Ατσίδα
|
Η αρχαία ἴκτις ή ικτίδα έγινε
ατσίδα με τροπή του «ι» σε «α» και τσιτακισμό =
ατσίδα, (όπως και το φυτό γαλακτίδα γίνεται γαλατσίδα). Η ατσίδα ή το
ατσίδι: η ικτίς ή η ίκτις, άγρια γαλή ή γάτα, νυφίτσα, κουνάβι ή κουνάδι.
Αγγλικά το
κουνάβι λέγεται: ferret ή marten (δενδροκούναβο) ή badger ή fitch ή stoat.
Η φερομένη ως συνώνυμη «νυφίτσα» λεγεται Least Weasel και η επιστημονικη
ονομασια της είναι Mustela nivalis |
Ίκτις ή κουνάβι πιθανως η ατσίδα. |
Αλλά και «ο ατσίδας,» κατά τον Κ. Μπαλαφούτη στην : Ο ατσίδας είναι είδος κουναβιού με πολύ δυνατή όσφρηση.
Ετσι εντοπίζει εύκολα τη νύχτα τις κότες που όταν τις βρεί τις πνίγει
και τους ρουφάει το αίμα. Είναι παμφάγο και τρώει σταφίδες, σύκα και
όλα τα φρούτα που υπάρχουν στους κήπους. Πιό πολύ μοιάζει με το κουνάβι
ή το σκίουρο [γκρί-καφετί]. |
Το γνωστό νυκτόβιο ζώο είναι δεινός κυνηγός των ποντικών
και άλλων τρωκτικών κι έτσι ελέγχει τους πληθυσμούς τους. Η ατσίδα διακρίνεται
πολύ εύκολα: το χρώμα της είναι καφέ-γκρι και το χαρακτηριστικό της γνώρισμα
είναι η διπλή άσπρη κηλίδα που έχει στο στήθος και στο λαιμό. Έχει μήκος
σώματος περίπου 50 εκατοστά και φουντωτή ουρά μήκους 25 εκ.
Παρομοιώσεις
Μεταφορικά
σημαίνει τον πανούργο , πανέξυπνο και πονηρό άτομο (συνώνυμα: αλεπού,
σαϊνι, αετός, γάτα, τσάκαλι).
Παρεμπίπτον Σχόλιον
Το κουνάβι δεν έχει δώσει δείγματα εξυπνάδας στην Ελληνική Γραμματεία,
ουτε και αυτοί που το συντηρούν ως κατοικίδιο. Σ΄αυτους οι κτηνίατροι
συνιστούν οτι οι πρωκτικοί αδένες των κουναβιών, οι υπεύθυνοι για τη
χαρακτηριστική μυρωδιά, πρέπει να αφαιρούνται σε μικρή ηλικία. Αυτο σημαίνει
πως τα κουνάβια σε άγρια κατάσταση βρωμάνε κι΄ολας (δες ).
Επειδή είναι και νυκτόβιο λίγοι το ξέρουν ή το έχουν δεί.
Συμπέρασμα:
Τα κουνάβια δεν είναι καλοί υποψήφιοι για
κολακευτικές παρομοιώσεις, καί το «ατσίδα» είναι μαλλον κολακευτικό ή
τουλάχιστο θαυμαστικό. Ίσως
αντί από το ἴκτις το «ατσίδα» να
προήλθε απο το ικτίνος > ικτινίς (Θηλ) >
ικτίς που
είναι ένα είδος γερακιού (κν. περδικογέρακο) και που έδοσε και
το όνομα σε ένα από τους αρχιτέκτονες του Παρθενώνα. Η λέξη ικτίνος απαντάται
18 φορές στα αρχαία ελληνικά κείμενα και η ικτίς καμία. Μόνον ο Όμηρος
μιλάει για «κτιδέην κυνέην» περικεφαλαια εκ δερματος ικτίδος. Ο δε Ησύχιος
αναφέρει οτι η λέξη ειναι «κτίς» με προθεμα «ι» . Στην εικόνα ο Ικτίνος
ή Ίκτινος ή περδικογέρακο (Milvus Regalis).Ο Σταματάκος αναφέρει οτι
υπάρχει μια εκδοχή (χωρίς να αναφέρει την πηγή) το «ικτίς» να προέρχεται
απο το «ικτίνος», λόγω της ομοιότητας τών χρώματων του ζώου με εκείνα
του πτηνού. Την εκδοχή θεωρεί πιθανή και ο Μπαμπινιώτης. Ο Αριστοφάνης
Ἱεροκλῆς:
φράζεο δὴ μή πώς σε δόλῳ φρένας ἐξαπατήσας ἰκτῖνος μάρψῃ.
ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ
Προσεξε μήπως με δόλο απατώντας το νου σου, κανένα περδικογέρακο αρπάξει
Αριστοφάνης - Ειρήνη 1063
Φράσεις
Αποσπάσματα της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας μας περιγράφουν τον ικτίνο
ως έχοντα αγχίστροφον και σχέτλιον ήθος
Men.926; “ἰκτίνου ἀγχιστρόφου ἦθος”
Thgn.1261; “φεύγεις ἰκτίνου
σχέτλιον ἦθος ἔχων”
ἢν δὲ ἁρπάσῃ ποτὲ ἰκτῖνος ἤτοι σπλάγχνα ἢ τῶν κρεῶν,
νενόμισται τῷ θύοντι οὐκ αἴσιον εἶναι τὸ σημεῖον.
Παυσανίας - Ηλιακών
Α 5.14
Αισώπου μύθοι
|