρεια, ανατολική και νοτιοανατολική Ευρώπη και στην Μέση Ανατολή της οικογένειας των κορακοειδών. Έχει το χρώμα της στάχτης, ενώ το κεφάλι, ο λαιμός, το στήθος, τα φτερά και η ουρά είναι μαύρα και τα μάτια, τα πόδια και το ράμφος είναι επίσης μαύρα. Όπως και τα υπόλοιπα κορακοειδή είναι παμφάγο και οπορτουνιστικό πτηνό. Η αρχαια κορώνη. το ρημα κουρνιάζω ειναι ασχετο με την κουρούνα. κουρνιάζω [kurnázo] Ρ2.1α μππ. κουρνιασμένος : 1. για πτηνά που ησυχάζουν αποτραβηγμένα, συνήθ. μετά τη δύση του ηλίου, όταν πρόκειται να κοιμηθούν: Tα πουλιά κούρνιαζαν πάνω στα κλαδιά. 2. (μτφ.) α. (οικ.) αποτραβιέμαι σε μέρος απόμερο ή βρίσκω μια γωνιά, ένα κατάλυμα, για να ησυχάσω, να απομονωθώ: Aνέβηκε τη σκάλα αργά και πήγε να κουρνιάσει στη σοφίτα. || Kούρνιασε στον ώμο του. β. για κτ. που είναι απομονωμένο ή κρυμμένο κάπου: H μικρή πολιτεία κουρνιασμένη στην άκρη του βράχου Mέσα του κούρνιαζε ο φόβος. [κούρνι(α) -άζω, κούρνια: `τα ξύλα στο κοτέτσι όπου κοιμούνται οι κότες΄ < παλ. σλαβ. kurnjia]. Ομως Kurnak στα Τούρκικα σημαίνει καταφεύγω, καταφύγιο που ειναι πιο πιθανή ετυμολογική εξήγηση. Τοπωνύμιο Κορώνη. Πόλη της Μεσσηνίας, που πήρε το όνομα της από το πτηνό, βλ "Μεσσηνιακά" του Παυσανία : [4] Κορώνη δέ ἐστι πόλις ἐν δεξιᾷ τοῦ Παμίσου πρὸς θαλάσσῃ τε καὶ ὑπὸ τῷ ὄρει τῇ Μαθίᾳ. κατὰ δὲ τὴν ὁδὸν ταύτην ἐστὶν ἐπὶ θαλάσσῃ χωρίον, ὃ Ἰνοῦς ἱερὸν εἶναι νομίζουσιν: ἐπαναβῆναι γὰρ ἐνταῦθα ἐκ θαλάσσης φασὶν αὐτὴν θεόν τε ἤδη νομιζομένην καὶ Λευκοθέαν καλουμένην ἀντὶ Ἰνοῦς. προελθόντων δὲ οὐ πολὺ Βίας ἐκδίδωσιν ἐς θάλασσαν ποταμός: γενέσθαι δὲ αὐτῷ λέγουσι τὸ ὄνομα ἀπὸ Βίαντος τοῦ Ἀμυθάονος. καὶ Πλατανιστῶνος δὲ ἡ πηγὴ στάδια μὲν εἴκοσίν ἐστιν ἀπωτέρω τῆς ὁδοῦ, ῥεῖ δὲ ἐκ πλατάνου τὸ ὕδωρ πλατείας καὶ τὰ ἐντὸς κοίλης: κατὰ σπήλαιον μάλιστά που μικρὸν τὸ εὖρός ἐστι τοῦ δένδρου, καὶ τὸ ὕδωρ αὐτόθεν ἐς Κορώνην τὸ πότιμον κάτεισι. [5] τὸ μὲν δὴ ὄνομα τὸ ἀρχαῖον εἶχεν Αἴπεια: ἐπεὶ δὲ ὑπὸ Θηβαίων κατήχθησαν ἐς Πελοπόννησον, Ἐπιμηλίδην φασὶν ἀποσταλέντα οἰκιστὴν καλέσαι Κορώνειαν, εἶναι γὰρ αὐτὸν ἐκ Κορωνείας τῆς Βοιωτῶν, τοὺς δὲ Μεσσηνίους ἐξ ἀρχῆς τε οὐ κατορθοῦν περὶ τὸ ὄνομα καὶ μᾶλλον ἔτι ἀνὰ χρόνον ἐκνικῆσαι τὸ ἐκείνων ἁμάρτημα. λέγεται δὲ καὶ ἕτερος λόγος, ὡς τοῦ τείχους τὰ θεμέλια ὀρύσσοντες ἐπιτύχοιεν κορώνῃ χαλκῇ. [6] θεῶν δέ ἐστιν ἐνταῦθα Ἀρτέμιδός τε καλουμένης Παιδοτρόφου καὶ Διονύσου καὶ Ἀσκληπιοῦ ναός: τῷ μὲν δὴ Ἀσκληπιῷ καὶ Διονύσῳ λίθου, Διὸς δὲ Σωτῆρος χαλκοῦν ἄγαλμα ἐπὶ τῆς ἀγορᾶς πεποίηται. χαλκοῦν δὲ καὶ ἐν ἀκροπόλει τῆς Ἀθηνᾶς τὸ ἄγαλμά ἐστιν ἐν ὑπαίθρῳ, κορώνην ἐν τῇ χειρὶ ἔχουσα. εἶδον δὲ καὶ τοῦ Ἐπιμηλίδου μνῆμα: ἐφ' ὅτῳ δὲ τὸν λιμένα Ἀχαιῶν καλοῦσιν, οὐκ οἶδα. Φράσεις Πρέπει να έχεις μπάρμπα στην Κορώνη. Επώνυμο Ντουέτο τραγουδιστών Σπύρος Κορώνης & Μάρκος Φίλανδρος με γνωστές εκτελέσεις των επιτυχιων "Μια γυναίκα αγάπησα και μου βγήκε σκάρτη, σβήστε μ' απ' το χάρτη" και "Όμορφη που ήτανε η παλιοπαρέα μας με τα καβγαδάκια μας και με τα ωραία μας", Παρομοίωση Κουρούνα: η άσχημη γυναίκα[4.266] |
||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||
κροκόδειλος | Τεράστιο ερπετό που δεν υπαρχει στην Ελλάδα. Ο Νείλος ομως ειναι γεμάτος με κροκόδειλους και η Αιγυπτιακή Μυθολογία περιλάμβανε στα πολυάριθμα υβρίδιά της τον Αμμίτ, ένα συνδυασμό κροκόδειλου, λιονταριού και ιπποπόταμου. Φημολογειται οτι οι κροκόδειλοι βγάζουν κραυγές που μοιάζουν με κλάμα και προκαλούν ζωα και ανθρώπους να πλησιάσουν ... οπότε τρώνε το κεφάλι τους. Φυσικά αυτό το κλάμα δεν σημαίνει οτι συνοδεύεται και με δάκρυα. Παρ' όλα αυτά ο όρος «κροκοδείλια δάκρυα» υπάρχει ως χαρακτηρισμός ψεύτικης λύπης και ύψιστης υποκρισίας. Κάτι που δεν συμβαίνει και κάτι που δεν υπάρχει, από ένα ζώο που δέν είδαμε έχει καταφέρει να επιζήσει στην γλώσσα μας. Οι αρχαιοι ημων πρόγονοι χρησιμοποιούσαν αναλογα τον όρο «Μεγαρέων δάκρυα» γιατί οι Μεγαρείς έτρωγαν πολλά σκόρδα και δάκρυζαν τα μάτια τους. Δοκεί γαρ εν τη Μεγαρίδι πλείστα φύεσθαι σκόροδα[5.260] |
|||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||
Κτήνος | Γενικό όνομα για το ζώον είναι και το κτήνος (βλ. και χαϊβάνι) Κτήνος λέμε κάποιον με ζωώδη συμπεριφορά ή εμφάνιση. Εκφράσεις
Παράγωγα
|
|||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||
Λ | ||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||
Νεαρός λαγός, έργο του Γερμανού ζωγράφου Άλμπρεχτ Ντύρερ. | Ο λαγός ο κοινός (αρχ. ελλ.: «λαγωός» ή «πτώξ», λατ. ονομ.: «Lepus») Πτωξ γεν. πτωκός σημαίνει γενικά το «εκ φόβου συνεσταλμένον ζώον» και
κατά συνεκδοχήν τον λαγό.* Από την ίδια ρίζα προέρχεται ο πτωχός, πτωχεύω, Ο Ομηρος αναφέρει το «πτώξ» σαν επίθετο του λαγού διὰ νεφέων ἐρεβεννῶν ἁρπάξων ἢ ἄρν᾽ ἀμαλὴν ἤ πτῶκα λαγωόν Ομηρος - Ιλιάδα 22.310 την περιοδο του Αιλιανού (~200 μ.Χ.) εθεωρειτο το «πτώξ» ποιητικότερη απόδοση του ουσιαστικού «λαγός». οἱ λαγῴ, οὓς δὴ καὶ πτῶκας οἱ ποιηταὶ καλοῦσιν. Αιλιανός - Περὶ Ζῴων Ἰδιότητος Κ. 7. στ.17 Οι μεταγενέστεροι συγγραφείς χρησιμοποιούν το «πτώξ» ως ουσιαστικό συνώνυμο του λαγού. Είναι τρωκτικό, φυτοφάγο θηλαστικό, το οποίο ανήκει στην οικογένεια των λαγιδών. Τρέχει με 70 χιλιόμετρα την ώρα αλλά ποτέ σε ευθεία, ώστε να παραπλανεί τους διώκτες του. Μπορεί να πηδήξει πάνω από 5 μέτρα. Το πήδημα φαίνεται ότι είναι η ειδικότητά του. Οι λαγοί πολλαπλασιάζονται πολύ γρήγορα και γεννούν πολλά λαγουδάκια. Τα λαγουδάκια του Πλέη-Μπόυ ειναι συμβολα σεξουαλικότητας και όχι τυχαία. Λαγούς προσέφεραν οι Αρχαίοι Έλληνες ως θυσία στην Αφροδίτη.[9214,45] Πολύτοκα και πολύτεκνα είναι και τά συγγενικά κουνέλια (κόνικλος). Λέμε για καποια πολύτεκνη οτι γεννάει σαν κουνέλα. Για κάποιον που συνουσιάζεται κρυφά το πνιγει το κουνέλι, και γενικά για κάποιον που αποφεύγει να απαντήσει λεμε οτι κάνει το κουνέλι. (πρβλ. το ανάλογο «Κάνει την πάπια» στο blog μου) Η περίοδος της γονιμότητας τους αρχίζει περί τα μέσα Φεβρουαρίου και η εγκυμοσύνη διαρκεί ένα μήνα, με γονιμοποίηση 4-6 φορές το χρόνο. Ο λαγός επειδή γίνεται ωραίο στιφάδο, είναι στόχος των κυνηγών, με βοηθούς ειδικά σκυλιά, τά λαγωνικά. Λαγωνικό εχει καταλήξει να λέμε και τους ατυνομικούς πρβλ. «Τα λαγωνικά της Δίωξης Ναρκωτικών» είναι άνθρωποι. Για τους μπάτσους εν γένει υπάρχει παρομοίωση με άλλο οικόσιτο ζώο. Επειδή είναι αρκετά δειλό ζώο και σε συνδυασμό με τη γρήγορη φυγή, χρησιμεύει σε παρατσούκλι δειλών ανθρώπων. Πρβλ. Το δικαστή Λαγόκαρδο στο «Παραμύθι χωρις όνομα» της Πηνελόπης Δέλτα. Είναι αρκετά χαριτωμένο ζώο όμως και χρησίμευσε σε παραμύθια και μύθους αλλά και σε σύγχρονες ταινίες κινουμένων σχεδίων. Στην εικόνα ο δειλός κ. Λαγός φοβάται πως άργησε για το τσάι των 5 και πως η βασίλισσα θα του κόψει το κεφάλι. (Λούις Κάρολ - «Η Αλικη στη Χωρα των Θαυμάτων»)
Παρομοιώσεις
Παροιμίες
*) Το ορθόν λαγούς με περιτραχήλια (περι+τράχηλος) , δεν είναι το πετραχήλι - άμφιο που φοράνε οι παπαδες, αλλά μια λαιμαριά που φοράνε στα επίλεκτα βόσκοντα ζώα, συνήθως με κουδούνι, και που είναι δείγμα εξαιρετικής ποιότητας. Αρα το νοημα του «λαγούς με πετραχήλια» είναι λαγούς εξαιρετικής ποιότητας (καλοθερεμενους και μεγάλους). Ο λαγός ήταν μέσο δωροδοκίας (βλ. Παροιμια 1), ως δυσεύρετος, γιατί μόνον ένας καλός κυνηγός μπορεί να «βγάλει λαγό». Επώνυμα
|
|||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||
λαυράκι |
Ο αρχαίος Λαύραξ - ακος, ὁ, (λάβρος) απρπακτικό ψάρι της θάλασσας. Labrax lupus, “ὁ πάντων ἰχθύων σοφώτατος” Αριστείδης - Αποσπ. 595 ΦράσειςΛάβρακες Μιλήσιοι: Αρχαία παρομοίωση για άπληστα άτομα (lupus=λύκος) Έβγαλε λαυράκι: Αλιευτική επιτυχία. Στην δημοσιογραφική αργκό σημαίνει: έμαθε μια σημαντική πληροφορία άξια δημοσιεύσεως. |
|||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||
Λιοντάρι. Σύμβολο ανδρείας, ο βασιλιάς των ζώων. Συμμετέχει εν μέρει στη σύνθεση μυθολογικών ζώων. Βλ. Υβρίδια Ευρείας χρήσης στην οικοσημολογία (εραλδική). Φιγουράρει σε ασπίδες, οικόσημα, υπέρθυρα πυλών πύργων, σε λάβαρα. Παρομοια χρήση έχει και ο αετός.
Ηρωας σε πάνω απο 34 μύθους του Αισώπου Πρωταγωνιστής στην ταινία του Ντίσνεϋ «ο Βασιλιάς των Λιονταριών» Στην εικόνα ο Βασιλέας Μουφάσα μετά της Κας Μουφάσα σε τρυφεράν φάσιν.
Μυθολογία - ΙστορίαΜύθοι Αισώπου Το λιοντάρι ερχεται 2ο μετά την Αλεπου στους μυθους του Αισώπου, η αλεπού συμμετέχει σε 38 μύθους και το λιοντάρι σε 34:
Λέων της Νεμέας Στην ελληνική μυθολογία, ο λέων της Νεμέας ήταν ένα λιοντάρι που ζούσε στην περιοχή της Νεμέας και σκόρπιζε το φόβο. Ήταν απόγονος του Τυφώνος και της Έχιδνας ή του Όρθρου και της Χίμαιρας. Υπάρχει ακόμα η άποψη ότι έπεσε από τη Σελήνη και ήταν απόγονος του Δία και της Σελήνης. Το θηρίο αυτό σκοτώθηκε τελικά από τον Ηρακλή.
