Στέφανου Σαχλίκη
1: Άρχοντες, να γρικήσετε, α θέλετε, δαμάκι
2: ο λύκος με την αλουπού πώς έπιαν το φαρμάκι,
3: πώς ήτονε η αφορμή, πώς εκαταπιαστήκαν
4: και τι νοβέλα πάθασι και πώς εντροπιαστήκαν
5: Σαν φαίνεται, ο γάδαρος ο καταφρονεμένος,
6: πάντοτε κακορίζικος και παραπονεμένος,
7: σ' αφέντη έλαχε κακόν, λωβόν και ψωριασμένον,
8: πτωχόν και κακομάζαλον, πολλά δυστυχισμένον
9: Ποτέ του δεν εχόρτασε, ποτέ ουκ αναπαύτη,
10: νύκτα-ημέρα δέρνεται στον κήπον για να σκάφτει
11: Πάσα πουρνόν εφόρτωνε τον γάδαρον εκείνον
12: κι εις το παζάρι επήγαινε κι αυτείνος μετά κείνον
13: Λάχανα τον εφόρτωνε, αντίδια και μαρούλια,
14: πράσα, ραπάνια, κάρδαμα, κρεμμύδια και γογγύλια
15: Άχυρον δεν του βρίσκετον, κριθάρι δεν ' ποτάσσει
16: να δώσει του γαδάρου του να φάγει, να χορτάσει
17: Τα λάχανα καθάριζε και τόριχνε τα φύλλα
18: κι όνταν εσκόλα το βραδύ, εφόρτωνέ τον ξύλα
19: Κι από τον κόπον τον πολύν, την δούλεψιν την τόση,
20: κι εκ τες ξυλές οπού ' παιρνε, ώστε να ξεφορτώσει,
21: ατύχεψεν ο γάδαρος και πλέα δεν ημπόρει
22: κι από την ψώρα την πολλήν σαμάρι δεν εφόρει
23: Χειμώνα δεν εδύνετον ουδέ το καλοκαίρι
24: ουδέ για ξύλα να υπά ουδέ νερό να φέρει
25: Και μια Λαμπρά, την Κυριακή, τάχα λυπήθηκέ τον,
26: και πιάνει και ξεστρώνει τον, έλυσε κι άφησέ τον
27: να πα να περιβοσκηθεί, καμπόσο ν' ανασάνει,
28: να φα κλαδί από δενδρό κι από την γην βοτάνι,
29: να πέσει και να κυλιστεί, το στόμα του ν' αφρίσει,
30: να φα και χόρτον λιβαδιού, να πιεί κι από την βρύση
31: Στην μιαν μεριάν του λιβαδιού ήτονε δάσος μέγα
32: κι ο λύκος με την αλουπού ερχόντησαν κι ελέγαν:
33: «Ίντα βουλή να κάμομε, τι στράτα να κρατούμε,
34: καλόν κυνήγι να 'βρομε σήμερον να γευτούμε;»
35: Τότε οι δύο συβάστησαν και συντροφιάν εκάμαν
36: και μέρα-νύκτα 'μόσασι να περπατούν αντάμα
37: Λέσιν: «Ας δράμομε, λοιπόν, εις το λιβάδι ας πάμε,
38: α λάχει να 'βρομε εκεί κυνήγι για να φάμε»
39: Και παρευθύς εκίνησαν στου λιβαδιού την στράτα
40: κι η αλουπού στοχάζετον, λέγει: «Καλά μαντάτα!
41: Κυρ σύντεκνε, μου φαίνεται να ' ναι καλό κυνήγι
42: ο γάδαρος, κι ας δράμομεν γλήγορα, μη μας φύγει»
43: Ο γάδαρος το γρίκησε, στέκει, αναστενάζει,
44: γυρεύει λόγια να τους πει, ένα τ' αλλού να μοιάζει
45: Στέκει, διαλογίζεται πώς να τους ταπεινώσει
46: και λέγει τότε μέσα του: «Τώρα να παίξ' η γνώση!»
47: Λοιπόν, αυτοί εσίμωσαν με την ταπεινοσύνη
48: και με πολλήν γλυκότητα και με την καλοσύνη
49: και χαιρετούν και λέσι του: «Κυρ γάδαρέ μου, γεια σου,
50: χίλια καλώς ευρήκαμε εδώ την αφεντιά σου
51: Έλα να πάμε εις το σκιο να πάρεις λίγ' αέρα,
52: ν' αναπαυτείς, να δροσιστείς κι εσύ καμιάν ημέρα
53: Αντάμα να μιλήσομε, ομάδι να γευτούμε
54: κι αγάλι ' γάλι εις το σκιο την στράτα να κρατούμε
55: κι εις ένα σπίτιν όμορφον να πα να κοιμηθούμε
56: και το ταχύ με την δροσιά πάλι να σηκωθούμε»
57: Πολλά αυτοί επάσχισαν μηνα τον εξεβγάλουν,
58: για ν' ακλουθήσει μετ' αυτούς, στο σπήλιο να τον βάλουν
59: Σαν είδεν ο κυρ γάδαρος το πώς τριγύρου στέκουν
60: και τι λαλούσι προς αυτόν και πώς τον παραστέκουν,
61: εννόησεν, ως φρόνιμος, και βαριαναστενάζει
62: και πώς να κάμει μετ' αυτούς στέκει και λογαριάζει
63: Λέγει: «Ζώον ταλαίπωρον είμαι εγώ του κόσμου,
64: οπού με ταλαιπώρησεν αφέντης ο δικός μου
65: Απάνου μου ουδέν βαστώ σάρκα, αλλ' ουδέ αίμα,
66: -ομνέω σας αλήθεια και δεν σας λέγω ψέμα-
67: και περπατώ, κλονίζομαι, τρέμω και θέλω πέσει,
68: ουδέ γιατρός, ωσάν γρικώ, θέλει με ωφελέσει»
69: Ταύτα ' λεγεν ο ταπεινός, τάχατες για να πάγουν,
70: για να γλυτώσει απ' αυτουνούς, μήπως και τονε φάγουν
71: Και πάλι λέγει: «Άρχοντες, να πω της αφεντιάς σας,
