Αίγα
Πρόσφατες αλλαγές/Προσθήκες:
•
•
•
•
•
•
•
Αρχαία ονομασία: αῖξ
Αίγα απο το αρχαίο αῑξ, γεν. της αιγός
αιτ. την αίγα.
Διατηρείται στις ντοπιολαλιές της Κρήτης. Προτίμησα το αυτό το ονομα
γιατί είναι πιό Ελληνικό από το αρβανίτικο κατσίκι.
Επιστημονική ονομασια : Capra aegagrus hircus
Σημασία
Μηρυκαστικό θηλαστικό του γένους Capra, συγγενές με το πρόβατο· το εξημερωμένο
είδος Capra aegagrus hircus εκτρέφεται για το μαλλί του, το δέρμα του, το γάλα
του και το κρέας του.
Το αρσενικο λεγεται τράγος, ο αρχαίος χίμαρος απο οπου καί
το θηλυκό υβρίδιο η ,
με ηλικία ενος χειμώνος. (Ομοηχο: χείμαρος)
Η άγρια αίγα λέγεται ή αγριοκάτσικο ή αγρίμι ή κρι-κρί.
Το μικρό λέγεται ερίφιον.
O ερίφης, άνθρωπος πανούργος και κακός
δεν έχει καμία σχέση με το ερίφιο. Προέρχεται από το Τουρκικό erif.
Ομορριζα
Απο την πελασγική ρίζα[417.116] αιγ =
αίγες ονομάσθηκαν τα ορμητικά κύμματα, ο αιγιαλός,η αιγίς και
η καταιγίς,το Αιγαίον, ο Αιγίθαλος, τα Αιγόσθενα κλπ
Αιγίς (γεν. αιγίδος απ' οπου και η νεοελληνική
αιγίδα) ονομαζόταν στην Αρχαία Ελλάδα το δέρμα κατσίκας («αιγός») και κατά
προέκταση η ασπίδα, όταν αυτή καλυπτόταν από τέτοιο δέρμα. Με αυτό οι αρχαίοι
Έλληνες σκέπαζαν τη γυμνότητά, αυτο χρησιμοποιύσαν ως στρωμα τους, και αμύνονταν,
καθώς ως επένδυση στην ασπίδα προσέφερε πρόσθετη προστασία. Έτσι λεγόταν και
η ασπίδα του Δία, που έφτιαξε ο Ήφαιστος από το δέρμα της Αμάλθειας, της κατσίκας,
με το γάλα της οποίας είχε ανατραφεί ο Δίας. Τη στόλισε κιόλας με λαμπρές παραστάσεις.
Μόνο σε έκτακτες περιπτώσεις ο Δίας τη δάνειζε στα πιο αγαπημένα του παιδιά,
την Αθηνά και τον Απόλλωνα. Ο Όμηρος ονομάζει το Δία «αιγίοχο», ακριβώς επειδή
κρατούσε την αιγίδα.
Αλλιώς το ετυμολογεί ο Hofmann από το «αίγες» που σημαίνει «υψηλά κύμματα», οποτε
το αιγίς σημαίνει θύελλα ορμητική, καταιγίς (Ομόριζο ο αιγιαλός) . Πάντως το
ουσιαστικό κατήντησε κύριο όνομα που αφορούσε την ασπίδα του Δια.
Με δέρματα αιγός (κατσίκας) ντυνόντουσαν οι προφήτες (Αγιος Ιωάννης ο Πρόδρομος),
ασκητές, ερημήτες, μάρτυρες κλπ
ἕτεροι δὲ ἐμπαιγμῶν καὶ μαστίγων πεῖραν ἔλαβον, ἔτι δὲ δεσμῶν καὶ φυλακῆς·
ἐλιθάσθησαν, ἐπρίσθησαν, ἐπειράσθησαν, ἐν φόνῳ μαχαίρας ἀπέθανον, περιῆλθον
ἐν μηλωταῖς, ἐν αἰγείοις δέρμασιν, ὑστερούμενοι, θλιβόμενοι, κακουχούμενοι,
ὧν οὐκ ἦν ἄξιος ὁ κόσμος, ἐπὶ ἐρημίαις πλανώμενοι καὶ ὄρεσι καὶ σπηλαίοις καὶ
ταῖς ὀπαῖς τῆς γῆς.
Προς Εβραίους Κεφ. 11 Στ. 37
Ομώνυμα
Κατσίκα
Βρισιά για γυναίκα αναίσχυντη αναιδή, ανάγωγη, ελευθεριάζουσα.