Λέων της Κέας Στη Χώρα της Κέας σώζεται η οχυρωμένη ακρόπολη της αρχαίας πόλης Ιουλίδας, μίας από τις τέσσερεις πόλεις της αρχαίας Κέας, καθώς και τμήμα του τείχους της. Υπήρξε πατρίδα του περίφημου λυρικού ποιητή Σιμωνίδη, του σοφιστή Προδίκου και του γιατρού Ερασιστράτου. Ένα λιοντάρι λαξευμένο στο σχιστολιθικό βράχο πιθανότατα επισημαίνει κενοτάφιο. Χρονολογείται στην αρχαϊκή περίοδο, περί το 600 π.Χ.Λέων της Χαιρωνείας Το μαρμάρινο "Λιοντάρι της Χαιρώνειας" φυλάσσει τον κοινό τάφο, όπου οι άνδρες του Ιερού Λόχου ετάφησαν, μετά την νίκη του Φίλιππου, το 338 π.Χ. Λέγεται ότι όταν ο Φίλιππος τους είδε όλους πεσμένους στο χώμα, ανάμεσα σε δάκρυα είπε: "Να χαθεί ο άνθρωπος ο οποίος έχει υποψίες ότι αυτοί οι άνδρες έκαναν ή δέχθηκαν οτιδήποτε ευτελές". Χτίστηκε, σύμφωνα με τον Παυσανία, από τους Θηβαίους στην μνήμη των πεσόντων. Ανασκαφές στον τάφο, έφεραν στο φως 254 σκελετούς, τοποθετημένους σε επτά στρώματα. Παροιμιες - ΦράσειςΕνα αλλά λέοντα (Η Αλεπου ειρωνευονταν τη λεαινα οτι γεννάει μονο ένα λιονταρακι, αυτη απαντήσε «ένα αλλά λεοντα»=σημαντικο). Εξ όνυχος τον λέοντα (αν δεις το νυχι μπορεις να καταλάβεις πως είναι το λιοντάρι) Κάνει λεονταρισμούς: παριστάνει τον γενναίο (ανάλογο με το «κοκορεύεται») Λεόντειος εταιρεία : εταιρεια στην οποία ορισμένοι εταίροι έχουν μόνο συμετοχή στα κέρδη και όχι στις ζημίες. Ο όρος χρησιμοποιείται μόνο συμβολικά γιατί τέτοιες εταιρείες, όπως είναι φυσικό, δεν ιδρύονται.
ΠαρομοιώσειςΟι Ελληνες πολέμησαν σαν λιοντάρια. Ο βασιλιάς Ριχαρδος ονομάστηκε
Λεοντόκαρδος για τήν γενναιοτητά του. Το Λέων έγινε κύριο όνομα βασιλέων και παπών ΠαράγωγαΛεοντή: Τομάρι λιονταριού που το φορούσε ο Ηρακλής για προστασία, τρομοκρατία και επίδειξη. Ο Λέων της Νεμεας είχε πολύ σκληρό δέρμα, το οποίο δεν μπορούσε να τρυπηθεί από όπλο. Η Ηρακλής χρησιμοποίησε στην αρχή το τόξο και το σπαθί του, χωρίς αποτέλεσμα. Τελικά το έπνιξε. Ο ήρωας φόρεσε την «λεοντή» (δέρμα, τομάρι λέοντος) και πήγε στον Ευρυσθέα ο οποίος τρομοκρατήθηκε, νομίζοντας ότι επρόκειτο για το ίδιο το Λιοντάρι, και κρύφτηκε σε ένα πιθάρι. Ο Ηρακλής κράτησε την λεοντή και τη φορούσε πάντα στο εξής σαν πανοπλία. Ανάλογο η αιγίς του Διός. |
||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||
ΛύκοςΟ Λύκος (Canis lupus) είναι θηλαστικό της τάξης των Σαρκοφάγων (Carnivora). Έχει κοινή καταγωγή με τον σκύλο (Canis lupus familiaris) και θεωρείται πρόγονος όλων των ειδών σκύλων που υπάρχουν σήμερα. Ο λύκος ειναι πασίγνωστος από τους μύθους του Αισώπου και τα δημοτικά παραμύθια και την Διεθή «Κοκκινοσκουφίτσα»*. Απο παρήχηση του ονοματός του ονομάζεται στα παραμυθια κυρ-Νικολός (Λύκος=Νίκος, οπως η Αρκούδα, Αρκτος, άρκος=Μάρκος, η αλεπού μαριόλα=Μαριόρα ή Κερα-Μαριώ) *) Ο Αρκάς περιλαμβάνει στο η "ΖΩΗ ΜΕΤΑ" μια καυστικότατη σύγκριση της Κοκκινοσκουφίτσας και της Βίβλου: «Το ένα είναι ένα παραμύθι για μωρά παιδιά και το άλλο μια ιστορία με ένα κοριτσάκι και ένα λύκο!» Φωνή ωρυγή, ωρυγμός, ωρύομαι (λέγεται και επί οργισμένων και φωνασκούντων ανθρώπων).[681,86] βλ. και επίμετρο ΤΙ ΛΕΕΙ ΜΩΡΕ ΤΟ ΖΩΟΝ! Φράσεις
Λύκος: Γενικά ο μοναχικός άνθρωπος. Πρβλ. Ενας λύκος καπετάνιος απ
τη Σύρα Καπετάνιε Χαμογέλα ΣύνθεταΓερόλυκοςΟ αρχηγός, επικεφαλής στα λυκόπουλα. Κανόνας: «Το λυκόπουλο ακούει το Γερόλυκο το λυκόπουλο δεν ακούει τον εαυτό του». ΘαλασσόλυκοςΖώο ανύπαρκτο. Όρος που αφορά μοναχικό ναυτικό με μεγάλη πείρα στη ναυσιπλοϊα. ΛυκόπουλοΤο παιδί του λύκου. Οι πρόδρομοι των προσκόπων, παιδιά μικρής ηλικιας (7-10 ετών). ΛύκαιναΟ θηλυκός λύκος. Μεταφορικώς η ορεσίβια πόρνη της Ρωμαικής αρχαιότητας που ικανοποιούσε τους βοσκούς. Αυτοί τήν πληρωναν με πρόβατα. Επειδή η αυξημένη σεξουαλική στέρηση των βοσκών απαιτούσε συχνά την παροχή τέτοιων υπηρεσιών, οι πόρνες αυτές είχαν παρόμοιες επιπτώσεις στο κοπάδι με την επιδρομή λύκων. Γι΄αυτο τους κόλλησαν το παρατσούκλι «λύκαινες». Μια τέτοια «λύκαινα» είχε βρεί και θηλάσει τον Ρωμύλο και τον Ρέμο, τους μετέπειτα ιδρυτές της Ρώμης. Οι μεταγενέστεροι αστοί Ρωμαιοι δεν ήξεραν την σημασία του «λύκαινα» και το ερμήνευσαν κυριολεκτικα. Το αγαλμα της κυριολεκτικης Λύκαινας που θηλάζει τους δύο ιδρυτές έγινε το συμβολο της Ρωμης. Λύκος ή κοκοραςΕξάρτημα παλαιών φορητών πυροβόλων όπλων. Οταν πιέζονταν η σκανδάλη ο λύκος κτυπούσε στο καψούλι και δημιουργούσε την εκπυρσοκρότηση.
ΛυκοφωλιάΆντρο παρανόμων ΛυκοφιλίαΦιλία πρόσκαιρη, βασισμένη σε συμφέροντα. ΛυκάνθρωποςΑνθρωπος που μετατρέπεται λύκο κατά τις νύκτες ιδίως με πανσέληνο. Είναι ανύπαρκτο ον, που υπάρχει μόνο στην σφαίρα της φαντασίας των τρομολάγνων του κινηματογραφικού θεάματος. Η παροιμία 24 (βλ. παρακάτω) λέγεται μεταφορικά και είναι άσχετη. Λέγεται ομως και για κάποιον που πάσχει από λυκανθρωπία. Στη φωτογραφία λυκάνθρωπος με τήν μεγάλη στολή!
ΛύκοιΟι εχθροί γενικώς. Πρβλ. Κωστή Παλαμά: Βοσκοί στη μάντρα της πολιτείας Παροιμίες
Ομόηχα Η λύκη (μοιάζει με το «οι λύκοι») είναι αρχαία ελληνική λέξη και σημαίνει φως. Απο αυτήν προέρχονται οι λέξεις λυκαυγές, λυκόφως, Λυκαβητός, λευκός, Λύκειος = ο του φωτός : ο Λύκειος Απολλων. Κοντά στον ναό του Λυκείου Απόλλωνα στην Αθήνα ήταν ένα σχολείο που ονομάσθηκε Λύκειο εκει όπου φωτίζεται κανείς. ( πρβλ. «Μας φώτισες!» Φράση μονον για αποφοίτους Λυκείου. ) ΠαροιμιόμυθοςΕσένα ρε γύφτο τ΄αμόνι σού' φαγα; Οταν όλοι διαπόμπευαν και βασάνιζαν ένα λύκο που τους είχε φάει τα πρόβατα, συνεργούσε και ο γύφτος που δεν έχει διαφορές με το λυκο. Γι΄αυτό και ο λύκος του είπε με παράπονο αυτή τή φράση. |
||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||
Μ | ||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||
μαρίδα | Μικρο ψάρι που ζει κατά αγέλες. Η αρχαία σμαρίς. Η λεξη για το συνολο παιδιων που παιζουν ομαδικα στο δρόμο. βλ. και γαύρος. | |||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||
μανάρι | Ο σιτευτός αμνός και μεταφορικως η στρουμπουλή και όμορφη γυναίκα. Ένας συνδυασμός του «μανάρι» και «μανούλα» εκανε το «μανούλι». | |||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||
μοσχάρι | Το μικρό του βωδιού - αγελάδας. Επειδή τα βοοειδή δεν διακρίνονται και γιά την ευφυία τους κατάντησε συνώνυμο του βλάκας βλ. και βώδι.
|
|||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||
μουλάρι | Ο αρχαίος ημίονος (μισός γάϊδαρος, υβρίδιο αλόγου και γαιδάρου). Πρότυπο πείσματος και στραβοκεφαλιάς. Πρβλ. ρήμα μουλαρώνω και φράση «μουλάρωσε και δεν θέλει να έρθει» Παράγωγα: ημιονηγός, μουλαράς. Παροιμίες
|
|||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||
μπούφος | Ο αρχαίος Βύας. Πουλί νυκτόβιο σαν μεγάλη κουκουβάγια. Την ημέρα δεν βλέπει και δίνει την εντύπωση ότι είναι βλάκας. Φράσεις Βρέ μπούφο! Δεν καταλαβαίνεις; Παροιμίες
|
|||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||
μελανούρι |
Το μελανούρι (oblada melanura) ψάρι με μαυρο σημάδι στήν ουρά. Μελαχροινή ομορφη κοπελα. Ο χαρακτηρισμός φαίνεται να δόθηκε από την ηχητική του ονόματος και όχι απο την εμφάνιση μια και το χρώμα της ράχης του είναι βαθυγάλανο μέχρι καστανό, ενώ το χρώμα του υπόλοιπου σώματός του ειναι σταχτί - ασημί με αρκετές σκούρες γραμμές κατά μήκος και μονον μία μαύρη κηλίδα πάνω στη βάση της ουράς. |
|||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||
μπαρμπούνι | Γνωστο και εύγευστο κόκκινο ψάρι (τρίγλη η μυστακοφόρος, παλαιότερα trigla barbatus, αναφέρεται ως Mullus barbatus) Βαρβάτο και μυστακοφόρο χρηιμοποιείται στον μεγεθυντικό τύπο «μπαρμπουνάρα μου» του για να δηλώσει όμορφη και ροδαλή κοπέλα (χωρις μουστάκι συνήθως και καθόλου βαρβάτη). Το κτητικό «μου» προστίθεται για να τονίσει την προτίμηση του εκφωνητή. Συγγενικά: Κουτσομούρα. (μικροτερο μπαρμπούνι με πλακουτσή μύτη). δε λέγεται υβριστικά ουτε χρησιμοποιείται σε παρομοιώσεις οπως καποια άλλα σε -μουρα ασκημομούρα, ασχημομούρα, γουρουνομούρα, , κλαμούρα, κοκκινομούρα, μακρομούρα, παλιοχαμούρα, πλατσομούρα, ποντικομούρα, σκυλομούρα, χαμούρα, χοιρομούρα, χοντρομούρα |
|||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||
|
Μικρόσωμος, ευκίνητος πίθηκος με μακριά ουρά. Η αρχαία μιμώ. Το θηλαστικό αυτό, το πλησιέστερο στον άνθρωπο μιμείται την ανθρώπινη συμπεριφορά. Απο το μίμος, μίμησις. Νεώτερη ονομασία μαϊμού και το ρήμα μαϊμουδίζω. Μεταφορικά σημαίνει : άσχημος ή κατεργάρης άνθρωπος αλλά και μεταμφίεση κλεμμένου αντικειμένου, κυρίως αυτοκινήτου και φτηνή απομίμηση αντικειμένου ή ιδέας (computer μαϊμού).