72: εγώ αγαπώ κι ορέγομαι να ' χετε την υγειά σας,
73: γιατί θωρώ το κάλλος σας, την ωραιότητά σας,
74: την καλοσύνην την πολλήν και την γλυκότητά σας,
75: και θέλω να γλυτώσετε, να 'χετε την ζωή σας,
76: να πάτε στα σπιτάκια σας καλά με την τιμή σας
77: Και φύγετε ογλήγορα, ' τι αφέντης μου βιγλίζει
78: και με ζαγάρια και σκυλιά το δάσος τριγυρίζει
79: Όταν θελήσει να εβγεί να πα να κυνηγήσει,
80: δεν βρίσκετ' άλλος κυνηγός ομπρός του να νικήσει,
81: γιατί έναι μέγας κυνηγός, μέγας περδικοπιάστης,
82: κι ανέν και πεις και φύγεις τον, βλέπε ότι 'λαθάστης
83: Όντα τον πάρουν άρχοντες για να περιδιαβάσουν,
84: τα όρη όλα τρίβονται, τα δάση συντρομάσσουν,
85: γιατί έχει σκύλους δυνατούς, έχει και την ανδρεία,
86: σκύλους χοντρούς, λαγωνικά, από την Λουμπαρδία
87: Πέτονται ως οι γέρακες, ως αετοί γυρίζουν,
88: λοντάρια, λύκους και θεριά, όσα 'βρουν, τα ξεσκίζουν
89: Και όταν θέλει να βαλθεί να πιάσει το δοξάρι,
90: οι λύκοι κι όλα τα θεριά τρέμουσι σαν το ψάρι»
91: Ταύτα ' λεγεν ο γάδαρος, μηνα τους φοβερίσει,
92: να βρει κι αυτός την άδεια του για να παραμερίσει
93: Η δ' αλουπού η πονηρά, η δολιοπανούργος,
94: πάντα λογίζεται κακά ωσάν εχθρός κακούργος
95: Τα λόγια δεν της έλαθαν εκείνα του γαδάρου
96: και με θυμόν και μάνητα λέγει του μονοτάρου:
97: «Εδά θωρώ, κυρ γάδαρε, βάν' η ψυχή μου χέρι
98: κι οργίζεταί σε περισσά σαν το κακόν μαχαίρι
99: Μηδέν ξυλοσοφείς πολλά, ότι χωριάτης είσαι,
100: στέκου αυτού και σώπαινε, ωσάν χοντρός οπού ' σαι
101: Μηδέν θαρρείς, κυρ γάδαρε, ότ' είμεστεν εργάτες
102: από κεινούς τους άγροικους και τους κακούς χωριάτες
103: Εγώ 'μαι αστρονόμισσα, εγώ 'μαι και μαντεύτρα
104: και του κυρ Λέου του Σοφού εγώ 'μουνε μαθεύτρα
105: Εγώ ' μαι διδασκάλισσα του λόγου και του μύθου
106: κι αυτόν τον νομοκάνοναν ηξεύρω τον εχτήθου
107: Κι εσύ γελάς μας φανερά ομπρός στο πρόσωπόν μας,
108: που θέλομε να σ' έχομεν εδώ για 'πίτροπόν μας
109: Μα την αλήθεια, πρέπει σου να παιδευτείς μεγάλως,
110: γιατί δεν έχεις σύστασιν απάνου σου ουδέ κάλλος
111: Αλλ' επειδή 'σ' απαίδευτος, ως φαίνεται το πράμα,
112: το πως δεν έχεις φρόνεσιν ουδέ κατέχεις γράμμα,
113: συμπάθιο πρέπει το λοιπόν να ' χεις διά την ώραν
114: - γιατί βρισκόμεσθεν εδώ πολλά σιμά στην χώραν
115: Λέγω σου γουν από του νυν μάθε να συντυχαίνεις
116: και τίμα τους καλύτερους, όπου και αν λαχαίνεις
117: Ψέμα μηδέν ειπείς ποτέ, αλήθεια λέγε πάντα,
118: να έχεις και προτίμησην κάλλια παρά τα πάντα
119: Θωρούμε καλορίζικος, καλή την τύχην έχεις
120: και μετ' εμάς ηυρέθηκες, κάμε να το κατέχεις,
121: να περπατήσεις μετά μας, ν' αναπαυτείς, να ζήσεις,
122: την συντροφιά μας την καλήν τότε να την γνωρίσεις,
123: να σε χειροτονήσομεν να 'σαι αποκρισάρης
124: και μετ' εμάς να περπατείς, πολλήν τιμήν να πάρεις,
125: εις την βουλήν μας να χωρείς, εις όλα μας να πράξεις,
126: ανέν και σφάλομεν κι εμείς, εσύ να μας διατάξεις
127: Ανέν κι εσύ μαθητευθείς να ' σαι διά τιμή μας,
128: χαρά σ' εσέν, χαρά σ' εμάς και με τον μαθητή μας
129: Και να περάσομεν ομού την θάλασσαν αντάμα,
130: να πάμε στην Ανατολήν, να ' βρομε πάσα πράμα,
131: να ντύσομε τα στάμενα ετούτα που βαστούμε
132: και μέσα μας το διάφορον να το διαμοιραστούμε»
133: Σαν είδεν ο κυρ γάδαρος τας αποφάσεις τούτων,
134: στανέο του ακλούθησε ως φρόνιμος οπού 'τον
135: Προβλέπει και τον θάνατον κι έλεγε καθ' ημέρα:
136: «Όνταν ετούτοι μ' εύρασι, ήτον καημέν' η ώρα»
137: Κι οι τρεις τους εις την θάλασσαν αντάμα κατεβήκαν
138: και βάρκα εγυρέψασι, πάραυτες την ηυρήκαν
139: Μέσα σ' αυτήν εμπήκασιν, όχι για να ψαρέψουν,
140: μα πέρα στην Ανατολήν να παν να ταξιδέψουν