Συνώνυμα - Ετυμολογικά
Τράγος: απο το τρώγω
Χίμαρος: νεαρός τράγος ενός χειμώνος. 642.470
Ερίφιον υποκοριστικό του αρχαίου έριφος > ρίφι στο Κρητικό ίδιωμα
Γίδα (το αιγίδιον > το γίδιον > το γίδι > η γίδα θηλ.
κατσίκι< αι γι κατσι+ικιον<αιγικατσι+ικιον<αιγικατσι <αιγικακι <
αιγικός
Αυτά λεει ο Γ. Μπαμπινιώτης στο 131 μη θελοντας να δεχθει οτι «κατς» λεγεται
στα Αρβανίτικα ή αίγα και στα Τούρκικα η αίγα λέγεται «κετς».
Φράσεις
Θα γελάσει και το παρδαλό κατσίκι
Λέγεται
όταν αναμένεται να ακολουθήσουν ευτράπελα.
Λέγονται ανάλογα και οι φράσεις «είναι να
γελάν και οι κότες ή οι ρέγγες», για κατι που συνέβη ή συμβαίνει ή «θα γελάσει
κάθε πικραμένος» για κατι που θα συμβεί.
Ετυμολογικά
Το παραδαλό
κατσίκι λέγεται στα Αρχαία Ελληνικά «αιξ ραντή».
Ραντός: επίθετο τριγενές και τρικατάληκτο, απο το ρήμα ραίνω
(πρβλ.«έραναν τον τάφον») σημαίνει ο ραντισμένος, αυτός που έχει υγρανθεί.
Μεταφορικώς σημαίνει αυτός που έχει λευκά στίγματα, ο κατάστικτος ο παρδαλός.
Ομόσημο στο Κυπριακό Ιδίωμα ειναι το "λουτσέ"[184].
Στο Κρητικο ιδίωμα ομως η λουτσέ και λουτσιά ειναι θαμνος αγκαθωτος (βερβερις η κρητική) που όμως τρωνε οι κατσίκες
πρβλ. «έδεσα τσι αίγες στσι λουτσές»
Παρδαλός < πάρδαλις
παρδαλέη [ενν. δορά] (ή) κ. μσν., δωρ.
παρδαλέα, άττ. συνηρ. παρδαλή ούσιαστικοποιηθέν θηλ. τοϋ έπιθ. παρδάλεος Σημαίνει:
δορά, δέρμα παρδάλεως, τομάρι πάνθηρος. Ήσυχίος . «παρδαλέην, παρδάλεως δοράν»
: Ιλιάδα.Γ παpoιμιωδώς στους μεταγενέστερους συγγραφείς το «παρδαλέην ενείσθαι» λέγεται
ο ποικίλος ως προς τους τροπους και ο πολύστικτος ως προς το το
ήθος (για δόλιους καϊ πανούργους). || μτφ. για αγριάνθρωπους: ΠΔ Μακκ.4,9,28
τήν σάρκα . . καϊ τήν τής κεφαλής δοράν ol παρδάλειοι θήρες απέσυραν. Και σήμερα
λεμε μια αλλοπρόσαλλη γυναίκα «μωρή παρδάλω».
καὶ διέστειλεν ἐν τῇ ἡμέρᾳ ἐκείνῃ τοὺς τράγους τοὺς ραντοὺς καὶ τοὺς διαλεύκους καὶ πάσας τὰς αἶγας τὰς ραντὰς καὶ τὰς διαλεύκους καὶ πᾶν, ὃ ἦν φαιὸν ἐν τοῖς ἄρνασι, καὶ πᾶν ὃ ἦν λευκὸν ἐν αὐτοῖς, καὶ ἔδωκε διὰ χειρὸς τῶν υἱῶν αὐτοῦ.
Γεν.
Κεφ.30 στ.35
Το
παρδαλό κατσίκι ήταν σκιτσογραφικό εφεύρημα του γελοιογράφου Φωκίωνα Δημητριάδη
άμεσα συνδεδεμένο με τον τότε πρωθυπουργό Κωνσταντίνο Τσαλδάρη. (1946-47).
Ο Δημητριάδης συνήθιζε
να κολάει στους πολιτικούς και ένα σύμβολο σαν μασκότ. πχ. Στον Κ. Τσάτσο (τότε
υπουργό παιδείας), επειδή είχε απαγορεύσει τους «Όρνιθες» του Αριστοφάνη,
του ειχε κολλησει μια όρνιθα, (κότα), του Κοντε-Θεοτοκη σκαρπίνια, του Ροδόπουλου
ένα λοστό και του Παναγιωτάκη Κανελλόπουλου τα Σονέττα.