Παροιμίες Οι Ινδοι εχουν μια χαρακτηριστική παροιμία για τους Αγγλους [244] «Ένας δαίμονας παντρεύτηκε μιά μαϊμού καί μέ τή βοήθεια τού θεού γεννήθηκε ένας Αγγλος» Δηλώνει άνθρωπο πονηρό («είναι αυτή μιά μαϊμού») αλλα και μιμούμενο συμπεριφορά*. πρβλ. Μαϊμού του Κωλέτη. (Ο Κωλέτης δεν ειχε καμια μαϊμού, αυτός που τον μιμείται χαρακτηρίζεται έτσι. Σημειωτέον ότι ο Κωλέτης ήταν μάλλον παράδειγμα προς αποφυγήν παρά προς μίμησιν). *) Μεταπολεμικά γνωστός ήταν ο τρομερός Τούρκος παλαιστής Κασίμ Ασλάν που πάλεψε με τον Καρπόζηλο στο ρινγκ και ηττήθηκε σκούζοντας «Αλλάχ, ωϊμέ, αχ-βαχ» (αργότερα κάποιοι πιτσιρικάδες ανακάλυψαν ότι ήταν Τούρκος-μαϊμού, που δούλευε σε σιδεράδικο στο Γουδή και τον γιουχάισαν). Μυθοι Υπάρχουν 6 μυθοι του Αισώπου με μαιμού/πίθηκο. 38 Ή αλεπού καί ή μαϊμού πού ανακηρύχθηκε αγία, 39 Ή αλεπού καί ή μαϊμού μαλώνουν για τήν ευγενική τους καταγωγή , 304 O πίθηκος καί οί ψαράδες, 305 Πίθηκος καί δελφίνι, 306 Πίθηκος καί γκαμήλα, 307 Τά παιδιά του πιθήκου
|
|||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||
μύγα | Η αρχαία μύια. Η μύγα (Musca domestica) είναι έντομο της τάξης των δίπτερων. Μπορεί να αναπαράγεται με εξαιρετική ευκολία τόσο εξαιτίας της ικανότητάς της να εναποθέτει αυγά στο εσωτερικό οποιουδήποτε υλικού βιολογικής φύσης το οποίο αποσυντίθεται, τόσο όσο και χάρη στην ταχύτητα με την οποία αναπτύσσονται οι προνύμφες και γίνονται ενήλικες, με τη σειρά τους ικανές να αναπαραχθούν: περίπου 10 μέρες. φρασεις χαφτει μυγες η ειναι τεμπελης ΄βλακας
Παροιμίες
Παρομοιώσεις
Παιχνίδι Η μυγα εχει παμπολα ματια και αριστη ορατορτητα προς ολες τις κατευθύνσεις. Μια παντελως ατυχη μύγα ειναι η Τυφλομυγα που έδωσε το ονομα της σε ενα παιχνίδι: ΤΥΦΛΟΜΥΓΑΕπιλέγεται με κλήρο ένα από τα παιδιά και του κλείνουν τα μάτια με ένα πανί, για να μη βλέπει και το παιχνίδι αρχίζει. Τα υπόλοιπα παιδιά που συμμετέχουν, γυρίζουν γύρω - γύρω από το παιδί που κάνει την τυφλόμυγα και το πειράζουν. Εκείνο προσπαθεί να πιάσει κάποιο από τα παιδιά και κερδίζει μόνο, αν ψαχουλεύοντας καταλάβει ποιο είναι το παιδί που έπιασε. Το παιδί που πιάστηκε και αναγνωρίστηκε γίνεται η επόμενη τυφλόμυγα. Οταν το παιχνίδι παίζεται μεταξύ ετεροφύλων ενηλίκων το ψαχούλεμα διαρκει περισσότερο.
|
|||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||
μυρμήγκι | ο Αρχαίος μύρμηξ (γενικη μύρμηκος) Το ελάχιστο ζώο που μπορεί κανείς να σκοτώσει άθελά του, πατώντας το, γιατί περπατάει στο έδαφος και είναι μικρό. Φράση Δεν έχει πειράξει ούτε μυρμήγκι Παροιμίες
Μύθοι Υπάρχουν 5 μυθοι του Αισώπου με μυρμήγκι: 48 Ενας πού τον δάγκωσε μυρμήγκι καί ο Ερμής, 240 Το μυρμήγκι, 241 Μυρμήγκι καί κάνθαρος, 242 Το μυρμήγκι καί το περιστέρι, 336 Τζιτζίκι καί μυρμήγκι .
Ποίηση Μύρμηκα δε ζήμιωσα Ζαχαρια Παπαντωνιου - Ο γεροβοσκός Τραγούδι
|
|||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||
Ν | ||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||
νεροφίδα | Υδροβιο φίδι. Αυτο βέβαια δεν σημαίνει πως πίνει πολύ νερο. Ομως λεμε για κάθε πότη. Πίνει σαν νεροφίδα (όχι όμως νερό). βλ. Μυθο Αισώπου 117 Οχιά καί νεροφίδα |
|||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||
νυφίτσα | Οταν η Αλκμήνη ήταν έγκυος τον Ηρακλή, η ζηλιάρα θεά Ήρα, σύζυγος του Δία, του οποίου νόθος γιος ήταν ο Ηρακλής, είχε απαγορεύσει στην Ειλείθυια, τη θεότητα του τοκετού, να βοηθήσει την Αλκμήνη να γεννήσει. Μάλιστα, έστειλε την Ειλείθυια να εμποδίσει τη γέννα. Η Ειλείθυια πήγε και κάθισε στο πεζούλι σταυρώνοντας τα δάχτυλα των χεριών της πάνω στα γόνατά της. Πάνω από μία εβδομάδα πέρασε έτσι και η Αλκμήνη κόντεψε να πεθάνει. Τότε η Γαλινθιάδα βγήκε έξω από το παλάτι προσποιούμενη τη χαρούμενη και ανήγγειλε ότι η Αλκμήνη είχε γεννήσει με τη βοήθεια του Δία. Η Ειλείθυια ακούγοντας τις φωνές της Γαλινθιάδας πετάχτηκε πάνω ξαφνιασμένη. Εκείνο όμως που είχε σημασία είναι ότι ξέμπλεξε τα δάχτυλά της και έτσι έλυσε χωρίς να το θέλει τα μάγια. Αμέσως η Αλκμήνη «ελευθερώθηκε» και γέννησε τον Ηρακλή, αλλά και τον Ιφικλή, γιο του συζύγου της Αμφιτρύωνα. Τότε η Ειλείθυια και οι Μοίρες για να τιμωρήσουν τη Γαλινθιάδα τη μεταμόρφωσαν σε νυφίτσα. Η Εκάτη όμως τη λυπήθηκε και την πήρε για υπηρέτριά της. Μετά από πολλά χρόνια, ο Ηρακλής ίδρυσε στο σπίτι του στη Θήβα ιερό, όπου προσέφερε θυσία στη Γαλινθιάδα. Από τότε οι Θηβαίοι «τα ιερά... ...φυλάττουσι και προ Ηρακλέους εορτής θύουσι Γαλινθιάδι πρώτη». Ο Παυσανίας αντικαθιστά στον ίδιο μύθο τη Γαλινθιάδα με την Ιστορίδα, κόρη του μάντη Τειρεσία. | |||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||
Ξ | ||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||
ξεφτέρι | Γεράκι. Accipiter nisus. Αξιπιτέρι > ξιπιτέρι > ξεπτέρι> ξεφτέρι Ανθρωπος πολύ καταρτισμενος Φράση: «Στα Γαλλικά είναι ξεφτέρι»= τα γνωρίζει πολύ καλά. Ισως ειναι επηρρεασμένο και από τα "εξαπτέρυγα Σεραφείμ και πολυόμματα Χερουβείμ"* που, λόγω αυτών των προσόντων και λόγω θέσεως και βαθμού, θα είχαν υψηλό δείκτη νοημοσύνης. Αυτό ισχυρίζονταν και ο πολιούχος της Αθήνας Διονύσιος ο παρ΄Αρείω Πάγω : Η εβραϊκή λέξη "χερουβείμ" ερμηνεύεται στα Ελληνικά σαν "πλήθος γνώσεως" ή "απόσταγμα σοφίας". *) υψηλόβαθμα αγγελικά ή πνευματικά πλάσματα στην υπηρεσία του Θεου. |
|||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||
Ο | ||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||
Όρνιο (Gyps fulvus κν. Καναβός, Σκάρα, Γύπας, Θράσα). Με όρνιο παρομοιώνουμε συνήθως άνθρωπο ανόητο και αφελή. Αδικούμε πάντως το όρνιο για δεν δείχνει δείγματα βλακείας. Ισως επειδή είναι ογκώδες (περίπου υψους 100 εκατοστών και με ανοιγμα πτερύγων 260 εκατοστά) δημιουργει εντυπωση βλακώδους πτηνου. βλ. και μπούφος. Επώνυμο:Καναβός Ο Νικόλαος Καναβός ήταν αξιωματούχος της Κωνσταντινούπολης την εποχή των Αγγέλων, που διακρίθηκε κατά την πολιορκία της Κωνσταντινούπολης από τους Σταυροφόρους το 1203-1204. Λόγω της γενναιότητας που επέδειξε κατά τις πρώτες συγκρούσεις έγινε ιδιαίτερα δημοφιλής και ανακηρύχθηκε από το λαό της Κωνσταντινούπολης αυτοκράτορας στις 28 Ιανουαρίου 1204. Παρ’ όλη όμως την λαϊκή υποστήριξη, δεν είχε ερείσματα στις ανώτερες τάξεις και μάλιστα ο Πατριάρχης Ιωάννης Ι΄ Καματηρός (1198-1206) χαρακτήρισε την ενέργεια αυτή παράνομη και στασιαστική. ΠαροιμίαΕμαζεύτηκαν τα όρνια κι εκαναν το μπούφο πρώτο[241.591]
|
||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||
Ολα τα φιδια θεωρουνται προτυπα κακιας. Η οχια (Vipera ammodytes) χρησιμοποιειται περισσοτερο σε παρομοιώσεις κακών και διπρόσωπων ανθρώπων γιατί είναι πιο διαδεδομένη στήν Ελλάδα. Λέμε για καποιον οτι είναι «οχιά διμούτσουνη» για να τονίσουμε την διπροσωπία ενος κακού ανθρώπου. |
||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||
Π | ||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||
πετεινός | βλ. κοκκορας | |||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||
Η πέρδικα είναι κοινή ονομασία πτηνών του γένους Πέρδιξ η Αλεκτορίς που ανήκουν στην οικογένεια των Φασιανιδών και στην τάξη των Ορνιθόμορφων. Την κυνηγούνε με ειδικούς ανθρώπους, σκυλιά και μεθόδους. Ζει και σε αιχμαλωσία. Το όνομά της χρησιμοποιείται για κολακευτική παρομοίωση ωραίας γυναίκας. Αιτία: Το λικνιστικό της περπάτημα τα ωραία χρώματα και το σαρκώδες κορμί της. ΦράσειςΑπο το σχήμα και τους παλμούς της, η πέρδικα παρομοιάζεται την καρδιά. Λέμε «το λέει η περδικούλα του» για κάποιο γενναίο άνδρα. Δηλ. το λέει [το «ναι» στο τόλμημα] η καρδιά του (η διάθεση του). «Καλό στην ε την πέρδικα που περπατεί λεβέντικα». «Εκανε τη θεραπεία και τώρα ειναι περδίκι». (πλήρως υγιειής). Ποίηση Το λογοτεχνικό επίθετο «περδικόστηθη» αναφέρει ο Γρυπάρης. Μέσα στην στοιχειωμένη την σπηλιά Ι. Γρυπάρης - Ο Πραματευτής [1.67] Σαν πάρει ο τσιφτές* φωτιά *)Τσιφτές ειναι το δίκαννο τυφέκιο κυνηγίου.
Απο το τουρκικό çift = διπλός > τσίφτης=ο ίδιος με εμένα. Παρομοιώσεις της Δημοτικής ποίησης. Που ήσουν πέρδικα καημένη και το παραδοσιακό Κρητικό "Μια χωριανή μου πέρδικα Τραγούδι Αητός αητό μεγάλωνε του ’λεγε και τον μάλωνε Παροιμίες
Επώνυμα
|
||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||
Ειδος Γερακιού (Falco peregrinus). Παρομοίωση για έξυπνους και ταχείς ανθρώπους. Οχι τοσο συνήθισμένη. Απαντά στή Δημότική ποιηση Στο έμπα μπήκε σαν αητός Ητονε κί ο Ρηγόπουλος τση Κύπρος, ο πετρίτης Βιτσέντζος Κορνάρος - Ερωτόκριτος |
||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||
|
Αν και ιδιαιτερα λάγνο και με έντονη μανία να κουτσουλάει τους πάντες και παντού, το περιστέρι θεωρειται το σύμβολο της αθωότητας. Με την μορφή του (εν είδει περιστεράς) εμφανίσθηκε το τρίτο μέλος τής αγίας τριάδας (Της αρχαίας Τρόϊκας) . Μένει η φράση «παριστάνει την αθώα περιστερά». Προφανώς δεν υπάρχουν έγγραφες λεπτομερείς διηγήσεις, ούτε έγχρωμες φωτογραφίες του αγίου πνεύματος. Η παράδοση όμως θέλει το περιστέρι άσπρο. Το περιστέρι όμως κυκλοφορεί σε πολλούς χρωματισμούς όπως τα μπλουζάκια Beneton. Μιά βόλτα στην πλ. Συντάγματος θα σας πείσει. Αρα οι πολύ γνωστοί στιχοι του Νομπελαλή Γιώργου Σεφέρη : Στο περιγιάλι το κρυφο δεν αποτελούν ενδείξη χρώματος γιατί το περιστέρι μπορεί να είναι σταχτί,
μαύρο κλπ. Οσοι δεν ενδιαφέρονται για την επίσκεψη της αθώας. πλην βρωμιζούσης περιστεράς, βάζουν παλιά CDs στα μπαλκόνια τους. Επώνυμα: Σπύρος Περιστέρης |
|||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||
ποντικός | Ο αρχαίος μύς. Επειδή υπήρχε μυς ο αρουραίος και μύς ο ποντικός (ο θαλάσσιος) φαινεται οτι ο θαλάσσιος γενικεύτηκε έτσι που το ποντικός να συμαίνει μυς. Σύνθετα
Ομόηχα Ποντίκι το γνωστό εξάρτημα των υπολογιστών ΜυςΟ μύς είναι η ανατομική δομή που παράγει κίνηση ή δύναμη ως απάντηση σε ένα φυσιολογικό ερέθισμα. Όλοι οι μύες μετατρέπουν μια χημική ή ηλεκτρική εντολή σε μια μηχανική απάντηση. Η ενεργητική κίνησή τους λέγεται μυϊκή συστολή και το έναυσμα για αυτήν είναι το ίδιο ανεξάρτητα από το μέρος του σώματος στο οποίο αναφερόμαστε: μια αύξηση στη συγκέντρωση των ελεύθερων κυτταροπλασματικών ιόντων ασβεστίου. Ο άνθρωπος με ανεπτυγμένους μύες λεγεται μυώδης που αν το μεταφράζαμε στην δημοτική θα ήταν ποντικάτος. Το αστείο είναι ότι ο μυς μετανάστευσε στά Λατινικά ως mus. Το υποκοριστικο του ειναι musculus=μικρός μυς, ποντικάκι. Επέστρεψε ως αντιδάνειο στα ελληνικα: «μούσκουλο» ή «μουσκουλα» = μύς/ (πληθ) μύες. Αρα τα «πελώρια μούσκουλα» του μυώδους παίδαρου είναι σχήμα οξύμωρον. Γελοιογραφίες Παροιμίες
Μύθοι Αισώπου:
|
|||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||
πίννα | Η πίννα (Pinna rugosa) (γράφεται και πίνα), είναι γένος δίθυρων μαλακίων της οικογένειας των Πιννιδών και της τάξης των Ανισομυαρίων. Ζει στις εύκρατες και στις θερμές θάλασσες. Μοιάζει με τεράστιο μύδι. Το όστρακό της αποτελείται από λεπτά και πλατιά ελάσματα, τα οποία είναι ενωμένα στην κορυφή τους, ώστε να ανοίγουν και να κλείνουν Το ζώο, το οποίο τρώγεται χωρίς να είναι ιδιαίτερα εύγευστο, χρησιμοποιείται κυρίως ως δόλωμα στο ψάρεμα. Στο όστρακο της πίννας σπάνια σχηματίζονται μαργαριτάρια, τα οποία όμως δεν έχουν ιδιαίτερη οικονομική αξία. Η βύσσος της πίννας χρησιμοποιείται για κατασκευή μεταξωτών κόκκινων υφαντών στην νότια Ιταλία και στη Σικελία. Επίσης, από τη βύσσο (απο το βύσσος= βυθός) κατασκευάζουν κάλτσες και γάντια. Τα βύσσινα ιμάτια είχαν βαθύ κόκκινο χρώμα που έδωσε το όνομα στο ομόχρωμο φρούτο.
