ΠΟΝΤΙΑΚΗ ΔΙΑΛΕΚΤΟΣ

Γεωγραφικός χώρος.

Ή ποντιακή ή ποντική διάλεκτος ήταν ή μορφή της Ελληνικής πού μιλούσαν οί ελληνόφωνοι κάτοικοι του ανατολικού τμήματος της μικρασιατικής παραλίας τού Ευξείνου Πόντου καί σέ αρκετή εκταση της αντίστοιχης ενδοχώρας, συνολικά σέ 800 οικισμούς (πόλεις, κωμοπόλεις και χωριά). Τό δυτικώτερο σημείο τής ποντιακής διαλέκτου ήταν η παραθαλάσσια πόλη Ίνέπολη καί τό ανατολικότερο αι Αθήναι τής Κολχίδας. Άπό τήν Ίνέπολη μέχρι τήν παραλιακή πόλι Οινόη, ή ποντιακόφωνη ζώνη ήταν ασυνεχής, γιατί παρεμβάλλονταν εκτάσεις τουρκόφωνες, άλλά καί στή συμπαγή ποντιακή περιοχή συγκατοικούσαν καί τουρκόφωνοι πληθυσμοί. Τά ποντιακά τά μιλούσαν καί σέ μερικά χωριά τής μικρασιατικής (καππαδοκικής κυρίως) ενδοχώρας, όπου είχαν έγκατασταθή μεταλλωρύχοι Πόντιοι. Επίσης τά μιλούσαν σέ παραμεθόριες μέ τήν Τουρκία καυκασιανές περιοχές (Κάρς, Βατούμ κ.ά.). Τό ιδίωμα των ελληνοφώνων τής νοτίου Ρωσίας (περιοχή τής πόλεως Ζντάνοφ, τέως Μαριούπολη) λέγεται κριμαιορωμέϊκη ή κριμαιοταταρική διάλεκτος, γιατί οί φορείς της έμεναν μέχρι τό 1778 στήν Κριμαία. Είναι ένα μικτό ιδίωμα μέ ποντιακά καί βορειοελλαδίτικα στοιχεία. Μετά τήν ανταλλαγή των πληθυσμών μεταξύ Ελλάδος καί Τουρκίας τό 1922, όσοι Πόντιοι γλύτωσαν άπό τήν τουρκική σφαγή εγκαταστάθηκαν στήν Ελλάδα, κυρίως στίς περιφερειακές συνοικίες των μεγάλων πόλεων (Αθήνας, Πειραιά, Θεσσαλονίκης), άλλά καί σέ συμπαγείς κατά τό μάλλον ή ηττον οικισμούς στήν ύπαιθρο τής Μακεδονίας καί τής Θράκης. Άπό τότε ο όρος ποντιακή διάλεκτος έχασε τό γεωγραφικό του περιεχόμενο. Τά ποντιακά εξακολουθούσαν νά τά μιλούν οί Πόντιοι πρόσφυγες στίς νέες τους εστίες μέχρι τά τελευταία χρόνια, οπότε, κάτω άπό τήν έπίδραση τής κοινής νεοελληνικής κοντεύουν πιά νά σβήσουν εντελώς, άφού πέρασαν τό στάδιο τής αλλοιώσεως καί φθοράς (άνάμιξη μέ άλλα ντόπια ή μικρασιατικά ιδιώματα).· Στήν Τουρκία υπάρχουν μέχρι σήμερα Πόντιοι μουσουλμάνοι, στόν Όφι καί στήν Τόνγια, πού μιλούν ακόμη τά ποντιακά ανεπηρέαστοι άπό τήν κοινή νεοελληνική, άλλά μέ αναπόφευκτη έπίδραση τής τουρκικής.

Χαρακτήρας τής ποντιακής διαλέκτου.

