Υπογλώσσιο #33

ΧΟΡΗΓΕΙΤΑΙ ΧΩΡΙΣ ΙΑΤΡΙΚΗ ΣΥΝΤΑΓΗ

Τα «υπογλώσσια» είναι μικρές φράσεις ή λέξεις υπαρκτές στην Ελληνική γλώσσα και που το νόημά τους δεν μας είναι ακριβώς γνωστό, είναι δηλαδή και υπογνώσια. Θα γράφω τέτοια συχνά για να διαβάζονται εύκολα και μην ξεχνιώμαστε.
Οι παραπομπές στη βιβλιογραφία βρίσκονται στο τέλος της σελίδας
Φράσεις
ΕΙΣΑΓΩΓΗ Αυτό το υπογλώσσιο συνειφέρει στα Δυσκόλως εννοούμενα  
Κάποιος φούρνος θα γρεμίστηκε[1]

Παλιά, τα σπίτια ενός χωριού μετριόντουσαν με τους φούρνους τους. Οι χωρικοί, δηλαδή, δεν έλεγαν ότι το χωριό μου έχει τόσα σπίτια αλλά «τόσους φούρνους», επειδή κάθε σπίτι είχε και το δικό του φούρνο, για να ψήνει το ψωμί του. Όταν λοιπόν στα χωριά αυτά πέθαινε κανένας νοικοκύρης, οι φίλοι του έλεγαν ότι φούρνος του μπάρμπα γκρέμισε. Με αυτη τη φράση εννοούσαν ότι με το θάνατο το αρχηγού της οικογένειας, το σπίτι γκρέμιζε, χανόταν. Από αυτη τη μεταφορική φράση βγήκε η έκφραση «κάποιος φούρνος θα γκρεμίστηκε». Λέμε, όταν μας επισκέπτεται κάποιος, που έχουμε να δούμε πολύ καιρό η όταν θυμάται κάποιος να μας πάρει τηλέφωνο, αφού περάσει αρκετά μεγάλο χρονικό διάστημα από τη τελευταία φορά που μιλήσαμε. Τέτοιοι άνθρωποι εμφανίζονται η τηλεφωνούν όταν έχει συμβεί κάποιος θάνατος.

 
Έμεινε στο ράφι[1] Στην Βυζαντινή εποχή υπήρχε μια συνήθεια, που σώζεται ακόμη σε πολλά μέρη της Ελλάδας. Τα παλιά οικογενειακά κειμήλια, να τοποθετούνται σε ράφια για στολισμό. Από τη συνήθεια αυτή προήλθε και η φράση: "αυτή έμεινε στο ράφι"... δηλαδή έχει γεράσει τόσο πολύ, ώστε μπορεί να τοποθετηθεί στο ράφι μαζί με τα παλιά οικογενειακά αντικείμενα.  
Απο τζάκι

Το τζάκι είναι η αρχαία εστία. Χώρος όπου άναβαν φωτιά για να μεγειρέψουν και να ζεσταθούν. Οταν ειχε κρύο όλη οικογένεια μαζευόνταν γύρω από το τζάκι. Ετσι το τζάκι κατάντησε να σημαίνει την οικογένεια (βλ και Κάποιος φούρνος θα γρεμίστηκε παραπάνω) .

Ετυμολογία

Το τζάκι προέρχεται απο το τουρκικό ocak (προφέρεται οτζάκ) και σημαινει εστία. Το οτζάκ απέβαλε, το αρχικό όμικρον και πήρε το κλασικό εξελληνιστικό και εξουδετερωτικό γιώτα στο τέλος. (πρβ. σοτζούκ=σουτζούκι, μπατζάκ=μπατζάκι, ιμπρίκ=μπρίκι, σαντζακ=σαντζάκι κλπ κλπ)

Φράσεις

Φωτιά στα οτζάκια μας που ίσως να δημιουργησε, απο παράκουσμα, το «φωτιά στα μπατζάκια» μας.

Στα τουρκικά "μπατζάκ"ι σημαίνει κνήμη, πόδι. "[Πήραν] φωτιά τά μπατζάκια μας" θα ήταν η αρχική εκφραση, κάτι αντίστοιχο με το αμειγώς Ελληνικόν "πήραν φωτιά τα πόδια του" που έχει την σημασια "άρχισε να τρέχει", "ενεργεί βιαστικά προκειμένου να προλάβει". Κατ΄επέκταση: "Μπήκε σε μπελάδες, σε μεγάλες φουρτούνες". Επειδή όμως συνήθως τέτοιους μπελάδες δεν τους προκαλούμε μόνοι μας, αλλά μας τους "χώνουν" άλλοι, η τελική έκφραση που ζεί μέχρι σήμερα είναι "[Βάλαν] φωτιά στα μπατζάκια μας"

Κοπέλα απο τζάκι = Καλής οικογενείας, ευγενής.

