Επιστημονική ονομασία
σκόμβρος ιαπωνικός ο κολίας, scomber japonicus colias οικ. σκομβρίδες f. scombridae
Εγκυκλοπαιδικά
Συγγενεύει με τό σκουμπρί, πολλοί δεν τούς ξεχωρίζουν(*), μήκος 45-30 εκ. και τα δύο είδη
χρώμα: γαλαζοπράσινη ράχη, πολύ γυαλιστερή με σκόρπιες, λεπτές ημικυκλικές γραμμές καθώς καί μιά πιτσιλωτη σ' όλο το μάκρος του σε κάθε πλευρό· μάτια γαλάζια πολύ σκούρα, ή κοιλιά του άσπρουδερή.
Τό σώμα του εχει σχεδόν κυκλική τομή. Ανάμεσα στά μάτια μιά στενή λουρίδα στήν περιοχή του κρανίου είναι διάφανη, φαίνουνται από μέσα τα οπτικά νεύρα. Τα λέπια του είναι πιο μεγάλα στο θώρακα παρά στο υπόλοιπο σώμα του. Μεσα στή στοματική του κοιλότητα έχει νηκτική κύστη αρκετά μεγάλη πού συνδέεται με τό πεπτικό του σύστημα.
Διαφορές με τό σκουμπρί που διακρίνονται αμέσως: Οι γραμμές στή ράχη του σκουμπριού είναι πολύ έντονες. σκούρες και κυματιστές. Οχι πιτσιλωτές. Ή λουρίδα τού κρανίου είναι σκούρα. Δεν έχει νηκτική κύστη.
Οι κολιοι είναι ψάρια πελαγίσια, κυνηγούν κοπαδιαστά μικρόψαρα καθώς καί τα κοπάδια της σαρδέλας πού είναι ή καλύτερη τους τροφή.
Είναι άφθονοι στην Ανατολική Μεσόγειο, τους ψαρεύουν με τό γρι-γρι ή ανεμότρατες, πιάνουνται καί με συρτή καί με τσαπαρί, κάπως ανοιχτά άπ' τήν ακτή. Tό καλοκαίρι καί τό φθινόπωρο είναι αύγωμένοι καί όλόπαχοι, τούς λένε τότε καί λιπαρίτες , τους παστώνουν.
Οί άπαχοι ανοιξιάτικοι ξεραίνουνται (ο κολιός ανοιγμένος στα δύο, αλατισμένος και μερικώς αποξηραμένος στον ήλιο, είναι γνωστός ως λιόκαυτο ή γούνα) όπως καί τά σκουμπριά, που είναι οί γνωστοί τσίροι.
(*) Ο Αριστοτέλης αναφέρεται στην ομοιότητα του κολιού με το σκουμπρί, αλλα διευκρινιζει ότι το πρώτο του ραχιαίο πτερύγιο του κολιού έχει λιγότερες ακτίνες από εκείνες του σκουμπριού.Πράγματι έχει 7 αντί για 9. Εκτός αυτού, οι κάθετες ραβδώσεις της ράχης του κολιού είναι πιο μουντές και φέρει επιπλέον κηλίδες στην κοιλιακή του χώρα.
Παροιμίες
Κολιός και κολιός απο ένα βαρέλι.
Προφανώς εννοεί τους λιπαρίτες.
- Πρβλ. Ο ομοιος στον ομοιο [ταιριάζει], κι η κοπριά στα λάχανα.
- Βρήκε ο γύφτος τη γεννια του κι΄αναγάλιασ΄η καρδιά του.
- Κυλισε ο τεντζερης και βρήκε το καπάκι.
Κάθε πράγμα στον καιρό του κι ο κολιός τον Αύγουστο.
Ανάλογο αλλα και πιό εκτεταμένο, το βιβλικό:
Τοις πᾶσι χρόνος καὶ καιρὸς τῷ παντὶ πράγματι ὑπὸ τὸν οὐρανόν. 2 καιρὸς τοῦ τεκεῖν καὶ καιρὸς τοῦ ἀποθανεῖν, καιρὸς τοῦ φυτεῦσαι καὶ καιρὸς τοῦ ἐκτῖλαι τὸ πεφυτευμένον, 3 καιρὸς τοῦ ἀποκτεῖναι καὶ καιρὸς τοῦ ἰάσασθαι, καιρὸς τοῦ καθελεῖν καὶ καιρὸς τοῦ οἰκοδομεῖν, 4 καιρὸς τοῦ κλαῦσαι καὶ καιρὸς τοῦ γελάσαι, καιρὸς τοῦ κόψασθαι καὶ καιρὸς τοῦ ὀρχήσασθαι, 5 καιρὸς τοῦ βαλεῖν λίθους καὶ καιρὸς τοῦ συναγαγεῖν λίθους, καιρὸς τοῦ περιλαβεῖν καὶ καιρὸς τοῦ μακρυνθῆναι ἀπὸ περιλήψεως, 6 καιρὸς τοῦ ζητῆσαι καὶ καιρὸς τοῦ ἀπολέσαι, καιρὸς τοῦ φυλάξαι καὶ καιρὸς τοῦ ἐκβαλεῖν, 7 καιρὸς τοῦ ρῆξαι καὶ καιρὸς τοῦ ράψαι, καιρὸς τοῦ σιγᾶν καὶ καιρὸς τοῦ λαλεῖν, 8 καιρὸς τοῦ φιλῆσαι καὶ καιρὸς τοῦ μισῆσαι, καιρὸς πολέμου καὶ καιρὸς εἰρήνης.
Εκκλησιαστής Κεφ. 3. στ. 1-8
Ομόηχα
κολοιός
Ο αρχαίος κολοιός ή καλλιακουδα, Αγγλικα: jackdaw, Corvus monedula
κολεός
Περίπου ομόηχος αλλά και πλήρως γενεσιουργός είναι ο κολεός, η θήκη του ξίφους, το θηκάρι.