141: Ευθύς εκάμαν άρμενα, στο πέλαγος εβγήκαν,
142: και μαζωκτήκαν και οι τρεις, στην πρύμην ανεβήκαν,
143: κι εκεί βουλήν εποίκασι να ρίξουσι μπαλότα,
144: διά να κάμουν ναύκλερον, να ποίσουν και 'ποδότα
145: Λοιπόν, ο λύκος να γενεί ναύκλερος του τυχαίνει,
146: ' ποδότας ο κυρ γάδαρος μπαλότα τού εβγαίνει
147: Τον λύκον η κυρ' αλουπού στέκεται κι επαινά του,
148: το πως τα βάνει σ' ορδινιά όμορφα τ' άρμενά του
149: «Χαίροις,», του λέγει, «σύντεκνε, πως τα καταλαμβάνεις
150: και πως τα 'πιδεξεύεσαι κι εις ορδινιά τα βάνεις
151: Η προσευχή της μάνας μου, της καλογράς εκείνης,
152: εκείνη μας εβόηθησε και ναύκλερος εγίνης»
153: Λέγει και του κυρ γάδαρου: «Βλέπεσαι μηδέν σφάλεις,
154: κι εισε λιμιώνα γύρεψε σεγούρον να μας βάλεις
155: Βλέπε καλά την στράτα σου, θώρειε τον μπούσουλά σου,
156: να μην παραστρατήσομε κι απόκει σφάκελά σου!»
157: Και τότες η κυρ' αλουπού έπιασε το τιμόνι
158: και τον πτωχόν τον γάδαρον στέκει, ανατιμώνει:
159: «Γλήγορα, σκυλογάδαρε, πιάσε κουπί να λάμνεις,
160: γιατί θωρώ και δεν γρικάς την στράταν οπού κάμνεις
161: Εμάς έν' το ταξίδι μας να πάμε εις την Τάνα
162: και θέλει να ' ν' η πλώρη μας μέσα στην τρεμουντάνα
163: Κι εσύ την στράταν έσφαλες κι επήγες περ πονέντε
164: κι εγκρέμνισάν μας τα νερά ώς μίλια δεκαπέντε
165: Εδώθεν που γκρεμνίσαμεν ο Θιός να μας βοθήσει,
166: να μη μας ρίξουν τα νερά ' ς κανένα ' ρημονήσι,
167: όπου ψωμί δεν βρίσκεται ουδ' έναι ουδέ βρύση,
168: να μη μας εύρει τίποτες και κάμομε και χύση»
169: Άνεμον είχασι καλόν κι ήτον καλή ευδία
170: και με χαράν αρμένιζαν και με καλήν καρδία
171: Η δ' αλουπού η πονηρά του σύντεκνού της λέγει,
172: με πονηριά και με κλεψιά αρχίνησε να κλαίγει:
173: «Καλά να εγνωρίσετε, σύντροφοι εδικοί μου,
174: τούτο που μέλλει να γενεί - επόνειε η ψυχή μου·
175: στον ύπνον μου 'δα φανερά ετούτην την εσπέρα,
176: πως αποχωριζόμεστεν ετούτην την ημέρα
177: Άστραψε η ανατολή, εβρόντησε η δύση,
178: ο ουρανός εμαύρισε, φουρτούνα θε να ποίσει
179: Προτού μας πάρ' η θάλασσα να μας καταποντίσει,
180: ποιήσωμε τα πρέποντα εν εξομολογήσει»
181: Λέγουν και του κυρ γάδαρου: «Πώς έναι η βουλή σου;
182: Το πράμα τούτο βάλε το καλά στην κεφαλή σου»
183: Λέγει τους: «Σαν σας φαίνεται κάμετε για την ώρα,
184: γιατί όντα σας έσμιξα ήτον κακή μου μέρα»
185: Ο λύκος σαν τους ήκουσε όλος απενεκρώθη,
186: ο νους του εσκοτίστηκε, το φως του εθαμπώθη
187: Λοιπόν, εδώσαν την βουλήν για να ξαγορευτούσι,
188: από τα κρίματα να βγουν, να τα ξεφορτωθούσι
189: Τότες ο λύκος άρχισε για να ξεμολογάται,
190: όλα του τα καμώματα στέκει και τα δηγάται
191: Λέγει: «Όσα και αν ευρώ, πρόβατα με τα γίδια,
192: ελάφους και μοσχάρια, βόδια με τα χοιρίδια,
193: σκοτώνω τα και τρώγω τα, όπου και αν τα λάχω,
194: κι είτι μου μείνει, κρύβω το, αύριο πάλι να 'χω
195: Δεν έδιδα ποτέ τινός από αυτό μπουκούνι,
196: αμ' έσυρνα και το ' κρυβα κοντά στο παραβούνι
197: Και μεταγνώθω το κακόν οπόκανα του κόσμου
198: και πως εκείνα τα κλεφτά τα 'τρωγα μοναχός μου
199: Λοιπόν, παγαίνω στο βουνί οπόναι το μαυράδι,
200: κυλιούμ' απάνου εις αυτό από πουρνό ώς το βράδυ
201: και γίνομαι καλόγερος, τα ρούχα μου μαυρίζω,
202: και πάγω σαν ηγούμενος, σαν ' πίσκοπος γυρίζω
203: Άλλο ουδέν επίσταμαι παρά κακά να κάμω,
204: και εις την άθλια μου ψυχή τες αμαρτιές να βάνω
205: Δεν είχα στ' αμαρτήματα γιατρόν να με γιατρέψει
206: ουδέ καλόν πνευματικόν για να με ξαγορέψει»
207: Σαν άκουσε η αλουπού κατάνυξιν τοιαύτην
208: και την εξομολόγησιν οπόκαμε εις αύτην,
209: εθαύμασεν, επαίνεσε και απομύρωσέ τον,
210: ευχήθηκεν, ευλόγησε και εσυχώρεσέ τον
211: Γυρίζει και η αλουπού και θε να μολογήσει