|
|||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||
Σ | ||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||
Γεράκι. Απο το τουρκικό sahin=γεράκι, ιέραξ. Άνθρωπος πανέξυπνος και οξυδρεκής. Είναι παροιμιώδης η οξεία όραση και η ταχύτητα δράσης του γερακιού. Για το λόγο αυτό το γεράκι χρησμοποιούνταν ως κυνήγος από τους ευγενείς του μεσαίωνα. Οι Αμερικάνοι έδωσαν το όνομα Hawk (γεράκι) σε μιά κατηγορία πυραύλων. Επώνυμα: Γεράκης , Γερακάρης, Σαχινίδης και το μυθιστορηματικό φανταστικό πρόσωπο ο Αστυνόμος Σαϊνης. Ο
Επιθεωρητής Σαΐνης ή Αστυνόμος Σαΐνης είναι μια τηλεοπτική σειρά κινουμένων
σχεδίων αναπτυγμένη από μια κοινοπραξία μεταξύ της Γαλλίας, του Καναδά
και των Ηνωμένων Πολιτειών με θέμα έναν αδέξιο, απλής ευφυΐας ντετέκτιβ
με το όνομα Επιθεωρητής Σαΐνης, ο οποίος είναι ένα ανθρώπινο ον με διάφορα
βιονικά εξαρτήματα ενσωματωμένα. Έγινε και περιοδικό κομικ. |
||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||
Η σαύρα η τοιχοδρόμος (Hemidactylus turcicus). Χαρακτηρισμός για μικρόσωμο, αδύνατο και ευκίνητο άνθρωπο. Συνώνυμα: Σημειαμίδι, Μολυντήρι, Σαμιαμίθι, Σαμάμιθος, Σαμαμίθι, Σαλαμίδι, Μιόνυχα, Κωλοπαπάς, Ψαψαμύτης, Σαμνιόμυτας, Μυσαρός, Μυσιαρός, Σιαμαός, Μεχάρους, Σαμιαμύθι, Σαμαμίθιον.
|
||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||
σαρδέλα | Οι σαρδέλες, είναι απ’ τα πιο διαδεδομένα στο ευρύ κοινό εμπορεύσιμα είδη ψαριών και συναντώνται στις περισσότερες θάλασσες. Η Sardina pilchardus είναι το είδος σαρδέλας που συναντάται στην Ευρώπη, με υψηλή διατροφική αξία και χαμηλή τιμή στο εμπόριο. Παρομοίωση Σαρδέλες ονομαζονται τα διακριτικά των υπαξιωματικων του στρατού, σχήματος "ν" που φέρονται στο μανίκι του πουκάμισου μεταξύ ώμου και αγκώνα. Των μονιμων υπαξιωματικων ηταν χρυσοκεντητα σε κοκκινο φοντο. Των εφέδρων είχαν σταχτί χρώμα κεντημένο σαν ψαροκόκκαλο γι΄αυτό και το όνομα σαρδέλα. Παλαιότερα ήταν σειρήτια που ράβονταν στο μανίκι στο σημείο του καρπού. Η συνήθεια να ράβονται τα διακριτικά ή και κουμπιά στην άκρη του μανικιού καθιερωθηκε επι Μ. Ναπολέοντος διεθνώς. Ο λόγος: να μην χρησιμοποιούν οι ένστολοι το μανόκι τους για να σκουπίζουν τήν μύτη τους. Αν και το Ναυτικο εχει υψηλότερου πολιτιστικού επιπεδου ανθρώπους, εντούτοις τα διακριτικά ράβονται χαμηλά στην άκρη του μανικιού ακομη και σήμερα. Συνώνυμο: Γαλόνι Φράσεις: Τι τάχουμε τα γαλόνια; (Εχουμε διοικητικη εξουσία!). Παρά τρίχα γλυτωσα μια φυλάκιση από κάποιον επιλοχία που είχα στο στρατό, υψους 153 εκατοστων. Δεν τον χαιρέτησα στο δρόμο. Δικαιολογήθηκα πως δεν τον είδα, και μου ούρλιαξε "κοτζαμάν επιλοχία τριών χρυσών γαλονίων και μιάς κορώνας και ΔΕΝ ΜΕ ΕΙΔΕΣ". Απο τότε του έμεινε το προσωνύμιο "ο κοτζαμάν-Επιλοχίας"
Εδω η σαρδέλλα, το χρυσο γαλονι του Αξιωματικου ΕΝ, εχει αφαιρεθει δεν ειναι πια ενστολος: Κάτω από φώτα κόκκινα κοιμάται η Σαλονίκη Ν. Καβαδίας - Σαλονίκη |
|||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||
σκουμπρί | βλ. τσίρος, Ο τσίρος, ειναι αποξηραμένο σκουμπρί, και γι΄αυτό προτιμάται στις παρομοιώσεις για αδύνατους ανθρώπους. | |||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||
Το γνωστό τετράποδο (canis canis), ο πιστός φίλος του ανθρώπου. Απο το λατινικό canis ονομάστηκαν οι Κανάριοι Νήσοι, που δεν έχουν σχέση με τα καναρίνια. Την ονομασία Κανάρια φαίνεται να την έδωσε ο ιστορικός Πλίνιος από τους άγριους σκύλους (λατινικά «canes») που ζούσαν σε αυτά. Παρομοιώσεις
ΦωνήΓαύγισμα (Δημ). Υλακή, Υλακτώ 681.86 Παροιμίες
|
||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||
Η αρχαία σεισοπυγίς (Motacilla alba) Το όνομά της σημαίνει «αυτή που κουνάει τήν ουρά της»: σεισοπυγίς> ρ. σείω = κουνάω + πυγή = πισινός, κώλος. Πουλί που όλο κουνά την ουρά του Κοπέλα ακκιζομένη, που κάνει κουνήματα, που «τα θέλει». Απο την σουσουράδα εμπνευστηκε ο Δημήτρης Ψαθάς την Μαντάμ - Σουσού. Ετσι σουσούδες λέμε τις αντίστοιχες κυρίες του Κολωνακίου. Τραγούδι Αχ, σουσουράδα, σουσουράδα Στίχοι: Νίκος Φατσέας - Μουσική: Νίκος Γούναρης, Κουρνάζος Συνώνυμα: τσιλιβίθρα. (χαρακτηριζει αδύνατες γυναίκες). Επώνυμο : Κωλοσούσας |
||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||
σπουργίτι |
Μικρόσωμο πουλί (Passer domesticus) με μικρό ράμφος και γκρίζο, άσπρο και καφέ φτέρωμα, πολύ διαδεδομένο στήν Ελλάδα. Ο αρχαίος στρουθός, υποκοριστικόν «στρουθίον» Ετυμολογία μσν. σπουργίτης < ελνστ. πυργίτης < πύργος Φράσεις τρώω σα σπουργίτι: τρώω πολύ λίγο (Ενας σπουργίτης τρώει λίγο, ένας υπουργίσκος τρώει πάρα πολύ). Παρομοιώσεις ὡμοιώθην πελεκᾶνι ἐρημικῷ, ἐγενήθην ὡσεὶ νυκτικόραξ ἐν οἰκοπέδῳ, ἠγρύπνησα καὶ ἐγενόμην ὡς στρουθίον μονάζον ἐπὶ δώματος. Ψαλμοί του Δαυίδ 101 στ.8 Έγινα όμοιος με πελεκάνο, πού περνά τις μέρες του στην έρημο. Κατάντησα σαν κλαυσοπούλι πού κράζει κλαψιάρικα τη νύκτα σε ενα οικοπεδο, ξαγρύπνησα και γίνηκα σαν το σπουργίτι που κάθεται μόνο του στη στέγη. Βιβλία Γιάννη Τσαρούχη - "ὡς στρουθίον μονάζον ἐπὶ δώματος" 1987 |
|||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||
Η στρουθοκάμηλος είναι μεγάλο πτηνό, που ανήκει στην οικογένεια Στρουθιονίδες και στην τάξη Στρουθιόμορφα των δρομέων. Υπάγεται στην ομάδα των ατροπιδοφόρων πουλιών, τα οποία στερούνται τρόπιδας στο στέρνο τους και δεν μπορούν να πετάξουν. Πρόκειται για το μεγαλύτερο πουλί που ζει σήμερα στον πλανήτη μας. Ζει σε αγέλες και τρέφεται με σπόρους, φρούτα και έντομα. Σε πολλές περιοχές του κόσμου, μεταξύ των οποίων και η Ελλάδα υπάρχουν και εκτροφεία στρουθοκαμήλων. Αρχαία ονομασία: Στρουθός ο κατάγαιος Παρομοιώσεις Θρυλείται ότι η στρουθοκάμηλος χώνει το κεφάλι της στην άμμο οταν κινδυνεύει νομίζοντας πως έτσι απομακρύνει τον κίνδυνο. Δεν ειναι βέβαια ιδιαίτερης ευφυϊας πτηνό αλλά οχι και τόσο ηλίθιο. Πάντως η ενέργεια αυτη ονομάσθηκε στρουθοκαμηλισμός και σημαίνει ενέργειες άνθρώπου που δεν θέλει να αντικρύσει τον κίνδυνο ή το πρόβλημα νομίζοντας πως έτσι απομακρύνει τον κίνδυνο ή το πρόβλημα. Η παρομοίωση είναι λόγια. Ο λαός μεχρι πρότινος δεν εγνώριζε την στρουθοκάμηλο, και με τις τιμές του κρέατος των εκτρεφομένων μάλλον θα αργήσει να την γνωρίσει. |
||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||
Τ | ||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||
Τζιτζίκι ή τζίτζικας. Ο αρχαίος τέττιξ. Ηχομημητική ονομασία και στην αρχαια και στήν νέα λεξη. Αυτός που μοιάζει με τζιτζίκι λεγεται τεττιγώδης[261.988] Μύθοι Για το τζιτζίκι εχει γράψει ο Αίσωπος 3 μύθους:
Ο μύθος 336 διηγείται το πάθημα το τζίτζικα που δεν είχε μαζέψει τροφή για το χειμώνα όπως το μυρμήγκι. Χειμῶνος ὥρᾳ τὸν σῖτον βραχέντα οἱ μύρμηκες ἔψυχον. Τέττιξ δὲ λιμώττων
ᾔτει αὐτοὺς τροφήν. Οἱ δὲ μύρμηκες εἶπον αὐτῷ· Διὰ τί τὸ θέρος οὐ συνῆγες
καὶ σὺ τροφήν; Ὁ δὲ εἶπεν· Οὐκ ἐσχόλαζον, ἀλλ᾿ ᾖδον μουσικῶς. Οἱ δὲ γελάσαντες
εἶπον· Ἀλλ᾿ εἰ θέρους ὥραις ηὔλεις, χειμῶνος ὀρχοῦ. Με το τζιτζίκι είναι συνδεδεμένος και ο μύθος του Τιθωνού. Ο Τιθωνός ήταν θνητός που είχε γίνει αθάνατος από τους θεούς μετά από παράκληση της Ηούς, η οποία όμως ξέχασε να ζητήσει να παραμείνει και νέος. Όταν λοιπόν ο Τιθωνός έφθασε σε έσχατο γήρας, η Ηώς, που ως θεά ήταν και αθάνατη και πάντα νέα, δεν μπορούσε πια να τον βλέπει. Τότε οι θεοί τον λυπήθηκαν και τον μεταμόρφωσαν σε ένα ζαρωμένο έντομο που μιλά ακατάπαυστα, το τζιτζίκι. Φράσεις Σκάει ο τζίτζικας - Κανει υπερβολική ζέστη Παροιμίες Αν δεν λαλήσει ο τζίτζικας, δεν είναι καλοκαίρι.[19] Παρομοιώσεις Τζίτζικα θα μπορούσαμε να παρομοιάσουμε κάθε ανάλογο μη προνοητικό και χαροκόπο άνθρωπο. Γλωσσοδέτες Ο Τζίτζιρας ο Μίτζιρας ο Τζιτζιμιτζιχότζιρας Τραγούδι Μια όμορφη έμπνευση του Οδ. Ελύτη για το τι σημα'ινει ο ήχος των τζιτζικιών: Ε σεις τζιτζίκια μου άγγελοι |
||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||
ΤράγοςΤο αρσενικό της κατσίκας. Αποδιοπομπαίος τράγος Με τον όρο αποδιοπομπαίος τράγος εννοείται η θυσία ενός τράγου, όπως περιγράφεται στη Βίβλο κατά την εξιλαστήρια τελετή του Γιομ Κιπούρ*. *) Ιουδαϊκή θρησκευτική γιορτή, κατά την 10η ημέρα του ηλιακού μήνα Τισρί, τέλη Σεπτεμβρίου έως αρχές Οκτωβρίου. Περιλαμβάνει 10 ημέρες μετάνοιας που έχουν ως στόχο τον εξαγνισμό της κοινότητας. Πριν την καταστροφή του Ναού της Ιερουσαλήμ, ο αρχιερέας τελούσε μια θυσιαστική τελετουργία, που ολοκληρωνόταν με τον θάνατο ενός αποδιοπομπαίου τράγου. Ο τραγοπόδαρος Παν Υβρίδιο ανθρώπου και τράγου. κόψας ἐκ φηγοῦ σε τὸν αὐτόφλοιον ἔθηκεν Πᾶνα Φιλοξενίδης, ὁ κλυτὸς αἰγελάτης, θύσας αἰγιβάτην πολιὸν τράγον, ἔν τε γάλακτι πρωτογόνῳ βωμοὺς τοὺς ἱεροὺς μεθύσας. W. R. Paton -The Greek Anthology. London. W. Heinemann Ltd- 1916-Βιβ 6. στ. 99
Παρομοίωσεις Υποτιμητική παρομοίωση κάθε άσχημου ή αντιπαθή γενειοφόρου* ιδίως κληρικού : τραγογένης, τραγόπαπας. *) Του συντάκτου συμπεριλαμβανομένου. τὸν δὲ τράγον ἀπεθέωσαν, καθάπερ καὶ παρὰ τοῖς Ἕλλησι τετιμῆσθαι λέγουσι τὸν Πρίαπον, διὰ τὸ γεννητικὸν μόριον: τὸ μὲν γὰρ ζῷον εἶναι τοῦτο κατωφερέστατον πρὸς τὰς συνουσίας, τὸ δὲ μόριον τοῦ σώματος τὸ τῆς γενέσεως αἴτιον τιμᾶσθαι προσηκόντως, ὡς ἂν ὑπάρχον ἀρχέγονον τῆς τῶν ζῴων φύσεως.. Διόδωρος ο Σικελιώτης - Ιστορική Βιβλιοθήκη Βιβλ. 1. p.88. Φράσεις Κιλίκιοι τράγοι (αρχ) [5.70]: Οι δασύτριχοι τράγοι της Κιλικίας. Κιλίκια ονομαζονται και τα κατασκευάσματα απο τρίχες κλικίων τράγων ονομαζονται "κιλίκια". τράγου ὄζειν, τράγου πνεῖν (αρχ) : Μυρίζω, αποπνέω μυρωδιά τράγου, ειμαι δύσοσμος Παραγωγα τραγωδία, τραγικός, τραγούδι, τραγουδιστής κλπ. Τραγικοποιώ = υπερβάλλω περιγραφή καταστάσεων ή συμβάντων, μεγαλοποιώντας τα προβληματα και τις δυσκολίες. Καθιστώ κατι τραγικό, σοβαρό, με συνέπειες. Τραγούδι - Ποίηση Μια παπαδιά στον αργαλειό Δημοτικό Γνωστότατο είναι επίσης και το τραγούδι των απερχομένων καλικαντζάρων κατά τα Θεοφάνεια: Φυγετε να φεύγουμε, |
||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||