Τα μεγάλα τζάκια = Οι προύχοντες, οι επιφανείς οικογένειες. πχ. Την Ελλάδα κυβερνουν 3-4 μεγάλα τζάκια πολιτικων.

ΤΖΑΚΙΑ

Σχόλιο

Οπως το τζάκι έτσι και το «καπνός» , σημαινε την εστία που κάπνιζε άρα κάθε νοικοκυριο. «Καπνικόν» ονόμαζαν στο Βυζάντιο τον «καπνικό φόρο» (με την εννοια της φορολογίας). Άμεσος, τακτικός και σημαντικός φόρος που βάρυνε το κάθε νοικοκυριό. Πρόκειται για ένα παλιό φόρο, ο οποίος πιθανώς στα ύστερα βυζαντινά χρόνια να επιβάρυνε μόνο τους αγρότες ή τους παροίκους (εξαρτημένους γεωργούς). Το 810 μ.Χ., προκάλεσε μεγάλη εντύπωση η απαίτηση του αυτοκράτορα Νικηφόρου να πληρώσουν οι πάροικοι των ευαγών ιδρυμάτων, των εκκλησιών και των μοναστηριών, το φόρο αναδρομικά από τον πρώτο χρόνο της βασιλείας του.

Ο φοροεισπράκτορας του καπνικού λεγόταν καπνικάριος ή καπνικάρις. Η γνωστή εκκλησία Καπνικαρέα εχει ως κτίτορα κάποιον τέτοιον φοροεισπράκτορα.

Αντιθέτως ο «κεφαλικός φόρος» αφορούσε άτομα και οχι οικογένειες.

 

Ποιηση

Το τζακι με την κυριολεκτική του σημασία ενέπνευσε τους ρομαντικούς ποιητές που έγραφαν στίχους σαν κί αυτούς του Δημοτικού Σχολείου:

Στη γωνιά μας κόκκινο τ΄αναμένο τζάκι
τούφες χιόνι πέφτουνε στο παραθυράκι.

ή το παλιο του Κ. Κοφινιώτη που τραγουδούσε η Νινή Ζαχά:

Κοντά στο τζάκι
αγκαλιά στην πολυθρόνα
θα 'χουμε άνοιξη
στις νύχτες του χειμώνα

Το παραδοσιακό νησιώτικο που τραγούδησε ο Πάριος

Δεν είμ' από ψηλή γενιά κι από μεγάλο τζάκι
μα τη ζωή μου τη γλεντώ μικρό κοπελουδάκι.
Να γλεντάς δεν είναι κρίμα
και να παίζεις με το κύμα

κι΄αλλο παραδοσιακό παραπέμπει στήν μεταφορική σημασία του τζακιού

Χέρι να μην απλώσεις στο φουστανάκι μου
γιατί ειμ’ αρχοντοπούλα, βαρύ το τζάκι μου.

 

κούτσουρο

κουτσο-

[μσν. κούτσουρον ίσως < *κόψουρον `με κομμένη ουρά΄ < θ. κοψ- (κόπτω, κόβω) + ουρ(ά) -ον (σύγκρ. κουτσο-)]

το πρόθεμα «κουτσ- », απο το κόπτω, δηλώνει μικρή ποσότητα, ημιτελή εργασία, τραυμάτισμενο ή ακρωτηριασμνο μέλος, κατεστραμένο πράγμα.

απαντά στα κουτσαύτης, κουτσονόρα, κουτσοβράκης, κουτσομύτης=ρινότμητος, κουτσοδόντης, κουτσουλιά, κουτσούβελο,κουστοφλεβαρος, κουτσοβολεύομαι, κουτσοπίνω, κλπ.

Οχι ομως στο κουτσόβλαχος που ειναι απο το Τουρκικο Κιουτσουκ=μικρη Βλαχία )

κομματι απο κορμο δέντρου που καιμε στο τζάκι

Το τουρκικό κουσούρι = ελάττωμα1. ελάττωμα στην κατασκευή, μειονέκτημα: Tο φόρεμα έχει ένα ~ στο γιακά. Kάποιο κουσούρι θα έχει το αυτοκίνητο για να πουλιέται τόσο φτηνά. || μικρή σωματική αναπηρία: Kουτσαίνει ελαφρά και νομίζει πως όλοι προσέχουν το κουσούρι του. 2. κακή συνήθεια, ελάττωμα: Έχει το κουσούρι να τρώει τα νύχια της. Έχει χιλιάδες κουσούρια, αλλά την αγαπώ. [τουρκ. kusur (από τα αραβ.) -ι] , μάλλον δεν σχετιζεται με το κούτσουρο.

Φράσεις

  1. Kοιμήθηκα σαν κούτσουρο
  2. Ριξε ένα κούτσουρο στη φωτιά.
  3. Έμεινε στην ίδια τάξη, γιατί ήταν κούτσουρο
 
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ 1. http://www.paidika.gr  

Copyright 2011© Αρης Στουγιαννίδης www.stougiannidis.gr