212: και λέγει ταύτα προς αυτούς εν εξομολογήσει:
213: «Εγώ, αφέντη σύντεκνε, εμπαίνω στο κομάσι,
214: όταν οι πάντες κάθονται στο δείπνο για να φάσι
215: Κι όσες παπίτσες κι όρνιθες, χηνάρια κι αν βρεθούσι,
216: όλα σκοτώνω, πνίγω τα, να μην πολυλογούσι
217: Και παίρνω τα στο στόμα μου πέντ' έξι μαζωμένα
218: και μέρος είναι ζωντανά και μέρος είν' πνιμένα
219: και κουβαλώ τα στο κλαδί και κρύβω τα στο δάσο
220: και δεν εβγαίνω από κει, ώστε που να χορτάσω
221: Οι σκύλοι σαν γρικήσουσι, τσιληπουρδώ και φεύγω
222: και δεν τους χρήζω τίποτες, μα τρέχοντας χορεύγω
223: Ανάγκη έναι το λοιπόν να κλέψω για να ζήσω,
224: γιατί δεν το ' χει η φύση μου να πάγω να ζητήσω,
225: αλλά ουδέ καταδέχομαι να πάγω να δουλέψω,
226: μόνον περιεργάζομαι το τι να πα να κλέψω
227: Αυτά με καθοδήγησαν εκείνοι οι γονείς μου
228: και με αυτά εζούσανε αυτοί κι οι συγγενείς μου
229: Εις τα κρυφοκλεψίματα κι εις την τεχνολογίαν
230: ομοιάζω την μητέρα μου, εκείνην την αγίαν·
231: κι εις τα τσιληπουρδίσματα κι εις την πιδεξιοσύνη
232: ομοιάζω του πατέρα μου, κι εις την γληγοροσύνη
233: Τίποτες δεν απόμειναν όσα 'ξευραν εκείνοι
234: να μη μου τ' αρμηνέψουσι, κανένα να μου μείνει
235: Πόσα κι εγώ καθημερνά γεννά ο λογισμός μου
236: ωσάν αυτά και πλιότερα γέμει τα ο λαιμός μου
237: Τον Κύριον εδόξασαν τον 'περευλογημένον,
238: το πως εγέννησαν φυτόν πολλά τετιμημένον
239: Με την ευχή τους ζω καλά, αφεντικά του κόσμου,
240: αλλά ζωή των ορνιθιών έναι ο θάνατός μου
241: Πολλά μου παραγγείλασιν εκείν' οι συγγενείς μου
242: και πάλι με το στόμα τους μου το ' παν οι γονείς μου:
243: «Βλέπεσαι, θυγατέρα μου, τα σπίτια των αρχόντων,
244: γιατί έχουν σκύλους δυνατούς κι ότινα πιάσουν τρων τον»
245: Και να θυμούμαι μου 'πασι της γρας το καταλόγι
246: κι ακούσετέ το τι μιλεί, γρικήσετε τι λέγει:
247: «Π' αφήνει σπίτια πτωχικά κι αρχοντικά γυρεύει
248: ο διάβολος στον κώλο του κουκιά του μαγειρεύει»
249: Γιατί τες χήρες τες πτωχές, τες καταδικασμένες,
250: καθημερνό πολλές ζημιές τους έχω καμωμένες
251: Και χήρα μια κακότυχη, καλά ουδέν εθώρειε,
252: να γέρθει δεν εδύνετο, να κάτσει δεν ημπόρειε,
253: και σπίτι δεν επότασσε, αμ' είχε μια μπαράκα,
254: είχε και όρνιθα παχιά κι ελάλειεν την «Καβάκα»
255: -αυγά εγέννα δίκροκα, χοντρά παρά την φύσιν-,
256: να παραβγεί την πόρτα της δεν ήθελε ν' αφήσει
257: Την γραν επιβουλεύουμουν κι εθώρουν την σαν Χάρο,
258: στον νουν μου μέσα λόγιαζα την όρνιθα να πάρω
259: Βλέπω, περιεργάζομαι, γάτα και ήτον γραία
260: κι είχε την τρίχα κόκκινην και την ορά μακρέα
261: Η γραία του ' χε όνομα «Περδίτση» να τον κράζει,
262: εις το μαλλί κι εις την οχράν όλος εμέν' ομοιάζει
263: Αγάπα και την όρνιθα, αγάπα τον Περδίτση
264: κι ωσάν παιδιά της τα ' βλεπε, αγόρι και κορίτσι
265: Κι ένα βραδύ στοχάζομαι πως έλειπεν ο γάτης,
266: κι αντίς τον γάτον πήγα 'γώ και κάθισα κοντά της
267: Και βλέπει με η κακογρά, θαρρεί ο γάτος έναι,
268: «Ας τον ταγίσω», λέγει, «'δά, και πεινασμένος έναι»
269: Και πιάνει με η άθλια και θε να με φιλήσει,
270: να με ταγίσει τίποτας και να με κανακίσει,
271: σαν είχε την συνήθεια να κάνει με τον γάτον
272: - κι εμένα η καρδία μου έτρεμε κι εκλονάτον
273: μήπως αυτείν' η κακογρά λάχει και με γνωρίσει
274: και πιάσει μ' από τον λαιμόν και σφίξει και με πνίξει
275: Πλην, η ευχή της μάνας μου και του καλού πατρός μου
276: μου βόθησε κι η κακογρά εβγήκεν από μπρος μου
277: Τότες εγώ σηκώνομαι με την ' πιδεξοσύνη
278: και σίμωσα της όρνιθας με την ταπεινοσύνη
279: Ευθύς απλώνω, πιάνω την κάτωθεν της τραπέζης
280: και λέγει μου η κακογρά: «Άφ'ς τηνε και μην παίζεις!»