Αυτο δεν σημαίνει οτι ο Φωκίων Δημητριάδης έβαλε τυχαία
ένα παραδαλό κατσίκι αν δεν υπήρχε μιά διαδεδομένη φράση. Αυτή η φράση όμως
έχει σκοτεινό παρελθόν και ερμηνεία. Σε αυτές τις περιπτώσεις ερευνώ μήπως
κάποια λέξη από την επίμαχη φράση μπορεί να ήταν αρχικά διαφορετική πχ. «θα
γελάσει και με
το [παρδαλό] κατσίκι».
Ενα ανατολίτικο αλλά και γαλλικό βασανιστήριο ήταν το γλύψιμο της κατσίκας.
Δες
Ο
κρατούμενος δένονταν σε ένα δέντρο ή τραπέζι, του έτριβαν τις πατούσες του
με αλατισμένο νερό και έβαζαν να τις γλύψει μια διψασμένη κατσίκα. Το συναίσθημα
είναι στην αρχή γαργαλιστικό και το θύμα ξεκαρδίζεται στα γέλια. Μετά από
αρκετό χρόνο τριβής το δέρμα των πελμάτων λεπταίνει και τα αρχικά γέλια βγαίνουν
ξυνά. Το θύμα πονάει αφόρητα! Δεν υπήρχε καμια τεχνική αναγκαιότητα το κατσίκι
να είναι παρδαλό. Το «παρδαλό» προστέθηκε
στη φράση με μεταφορική εννοια : το δόλιο, το πανούργο κατσίκι. (βλ. Ετυμολογικά)
Αρα το αληθές νόημα της φράσης είναι : «Αρχικά
θα γελάσεις αλλά μετά θα σου βγεί ξυνό»!
Παράγωγα - Σύνθετα
Αγρίμι
αγρίμι. το = ο κρητικός αίγαγρος. «Αγρίμια κι αγριμάκια μου. λάφια μου μερωμένα» (από ριζίτικο). Μσν. άγρίμιν < μτγν. αγριμαίον, ουδ. του επιθ. Αγραίος < άγριμος < αρχ. άγρα. Πβ. αγριμούτσα.
αγριμόγα. η = αίγα που ζει ελεύθερη στα βουνά, άγρια γίδα. «Ανε μ-πάεις οθε ντο βουνό. σκότωσε κιαμιά αγριμόγα να τηνε φέρεις επαέ να τηνε φάμε». Αγρίμι + αίγα (βλ. λλ.). Συνών. φουριαρόγα. (απο το φιραρής=φυγάς ή το Ιταλικό furia = βιάση, βιασύνη). Ο Αλέξανδρος Μαυροκορδάτος ο Φιραρής (Κωνσταντινούπολη 1754-Μόσχα 1819) ήταν μεγάλος διερμηνέας της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας (1783-84) και ηγεμόνας της Μολδαβίας (1785-86)
αγρίμοκέρης. επίθ. (για κερασφόρα ζώα) = αυτός του οποίου τα κέρατα μοιάζουν με τα κέρατα αγριμιού. Αγρίμι + αρχ. ουσ. κέρας. Πβ. μασαδο-κέρης. πισωκέρης, σιμοκέρης, σπαβοκέρης, σμιχτοκέρης κ.τ.ό.
αγριμό(γ)ος. ο = ο επιδέξιος κυνηγός αγριμιών. Αγρίμι + κατάλ. -λόγος <αρχ ρ. λέγω = μαζεύω. Πβ. περδικο-λοος, ζουριδο-λόος κ.τ.ό. Αλλα και το βυζαντνό πουλολόγος.
αγριμοπόδαρος. επίθ. = αυτός που έχει πόδια γρήγορα και δυνατά όπως το αγρίμι . Αγρίμι + ποδάρι.
αγριμότραος. ο = αγρίμι αρσενικό (το θηλυκό λέγεται «σανάδα»- βλ. λ.) Αγρίμι + τράγος. Βλ. αγρίμι.
αγριμούτσα. η = ακρίδα. Από το θέμα αγριμ- (του αρχ. επιθ. άγριμ-αϊος) + r mm ίλ -ούδα. Αγριμ-ούδα > αγριμουτσα (τσιτακισμός· πβ. γιτσικός < γιδινός, αμμούδα > αμμούτσα). Πβ. αγρίμι.
Ονειροκριτικόν των Κρητικών ή Η ΚΑΛΗ ΣΥΖΥΓΟΣ
Χριστέ καί να ξεδίλυνε τ' όνειρο που είδα απόψε.