τσαπερδόνα | Χαιδευτικά για ναζιάρα νεαρή γυναίκα. Απο το αρχαίο σαπέρδιον υποκοριστίκο του σάπερδης = ρέγγα (ευκίνητη, με ωραία χρώματα). Αναφέρεται οτι καποιος ζητησε απο τον Διογένη τον Κυνικό να τον εκπαιδεύσει στη Φιλοσοφία. Ο Διογένης του έδωσε μια ρέγγα και του είπε να τον ακολουθήσει. Ο άλλος νόμισε πως ο Διογένης του κάνει πλάκα και πεταξε την ρέγγα και έφυγε. Οταν ξανασυναντήθηκαν ο Διογένης του είπε "Σάπερδης την φιλίαν ημών διέλυσεν", (μια ρέγγα χάλασε τη φιλία μας). |
|||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||
Πανέξυπνος ανθρωπος. Ο Canis aureus, ο αρχαίος «θώς, γεν. θωός» στενός συγγενής του λύκου και του κογιότ . Δεν μου είναι γνωστο το IQ των τσακαλιων για τα κρινω τήν επιτυχία της παρομοιωσης. Η αποδοση τετοιου προσωνυμίου σέ διεθνεις δολοφονους (Le Chacal - The Jackal) δειχνει περισσότερο ηθική αναλγησία παρά ευφυϊα. Η λέξη τσακάλι προέρχεται από το περσικό shaghāl, μεσω του τουρκικου çakal απο το Σανσκριτικό σργαλα. |
||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||
τσίρος | Ο αποξεραμένος σκόμβρος (σκουμπρί). Χαρακτηρισμος πολύ αδύνατου
ατομου. Πρώτο συνθετικο σε επωνυμα : Τσιρογιάννης, Τσιράγγελος |
|||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||
Υ | ||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||
Υβρίδιο είναι το αποτέλεσμα της διασταύρωσης δύο γενετικά ανόμιων ατόμων, τα οποία όμως εκφράζουν κάποιο κοινό χαρακτηριστικό με διαφορετικό τρόπο. Η λεξη ετυμολογειται απο το ουσιαστικο υβρις: βρισιά, βασφημια αφού μια τέτοια διασταύρωση ήταν μια παραβίαση της φυσικής νομοτέλειας ήταν και αντιθετη με το κοινό αίσθημα και την θεία θεληση. Οι μυθολογίες παλαιών πολιτισμων (Ελληνικού, Αιγυπτιακού, Περσικού, κ.α.) δημιούργησαν τέτοια φανταστικά υβρίδια ζώων που απεικονίσθηκαν σε τοιχογραφίες, αγγειογραφίες, αγάλματα και έγιναν σύμβολα μέχρι και σήμερα. |
||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||
Φ | ||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||
|
Αν και δεν είναι συγκεκριμένο είδος αλλά ομάδα ερπετών σημαινει τον κακό, ύπουλο και πονηρό άνθρωπο. Αν μάλιστα θέλουμε να επιτείνουμε τα χαρακτηριστικά τον ονομάζουμε «φίδι κολοβό». Με αυτη την κατηγορία εχει βαλθεί η Παλαια διαθήκη απο την Γέννεση. πρβλ. ο «όφις με ηπάτησεν» λεει η Ευα αφού έφαγε τον καρπο από του ξύλου της γνωσεως, και τελικα την πλήρωσε αυτή μεν με τους πονους της γέννας, ο δε Αδάμ εργαζομενος, υποαμοιβόμενος, ανασφάλιστος, και τρώγων με τον ιδρώτα του προσώπου του. Αλλά τα ιδια τραβάνε και ολοι οι απόγονοί του μέχρι σήμερα, πλην ορισμένων (βλ . μεγαλοκαρχαρίας) που τρώνε με τον ιδρώτα των άλλων. Το αμάρτημα του Αδάμ, αν και ξεκινησε απο την Ευα, καλείται προπατορικό και οχι προμητρικό. Για ολα φταίει το φίδι το πληρώνουμε όλοι, παρ' όλες τις προσπάθειες του Ιησού να μας σώσει. Αυτο αποδεικνύεται γιατί μέχρι και σήμερα το μικρό παιδάκι αν και φαίνεται αθώο πρέπει να βαφτισθεί για να απαλλαγεί απο την διατροφική δηλητηρίαση με το μήλο (είναι κάτι σαν το στίγμα κου Κούλευ αλλα πιο διαδεδομένο). Τα λεφτά της βάπτισης τα παίρνουν οι παπάδες και τα συναφή επαγγέλματα. Φράσεις
*) Η δενδρογαλιά (ή αλλιώς δενδρογαλή) είναι φίδι της οικογένειας υδριδών. Είναι από τα πιο συνηθισμένα φίδια που υπάρχουν στην Ελλάδα. Ξεχωρίζει για το ευλύγιστο και ευκίνητο σώμα, τη λεπτή ουρά της καθώς και για την ευκολία που ανεβαίνει στα δένδρα (εξού και το όνομά της: δενδρό – γαλή = δενδρόγατα). ΣυνώνυμαΔράκων απο το αρχαίο δέρκομαι=βλέπω, κυττάζω, παρατηρώ μτφ. ακτινοβολώ[261.251]. Συνώνυμο με τό «όφις». Το λαμπερό μάτι είναι χαρακτηριστικό του φιδιού: πρβλ. «Ξύπνιος ο Χ, έχει ένα μάτι! Αστρίτης!» βλ. Δράκων στα Υβρίδια
|
|||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||
|
Κήτος. Το μεγαλύτερο του Ζωϊκου Βασιλείου. Η λέξη χρησιμοποιείται για να παρομοιάσει χοντρή γυναίκα. Το θηλυκό όνομα τους κήτους περιορίζει το χαρακτηρισμό μόνο σε γυναίκες. Κανεις δέν λέει ένα χοντρό άντρα «φάλαινα». |
|||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||
Χ | ||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||
Γενικός χαρακτηρισμός. Τουρκικά σημαίνει «ζώον». Εμείς το εξειδικεύσαμε σε «ανόητο ζώο».
|
||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||
χάνος |
Ο
χάνος (Serranus cabrilla) είναι ψάρι
που κυκλοφορεί με το στόμα ανοικτό (η κάτω γνάθος του είναι λίγο
πιο μεγάλη απο την άνω και γι' αυτό προεξέχει ελαφρά) για να συλλαβει
τήν τροφή του. Για το λόγο αυτό είναι το πιο εύκολο
ψάρι στο τσίμπημα. Φράσεις «τσιμπάει σαν χάνος» ή «το έχαψε σα χάνος» ή «Τι κοιτάς σαν χάνος, ρε;» ή εναλλακτικά, «τι χάσκεις σαν χάνος;». Εχει ύφος ηλιθίου και για αυτό αποδίδεται η ονομασία του σε ανάλογα άτομα. Ετυμολογείται απο το Αρχ. Ελληνικό χαύνος = αποχαυνωμένος, χαζός. Από το χαίνω είμαι χαλαρός, με ανοικτό στομα. Το χαίνω προέρχεται απο τον Β αόριστο του χάσκω (έχανον) > χαίνω , χάσμα, χασμώμαι (χασμουριέμαι), αχανής, κεχηνώς κα. |
|||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||
χελώνα | Η χελώνα (επιστ. ονομ. γένους Testudo) είναι ερπετό.
Ανήκει στην αρτίγονη τάξη της πρωτόγονης υφομοταξίας αναψιδωτά. Χαρακτηριστικό
τους ο οστέινος θώρακας (Χέλυο) για να προστατεύεται, η σαρκώδης γλώσσα
και η απουσία δοντιών. Υπάρχουν χερσαίες, θαλάσσιες και αμφίβιες χελώνες.
Ζουν και σε εύκρατα και σε τροπικά κλίματα. Ιδιαίτερο χαρακτηριστικό
των χελωνών είναι το καβούκι τους, το οποίο προστατεύει το σώμα τους. Χαρακτηρισμός ανθρώπου αργού, βραδυκίνητου. «Τι
το θες ρε το αμάξι αφού η μάνα σου ήταν χελώνα»! Χαιρετισμός, απάντηση στο «hello», ειδικά όταν προέρχεται από άτομα που «αμερικανίζουν» ασύστολα. Παροιμίες Χελώνη μυιών [ου μέλει] :(αρχ) Η χελώνα δεν νοιάζεται για τις μύγες. Φράσεις
Σύνθετα: Χελωνόσουπα. Ιστορία Η χελώνη εδωσε το ονομα της σε μια παραταξη του Ρωμαϊκού Στρατου. Οι Ρωμαίοι στρατιώτες όταν βρισκόντουσαν σε δυσκολία, και έπρεπε να τηρήσουν αμυντική στάση, δημιουργούσαν ένα τείχος με τις ασπίδες τους. Η πρώτη σειρά της παράταξης τοποθετούσε κάθετα τις ασπίδες. Οι υπόλοιποι προστάτευαν τα κεφάλια τους και του στρατιώτη που βρίσκεται μπροστά τους με την ασπίδα σε οριζόντια θεση. Ήταν μια «χελώνη εν στάσει».
|
|||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||
χέλι | Ο Αρχαίος έγχελυς. Μεταφορικά, για άνθρωπο που κάνει υπεκφυγές ή και αποφεύγει να δώσει απαντήσεις λέμε οτι «γλυστράει σα χέλι». Χελάνδιον: Βυζαντινό πολεμικό πλοίο με δύο ιστούς. Εκινείτο με κουπιά αλλά και με τη βοήθεια δύο τετράγωνων πανιών, ένα σε κάθε ιστό. Ηταν εφοδιασμένο με έμβολο και ειδική κατασκευή για να εξακοντίζεται το υγρό πυρ. Ετυμολογία: Χελάνδιον < (ε) χέλ(υς) = χέλι + καταλ. -άνδιον . Υποκοριστικο: χελανδάριον απο όπου και η μονή χελανδαρίου στο άγιο όρος. Η Ιερά Μονή Χελανδαρίου είναι μία από τις είκοσι Μονές του Αγίου Όρους στη Χαλκιδική. Η Μονή Χιλανδαρίου είναι σερβική, ιδιόρρυθμη και γιορτάζει κατα τα Εισόδια της Θεοτόκου, στις 21 Νοεμβρίου. |
|||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||
ψ | ||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||
Ο αρχαίος ιχθύς. Γενικός όρος για υδρόβια ζώα. Ο νεοσύλλεκτος (ψάρακλας) και γενικα ο αποπροσανατολισμένος άνθρωπος. Αυτός που είναι «εξω απ τα νερά του». Το ψάρι έξω από τα νερά του παθαίνει ασφυξία, σπαρταράει και ψοφάει. Οσο σπαρταράει είναι περιζήτητο στήν αγορά γιατί εύκολα διαπιστώνεται η φρεσκάδα του. Πρβλ. την κραυγή των ψαράδων: «Πάρτε πράμα που σαλεύει και τον μουστερή (πελάτη) γυρεύει». Τα μόνα ψόφια ψάρια που μπήκαν ξανά στά νερά τους είναι τά μισοτηγανισμένα ψάρια του Μπακουκλί της Πόλης, προκειμενου να επιβεβαιώσουν το «εάλω η Πόλις». Τα αρχικα του ιχθύς Ι.Χ.Θ.Υ.Σ. ερμηνευτηκαν ως: Ιησους Χριστός Θεού Υιός Σωτήρ και το ψάρι έγινε χριστιανικό σύμβολο.
|
||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||
ψύλλος | Μικρό ενοχλητικό έντομο που παρασιτίζεται πάνω σε ανθρώπους και ζώα. Ψύλλος είναι η κοινή ονομασία απτέρων εντόμων που ανήκουν στην τάξη Σιφωνάπτερα των Ψυλλίδων. Επειδή μεταδίδουν ασθένειες, είναι πολύ επικίνδυνα ζώα και καταπολεμούνται με εντομοκτόνα και άλλους τρόπους. Φράσεις
Παροιμία
Τραγούδια Ποιος ήτανε πριν από 'μένα
|
` | ||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||
Ο Γεώργιος Σουρής δημοσίευσε στον «Ρωμιό» του τις φιλοσοφικές σκέψεις του ηρωά του Φασουλή σχετικά με τον άνθρωπο και τα ζώα. Επειδή είναι σχετικότατο με το θέμα και απολαυστικά ευρηματικό το παραθέτω αυτούσιο:
Ο φασουλής ΦιλόσοφοςΚαι τ’ είσαι, άνθρωπε μωρέ, που φλυαρείς εμπρός μου,
|
||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||
ΕΠΙΜΕΤΡΟ | Μυθολογικά οντα που το πάνω μισό μέρος του σώματός τους ήταν ανθρώπινο και το άλλο τους μισό ήταν ζώο ή άντα που είχαν κεφάλι ζώου και σώμα ανθρώπου ή όντα που το σώμα τους ήταν σχηματισμένο από πολλά διαφορετικά ζώα. Το υβρίδιο, μικρή ύβρις, αποτελεί ύβρη, βρισιά προς την φύση αφού παραβιάζει τους κανόνες διασταύρωσης των ειδών και δημιουργεί τερατογεννέσεις. |
|||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||
Αρπυιες
|
Στην ελληνική μυθολογία οι Άρπυιες ήταν θηλυκά τέρατα, πουλιά με γυναικείο κεφάλι, κόρες του Θαύμαντα και της θαλάσσιας Νύμφης Ηλέκτρας και αδελφές της αγγελιαφόρου των θεών Ίριδας. Το συλλογικό αυτό όνομα ετυμολογείται από τις λέξεις αρπαγή - άρπαξ - αρπάζω, γι' αυτό και η λέξη «Άρπυιες» δασύνεται . Υποτίθεται ότι άρπαζαν τα παιδιά και τις ψυχές. Για τον λόγο αυτό τις απεικόνιζαν επάνω στους τάφους να κρατούν στα νύχια τους την ψυχή του νεκρού. Οι πιό γνωστές ήταν οι Αελλώ, Κελαινώ, Νικοθόη, Ποδάργη, Ωκυπέτη. Οι Άρπυιες παρουσιάζονται στη «Θεία Κωμωδία» του Δάντη (Ωδή XIII της «Κόλασης») να καταδιώκουν όσους αυτοκτόνησαν. |
|||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||
Γοργόνες Σήμα κατατεθέν της
|
Με
την μεσαιωνική έννοια ήταν μισές γυναίκες και από την μέση και κάτω ηταν
ψάρια. (Το ενδιαφέρον θα ήταν το ανάποδο: Άφωνη προσφορά στην ηδονή).