281: Εγώ την εκωλόσυρνα εκείνην την Καβάκα
282: κι εκείνη εφτερούγιασε και κράζει «κάκα κάκα»
283: Εφώναζε η όρνιθα, κι η γραία από πίσω:
284: «Περδίτση μου και γύρισε, Περδίτση, στρέψ' οπίσω!»
285: Κι από την βια μου την πολλήν εκόπ' η δύναμή μου,
286: ο ίδρωτάς μου έτρεχε απ' όλο το κορμί μου
287: Λοιπόν, ωσάν απέσωσα εις το βουνί απάνω,
288: εκάθισα ν' αναπαυτώ, καμπόσο ν' ανασάνω,
289: για να γρικήσω και την γρα, αυτήν την κακομοίρα,
290: αυτήν την κακομάζαλον και την καημένη χήρα
291: Πολλά εκείνη έκλαψε, μεγάλα ελυπήθη,
292: οληνυκτίς εδέρνετον, ποσώς δεν εκοιμήθη
293: Λοιπόν, της γραίας μ' έκαψαν οι λόγοι κι οι κατάρες,
294: και τότε παρατήθηκα του κόσμου τες αντάρες
295: και μεταγνώθω τα κακά οπόχω καμωμένα
296: και πως δεν έχω παντελώς απ' αύτα δουλεμένα
297: Και ανεβαίνω στο βουνί να πω την προσευχή μου,
298: προς τα κακά τά έποικα, να σώσω την ψυχή μου
299: Εντύνομαι τα ράσα μου, κουρεύομ' απατή μου,
300: βαστώ σταυρόν και πατερμά, φορώ και το μαντί μου,
301: και δείχνω μεγαλόσχημη και μοιάζω σαν γουμένη
302: κι εις την καρδιά μου πονηριά ποσώς δεν απομένει»
303: Ιδών ο λύκος την αγνήν και καθαράν καρδίαν,
304: την προς Θεόν ευλάβειαν και την εξαγορίαν,
305: και σπλαγχνικά εδάκρυσε και ελυπήθηκέ την,
306: άνοιξε τες αγκάλες του και προσεδέκτηκέ την
307: «Άμε, σου λέγω σήμερον, να ' σαι ευλογημένη
308: κι απ' όλα σου τα κρίματα να ' σαι συχωρεμένη»
309: Λέγει και ταύτα προς αυτήν: «Κυρία μου μεγάλη,
310: λαμπάδα είσαι αναφτή με δίχως μανουάλι
311: Την πόρνη και τον Μανασσή εσύ τους εμιμήθης,
312: τα κρίματά σου είπες τα, καλά τα εθυμήθης»
313: Τότες εστάθησαν ομού, κι οι δύο συβαστήκαν
314: κι απ' όλα τους τα κρίματα αυτοί συχωρεθήκαν
315: Λέγουσι και τον γάδαρον: «Έλα κι εσύ, καλέ μου,
316: και όλα σου τα κρίματα στάσου κι ανάγγειλέ μου
317: Ιδές, θυμήσου τα καλά και μην αλησμονήσεις
318: κι απ' όλα σου τα κρίματα κανένα μην αφήσεις»
319: Ο λύκος τότε παρευθύς εκάθισε κοντά τους,
320: φέρνει τον νομοκάνοναν, θέτει τον ομπροστά τους
321: Λέγει: «Κυρά συντέκνισσα, βλέπεσαι μη κοιμάσαι,
322: τα λόγια που σου θέλει πει κάμε να τα θυμάσαι»
323: Ευθύς ο λύκος έπιασε χαρτί και καλαμάρι,
324: γαδάρου τ' αμαρτήματα εγράφου για να πάρει
325: Σαν είδεν ο κυρ γάδαρος, δεν είχε τι να ποίσει,
326: και λέγει ταύτα προς αυτούς εν εξομολογήσει:
327: «Εμένα ο αφέντης μου έπιανε κι έστρωνέ με
328: και μέσα το μεσάνυκτον στον κήπον έπαιρνέ με
329: Κι εφόρτωνέ με λάχανα, σέλινα και αντίδια,
330: σπανάκια και μαρούλια, ράπανα και κρεμμύδια,
331: κι εγώ από την πείνα μου οπού 'χα σαν το σκύλο
332: εγύριζα το στόμα μου κι ήρπουν κομμάτι φύλλο
333: Αυτός, σαν ήτον άτυχος, πάντα εβίγλιζέ με
334: και το να με ' θελε ιδεί, κακά εράβδιζέ με
335: Με βέργα πάντα έδερνε τα δόλια τ' αφτιά μου
336: και έδερνε τον κώλον μου κι επόνουν τα πλευρά μου
337: Κι από τον πόνον των ραβδών κι εκ του περίσσιου κόπου
338: αχάμνισάν μου τα νεφρά κι εσυχνοπορδοκόπου
339: Τιμή να έχετε εσείς, αφέντες εδικοί μου,
340: εμέν ετούτα φύλαγε η μοίρα η κακή μου,
341: αλλ' όμως εγρικήσετε τα αμαρτήματά μου
342: και συχωρέσετέ μου τα κι εμέν τα κρίματά μου»
343: Γρικώντας ταύτα η αλουπού έσεισε το κεφάλι
344: και λέγει προς τον γάδαρον με μάνητα μεγάλη :
345: «Τι τσαμπουνίζεις, γάδαρε, και τι στραβοκωλίζεις
346: και τι ' ν' αυτά τα ψέματα και τι ' ναι τά σαλίζεις;