Το μπέλλο[1] μου είδα κυνηγό, τον άντρα μου είδα αγρίμι.
Χριστέ καί να το σκότωνεν ο κυνηγός τ' αγρίμι,
Να φάω απού τό σκώτιν του, να δροσιστ΄ ή καρδία μου,
Να παρ΄ άπου το αίμαν του, να βάψω τα μαλλιά μου. [9237.45.78]
ΣΣ Κι ύστερα σου λένε «καλά στέφανα»!
1) Μπέλλος=Εραστής, κυριολ. Ωραίος
Αίγα
- Αιγοβοσκός: Βοσκός κατσικιών
- Αιγόκλημα: Παρετυμολογήθηκε αργότερα με επίδραση από το
"άγιος" σε
«αγιόκλημα».[279.168]
- Αιγομήλαξον : Ρούχο από δέρμα γίδας κατ΄αντίθεση πρός την μηλώτη που είναι απο προβειο δέρμα.
Ο Πτωχοπρόδρομος στο «Κατά Ηγουμένων» αναφέρει:
«Αυτός φορεί αιγομήλαξα και σύ την σακολέβα»
Οπου η σακολέβα ειναι καραβόπανο.
- Αιγοποιμήν: Βοσκός κατσικιών
- Αιγοπρόβατα: Συνολο αίγων και προβάτων
- Αμνοερίφια: Συνολο αμνών κα εριφίων (ήδη στον Ομηρο
“ἄρνεσσιν..ἢ ἐρίφοισι” Ιλιάδα 16.352).
Αιγοπρόβατα[156]
κουραδάρης, ο = κτηνοτρόφος, βοσκός. Από το κουράδ-ι (βλ. λ.) + κατάλ. -άρης.
κουραδάρικος. επίθ. = αυτός που ανήκει στο κουράδι (= κοπάδι (βλ. λ.)). «Κουραδάρικα οζά». Από το κουραδάρ-ης (βλ. λ.) + κατάλ. -ικος.
κουράδι, το = κοπάδι αιγοπροβάτων. Όχι από το κουρά < αρχ. κείρω = κουρεύω, αλλ' από το ιταλ. διαλ. curatulu (= ποίμνιο) < λατ. curator = φροντιστής. (Κοντοσόπουλος (1975), σσ. 177-180).
κουραδόγα, η = αίγα, γίδα του κοπαδιού. Από το κουραδοαίγα < κουράδι + αίγα με συγκοπή του αι. Πβ. ως προς το β' συνθετ. γρόγα, γεροντογα. φουργιαρογα, αγριμόγα κ.τ.ό. Βλ. λ. κουράδι, αίγα.-
κουργιαλόμαυρος, επίθ. (για αιγοπρόβατα) = ζώο του οποίου το τρίχωμα είναι κουργιάλι (= τελείως μαύρο, κατάμαυρο) απο το Κουργιαλός (βλ. λ.) + μαύρος. Συνών. καηλόμαυρος.
κουργιαλός, επίθ. (για αιγοπρόβατα) = ζώο του οποίου το τρίχωμα είναι γυαλιστερό (στιλπνό) μαύρο. Από το ουσ. κουργιάλι (βλ. λ.). Πβ. κουρ-γιαλό-μαυρος. Πβ. ουσ. κουργιαλός.
κουργιάλι, το (Χαν.) και κοργιάλι (Ρέθ.): λέγεται ως δηλωτικό της απόλυτης καθαρότητας πράγματος. «Έπλυνα τα χρασίδια και τά 'καμα κουργιάλι». Από το κοράλλι με ανάπτυξη ενος ευφωνικού «γι». Πβ. Κοργιαλένιος (Επωνυμο) και η «Κοργιαλένειος Σχολή» απο τον ιδρυτή της.
Γίδι
- Γιδοτύρι: τυρι απο γιδινό γάλα
- Γιδοπροβατα: Αιγοπροβατα.
Κατσίκι
- κατσικόδρομος: Δύσβατο μονοπάτι.
- κατσικοκλέφτης: Κλέφτης που ασπάζεται τον κανόνα ότι το
κλεψιμιό το κρέας είναι πιο νόστιμο.
- κατσικοπόδαρος: Γρουσούζης, με κακο ποδαρικό. Απο τους αρχαίους σατύρους
και τον Πάνα αλλά και τους νεώτερους καλλικάντζαρους.
- Κατσικοχώρι: Απομακρυσμένο και πρωτόγονο χωριό.