Κατα την παράδοση η Γοργόνα ήταν η κακώς πληροφορημένη αδελφή του Μεγαλέξαντρου. Οταν της έλεγαν οτι ο αδελφός της πέθανε, βούλιαζε τα καράβια. Αφότου μαθεύθηκε το παρασύνθημα "Ζει και βασιλεύει και τον κόσμο κυριεύει" τα ναυάγια μειώθηκαν αισθητά. Τίτλος Μυθιστορήματος «Η Παναγιά η Γοργόνα» του Στράτη Μυριβήλη. Η Γοργώ των αρχαίων Ελλήνων ήταν τέρας με φίδια αντί για μαλλιά! |
|||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||
Γρύψ ή Γρύπας | Ο Γρύπας ήταν τέρας της Ελληνικής μυθολογίας.Συνώνυμα: Γρύφων, γρύπων. Είχε σώμα λιονταριού, κεφάλι και φτερά αετού. Επίσης σε μερικές αναπαραστάσεις του φαίνεται πως έχει και ουρά φιδιού. Ο μύθος του θεωρείται ότι προέρχεται από την Μεσοποταμία. Πιθανότατα η γέννηση του μύθου ανάγεται στην εποχή της πρώτης ανακάλυψης απολιθωμάτων δεινοσαύρων από τον προϊστορικό άνθρωπο. Η ράχη του ήταν σκεπασμένη με φτερά και τα νύχια στα λιονταρίσια πόδια του ήταν δυνατά και γαμψά σαν του αετού. Τα νύχια του του γρύπα θεωρούνταν πολύτιμα το Μεσαίωνα επειδή λέγαν πως μπορούσαν να ανιχνεύσουν την ύπαρξη δηλητηρίου στα υγρά, χωρίς όμως να μπορούν να το καθαρίσουν. Γρύπας σε νωπογραφία της Αίθουσας του Θρόνου, στα Ανάκτορα της Κνωσού. |
|||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||
Δράκος Ο ΔΡΑΚΟΣ ΤΗΣ ΣΛΟΒΕΝΙΑΣ |
Στην Αρχ. Ελληνικη γλώσσα ή λέξη σήμμαινε φίδι και χρησιμοποιώνταν αδιαφόρως με αυτή τήν έννοια. Στην και στα μεσαιωνικά επύλλια και την Μυθολογία ο δράκων υπήρξε θύμα Αγίων και Ιπποτών. Του προσέδοσαν άλλα, μή φιδίσια, χαρακτηριστικά (φτερά, πόδια κέρατα κλπ) και τον ακόντιζαν άπαντες γιατί προκαλούσε διακοπές στο δίκτυο ύδρευσης*. Μεσαιωνικές φυλλάδας, που αργότερα ενέπνευσαν και το θεατρο σκιών, εφεραν και τον Μέγαλέξαντρο να σκοτώνει δράκοντα: «το καταραμένο φίδι» Κυριο ΟνομαΔράκων. Αρχαίος Αθηναίος νομοθέτης. Η ονοματοδοσία με ονόματα ζώων ανάγεται στήν εποχή του τοτεμισμού. (πχ. Κυρια ονοματα Λεωνίδας, Λεωτυχίδης, Λέων, Αλωπεκή, Λύκος, Λυκόφρων, Κόραξ κλπ). Αν και ο Δράκων συνήθως αναφέρεται ως ο πρώτος νομοθέτης των Αθηνών, πριν από αυτόν, έξι άρχοντες ονομαζόμενοι Θεσμοθέτες, θεσμοθετούσαν άγραφους νόμους από το 683 π.Χ. Το 624 π.Χ. οι Αθηναίοι του ανέθεσαν να γράψει τους νόμους και το 621 π.Χ. τους έγραψε σε μαρμάρινες πλάκες τις οποίες τοποθέτησε στην Αγορά. Οι νόμοι αυτοί ήταν πολύ αυστηροί και από τότε η έκφραση "Δρακόντειοι νόμοι" είναι συνώνυμη με τους ιδιαίτερα αυστηρούς νόμους. Αντίστοιχα "Δρακόντεια μέτρα" ονομάζονται τα αυστηρά μέτρα. (Δεν ξερουμε αν ο Δράκων είχε και εκτελεστική εξουσία, ως τε να λαμβάνει μέτρα. Το πιθανότερο είναι η ένννοια «δρακόντειος» να επεξατάθη πολύ αργότερα απο τους νομους και στα αντιστοιχα μέτρα). Δεν είναι τυχαίο ότι ο Πλούταρχος είπε ότι οι νόμοι του Δράκοντα γράφτηκαν με αίμα, όχι με μελάνι. Οι τιμωρίες ήταν ιδιαίτερα σκληρές, με ασήμαντα αδικήματα, όπως η κλοπή ενός μήλου ή ακόμη και η τεμπελιά να τιμωρούνται με θάνατο**. Οι νόμοι του Δράκοντα αντικαταστάθηκαν με τη νομοθεσία του Σόλωνα μετά το 594 π.Χ. *)Ο Αγ. Γεώργιος ο τροπαιοφόρος, στρατιωτικός άγιος και ελευθερωτής συγκεντρώνει πολλές διηγήσεις και παραδόσεις, από τις οποίες η σπουδαιότερη είναι αυτή που μιλάει για το φόνο του δράκοντα και της σωτηρίας της βασιλοπούλας. Το θηρίο αυτό φυλούσε το νερό μιας και το άφηνε να τρέχει μόνον όταν έβρισκε κάποιον άνθρωπο να φάει. Οι κάτοικοι της περιοχής όριζαν με κλήρο το θύμα του δράκοντα. Ολόκληροι στρατοί είχαν αντιταχθεί με αυτό το τέρας, χωρίς όμως αποτέλεσμα. Ο κλήρος έφερε και τη σειρά της βασιλοπούλας, την οποία έσωσε ο Άγιος Γεώργιος φονεύοντας το δράκο. Ηθικο δίδαγμα: Οι Αγιοι διαλέγουν τους πελατες τους απο τήν ελίτ, απο τους αριστοκράτες. Ανδρομέδες και Πυργοδέσποινες σώζωνται ενω ο λαουτζίκος καταβροχθίζεται ανηλεώς. Αποφεύγετε τους δράκους αν δεν είσθε γαλαζοαίματοι. Ουδείς θα σπεύσει να σας σώσει. **) Οι δημόσιοι υπάλληλοι τότε, έτρεμαν το κ. Δράκο. |
|||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||
Εκατόγχειρες | Βίαια και ταραχώδη πνεύματα δημιουργημένα από ατμούς. Τρεις ήσαν οι Έκατόγχειρες,
|
|||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||
Ερινύες | Οι Ερινύες στην Ελληνική μυθολογία ήταν μυθικές χθόνιες φτερωτές θεότητες που κυνηγούσαν όσους είχαν διαπράξει εγκλήματα κατά της φυσικής και ηθικής τάξης των πραγμάτων. Επίσης είναι γνωστές και ως Ευμενίδες, ευφημισμός που έδοσε το όνομά στην τρίτη τραγωδία της τριλογίας «Oρέστεια» του Αισχύλου. Στη συγκεκριμένη τραγωδία, κατατρέχουν τον Ορέστη, γιο του Αγαμέμνονα και της Κλυταιμνήστρας, για το φόνο της μητέρας του. |
|||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||
Κένταυροι | Μια από τις αινιγματικές παρουσίες της αρχαίας Ελληνικής μύθολογίας είναι εκείνη των Κενταύρων, των ανθρώπων-αλόγων, που φέρονται να κατοικούσαν κυρίως στο Πήλιο της Μαγνησίας. Μισοί άνθρωποι και μισοί άλογα, δεν κρύφθηκαν σε σκοτεινά υπόγεια, όπως ο άνθρωπος - ταύρος της Κρήτης, αλλά συχνά απέκτησαν περίοπτη θέση ανάμεσα στους αρχαίους Έλληνες ημίθεους και ήρωες, αναλαμβάνοντας ακόμα και αυτό τον ρόλο του παιδαγωγού τους, όπως ξέρετε ο Κένταυρος Χείρων ηταν παιδαγωγός του Ασκληλιού,του Αχλιλλέα, του Ιάσονα (ως επίθετο χείρων=χειρότερος, αν ο Χείρων ήταν ο χειρότρος φαντασθήτε τι ήταν ο καλύτερος!). Ευτυχώς ο Σταματάκος [261.1107] ετυμολογεί το «Χείρων» απο το χειρουργός. |
|||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||
Κέρβερος | Στην
Ελληνική μυθολογία, ο Κέρβερος αντιπροσωπεύει τον φύλακα του Άδη και
έχει συνήθως την μορφή ενός σκύλου με τρία κεφάλια και με
ουρά που απόληγει σε κεφαλή δράκου. Στη Θεογονία αναφέρεται «Κέρβερος
ωμηστής Αΐδεω κύων χαλκεόφωνος πεντηκοντακέφαλος», (= Κέρβερος άγριος
σκύλος του Άδη, με ηχηρή φωνή και 50 κεφάλια), ενώ ο Όμηρος γνωρίζει
μεν το σκύλο αυτό αλλά όχι το όνομά του. Σύμφωνα με τον Αισχύλο, γεννήθηκε
από την ένωση δυο τεράτων, του Γίγαντα Τυφώνα και της Έχιδνας και ήταν
αδελφός του Όρθου (παραπλήσιου μυθικού άγριου σκύλου) καθώς και της Λερναίας
Ύδρας. Η παρουσία του εξασφαλίζει την παραμονή των νεκρών στον Κάτω Κόσμο
αλλά και την αδυναμία των ζωντανών να εισέλθουν σε αυτόν.
Φράσεις Στις δημώδεις ελληνικές εκφράσεις, κέρβερος καθιερώθηκε να χαρακτηρίζεται κάθε άγρυπνος αλλά και αυστηρός φρουρός ή θεματοφύλακας ακόμη και αξιών π.χ. "αυτός είναι κέρβερος στη δουλειά του" ή "κέρβερος στην οικογένειά του" (της οικογενειακής τιμής) κλπ. |
|||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||
Μινώταυρος | Στην Ελληνική μυθολογία, ο Μινώταυρος ήταν ένα ον με σώμα
ανθρώπου και κεφάλι και ουρά ταύρου. Πέρα από την περιγραφική αυτή ονομασία
του, το όνομα του Μινώταυρου ήταν Αστερίων. Κάποιες φορές αναπαρίσταται ακόμα ως ταύρος με κορμό ανθρώπου, σε αντιστοιχία με τον Κένταυρο. Κατοικούσε στο Λαβύρινθο, κτίσμα που φτιάχτηκε από το Δαίδαλο κατόπιν εντολής του βασιλιά της Κρήτης Μίνωα. Ο Μινώταυρος σκοτώθηκε από τον Θησέα. |
|||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||
Πήγασος | Ο
Πήγασος ήταν το φτερωτό άλογο της Ελληνικής Μυθολογίας, για τον οποίο,
αν και ο Όμηρος δεν τον αναφέρει, υπάρχουν οι ακόλουθες παραδόσεις: 1. Όταν ο Περσέας αποκεφάλισε τη Μέδουσα, ξεπήδησαν από τη τομή ο Χρυσάωρας, και ο Πήγασος. Ο Περσέας ιππεύοντάς τον κατάφερε να διαφύγει τη καταδίωξη των άλλων δύο γοργόνων. 2. Κατά τον Ησίοδο το όνομά του οφείλεται στις "Πηγές" του Ωκεανού όπου είχε γεννηθεί, έτσι το όνομα φέρεται να έχει σχέση με πηγές. 3. Σύμφωνα με τη μυθολογική παράδοση της Κορίνθου ο Πήγασος ήταν Κορινθία θεότητα, και είχαν κοπεί και νομίσματα με τη παράστασή του. ο Πήγασος πέταξε στον Ακροκόρινθο και ξεδίψασε στα νερά της Πειρήνης πηγής εξ ού και "Πειρήνιος πώλος" το από τότε όνομά του. Οι Κορίνθιοι συσχετίζουν τον Πήγασο με τον Βελεροφόντη και τη Χίμαιρα. 4. Η συσχέτιση του Πήγασου με τις Μούσες οφείλεται στην εξής παράδοση: Όταν οι Μούσες διαγωνίζονταν κάποτε στο τραγούδι με τις κόρες του Πιέρου, στον Ελικώνα, μόλις άρχισαν το τραγούδι οι Πιέριες κόρες όλα είχαν σκοτεινιάσει. Αμέσως μετά, όταν ήλθε η σειρά των Μουσών, όλα φαίνονταν σαν να σταμάτησαν, ο Ουρανός, η Θάλασσα, τα ποτάμια, για να ακούσουν τους εξαίσιους ύμνους, ο δε Ελικώνας άρχιζε να υψώνει τη κορυφή του προς τον ουρανό από χαρά και υπερηφάνεια μέχρι που τον σταμάτησε ο φτερωτός Πήγασος, με διαταγή του Ποσειδώνα, λακτίζοντάς τον με τις οπλές του. Από το λάκτισμα αυτό γεννήθηκε η πηγή του Ελικώνα, της οποιας τα νερά ενέπνεαν τις Μούσες, η καλούμενη και Ιπποκρήνη. 5. Σε μεταγενέστερους μύθους ο Πήγασος αναφέρεται και ως άλογο της Ηούς στην οποία της τον πρόσφερε ως δώρο ο Ζεύς για να σέρνει το άρμα της. 6. Σε ακόμη μεταγενέστερους χρόνους ο Πήγασος θεωρήθηκε ως άλογο των Μουσών που ιππεύουν οι ποιητές και πετούν μαζί του ψηλά στο καλλιτεχνικό στερέωμα. Τελικά οι θεοί πρόσφεραν στον Πήγασο μια αιώνια θέση στον ουρανό δημιουργώντας τον Αστερισμό του Πήγασου. Μεταφορικά λέμε οτι οι ποιητές, οι οραματιστές και οι λογοτέχνες καλπάζουν με τον Πήγασο. Πρβλ.