Ή σχεδόν τρισχιλιετής ελληνικότητα τής περιοχής τού Πόντου, ό έντονος βυζαντινός - ακριτικός βίος των μεσαιωνικών κατοίκων του, τό πάντα υψηλό ελληνικό πατριωτικό φρόνημα, ή συντηρητικότητα των ελληνικών ηθών καί εθίμων τής ελληνικής αυτής γωνιάς, άλλά καί ή έντονη τουρκική γλωσσική έπίδραση τίς τελευταίες εκατονταετίες, έδωσαν τήν ιδιομορφία σέ ό,τι τό ποντιακό καί ιδιαίτερα στή διάλεκτο τής περιοχής, πού τόσο ξεχωρίζει άπό τήν κοινή νεοελληνική καί άπό τά άλλα τοπικά νεοελληνικά ιδιώματα στήν ακουστική έντύπωση καί στήν κατανόηση άπό τούς μή Ποντίους. Καί είναι γνώριμη στους Πανέλληνες ή διάλεκτος αυτή χάρη στά δημοτικά τραγούδια πού συχνά μεταδίδουν Πόντιοι λαϊκοί τραγουδιστοί άπό τό ραδιόφωνο καί τήν τηλεόρασηι καί άπό τίς τοπικές γιορτές πού τό πάντα ζωντανό ποντιακό στοιχείο τής διασποράς δεν παραλείπει νά συνεχίζει μέ τό έντονο ποντιακό χρώμα. Αρχαϊσμοί (ιωνικά καί βυζαντινά στοιχεία) συμπλέκονται μέ τούς τουρκισμούς στήν ποντιακή διάλεκτο, όπως τό υφάδι μέ τό στημόνι στό πανί. Βέβαια τά τούρκικα δέν έφθειραν τήν ελληνική διάλεκτο τού Πόντου στόν βαθμό πού έφθειραν τά ελληνικά τής Καππαδοκίας, όμως καί στήν ποντιακή οί τουρκισμοί είναι έντονοι. Από τήν άλλη μεριά πάλι ό ελληνικός χαρακτήρας τής διαλέκτου είναι πολύ πιό εμφανής άπό όσό είναι στά καππαδοκικά ελληνικά. Αρμένικα στοιχεία στήν ποντιακή εΐναι πολύ λίγα. Επίσης πολύ λίγες λέξεις της φαίνεται ότι προέρχονται άπό τίς παλιές ντόπιες γλώσσες, όπως ή κολχική, ή γλώσσα τών Χαλύβων κ.ά. Πρέπει νά μελετηθή συστηματικά ή σχέση τής ποντιακής μέ τίς άλλες γλώσσες τής περιοχής καί όχι μόνο μέ τά τούρκικα. Στά ποντιακά τών ρωσικών εδαφών (καρσιλίδικα, ποντιακά τής Κριμαίας - Ζντάνωφ) υπάρχουν καί μερικές ρωσικές λέξεις.

Υποδιαίρεση τής ποντιακής.

Ό γεωγραφικός χώρος πού μιλούσαν τά ποντιακά στή Μ. Ασία ήταν αρκετά μεγάλος, ώστε ν' αναπτυχθούν μέσα σ' αυτόν διαλεκτικές διαφορές κατά τόπους.Έτσι βασικά μπορούμε νά ξεχωρίσουμε τρεις μεγάλες διαλεκτικές ομάδες: τά οίνουντιακά (Οίνόη, Άνω Αμισός, Ίνέπολι, Σινώπη), πού είχαν (κυρίως στήν Ινέπολι) αρκετή έπίδραση άπό τήν κοινή νεοελληνική μέσω Κωνσταντινουπόλεως, τά τραπεζουντιακά (Τραπεζούντα, Κερασούντα, Ριζούντα, Σούρμενα,Όφις, Αιβερά, Τρίπολη, Ματσούκα) καί τά χαλδιώτικα (επαρχία Χαλδίας, Άργυρούπολη, Σάντα, Κρώμνη, Κοτύωρα, Νικόπολη. ελληνόφωνα χωριά τής περιοχής Κολονίας, γύρω άπό τόν ποταμό Αύκο, τά χωριά τών Ποντίων μεταλλωρύχων τής Καππαδοκίας κ.λ.π.). Τή διαίρεση αυτή τήν οφείλουμε στόν Μαν. Τριανταφυλλίδη, ό όποιος προσθέτει πως τα Χαλδιώτικα είναι περισσότερο από τίς άλλες δύο επηρεασμένα άπό τήν τουρκική γλώσσα καί έχουν αρκετή σχέση μέ το ιδίωμα των Φαράσων της Καππαδοκίας. Μιά άλλη διαίρεση της ποντιακής είναι σέ ιδιώματα πού διατηρούν τό τελικό ν καί σ' εκείνα πού τό έχουν αποβάλει. Μία τρίτη τά χωρίζει σ' αυτά πού διατηρούν τά άτονα ι καί ου καί σ' εκείνα πού τά χάνουν.

Γενικά χαρακτηριστικά της ποντιακής.