- κατσικομούλαρα (τα). Πάντα στον πληθυντικό όπως και τά αιγοπρόβατα. Συχνά ο Καραγκιόζης λέει την περίεργη ευχή: «ζωή στα κατσικομούλαρά σας» αποδίδοντας περισσότερη σημασία στα κατοικίδια από τους απογόνους του μακαρίτη. Λέγεται σαν παροιμία, οταν χαθει κάθε ελπίδα.
Τράγος
- Τραγέλαφος: Υβρίδιο τράγου και ελαφιού ανύπαρκτο μεχρι
προσφάτως, (μετα δώσανε το όνομα σε ενα νέο είδος Ασιατικού ελαφιού που ανακαλύφθηκε). Δηλώνει
κατι παράλογο και γελοίο.
- Τραγοπόδαρος ή Τραγοσκελής : προσωνύμιο του
- Τραγικός, Τραγωδια, Κωμικοκτραγικός, Ιλαροτραγωδια.
Για την ετυμολογία της τραγωδίας κλικ
- Τραγογένης: αυτος που έχει γένια σαν του τράγου, κυρίως
ιερωμένος.
- Τράγος: Τόμος που σώζεται σήμερα στο πρωτόγραφό του και
σε άριστη κατάσταση είναι το καταστατικό τών μονών του Άγίου Όρους,
λέγεται Τράγος, επειδη είναι γραμμένος πάνω σ' ενα και όλόκληρο δέρμα τράγου,
στό όποιο διακρίνονται και τό σβέρκο και οί μηροί. είναι ίδικτον του αυτοκράτορος
'Ιωάννου Τσιμισκη.
- Τράγιος: του τράγου ή απο τράγο (πρβλ. το κερατό μου το
τράγιο)
- Τραγόπαπας: Υποτιμητικός χαρακτηρισμός για παπάδες. (λογω της γενείαδας που παλιότερα έιχαν μόνον οι παπάδες). Συνώνυμο Ταυραμπάς.
Συγγενικά
Μηλωτή, μαλλί, κετσές, κουδούνα, τροκάνι, περιτραχήλιον,
φάτνη, τσέλιγκας, τσομπάνος, βοσκός, ποιμήν[1], πιστικός, στάνη, μάντρα[2], μεμβράνη, λακάω, προγκάω,
σαλαγάω, βούτυρο, τυρί, μυζήθρα, ανθόγαλο, αρμεός ή αρμεγός ή αρμαός (επών. Αρμάος)
Από το σανσκρτιτικό μαντούρα=σταβλος. Ο στάβλος φημίζεται για τήν ακαταστασία του. Πρβλ. Σε στάβλο γεννήθηκες. Γι΄αυτο λέμε τα κάναμε μαντάρα.
1) ποιμήν, -ένος,ό "ο,τι και σήμερα, ό ποιμήν, βοσκός, τσομπάνης (<τουρκ. çoban)", ποίμνη, νεωτ. ποι-μνιον, τό "ποίμνιο, αγέλη κτηνών, «κοπάδι»", ποιμαίνω: οδηγώ στή βοσκή τό ποίμνιον, το κοπάδι, βόσκω ποίμνην, είμαι ποιμένας, φυλάσσω, προφυλάσσω, τρέφω, διατρέφω, διευθύνω, καταπραΰνω, εξαπατώ", ποιμένωρ, -ορος, ό "ό ποιμήν (αρχηγός, ήγεμών) λαοϋ (κατά τό ποιμήν ανδρών) :απο το *πωιμήν (Iνδοευρωπαϊκό *poimen), συγγ. μετο λιθουανικό piemuo=ποιμήν.
Πρβλ. «ποιμανείς αυτούς εν ράβδω σιδηρά». Ποιμένες ή ποιμενάρχες λέγονται και οι αρχιερείς: «Ιερωνύμου του .... και πασης Ελλάδος, ημων τε πατρος και ποιμένάρχου πολλά τά ετη». Λατινικά Pastor = κυριολ. βοσκός αλλά πάστωρ, πάστορας = ίερεας. Επώνυμο Γαλλικό: Παστέρ (Α. Παστέρ, που ανεκάλυψε την πενικιλλινη> παστεριωση).
Αναλογα με τα ζώα που βόσκει: αιγοβοσκός ή αιπόλος ή γιδοβοσκός, βουκόλος, χοιροβοσκός.
Τραγούδι
Είχαν φαί που τρώγανε,
είχαν μια γκιόσα γίδα*.
Όρκο
σας κάνω βρε παιδιά,
στα μάτια δεν την είδα.