Ομηρος Μπεκές - «Ο Δον Κιχώτης»[1.263] |
|||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||
Παν | Ο
Πάνας (αρχ. Παν) είναι αρχαία ελληνική, ιδεατή, ανθρωπόμορφη και δευτερεύουσα
θεότητα, που ήταν συνυφασμένη με την «πανίδα» της Φύσης, (άνθρωποι και
ζώα) σε μια αμφίδρομη σχέση προστασίας, αλλά και προσωποποίηση της γενετικής
δύναμης της ζωής. Συνδυάζοντας τον ανθρώπινο και ζωικό παράγοντα, ο Πάνας
απεικονιζόταν έχοντας κάτω άκρα ζώου, «Θεός τραγοπόδαρος», πλέον ως προστάτης
των κτηνοτρόφων, κυνηγών αλλά και των αλιέων με μόνιμη διαμονή του σε
χώρους της φύσης (όρη, δάση, σπήλαια, κοιλάδες, ρεματιές κλπ). Η λατρεία
του έλαβε μέγιστη ανάπτυξη παράλληλα με εκείνη του Δία και των άλλων
Ολύμπιων Θεών σε όλο τον ελλαδικό χώρο και πέραν αυτού.
Ενα επίγραμμα για θυσία τράγου και σπονδή του πρώτου γάλακτος (βλ. πρωτόλεια και απαρχές) σε ξόανο του Πάνα (ιδιοκατασκευή) απο τον τσομπάνο Φιλοξενίδη: κόψας ἐκ φηγοῦ σε τὸν αὐτόφλοιον ἔθηκεν Πᾶνα Φιλοξενίδης, ὁ κλυτὸς αἰγελάτης, θύσας αἰγιβάτην πολιὸν τράγον, ἔν τε γάλακτι πρωτογόνῳ βωμοὺς τοὺς ἱεροὺς μεθύσας. W. R. Paton -The Greek Anthology. London. W. Heinemann Ltd- 1916-Βιβ 6. στ. 99 Ο Πάν και η ΑίγαΟ Παν συνουσιαζόμενος (κατά φύσιν με αίγα). Δεν γνωρίζουμε άν από αυτήν την συνεύρεση βγήκε ο Παναιγιάλιος. Πάντως η κατηγορία κτηνοβασίας δεν ευσταθεί, τουλάχιστον κατά το ήμισυ. Αν εγώ έβαζα τίτλο στό άγαλματίδιο θα το έλεγα: |
|||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||
Σκύλλα | Η
Σκύλλα είναι θηλυκό τέρας της ελληνικής μυθολογίας. Θεωρείται θυγατέρα
του Ποσειδώνα και της Γαίας. Κατοικούσε στην ευρωπαϊκή ακτή του πορθμού
του Βοσπόρου (στην ασιατική ακτή κατοικούσε ένα άλλο τέρας, η Χάρυβδις).
Είχε έξι λαιμούς και άρπαζε αντίστοιχους ναυτικούς από τα διερχόμενα
πλοία. Αργότερα οι μυθογράφοι μετέφεραν την κατοικία των δύο τεράτων
στον πορθμό της Μεσσήνης μεταξύ Ιταλίας και Σικελίας. Τόσο η Χάρυβδη
όσο και η Σκύλλα εμπλέκονται στους μύθους τόσο του Οδυσσέα όσο και των
Αργοναυτών, οι οποίοι πέρασαν από τα στενά αυτά με μικρές απώλειες, γιατί
η Ήρα παρακάλεσε τον Ποσειδώνα να την κοιμίσει, τόσο την ίδια όσο και
την Χάρυβδη. Είχε εννέα κεφάλια που έμοιαζαν με σκύλου, εξ ού και το
όνομά της.
ΧάρυβδηΗ Χάρυβδη ή Χάρυβδις ή ρουφήχτρα ή θαλάσσια δίνη σύμφωνα με το Λεξικό Liddel-Scott, όνομα αμφίβολης ετυμολογίας, είναι θηλυκό τέρας της ελληνικής μυθολογίας. Θεωρείται θυγατέρα του Ποσειδώνα και της Γαίας. Κατοικούσε στην ασιατική ακτή του πορθμού του Βοσπόρου (στην ευρωπαϊκή ακτή κατοικούσε ένα άλλο τέρας, η Σκύλλα) και ρουφούσε το νερό της θάλασσας, καταπίνοντας μαζί διερχόμενα πλοία και ναυτικούς. ΦράσηΠέσαμε «απο τη Σκύλλα στη Χάρυβδη» (απο το κακο στο χειρότερο). |
|||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||
Σάτυρος Οι Σάτυροι ήταν κατώτερα μυθικά όντα "δαίμoνες" της ελληνικής μυθολογίας, (πνεύματα των βουνών και των δασών), τους οποίους η Ποίηση και η Τέχνη τους απεικόνιζαν από τη μέση και πάνω σχεδόν ανθρωπόμορφους, φαλακρούς και με μυτερά αυτιά, με πόδια και ουρά τράγου, σε αντίθεση με τους Σειληνούς, των οποίων το κάτω μισό του σώματος έμοιαζε με αλόγου. Ήταν, όπως και οι Σειληνοί, υπηρέτες και σύντροφοι του θεού Διόνυσου, τον οποίον είχαν μεγαλώσει από παιδί. Αγαπημένη τους ασχολία ήταν το παίξιμο αυλού και κιθάρας, ο τρύγος και το μεθοκόπημα, αλλά και το κυνήγι των κοριτσιών , που αποτελούσαν όλα μαζί την προσωποποίηση της γονιμότητας της Φύσης. ΣΑΤΥΡΟΣ ΣΕ ΤΕΣΤ ΚΟΠΩΣΕΩΣ ΤΗΣ ΣΤΥΣΗΣ. Ο ΚΥΛΙΚΑΣ ΓΕΜΙΖΕΤΑΙ ΣΤΑΔΙΚΑ ΚΑΙ
.... ΟΣΟ ΑΝΤΕΞΕΙ . Με μεταφορική έννοια, σάτυρος ονομάζεται ο λάγνος, ασελγής άνθρωπος. Η σάτιρα δεν έχει σχέση με το σάτυρο, η σατυρίαση ομως έχει. Δες το Υπογλώσσιο #31 Επιβιώματα Οι σάτυροι σε έκδοση βελτιωμένη και επηυξημένη παρέμειναν στη λαογραφίακη μυθολογια ως τις μερες μας με την μορφή των καλικαντζάρων. Οι οποιοι συνήθως εμφανίζονται αλλοτε ως νάνοι, αλλτοτε ψηλοί, σκουρόχρωμοι, με μαλλιά μακρυά και ατημέλητα, μάτια κόκκινα, δόντια πιθήκου, δασύτριχοι, χέρια και νύχια πιθήκου, πόδια γαϊδάρου ή το ένα γαϊδάρου και το άλλο ανθρώπινο, ("μισοί γαϊδούρια και μισοί άνθρωποι όπως λένε στη Σύρο) αλλά και σαν «μικροί σατανάδες» - (σατανοπαίδια όπως λένε στη Νάξο), άλλοτε γυμνοί και άλλοτε ρακένδυτοι με σκούφο (οξυκόρυμβο) από γουρουνότριχες και με παπούτσια άλλοτε σιδερένια και άλλοτε με τσαρούχια ή τσαγγία.
|
||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||
Σειρήνες | Οι
Σειρήνες ήταν δαιμονικά όντα σχετιζόμενα με το νερό, τον έρωτα και το θάνατο.
Απεικονίζονταν με κεφάλι γυναίκας και σώμα αρπακτικού πτηνού και ήταν κόρες
του Αχελώου, ή κατ' άλλους του θαλάσσιου δαίμονα Φόρκυ. Για το όνομα της
μητέρας τους υπάρχουν περισσότερες εκδοχές. Το ίδιο αμφισβητήσιμος είναι
και ο αριθμός τους (δύο κατά τον Όμηρο: Αγλαόπη
και Θελξιέπεια, τρεις κατά τους νεωτέρους: Παρθενόπη, Λιγεία,Λευκωσία.
Κατοικούσαν μεταξύ Σικελίας και Ιταλίας [14.88]). Τείνουμε μάλλον να καταλήξουμε
πως τελικά ήσαν τρεις, όπως εμφανίζονται συνηθέστερα και στις εικαστικές
αναπαραστάσεις, όπου η μια παίζει αυλό, η άλλη λύρα και η τρίτη τραγουδάει. Γ. Παπαϊωάννου - ΠΑΡΑΣΤΑΣΕΙΣ ΣΕΙΡΗΝΩΝ ΣΤΙΣ ΕΙΚΑΣΤΙΚΕΣ ΤΕΧΝΕΣ σ. 7 Παρομοιώσεις Σειρήνα λέμε καθε γοητευτική γυναίκα, αλλα και κάθε τι που μπορεί να παραπλανήσει, να μαγέψει πχ. «Να κλείσουν τα αυτιά τους στις σειρήνες της καταστροφολογίας κάλεσε τους Έλληνες ο Πρωθυπουργός Γιώργος Παπανδρέου» |
|||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||
Σειληνοί
|
Οι Σειληνοί ήταν δαίμονες των ρεόντων υδάτων και της ευφορίας της γης, σύντροφοι του Διόνυσου. Αν και συχνά συγχέονται με τους Σάτυρους, ήταν ομως διαφορετικά πλάσματα. Έμοιαζαν αρκετά με Κένταυρους, έχοντας αυτιά, ουρά και οπλές αλόγου και κατάγονταν από τη Θράκη και τη Φρυγία. Αρχηγός τους ήταν ο Σειληνός, που είχε διαπαιδαγωγήσει το θεό Διόνυσο και που χρησίμευε σαν μάντης στους ανθρώπους, μόνο όμως αφού αυτοί τον μεθούσαν. Οι Σειληνοί συνήθως διασκέδαζαν το Διόνυσο παίζοντας μουσική και χορεύοντας(*) με τις Μαινάδες, ενώ κατά το μύθο είχαν πολεμήσει μαζί με το Διόνυσο εναντίον των Γιγάντων. *) ... και οχι μονον. Για το είδος της διασκέδασης βλέπε εικονα αριστερά. |
|||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||
Σφίγγα | Στην ελληνική μυθολογία η Σφίγγα ήταν ένα τέρας που έφερνε κακοτυχία και καταστροφή. Σύμφωνα με τον Ησίοδο ήταν κόρη της Χίμαιρας και του Όρθρου ή κατά άλλους του Τυφώνος και της Έχιδνας. Αναπαριστάται ως φτερωτό λιοντάρι με κεφάλι γυναίκας ή ως γυναίκα με πέλματα και στήθη λιονταριού, ουρά ερπετού και φτερά πτηνού. Το όνομά της προέρχεται από τη λέξη σφίγγω. Η Ήρα και ο Άρης την έστειλαν από την πατρίδα της, την Θήβα. Εκεί στεκόταν και ρωτούσε τους περαστικούς «Ποιο ον το πρωί στέκεται στα τέσσερα, το μεσημέρι στα δύο και το βράδυ στα τρία;». Όποιον δεν μπορούσε να λύσει το γρίφο, η Σφίγγα τον έπνιγε. Ο Οιδίπους έλυσε τον γρίφο απαντώντας ότι το ον αυτό είναι ο άνθρωπος, αφού όταν είναι βρέφος περπατάει στα τέσσερα, μετά σηκώνεται στα δύο του πόδια και στα γηρατειά περπατάει όρθιος αλλά χρησιμοποιεί σαν τρίτο πόδι ένα μπαστούνι. Μόλις λύθηκε το αίνιγμά της η Σφίγγα γκρεμίστηκε από τον βράχο που στεκόταν και σκοτώθηκε. Ωστόσο, ο ακριβής γρίφος που έδινε η Σφίγγα δεν είναι γνωστός από αρχαίες πηγές, αλλά από μεταγενέστερα κείμενα. |
|||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||
Τρίτων | Ο Τρίτων στην ελληνική μυθολογία ήταν θεότητα της θάλασσας που αναφέρεται
πρώτα από τον Ησίοδο στη Θεογονία (930-933). Γιος του Ποσειδώνα και της
Αμφιτρίτης που κατοικούσε ατο βυθό της θάλασσας στα χρυσά ανάκτορα των
γονιών του. Κατά το σώμα ήταν όμοιος με τους άλλους θεούς αλλά από τους
γλουτούς και κάτω κατέληγε σε ουρά (Απολλώνιος ο Ρόδιος «Αργοναυτικά» Δ'
1610-1617).
Κύριο σύμβολο της θεότητας ήταν το «θαλάσσιο κέρας» ή «θαλάσσια κόγχη», το κοινώς λεγόμενο μεγάλο κοχύλι (η μπουρού των ναυτικών μας) εκ του οποίου έβγαιναν ήχοι που τίποτα δεν μπορούσε ν΄ αντισταθεί καθώς και η τρίαινα και το κουπί (παράκτια ναυτικά εργαλεία). Οι «κρατήσεις υπερ τρίτων» δεν αφορουν το τέρας Τρίτων αλλά το τέρας της Φορολογίας. |
|||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||
Υδρα - Λερναία ~Η Λερναία Ύδρα είναι μυθικό όν με επτά ή εννέα κεφάλια, το οποίο σκότωσε ο Ηρακλής στον δεύτερο από τους δώδεκα άθλους του. Καρπός της Έχιδνας και του Τυφώνα, η Λερναία Ύδρα ήταν αθάνατη. Δρούσε στην περιοχή Λέρνη - βαλτότοπος που βρίσκεται νότια του Άργους - απ' όπου πήρε και το όνομά της. Το άντρο της βρισκόταν στους πρόποδες του όρους Ποντίνου, κοντά στην Πηγή της Αμυμώνης. Σύμφωνα με τον μύθο, όταν ο Ηρακλής έκοβε ένα κεφάλι, έβγαιναν δύο. Μόνο καίγοντάς το με φωτιά κατάφερε να σταματήσει τον πολλαπλασιασμό και αυτό το κατάφερε με την βοήθεια του ανηψιού του Ιολάου. Το τελευταίο κεφάλι, που ήταν και το κεντρικό κι αθάνατο, το έκοψε και το έθαψε στη γη για να μην ξαναζωντανέψει. Από το αίμα της ο Ηρακλής έκανε τα βέλη του δηλητηριώδη. Από το δηλητήριο αυτό δεν γλύτωσε ούτε ο ίδιος, ούτε και ο Κένταυρος Χείρωνας. Φράσεις Σήμερα χρησιμοποιούμε την Λερναία Υδρα σε παρομοιώσεις επι δυσεπίλυτων προβλημάτων. «Ο υπουργός υπεσχέθη να πατάξει τη Λερναία Υδρα της Γραφειοκρατίας». |
||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||
Χίμαιρα | Στην Ελληνική μυθολογία αναφέρεται η Χίμαιρα ως ένα φοβερό τέρας που εξέπνεε φωτιά, είχε σώμα κατσίκας, κεφάλι λιονταριού, και ουρά του κατέληγε σε φίδι. Σύμφωνα με άλλες περιγραφές, είχε περισσότερα από ένα κεφάλια, συνηθέστερα τρικέφαλος (κεφαλή λέοντα, κατσίκας και δράκοντα). Το οτι ήταν και φλογοβόλος το μαρτυρεί ο Απολλόδωρος.