Ο Ευριπίδης για παράδειγμα λέει:
Ταλθύβιος
... εἶτ᾽ ἀμφίχρυσον φάσγανον κώπης λαβὼν ἐξεῖλκε κολεοῦ,
Μετά αφού έπιασε από τη λαβή ολόχρυσο σπαθί το έβγαλε από το θηκάρι.
Ευριπιδης -Εκάβη
Euripides. Euripidis Fabulae, ed. Gilbert Murray, vol. 1. Oxford. Clarendon Press, Oxford. 1902.
Η λέξη κολεός έχει πολλές σημασίες:[300]
- Κολεός(ο) κ. νεώτερο. Το αρχ. κολεόν (τό) , το θηκάρι, τό φηκάρι :
- νεώτερο. Ζωολογία. Τό σκληρο περίβλημα του πρώτου ζεύγους των πτερύγων των κολεοπτέρων εντόμων, τό λεγόμενο έλυτρο
- νεώτερο. Ανατομία . Ο μεταξύ αιδοίου καί μήτρας ιvoμυώδης σχισμοειδής πόρος των έσω γεννητικών οργάνων τής γυναικός, κόλπος. σχετ. Παθηση κολεοσπασμός ητοι σπασμώδης συσφιγξις του κολεού γυναικος αλλως κολπισμός.
Σχηματική ομοιότητα με τήν θήκη του ξἰφους.
Φαίνεται πως και το ψάρι έχει αρκετή ομοιότητα με τήν θήκη (κολεός) του ξίφους (πέους) και πιθανότατα το όνομα να ετυμολογείται απο τον αρχαίο κολεό =θηκάρι. (και οχι φυσικά από τον αρχαίο κολοιόν την καλλιακούδα, ο Μπαμπινιώτης θεωρεί τον κολιό λανθασμένη γραφή του κολοιός. Αλλά πρόκειται γιά ένα πουλί και ένα ψάρι, (Πετάει , πετάει ο κολιός;).
- λάρναξ, υδρία : στάμνα Ήσύχιος.
- Λανθασμένα αντί του κολιός
- νεώτ. Βοτανολογια. γένος χειλανθών φυτών
- κουλεός(ό[ η θήκη τής καρδίας, τό περικάρδιον : Ίπποκράτης .Καρδ.3.
Προς άρσιν των παρεξηγήσεων
Ο Αριστοτέλης ανέφερε
δοκεῖ γὰρ τοῖς μὲν τὸ ὅμοιον τῷ ὁμοίῳ εἶναι φίλον, ὅθεν εἴρηται“ὡς αἰεὶ τὸν ὅμοιον ἄγει θεὸς ὡς τὸν ὅμοιον(α) :καὶ γὰρ κολοιὸς παρὰ κολοιόν:” “ἔγνω δὲ φώρ τε φῶρα, καὶ λύκος λύκον.”
Αριστοτέλης -Ηθικά Ευδήμεια 7.1235a
Aristotle. Aristotle's Eudemian Ethics, ed. F. Susemihl. Leipzig: Teubner. 1884.
(α) ΟΜΗΡΟΣ-Οδύσσεια 17.218
Οι παροιμίες διαδίδονται από στόμα με στὀμα και οι άνθρωποι του λαού δεν διάβαζαν βεβαίως τα "Ηθικα Ευδήμεια" έτσι ο κολοιός-πουλί έγινε ο ομόηχος κολιός-ψάρι. Αφου ο κολοιός-πουλί στην Δημώδη γλώσσα λέγεται καλιακούδα.
Τα κορακοειδη (βλ. εικονα παραπανω) φημίζονται για την συμπάθεια τους προς τους ομοφύλους τους. Πρβλ. Το «κορακας κοράκου μάτι δεν βγάζει». Ετσι πίστεψαν πως ο κολιος το ψάρι ως συστεγαζόμενος σε κοινό βαρέλι με τους ομοίους του θα είναι και ο κολιός της αρχαίας παροιμίας «κολοιὸς παρὰ κολοιόν».
Οι σκόμβροι (σκουμπριά) και οι συγγενεἰς τους (κολιοί) συνήθως ξηραίνονται για να συντηρηθούν και σπανιότερα παστώνωνται όπως οι σαρδέλλες σε βαρέλια. Ομως είναι πλέον ψόφιοι και δεν μπορούν να δώσουν δείγματα συμπεριφοράς παρά μόνον εμφανισιακής ομοιότητας. Είναι λογικό, κατα το πάστωμα, να βαζανε τους ομοιους σε μέγεθος σε χωριστά βαρέλια. Αρα οι κολιοί απο ένα βαρέλι είναι απολύτως όμοιοι. Αυτό δηλαδή που υπαινίσεται η παροιμία «κολιός και κολιός από ένα βαρέλι.».
Ο κολιός, ήταν το αγαπημένο ψάρι των Κωνσταντινουπολιτών, έδεναν ανά δυο τους κολιούς, τους βύθιζαν στο αλάτι 10 ώρες, στη συνέχεια, στο θαλασσινό νερό άλλες 10 ώρες και μετά στον ήλιο να ξεραθούν. Πριν την κατανάλωση θέλουν καψάλιασμα να φύγει η πέτσα ενώ σερβίρονται με ελαιόλαδο, ξύδι και άνηθο ή τηγανητοί σε κουρκούτι με σκορδαλιά. Συνοδεύουν, όμως, τέλεια και όσπρια ειδικά στη Λέρο που θεωρούνται σήμα κατατεθέν με φακές και φασολάδα.
ΠΗΓΗ
|