347: Στάσου ομπρός μας όμορφα και πες μας την αλήθεια
348: και μη μας λες, κυρ γάδαρε, αυτά τα παραμύθια
349: Αυτά 'ναι λόγια των κλεπτών και ψεματολογίες·
350: ου στέργομε, ου θέλομε τέτοιες μυθολογίες»
351: Ως ήκουσεν ο γάδαρος της αλουπούς τα λόγια,
352: αρχίνησε να δέρνεται, να λέγει μοιρολόγια
353: Και λέγει τους: «Αφέντες μου, τι έχετε μετά μένα;
354: Και πούρι τόσα κρίματα δεν έχω καμωμένα
355: Μόνον το μαρουλόφυλλον οπόχω φαγωμένο,
356: και πούρι δεν το έκλεψα, μα ' χω το δουλεμένο»
357: Ο λύκος δε της αλουπούς εγύρισε και λέγει:
358: «Τι τον ψηφάς τον γάδαρον α δέρνεται και κλαίγει;
359: Εσύ τον νομοκάνονα άνοιξε, διάβασέ το,
360: το γράμμα οπού θες ιδεί εσύ ξεδιάλυσέ το»
361: Τότες τον λύκον έκραξε και στάθηκε κοντά της
362: κι ορίζει και της φέρνουσι τον νόμον ομπροστά της
363: και με πολλήν ευλάβειαν ανοίγει και διαβάζει
364: και τότες τον κυρ γάδαρον γυρίζει κι ατιμάζει:
365: «Αφορεσμένε γάδαρε και τρισκαταραμένε,
366: αιρετικέ κι επίβουλε, σκύλε μαγαρισμένε,
367: να φας το μαρουλόφυλλο εκείνο χωρίς ξίδι!
368: Και πώς δεν επνιγήκαμε ετούτο το ταξίδι;
369: Αλλ' όμως, ασεβέστατε, κάμε να το κατέχεις:
370: ο νόμος καταπώς μιλεί, πλέον ζωήν δεν έχεις
371: Στο έβδομον κεφάλαιον το ηύρηκα γραμμένον
372: να ' ναι κομμέν' η χέρα σου, το μάτι εβγαλμένον
373: Και πάλι στο δωδέκατον κεφάλαιον του νόμου
374: λέγει να σε φουρκίσομε εγώ κι ο σύντεκνός μου»
375: Όμως εδώκασιν βουλή να τον σκοτώσουν τούτον
376: κι εκείνος λέγει μέσα του: «Εδέ κακή ώρα που 'τον!»
377: Παράμερα τον έκραξε τον λύκον και του λέγει
378: κι από την παραπόνεση αρχίνησε να κλαίγει:
379: «Αφέντη λύκε, να σου πω δυο λόγια να γρικήσεις,
380: επεί μου ' γγίζει θάνατος, σαν έγινε η κρίσις,
381: το χάρισμα οπόχω 'γώ δεν θέλω να το κρύψω,
382: ζώντα μου θέλω κανενός να του τ' αποκαλύψω
383: Δεν θέλω να τ' αφήσω 'γώ το τάλαντον χωσμένον,
384: μα θέλω κανενός πτωχού να το ' χω δανεισμένον,
385: μήπως και κολαστώ εγώ εις τον καιρόν εκείνο,
386: γιατί δεν έν' αμάρτημα μεγάλο εξ αυτείνο
387: Ήξευρε το λοιπονεθές, χάρισμα έχω μέγα
388: οπίσω εις τον πόδα μου, σαν οι γονείς μού λέγα
389: Και όποιος μόνον το ιδεί το χάρισμα που λέγω
390: όλοι του οι αντίδικοι φεύγουσι -σου ομνέγω! -,
391: ακούει, βλέπει και μακρά, σαράντα μερώ στράτα,
392: κι εισε ροπήν του οφθαλμού γρικάει τα μαντάτα»
393: Ο λύκος δε, ως ήκουσεν, επίστευσε μοναύτα
394: και τρέχει προς την αλουπού και λέγει της τα ταύτα
395: Η αλουπού σαν ήκουσε, μη γνους την πονηρίαν
396: και του γαδάρου την βουλήν, έμεινε σ' απορίαν
397: Και λέγει: «Αφέντη σύντεκνε, το χάρισμα εκείνον
398: γοργά επιμελήσου το, μίλησε μετά κείνον
399: και κάμε τρόπον κι ορδινιά να σου τ' αποκαλύψει,
400: να σου το δείξει σήμερον, πάσχισε να μη λείψει
401: τοιαύτη χάριν θαυμαστήν, να μη χαθεί εκ του κόσμου,
402: να την επάρω ' γώ κι εσύ, οπού ' σαι σύντροφός μου,
403: γιατί έχομεν εχθρούς πολλούς οπού κακό μας θέλουν,
404: να ξεύρομε τά βούλονται κι εκείνα που μας μέλλουν»
405: Ο λύκος τον κυρ γάδαρον έκραξε και μιλά του
406: κι εκείνος τον εγρίκησε πώς στέκει και γελά του
407: και μουρμουρίζει, λέγει του με τα γλυκά τα λόγια
408: - όλα κεινού του φαίνονταν καθάρια μοιρολόγια
409: Λέγει: «Αφέντη γάδαρε, τίποτες μη φοβάσαι,
410: να σ' αβιζάρω τίποτες ήρθα γυρεύοντά σε
411: Εχθές εβάλαμε βουλή με την συντέκνισσά μου,