Ἰοβάτης δὲ ἀναγνοὺς ἐπέταξεν αὐτῷ Χίμαιραν κτεῖναι,
νομίζων αὐτὸν ὑπὸ τοῦ θηρίου διαφθαρήσεσθαι: ἦν γὰρ οὐ μόνον ἑνὶ ἀλλὰ
πολλοῖς οὐκ εὐάλωτον, εἶχε δὲ προτομὴν μὲν λέοντος, οὐρὰν δὲ δράκοντος,
τρίτην δὲ κεφαλὴν μέσην αἰγός, δι᾽ ἧς πῦρ ἀνίει. καὶ τὴν χώραν διέφθειρε,
καὶ τὰ βοσκήματα ἐλυμαίνετο: μία γὰρ φύσις τριῶν θηρίων εἶχε δύναμιν.
λέγεται δὲ καὶ τὴν Χίμαιραν ταύτην τραφῆναι μὲν ὑπὸ Ἀμισωδάρου, καθάπερ
εἴρηκε καὶ Ὅμηρος, γεννηθῆναι δὲ ἐκ Τυφῶνος καὶ Ἐχίδνης, καθὼς Ἡσίοδος
ἱστορεῖ.
Φράσεις Η δημώδης ελληνική φραση «κυνηγάω χίμαιρες», σημαίνει «επιδιώκω κάτι ανέφικτο». πρβλ. Μ. Καραγάτση - «Η μεγάλη Χίμαιρα» Ποίηση Σα μιά σκιά χιμαιρική στης
λιμνης τον καθρέφτη, Λάμπρος Πορφύρας - Σαν μια σκιά χιμαιρική[1] |
|||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||
Φοίνιξ |
Ο Φοίνιξ (από το «φοινός» = πορφυρός, βαθυκόκκινος) είναι ένα μυθολογικό πουλί που ξαναγεννιέται απ' τις στάχτες του. Ο Ηρόδοτος αναφέρεται σε αυτό και στη μοναδική του ικανότητα να αναγεννιέται από τις στάχτες του, οι οποίες προέρχονται από την ίδια του τη φωτιά. Όταν ο Φοίνιξ έχει φτάσει σε μία ηλικία και θέλει να ανανεωθεί παραδίδεται στις φλόγες χρησιμοποιώντας ιερά και εξαγνιστικά βότανα όπως το μύρο. Ο Φοίνιξ πεθαίνει και αναγεννιέται μόνος του. Είναι πάντα ένας κάθε φορά και κατέχει εξαιρετικές δυνάμεις εκτός από τη μοναδική του ικανότητα να είναι αθάνατος. Σύμφωνα με πολλές παραδόσεις έχει εξαιρετική φωνή και όταν τραγουδάει ακόμα και ο Ήλιος σταματάει το άρμα του για να τον απολαύσει. Σύμβολο Μασόνοι, φιλικοί, εβραίοι, παπάδες, χουντικοί, ασφαλιστές, ποδοσφαιριστές εξετίμησαν την ιδιότητα προς αναγέννηση του περίεργου αυτού πουλιού που το αξιοποίησαν σα σύμβολο. Στον πρωτοχριστιανισμό, ο Φοίνιξ αναπαριστά τον Ιησού Χριστό, που επίσης πεθαίνει και ανασταίνεται σε τρείς μέρες όπως και ο φοίνιξ αναγεννιέται πλήρως σε τρεις μέρες. Ο συμβολισμός μπορεί να γίνει εμφανής σε πολλούς ναούς της Ελλάδας. Για
τις ιδιότητες αυτές ο Φοίνικας έγινε τεκτονικό σύμβολο και αργότερα
συμβολο της Φιλικής Εταιρείας
(για την Αναγέννηση του Εθνους).
Αργότερα ο φοίνικας δυσφημίστηκε άπο τη Χούντα των Συνταγματαρχών στην Ελλάδα, την περίοδο 1967-1974. Ο λαός ποτέ δεν συμπάθησε το σύμβολο και δεν το συνεδύασε με τον παλιό ιστορικό συμβολισμό. Το είπε κοροιδευτικά "Το πουλι του Παπαδόπουλου". Ο Αθλητικός Ομιλος Προοδευτικη Νεολαία , ομάδα ποδοσφαίρου , ιδρύθηκε το 1926 στην περιοχή του Κορυδαλλού και της Νίκαιας ετσι δεν του καταλογίζουμε φιλοχουντισμό για την χρήση του φοίνικα στο λογότυπό της Αλλοι Φοίνικες Οι κατοικοι της Φοινίκης, πρώτοι έμποροι, ναυπηγοί και σχεδιαστές του αλφαβήτου Phoenix Πολη των ΗΠΑ στην Πολιτεία της Αριζόνα Φοίνικας Σύρου. Ο Φοίνικας είναι χωριό παραθαλάσσιο και βρίσκεται στο νοτιοδυτικό τμήμα της Σύρου. Περιλαμβάνει τον οικισμό Βήσσα με 733 κατοίκους. πρβλ. και το τραγουδάκι «Φραγκοσυριανή» Θα σε πάρω να γυρίσω Η ΦΟΙΝΙΞ, παλαιά Ασφαλιστικη Εταιρεία που τώρα πια ανήκει στο GROUPe des Assurances Mutuelles Agricoles (French for Group of Mutual Agricultural Insurances) και ξεφορτώθηκε και το πουλί απο το λογοτυπό της. Ο φοίνικας σαν δέντρο. Τα βάγια των βαγιώ ήταν κλαδοι φοινίκων. |
|||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||
Τι λέει μωρέ το Ζώον!
Φωναί ζώων Η ελληνικη εχει πολλές και ανάλογες λέξεις για τις φωνές των ζώων. Από το «Ονομαστικόν» του Πολυδεύκη.
|
||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||
ΕπίλογοςΘα ηταν παράλειψη να μην αναφέρουμε τα υβρίδια θεών που υπήρξαν σε ξένες μυθολογίες. Βεβαια αυτά δεν άφησαν ίχνη στην Ελληνική Γλώσσα γι αυτο η παρουσίαση είναι συνοπτική. ΑίγυπτοςΩς κατάλοιπα της εννοιας του τοτέμ, πολλές αιγυπτιακες θεότητες είχαν κεφάλι ζώου. Η συνηθεια να φορουν οι ιερείς το δέρμα του ζώου-τοτέμ,, μαζι με το κρανίο του, ήταν παμπάλαια. Ετσι ενας θεός με κεφάλι ζώου ήταν κάτι που οι καλλιτέχνες είχαν αντικρύσει. Πρβλ. τον Κρητικό Μινώταυρο. ΠέρσεςΥβριδικοι θεοι υπάρχουν στην Περσία και στους βαβυλώνιους. Σφίγγες, Λιοντάρια με ανθρώπινο πρόσωπο φύλαγαν τα ανάκτορα της Περσέπολης. ΕβραίοιΟι εβραίοι δεν ονόμαζαν θεούς κάποια αναλόγα υβρίδια-τέρατα, αλλά τα συμπεριέλαβαν στην Παλαια Διαθήκη: Τα εξαπτέρυγα Χερουβείμ και τα πολυόματα Σεραφειμ*. Χριστιανοί Η
διάδοχος θρησκεια των εβραιων, ο Χριστιανισμος
μη έχοντας υποδείγματα Σεραφειμ και Χερουβείμ αφησε την φαντασία των ζωγράφων
νο οργιάζει μέχρι που στην Αναγέννηση τα χερουβειμ παρουσιάζονταν σαν ροζ
στρουμπουλά αγοράκια και
τα σεραφείμ σαν άγγελοι με φτερά παγωνιού. Υπάρχει στην Ορθοδοξη Εκκλησία
κυριο ονομα «Σεραφείμ» που δινεται σε ΕΝΑ ανθρωπο αν και η λεξη ειναι ο
ΠΛΗΘΥΝΤΙΚΟΣ του σαράφ. Δεδομενης της πολιτείας του Στρ. Στέφανου Σαραφη,
θα θεώρησαν ιεροσυλία να βαπτισθεί κάποιος Σαράφ. *) Η λέξη σεραφείμ ή σεραφίμ (Εβρ. σεράφ στον ενικό) προέρχεται από την εβραϊκή λέξη σαράφ, που σημαίνει «καίω, καθαρίζω με φωτιά». Στην Ορθόδοξη Εκκλησία περιγράφονται ως τάγμα ασωμάτων, από αυτά που, σύμφωνα με την ιουδαϊκή και χριστιανική παράδοση, πλαισιώνουν το Θρόνο του Θεού. Κατά τον προφήτη Ησαΐα, τα σεραφείμ έχουν έξι πτέρυγες, για το λόγο αυτό ονομάζονται «εξαπτέρυγα». Από αυτές, οι δυο σκεπάζουν το πρόσωπο, οι άλλες βρίσκονται στην πλάτη και οι τρίτες στα πόδια. Απεικόνιση των σεραφείμ έχουμε στα εξαπτέρυγα των Ορθόδοξων ναών, που είναι μεταλλικοί δίσκοι, στηριγμένοι σε κοντάρια. Ενα απο τα χριστιανικά υβρίδια είναι ο αγιος Χριστόφορος προστάτης των μεταφορέων, πρακτορείων ταξιδίων και ταξιτζήδων, που παριστάνεται με κεφάλι σκύλου. (Δεν ήταν και για καλλιστεία ο μακαρίτης). Τα καθήκοντα και το όνομά του ανετέθησαν επειδή κουβάλησε το Χριστό. Δες περισσότερα στη μελέτη μου Βρες τον Αγιό σου.
|
||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ | 1. Η. Ν. Αποστολίδης - «Ανθολογία» 2. Ηλίας Πετρόπουλος - Ρεμπέτικα Τραγούδια 3. Αισώπου Μύθοι - Βιβλιοθήκη των Ελλήνων - ΕΛΛΗΝΙΚΟΣ ΕΚΔΟΤΙΚΟΣ ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΣ 4. 216 - Ευάγγελος Παπαζαχαρίου - Λεξικό της Πιάτσας - Αργκό - ΚΑΚΤΟΣ 5. 211 - Νικος Μουλακάκης - Αρχαίες Ελληνικές Παροιμιες 6. 196 - J.B. HOFMANN - ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΚΟΝ ΛΕΞΙΚΟΝ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ 7. 711-712 Γ.Α. Μέγα - Ελληνικά Παραμύθια 8. ΗΛΙΑ ΟΙΚΟΝΟΜΟΠΟΥΛΟΥ - ΜΥΘΟΛΟΓΙΑ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΑΔΟΣ - ΕΚΔ. ΦΕΞΗ -1895 9. ΓΙΑΝΝΗ ΠΑΠΑΙΩΑΝΝΟΥ - ΠΑΡΑΣΤΑΣΕΙΣ ΣΕΙΡΗΝΩΝ ΣΤΙΣ ΕΙΚΑΣΤΙΚΕΣ ΤΕΧΝΕΣ - 2010 10. ΠΑΤΡΙΑΡΧΟΥ ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ ΚΥΠΡΙΟΥ - ΣΥΛΛΕΓΕΙΣΑΙ ΠΑΡΟΙΜΙΑΙ 11. 241 ΙΝΑ ΑΝΑΓΝΩΣΤΟΠΟΥΛΟΥ - ΛΙΑ ΜΠΟΥΣΟΥΝΗ - 1865 ΠΑΡΟΙΜΙΕΣ ΚΑΙ ΓΝΩΜΙΚΑ -ΜΕΤΑΙΧΜΙΟ - 2010 12. 9210 Κάρολος Λινναίος - Systema naturæ - Stockholmiæ - Kiesewetter - 1740 13. 261, ΛΕΞΙΚΟΝ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΗΣ, Ι. ΣΤΑΜΑΤΑΚΟΣ, ΦΟΙΝΙΞ, 1972. 14. 9214 Κ. ΚΟΝΤΟΓΟΝΗ - ΕΠΙΤΟΜΗ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΜΥΘΟΛΟΓΙΑΣ -ΚΟΡΟΜΗΛΑΣ - 1852 15. 417 Σ. ΔΩΡΙΚΟΣ & Μ. ΧΑΤΖΗΓΙΑΝΝΑΚΗΣ - ΥΔΑΤΙΚΗ ΛΕΞΙΓΡΑΦΙΑ ΕΛ. ΣΚΕΨΗ - 2000 16. 145, TURKISH - ENGLISH DICTIONARY, H. C. HONY, OXFORD, 1957. 17. 184 ΡΟΗΣ ΠΑΠΑΓΓΕΛΟΥ, ΤΟ ΚΥΠΡΙΑΚΟ ΙΔΙΩΜΑ. ΙΩΛΚΟΣ, 2001 18. 681,682 ΠΟΛΥΔΕΥΚΗΣ - ΟΝΟΜΑΣΤΙΚΟΝ - ΚΑΚΤΟΣ 19. ΓΝΩΜΙΚΟΛΟΓΙΚΟΝ (http://www.gnomikologikon.gr/greek-proverbs1.html) 20. 244 Κ. ΣΙΜΟΠΟΥΛΟΥ - "ΔΙΔΑΓΜΑΤΑ ΚΟΙΩΝΙΚΟΠΟΛΙΤΙΚΑ ΤΩΝ ΠΑΡΟΙΜΙΩΝ ΟΛΩΝ ΤΩΝ ΕΘΝΩΝ" εκδ. 1996. 21. 9181 Ι. Βενιζέλος - Παροιμίαι Δημώδεις |
|||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||
Copyright
2011© Αρης Στουγιαννίδης www.stougiannidis.gr
|