Θά χρειαζόταν ολόκληρη πραγματεία γιά νά περιγράψουμε τήν ποντιακή διάλεκτο καί τίς τοπικές διαφορές της. Περιοριζόμαστε εδώ στίς βασικές ίδιορυθμίες της γιά νά μήν απομακρυνθούμε πολύ από τήν εκλαϊκευτική μορφή του βιβλίου. Ή ποντιακή διάλεκτος γνωρίζει τά παχιά συριστικά (όπως τά ch καί j της γαλλικής) καί τό παχύ χ (όπως τό κρητικό) πού πολλές φορές γίνεται κι αυτό παχύ σ (chépiv =χέρι). Επίσης γνωρίζει τό ανοιχτό ε (σάν τό γερμανικό a περίπου) πού προέρχεται τίς περισσότερες φορές άπό συναλοιφή της φωνηεντικής ακολουθίας εά καί ιά (βασιλίδες — βασιλιάδες). Αντίθετα οί ακολουθίες έα καί ία μένουν άσυνίζητες {φωλέα, παντρεία, παιδία= φωλιά, παντρειά, παιδιά). Χαρακτηριστικό φαινόμενο της ποντιακής προφοράς είναι ή διατήρηση τής αρχαίας προφοράς του η σάν ε (νύφε, Γιάννες, πεγάδιν, εγάπεσα, κλέφτες, Σαντέτες = νύφη, Γιάννης, πηγάδι, αγάπησα, κλέφτης, ό κάτοικος τού χωριού Σάντα), άν καί όχι σέ όλες τίς περιπτώσεις. Σ' ένα μεγάλο μέρος του Πόντου εξαφανίζονται σέ ορισμένες θέσεις μέσα στή λέξι τά άτονα φωνήεντα ι καί ου, πράγμα πού θυμίζει τά «ήμιβόρεια» ιδιώματα του ελλαδικού χώρου. Έτσι στίς περιοχές Κοτυώρων,Όφι, Τραπεζούντας, Σεμενίου, Σάντας, Σούρμενων καί Χαλδίας άκουμε τύπους δπως κόρ', πεγάδ', τραπέζ', χωρέτ' ( χωριάτες), άκ'σον ( άκου) γίν'νταν ( γίνονταν), ενώ στόν υπόλοιπο Πόντο έχουμε κόρη, πεγάδιν, τραπέζιν, χωρέτοι, άκουσον, γίνουνταν. Επίσης σ' ένα μεγάλο μέρος του Πόντου διατηρείται τό τελικό ν (στήν Κερασούντα, τά Κοτύωρα, στή Νικόπολι καί τήν Οινόη καί σέ μικρότερο βαθμό στή Σάντα, τήν Τρίπολι, τή Χαλδία καί τήν Τραπεζούντα). Έκεϊ έχουμε τύπους όπως τό πεγάδιν, τό τραπέζιν, τό χώμαν, τό στόμαν, έρθεν καί κόνεψεν σήν πόρταν ( ήρθε καί σταμάτησε μπροστά στήν πόρτα), κ.λπ. Τά φωνηεντικά καί τά συμφωνικά πάθη είναι πολλά καί ποικίλα καί διαφέρουν κατά τόπους (στήν Ίνέπολι π.χ. άντί γιά μάτια λένε μάκια, στόν "Οφι έχουν τσιτακισμό δηλ. άντί καιρός λένε τσαιρός, κ.λπ.). "Ολα αυτά συμβάλλουν στήν αλλόκοτη ακουστική έντύπωση πού δίνει ή ποντιακή διάλεκτος καί πού μαζί μέ τίς μορφολογικές αλλοιώσεις της καί τίς τοπικές λέξεις καταντά ακατανόητη γιά τόν μή γηγενή Πόντιο. 'Άς σημειωθή ακόμη γιά τή φωνητική της ότι μέσα σέ μιά τονική ενότητα συχνά ό τόνος πέφτει στήν τέταρτη ή καί στήν πέμπτη ακόμα συλλαβή άπό τή λήγουσα. Αυτό συμβαίνει σέ κλητικές ονομάτων (Χαράλαμπε), σέ ρηματικούς τύπους, όπου αναπτύσσεται κι' ένας δευτερεύων τόνος στήν β' ή γ' συλλαβή (έκοιμούμουνέστινε = κοιμόμαστε, παρατατ.) καί σέ συνεκφορά μέ εγκλιτικά (είπεν άτον=τοϋ είπε). Άπό τή μορφολογία τής διαλέκτου σημειώνουμε ότι τά άρθρα πολλές φορές παραλείπονται μπροστά άπό λέξεις πού αρχίζουν άπό φωνήεν (άντρας -ι - μ' ερθεν =ό άντρας μου ήρθε, τ' έμόν άδελφή =ή αδελφή μου), ότι τό άρθρο τής γενικής του ένικου είναι συχνά καί γιά τά τρία γένη τή, ότι τά εμπρόθετα άρθρα στόν, στήν, στο, στά προφέρονται σόν, σήν, σό, σά, ότι ή γενική τών ονομάτων είναι πολύ εύχρηστη, ενώ σέ άλλα νεοελληνικά ιδιώματα, ιδίως στή Βόρεια Ελλάδα, έχει σχεδόν χαθει, τουλάχιστον στόν πληθυντικό. Ή υποκοριστική κατάληξη τής ποντιακής στό ουδέτερο είναι -όπον (άπό τό -όπουλον), π.