Παραδοσιακό Δημοτικό «Καραμπεριά» ( Ήπειρος )
*Γέρικη Κατσίκα[302.289].
Υπαρχει και αντίστοιχη βρισιά που απευθύνεται σε γυναίκα αναλόγων προσόντων:
Άντε μωρή γκιόσα.
Λαογραφικά
Ή γιδοβίτσα.
0ι περισσότεροι χωρικοί έχουν στό σπίτι τους άπό μιά ή δυό γίδες, «έτσι γιά τόν καλό ίσκιο», πού λένε: νά πιάσουν τό γάλα καί νά τρώνε κανένα κατσικάκι. Είναι όμως πολύ δύσκολο στό νοικοκύρη πού έχει μιά ή δυό γίδες νά βγαίνει στό λειβάδι νά τίς σκαρίζει. Τό ίδιο πρόβλημα αντιμετωπίζουν καί όλοι οί άλλοι χωριανοί πού έχουν στό κατώγι τους δυό γιδούλες. Γιά νά βγουν άπ' τό μπελά αυτό, βρίσκουν ένα γιδοβιτσάρη. Ό νεαρός αυτός τσοπάνης περνάει άπ' δλα τά σπίτια τοϋ χωριού κάθε πρωί καί μαζεύει τά γίδια. Ετσι σχηματίζεται ένα κοπάδι, ή γιδοβίτσα, πού τό πηγαίνει στη βοσκή. Τό βράδυ ό γιδοβιτσιάρης επιστρέφει στό χωριό. Στήν άκρη, σφυρίζει δυνατά. Οί νοικοκυραίοι καταλαβαίνουν πώς ήρθαν τά ζωντανά τους. Ή ρόγα τοϋ γιδοβιτσιάρη είναι μικρή. Παίρνει δυό οκάδες καλαμπόκι στό κάθε γίδι γιά διάστημα έξι μηνών. Επίσης ή κάθε οικογένεια θά τόν πάρει σπίτι της νά φάει τόσα βράδυα, όσες γίδες έχει. Όταν τελειώσει ή σειρά, αρχίζει πάλι άπ' τήν άρχή. Ό γιδοβιτσιάρης βοσκάει παντού, φοβάται δμως νά βοσκήσει στά μοναστηριακά λειβάδια(*). Είναι κτήμα τοΰ "Αγίου. Πιστεύει πώς όποιος έφαγε άπ' τό βακούφικο, προκοπή δεν έκαμε. Κι όσοι «κρουνέ» είναι τρισκατάρατοι κι άνεπρόκοβοι.[1085]
(*) ΣΣ. Δια τον φόβον των χριστιανών που είναι μεγαλύτερος απο τον φόβον των Ιουδαίων.
Ποίηση -Τραγούδι
Οι λεξικογράφοι και οι παροιμιογράφοι αναφέρουν συλήβδην πληροφορίες για τις αίγες και τά πρόβατα με το συλλογικό ονομα αιγοπρόβατα(*) Οι ποιητές όμως εστιάζουν στο προβατο ως πλέον καθαρό, ήμερο και αγνό. Για τις κατσίκες γίδια, τράγους κλπ λίγα, δημοτικά κυρίως, ποιήματα υπάρχουν.
Μπήκαν τα γίδια στο μαντρί
Στίχοι Μουσική: Παραδοσιακό
Εκτελέσεις:Νίκος Καλλέργης - Μπάμπης Τσέρτος -Έφη Θώδη
Μπήκαν τα γίδια στο μαντρί
Τα πρόβατα στη στρούγκα
Χρυσούλα κι αδερφούλα
κι Χρύσω δεν εφάνηκε
να ροβολάει στη στάνη,
βλάχα με το γιορντάνι.
ΑΚΟΥΣΟΝ, ΑΚΟΥΣΟΝ
Παρομοιώσεις
Σαν κουρεμένο γίδι: κακο-κουρεμένος «εν χρω». Το λεγαμε παλαιότερα όταν
η κουρά «εν χρω» ηταν υποχρεωτική στα σχολεία. Μονολεκτικώς «κουρόγιδο».
Απο την Βυζαντινη εποχή (βλ. Διαπόμπευση)
με κουρόγιδο παρομοίαζαν τον διαπομπευόμενο. Το αρχικό και σαφέστερο
κουρόγιδο έγινε κουρογιδο δηλ. «κορόϊδο», λιγάκι επηρρεασμένο
και από το ρόϊδι που όταν σπάει τα κάνει όλα χάλια και λεμε «τα
εκανε ρόϊδο».