412: τότες όντα την έκραξα κι ήλθε εδώ κοντά μου,
413: τα κρίματα να λύσομε οπόχεις καμωμένα
414: και να τα συχωρέσομε, να ' νιαι συμπαθημένα
415: Παρακαλώ σε, δείξε μου εκείνο που κατέχεις,
416: το χάρισμα το ακριβό οπού στον πόδαν έχεις»
417: Εκείνος τ' αποκρίθηκε και έπαψε να κλαίγει:
418: «Μετά χαράς, αφέντη μου, είτι ορίσεις», λέγει·
419: «Να μην περάσ' η σήμερον κι εγώ να σου το δείξω,
420: αλήθεια, τίποτες κι εγώ θέλω να σου ζητήξω:
421: αυτήν την χάριν σαν ιδείς, ευθύς να μ' ευλογήσεις
422: κι εις την ζωήν σου κανενός να μην τ' ομολογήσεις»
423: «Να σ' ευλογήσω, γάδαρε, και να σε συχωρέσω
424: και να ' μαι πάντα σκλάβος σου εις πράμα που μπορέσω»
425: Στον νουν τους είχαν, το λοιπόν, να λάβουσι την χάριν
426: κι εις αυτεινού τον σφόντυλα να δέσουσι λιθάρι
427: Και τότες εις την θάλασσαν συζώντανον να ρίξουν
428: και να τον κωλοσύρουσι, ώστε να τονε πνίξουν,
429: να τονε βγάλουν εις την γην, τότες εισμιό να πέψουν
430: να 'ρθουσιν όλα τα θεριά να τονε μακελλέψουν,
431: να κόψουσι τα πόδια του, να τονε ξελαιμίσουν,
432: να τονε σκίσουν στην κοιλιά, να τον παραγεμίσουν,
433: να τονε κάμουσι ψητόν και τότε να καθίσουν,
434: να φαν, να πιούσι, να χαρούν, ώστε που να μεθύσουν
435: Εκείνοι ελέγασιν αυτά κι αυτός εποίκεν άλλα
436: κι έκαμε πράματα πολλά, καμώματα μεγάλα
437: Τέτοια τον εκατάστησε σαν ήθελεν ατός του,
438: λέγει του λύκου ν' ανεβεί στην πρύμη μοναχός του
439: και έτσι τον ορδίνιασε, γονατιστός να στέκει
440: τρεις ώρες και να δέεται, να μη σαλέψει απέκει·
441: να λέγει, να παρακαλεί: «Γάδαρε, σου πιστεύω,
442: και δώσ' κι εμένα χάρισμα σ' εκείνο τό γυρεύω»
443: Και με πολλήν ευλάβειαν να λε τα πατερμά του,
444: να πάγει και η αλουπού να στέκεται κοντά του,
445: όταν στον λύκον κατεβεί η βουλομένη χάρη
446: εκεί κι αυτείνη να βρεθεί, δαμάκι για να πάρει
447: Τότες ο γάδαρος ευθύς τσιληπουρδά και κρου τον
448: και όχι μόνον μία φορά, μα δεύτερον και τρίτον
449: Και ρίχνει τον στο πέλαγος, να τονε πνίξει θέλει,
450: κακά και κακώς έχοντας ωσάν αυτός δεν θέλει
451: Και σαν είδε η κυρ' αλουπού τον γάδαρον πώς κάνει
452: από τον φόβον τον πολύν αρχίνησε να κλάνει
453: Και τότες ο κυρ γάδαρος φωνάζει και γκαρίζει
454: και συχνοκατουρεί πυκνά και συχνοπορδαλίζει,
455: συχνά πηδά, τσιληπουρδά και την οράν σηκώνει,
456: πέφτει, κυλιέται, γέρνεται και εξωματσουκώνει
457: Γυρεύει και την αλουπού, τρέχει να τηνε σώσει
458: και με το μπουσδουγάνι του καμπόσες να της δώσει
459: Αυτή σαν είδε κι έγινεν ο γάδαρος φρενίτης,
460: στο πέλαγος εγκρέμνισε κι έπεσε μοναχή της
461: Επήραν την τα κύματα, στον λύκον την εβγάλα
462: κι απέ τον φόβον πόλαβε εφώναζε μεγάλα
463: Εκάθισαν ν' αναπαυτούν, καμπόσο ν' ανασάνουν,
464: γαδάρου τα καμώματα εκεί τ' αναθιβάνουν
465: Ο λύκος την κυρ' αλουπού ερώτα την να μάθει
466: και λε του πώς ετρόμαξε κι ο νους της πώς επάρθη :
467: «Όλα του τα καμώματα στέκομαι και λογιάζω
468: και δεν θυμούμαι να τα πω και να τα λογαριάζω
469: Εκ την κοιλία του έβγαλε ωσάν απελατίκι
470: μακρύ, χοντρό και κόκκινον κι ήτον διχώς μανίκι
471: Λέγει μου: «Έλα γλήγορα -τι στέκεις και 'παντέχεις;-,
472: για να σου κάμω την δουλειά εκείνη οπού κατέχεις»
473: Κι ετρόμαξα σαν το 'κουσα κι έχεσα το βρακί μου,
474: άφησα και τα ρούχα μου, γεμάτο το σακί μου,
475: κι εγκρέμνισα στο πέλαγος μόνε για να γλυτώσω