χ. κορτσόπον, λαλόπον =κοριτσάκι, φωνούλα, κ.λπ. Τά θηλυκά τών ζώων καί τών άψυχων παίρνουν στόν πληθυντικό τό άρθρο τά άντί οί (τά κοσσάρας οί κότες). Τά έναρθρα αρσενικά ονόματα σέ - ος, όταν είναι υποκείμενα λήγουν σέ - ον (ό λύκον,ό διάβολον, ό Γιάννη ό Χρυσόστομον=ο λύκος, ό διάβολος, ό Γιάννης ό Χρυσόστομος). Χαρακτηριστικά είναι τά θηλυκά επίθετα σέ -έσσα (βαρέσσα, μαναχέσσα, όρφανέσσα =βαρειά, μοναχή, ορφανή). Όσο γιά τό ρήμα, θά μπορούσε κανείς νά γράψη πολλές σελίδες γιά τίς ιδιορρυθμίες του: γ' πληθ. πρόσωπο του ενεστώτα σέ -ουνταν (θάφκουνταν =θάβουνται), τά ρήματα σέ -ώνω σχηματίζονται συχνά σέ -οδμαι (άνακατούμαι =άνακατώνω), ό παθητικός αόριστος τελειώνει σέ -θα (εκοιμήθα = κοιμήθηκα), ό ενεργητικός παρατάττκός σέ -να (έπαρακάλνα = παρακαλούσα), πολλά παθητικά ρήματα τελειώνουν σέ -ίσκουμαι (μετανίσκουμαι = προσεύχομαι) κ.λπ. Άπό τά συντακτικά φαινόμενα αναφέρουμε τή θέση τής αντωνυμίας μετά τό ρήμα. περίπου όπως στήν Κρήτη : έγκα σε=σου φερα (ήνεγκόν σοι, αρχ.), τήν ψυχή μ' νά δίγω σε. τήν ψυχή μου νά σου δώσω. Ή ποντιακή διάλεκτος, άν καί γεωγραφικά βρίσκεται μακριά άπό τον νησιωτικό ελληνόφωνο χώρο, ανήκει στήν ζώνη του ειντα καί όχι του τι; (ερωτηματική αντωνυμία). Μόνο πού τό είντα αυτό οί Πόντιοι, τό προφέρουν ντό (ντό φτάς; τί κάνεις; ντό νά ίνουμαι τί νά γίνωμαι , ντο εν' άούτο; τί εΐν' αυτό;). Ή αντωνυμία αούτος ή αβούτος (αυτός) είναι χαρακτηριστική τής διαλέκτου καί γι' αυτό οί σύνοικοι τών Ποντίων άλλοι Έλληνες τούς ονομάζουν σκωπτικά Άούτηδες. Τό ποντιακά είναι καί ή μόνη διάλεκτος τής ελληνικής πού δέν γνωρίζει τό αρνητικό μόριο δέν καί χρησιμοποιεί άντί γι' αυτό τό 'κί πού προέρχεται άπό τό αρχαίο ουκί, ουχί. Τό ποντιακό λεξιλόγιο είναι πλουσιώτατο καί γεμάτο άπό περίεργες γιά τούς υπόλοιπους Έλληνες λέξεις: κουτσή ή πατσή κορίτσι, κοπέλλα, παρχάρεα=λιβάδια, ραcha = βουνά, ώτίν = άφτί, αρχ. ώτίον. ώβόν = άβγό, άνασπάλλω = ξεχνώ, άπό τό σφάλλω, τά τραγωδίας = τά τραγούδια, τ' έμόν =τό δικό μου, συνέλκος = συνομήλικος, εφάνθεν = φάνηκε, χαμαιλέτες = ό άλευρόμυλος, ποίσον = κάνε, άλλο καλλίον =καλύτερο, έξεργος = γιορτάσιμη ημέρα, όκνέας = τεμπέλης, κ.ά.

Βιβλιογραφία

1070 ΝΙΚΟΛΑΟΣ Γ. ΚΟΝΤΟΣΟΠΟΥΛΟΣ (Συντάκτης του Ιστορικού Λεξικού της Ακαδημίας Αθηνών, δ.Φιλολόγος.) - ΔΙΑΛΕΚΤΟΙ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΑ ΤΗΣ ΝΕΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ - ΑΘΗΝΑ - 1981

Copyright © 2011 - Aris Stougiannidis 05-10-2011