Παροιμίες
-
Αιξ ούπω τέτοκεν, έριφος δ' επί δώματος παίζει (αρχ)
Ανάλογη: Ακόμα δεν τον είδαμε Γιάννη τον εβγάλαμε.
- Αιξ Σκυρία (αρχ)
Κατσίκα απο τη Σκύρο. Για αυτούς που σου κάνουν μια χάρη και μετά
στο τονίζουν ή το καταστρέφουν. Ανάλογη η σημερινη Μαλτέζικη Αγελάδα.
- Ό
Γάλλος πολεμιστής τό βάζει στά πόδια καί μπροστά σέ μιά γίδα (ΡΩΣΣΙΚΗ)[244.126]
- Πόσα αρνιά στο μακελάρη (= κρεοπώλη) και κατσίκια στο μαντρί
Αναφέρεται στις αδικίες της ζωής, όπου οι καλοί και χρήσιμοι
άνθρωποι υφίστανται συχνά ατυχίες και βάσανα ενώ οι αχρείοι και
κακοήθεις δεν παθαίνουν απολύτως τίποτα.
- Γέλασε η κατσίκα, που φάνηκε της προβατίνας ο κώλος
Αναφέρεται
σε εκείνον που περιγελά και κατακρίνει κάποιον για μια τυχαία παρεκτροπή
του, ενώ ο iδios συνεχώς παρεκτρέπεται.
Φράσεις
Τι μασάς αυτή την τσίχλα σαν κατσίκα.
Ολα τα ζώα αυτού του γένους είναι μυρηκαστικά. Αναμασούν συνεχώς της τροφή τους.
Κατ΄ αίγας αγρίας
Αρχαία φράση, όμοια με την ες κόρακας και την κοινή άντε στον κόρακα.
Πότερον ὁ τὸν τράγον ἀμέλγων ἀφρονέστερος, ἢ ὁ τὸ κόσκινον ὑποτιθείς;
Αρχαίο αίνιγμα-δίλημμα με παροιμιακή χρήση.
Ποιός είναι πιό ανόητος αυτός που αρμέγει τράγο η αυτός που βάζει κόσκινο απο κάτω για να μαζέψει το γάλα;
Κέρας Αμαλθείας
Η
Αμάλθεια, η κατσίκα, με το γάλα της οποίας είχε ανατραφεί ο Δίας. Απο
το κερατό της ετρεχε
νκεκταρ και αμβροσία. συμφωνα μα άλλη εκδοχή ή Αμάλθεια ηταν νύμφη, κορη
του Μελίσσου
ή του Αιμονίου που ανεθεψε τον Δια με το γάλα μιας κατσίκας. Επειδη
η κατσίκα έχασε ένα κέρατο της, η Αμάλθεια το βρήκε και το εδωσε στον
Δια. Ο Διας του
προσέδοσε το χάρισμα να παρέχει ό,τι γλυκό και ευχάριστο επιθυμήσει κανείς.
Το κέρας της Αφθονίας αυτο λέγεται στα λατινικά Cornu Copiæ.
Η φράση «Το Κέρας Αμαλθείας» λέγεται για κάθε πηγή αφθονίας. Για κάθε
πηγή δημόσιας εκπαίδευσης λέγεται η φράση «το τέρας της αμαθείας».
Το κερατό μου το τράγιο
Εννοείται γαμώ το κερατό μου του τράγιο. Νεώτερη
φράση ίσως επηρεασμένη απο το μετακατοχικό τραγουδάκι (στο ρυθμο του
γιουπι-για-για):
Τινος είναι βρε γυναίκα τα παιδια
Το΄ένα μου φωνάζει σι
το άλλο μου φωνάζει για,
Τινος ειναι βρε γυναίκα τα παιδια;
- Το ΄να είναι του μακαρονά,
τ΄αλλο είναι του γερμαναρά ...
-- .. και το τρίτο ειναι το δικό μου
γαμώ το κερατό μου
και το βασιλιά*
.
*Βέβαια ο βασιλιάς δεν είχε καμία ανάμειξη
αλλά όλοι
τον είχαν άχτι και τον πρόσθεταν.
Ο Μενελαος Λουντέμης στο μυθιστορημά του «Ενα παιδι μετράει
τ΄αστρα», βάζει στο στόμα του Χαμωλιά, σκανταλιάρη μαθητή του Δημοτικού, αυτή
την βρισιά σαν κλισέ.