476: εκ την περίσσα συμφορά κι εκ το κακόν το τόσο»
477: «Πες μου, κυρά συντέκνισσα, ο γάδαρος όντα πήδα,
478: τ' απελατίκι οπού λες εγώ ποσώς δεν είδα»
479: «Κυρ σύντεκνέ μου, κάτεχε εκ την κοιλία του βγήκε
480: κι εσείστη κι ελυγίστηκε και πάλι μέσα μπήκε
481: Θαρρώ ότ' η κοιλία του να 'ναι αρματοθήκη
482: κι εις είτι πόλεμον εμπεί εκείνος να 'χει νίκη·
483: λουμπάρδες να 'χει μπρούτζινες, τουφέκια γεμισμένα,
484: να 'χει και βόλι' αρίθμητα, δισάκια κρεμασμένα
485: Η τύχη μάς εβόθησε να μη μας θανατώσει
486: και πάλιν ως το ύστερον ο Θιος να μας γλυτώσει»
487: Ρωτά τον και η αλουπού: «Σύντεκνε, πώς υπάγεις;
488: Και πώς εταπεινώθηκες και πώς εκατατάγης;»
489: Λέγει της: «Μη με ερωτάς και μη μου συντυχαίνεις
490: κι από την σήμερον μερού καλό μη παντυχαίνεις
491: Θωρείς, κυρά συντέκνισσα, χωρίς τα δόντια είμαι,
492: το 'να μου μάτι έχασα και τ' άλλο μου πονεί με
493: Ωσάν ετσιληπούρδησε, εξάφνου έδωσέ με
494: και μέσα εις το κούτελο η κοπανιά ' σωσέ με
495: Εφάνη μου ο ουρανός εχάλασε κι οκόσμος
496: και άστραψε κι εβρόντησε κι εγίνη μέγας τρόμος
497: Κι όνταν αυτός με χτύπησε την κοπανιά εκείνη,
498: επρήστη το κεφάλι μου κι ωσάν ασκί εγίνη
499: κι αστράψασι τα μάτια μου κι ετάραξ' ο μυαλός μου
500: κι ετρόμαξαν τα σωθικά κι εχάθη ο λογισμός μου
501: κι ο νους μου εσκοτίστηκε, δεν έναι μετά μένα,
502: κι επέσασι τα δόντια μου, δεν έμεινε κανένα
503: Εγώ, κυρά συντέκνισσα, σ' εσέν εθάρρουν πάντα
504: να ξεύρεις όλες τες δουλειές κι όλα τα κουντραπάντα
505: Κι εθάρρουν να 'χεις φρόνεση, μυαλόν εις το κεφάλι
506: και τα καμώματα αυτά κανένα μη σου σφάλει,
507: γιατί καυχάσουν κι έλεγες πως ήσουνε μαντεύτρα
508: και του κυρ Λέου του Σοφού ήσουν εσύ μαθεύτρα
509: Και δεν μου λέγεις κι ήσουνε πουτάνα και μεθύστρα
510: και φραντζασμένη και λωβή και μια κακή μαυλίστρα,
511: οπού με εξεμαύλισες και πήρες με μετά σου
512: και να χαθώ εκόντεψε εκ τα καμώματά σου
513: Πάντοτ' εσύ μου έλεγες πως έχεις τόση γνώση,
514: και τώρα ο κυρ γάδαρος εμάς να ταπεινώσει!
515: Δεν έχω για την γνώσιν του ουδέ την πονηρίαν,
516: αμ' έχω πως εγέλασε εμάς, τα δυο θερία»
517: Εκείνη αποκρίθηκε: «Σύντεκνε, να κατέχεις,
518: κανένα δίκιο εις αυτό ηξεύρω πως δεν έχεις
519: Η γνώσις έναι πανταχού στον κόσμον διασπαρμένη
520: κι εις άπαντας η φρόνεσις έναι διασκορπισμένη
521: Καλά και έναι γάδαρος και καταφρονεμένος,
522: ανέν και κακορίζικος και καταδικασμένος,
523: είδεν ο Θιος την αδικιά και την κακογνωμιά μας,
524: την ανομίαν την πολλήν και την συκοφαντιά μας,
525: και νόησιν του έδωσε αντάμα με την γνώση,
526: διχώς να ξεύρει μάθημα και γράμμα ν' αναγνώσει,
527: και ρήτορας εγίνηκε να μας καταμιτώσει
528: και μες από τα χέρια μας να φύγει, να γλυτώσει
529: Και όχι μόνον έφυγε, μα κι εκοπάνισέ μας,
530: ανόητους μας έδειξε κι εκατασβόλωσέ μας
531: Επήρε και τα ρούχα μας και εξεγύμνωσέ μας,
532: επήρε μας και την τιμήν κι εκατεντρόπιασέ μας»
533: Χαρά σ' εσέν, κυρ γάδαρε, και με την φρόνεσή σου,
534: γιατί με γνώσιν έφυγες, με την προτίμησή σου
535: Ω γάδαρε, κυρ γάδαρε, γάδαρος πλιο δεν είσαι,
536: πρέπει σου 'ς τούτο πόκαμες πάντοτε να 'παινείσαι
537: Θαρρώ για τούτο και πολλοί γάδαρον δεν σε κράζουν,
538: αλλά ως τιμιότερον Νικό σε ονομάζουν
539: Το όνομα εκέρδισες αυτό με πονηρία
540: και την ζωήν σου έγλυσες απ' αύτα τα θηρία