Νεοελληνικοί Παροιμιόμυθοι[1065]
Ό Όρος παροιμιόμυθος εισήχθη από τον Δ. Λουκάτο [1065] για πρώτη φορά. Σημαίνει το παροιμιακό μικροκείμενο, πού δίνει ή προϋποθέτει ένα μύθο, μια λαϊκή διήγηση, μέσα στή σύνθεση ή στή διατύπωση του. Θα μπορούσε να λέγεται και μυθοπαροιμία, αφού χρησιμοποιείται σαν παροιμία στο λόγο μας. Το βάρος ομως της σημασίας του πέφτει πάντα στον εσώτερο μύθο.
25 Κατσικίσια θυμηδία
74 Διαφορά απόψεων
148 Εκεί αυτή! Πείσμα!
316 Πού πάς βρε!
510 Υπάρχουν και στή Μάλτα
Το ιδιο θρυλείται και για την Μαλτέζικη αγελάδα.
Μύθοι - Παραμύθια
Μύθοι Αισώπου
ΝΕΟ : 12-09-2011 - Μετάφραση και Αρχαίο κείμενο αμέσως
- ΙΕ' – Γίδα και γιδοβοσκός - Αἴξ καὶ αἰγοβοσκός
- ΙΣΤ' – Γίδα και Γάιδαρος - Αἶξ καὶ ὄνος
- ΙΖ' – Γιδοβοσκός και αγριοκάτσικα - Αἰπόλος καὶ αἶγες ἄγριαι
-
Μ' 40 Αλεπού και τράγος - Ἀλώπηξ καὶ τράγος
Ἀλώπηξ πεσοῦσα εἰς φρέαρ ὑπ' ἀνάγκης ἔμεινε. Τράγος δὲ δίψει συνεχόμενος ἐγένετο κατὰ τὸ αὐτὸ φρέαρ· θεασάμενος δὲ αὐτὴν ἐπυνθάνετο εἰ καλόν ἐστι τὸ ὕδωρ· ἡ δὲ τὴν συντυχίαν ἀσμενισαμένη εἰς ἔπαινον τοῦ ὕδατος κατέτεινε, λέγουσα ὡς χρηστὸν εἴη τὸ ὕδωρ, καὶ καταβαίνειν αὐτὸν παρῄνει. Ἐπεὶ δὲ ἀμελετήτως κατῆλθε διὰ τὴν ἐπιθυμίαν, ἅμα τῷ τὴν δίψαν σβέσαι μετὰ τῆς ἀλώπεκος ἐσκόπει τὴν ἄνοδον. Καὶ ἡ ἀλώπηξ ὑποτυχοῦσα εἶπε· Χρήσιμον οἶδα, ἐὰν μόνον θελήσῃς τὴν ἀμφοτέρων σωτηρίαν. Θέλησον οὖν τοὺς ἐμπροσθίους πόδας ἐρεῖσαι τῷ τοίχῳ, ὀρθῶσαι δὲ τὰ κέρατα, ἀναδραμοῦσα δὲ ἐγὼ καὶ σὲ ἀνασπάσω. Τοῦ δὲ πρὸς τὴν παραίνεσιν αὐτῆς ἑτοίμως ἐπακούσαντος, ἡ ἀλώπηξ ἀναλομένη διὰ τῶν σκελῶν αὐτοῦ καὶ τῶν ὤμων καὶ τῶν κεράτων ἐπὶ τὸ στόμα τοῦ φρέατος εὑρέθη καὶ ἀνελθοῦσα ἀπηλλάττετο. Τοῦ δὲ τράγου μεμφομένου αὐτὴν ὡς τὰς ὁμολογίας ἀθετήσασαν, ἐπιστραφεῖσα εἶπε τῷ τράγῳ· "Ὦ οὗτος, εἰ τοσαύτας φρένας εἶχες ὅσας ἐν τῷ πώγωνί σου τρίχας, οὐ πρότερον ἂν κατεβηβήκεις πρὶν τὴν ἄνοδον ἐσκέψω."
Οὕτως καὶ τῶν ἀνθρώπων τοὺς φρονίμους δεῖ πρότερον τὰ τέλη τῶν πραγμάτων σκοπεῖν, εἶθ' οὕτως αὐτοῖς ἐγχειρεῖν.
- ΣΚ' – Λύκος και Γίδα - Λύκος καὶ αἴξ
Παραδόσεις
Ο Αιλιανός αναφέρει πως στην Κρήτη οι αίγες που τραυματίζονται απο βέλη κυνηγών, τρώνε δίκταμο και αμέσως τα βέλη πέφτουν!
Επώνυμα
- Τραγάκης
- Κάτσικας (ίσως σωστότερο: Κατσικάς)
|