Τα περί επιταφίου ... Μύθος!

 

Η παράδοση θέλει την Μαριάμ να θρηνεί τον γιό της Ιησού κοπτομένη επί του πτωματός του. Αυτη η παράδοση αποτέλεσε την έμπνευση για ένα σωρό από θαυμάσιους πίνακες ζωγραφικής

 
Η ιδια παράδοση ενεπνευσε τους Βυζαντινους υμνογράφους. Ετσι γραφηκε ο περιφημος «Επιτάφιος θρήνος» που αποτελει περίλαμπρο δείγμα μουσικής τελειότητας και ποιητικής εμπνευσης. Ο λαος δεν μπορουσε να δεχθει οτι μια μανα δεν θα θρηνουσε το γιό της.

 

Amicus Plato, sed magis amica veritas. Φίλος ο Πλάτων αλλά φιλτάτη η αλήθεια. Ανεξαρτητα απο τον γενικότερο σκεπτικισμο που θα πρέπει να εχουμε για την ιστορικη προσωπικοτητα του Ιησου, ας εξετασουμε μεμονωμένα το περιστατικο του Θρήνου.

 

Κακά τα ψέματα! Ο Ιησους συνελήφθη απο τους Ρωμαιους, τους μόνους που μπορουσαν να κανουν συλλήψεις και πολυ περισσοτερο να σταυρώνουν.

Παρέστησε εαυτον Βασιλεα των Ιουδαίων και το κοινο του επεφύλαξε βασιλικη υποδοχη. Αυτο δεν μπορουσε παρά να ενοχλήσει τους Pωμαίους που αρχισαν τις συλληψεις ... και σταυρώσεις. Η αιτια της σταυρωσης του Ιησου ηταν οπως συνηθιζονταν γραμμενη σε ειδικη ταμπέλα "Ο Βασιλευς των Ιουδαίων - Rex Judaeorum". Γενικό κλιμα τρομοκρατίας. Οπως παντα μετα απο μια εξεγερση, διαδήλωση οι κατακτητές προβαίνουν σε συλλήψεις. Πολυ αργοτερα απο τα γεγονοτα ο "φόβος των Ρωμαίων" εγινε ο "Φοβος των Ιουδαίων" απο πλαστογράφους αντιγραφεις του 4ου αιωνα μ.Χ. Οι Ρωμαιοι ηταν πιά χριστιανοί και το φονικό έπρεπε να μην τους βαρύνει. Την στιγμη που εγινε η σταυρωση ομως υπηρχε ο φοβος διωξεων των Ρωμαιων εναντιον ολων των οπαδων, αποστόλων και συγγενων του Ιησου. Κανεις απο αυτους δεν ηταν τοσο ανοητος να βαλει το κεφαλι του στο στομα του λυκου. Περιζητητη θα ηταν η μητερα του, η πλησιεστερη συγγενης, εκ της οικογενειας Δαυιδ, πιο ευαλωτη στις πιεσεις και τα βασανιστηρια, κατοχος μυστικων. Αυτη που θα μπορουσε να δώσει ονοματα και πληροφοριες για τους υπολοιπους μαθητες. Ετσι λοιπον η Μαριαμ δεν ηταν εκει ουτε στη σταυρωση, ουτε στην αποκαθηλωση, ουτε στην ταφη. Οι τρεις ευαγγελιστες δεν την αναφέρουν καν. Ο Ιωάννης την αναφέρει για να τονισει την εμπιστοσυνη που του εδειχνε ο Ιησους. Αν συνεβαινε μια τετοια παρουσια θα ηταν το πιο συγκινητικο μερος των επεισοδίων της σταυρωσης και θα ηταν αξεχαστο για χρόνια.

 

Η ταφη εγινε βεβιασμενα. Ο Ιησους πεθανε στις 3.00 μμ της παραμονης του Πασχα των εβραίων. Ο Ιωσήφ επισκεπτεται τον Πιλάτο! Ο καλός Πιλατος τον δεχεται αμέσως; Ας το δεχθουμε. Ζηταει το πτώμα. Ο Πιλάτος του δίνει την αδεια (γραπτη ή μεσω καποιου αξιωματικου της φρουρας που ισως συνοδευει τον Ιωσήφ). Καλουν και τον Νικόδημο που έρχεται με υπηρετες που κουβαλουν 100 λιτρες μυρα. Ειναι πια νυχτα. Ο αιφνιδιως γενναιος Ιωσήφ παιρνει το πτωμα και το θαβει. Νικοδημος, Ιωσηφ και υπηρετες σπρωχνουν τον λιθο επι της θύρας του μνημειου. Τα αρώματα τα τυλιξαν με οθονια (σάβανα) καθὼς ἔθος ἐστὶ τοῖς Ἰουδαίοις ἐνταφιάζειν. (Ιωαν. 19 στ. 40).


Σ.Σ. Αν ισχυε τετοιο εθος θα επρεπε οι μυροπώλες,πουλωντας 100 λιτρες μυρα για καθε πεθαμενο, να μαζευαν λεφτά με ουρά.

http://oneyearbibleimages.com/joseph_nicodemus.jpg

 
 

Ο Λουκάς Κ. 23 στ. 55 λεει 55. Κατακολουθήσασαι δὲ αἱ γυναῖκες, αἵτινες ἦσαν συνεληλυθυῖαι αὐτῷ ἐκ τῆς Γαλιλαίας, ἐθεάσαντο τὸ μνημεῖον καὶ ὡς ἐτέθη τὸ σῶμα αὐτοῦ, 56 ὑποστρέψασαι δὲ ἡτοίμασαν ἀρώματα καὶ μύρα. καὶ τὸ μὲν σάββατον ἡσύχασαν κατὰ τὴν ἐντολήν.


Σ.Σ. Τα 100 λιτρα τους φάνηκαν λιγα φαίνεται. Ο Λουκας αποφευγει να πει οτι «ηγορασαν» αρωματα και λεει «ητοιμασαν». Αν ομως ειναι ευκολο να ετοιμαζεις αρωματα «κατ οικον» οι μυροπώλες θα επτώχευαν.

Ο προσεκτικος αναγνωστης θα διαπιστωσει οτι η μητερα του Ιησου παρολες τις θρηνωδιες και τα "που εδυ σου το καλος" κλπ κλπ δεν πηγαινει στον ταφο ουτε μυρώνει τον γιο της.

 

Οὔσης οὖν ὀψίας τῇ ἡμέρᾳ ἐκείνῃ τῇ μιᾷ σαββάτων, καὶ τῶν θυρῶν κεκλεισμένων ὅπου ἦσαν οἱ μαθηταὶ συνηγμένοι διὰ τὸν φόβον τῶν Ἰουδαίων, ἦλθεν ὁ Ἰησοῦς καὶ ἔστη εἰς τὸ μέσον, καὶ λέγει αὐτοῖς· Εἰρήνη ὑμῖν.

Σ.Σ. Οσοι φοβούνται τις συλλήψεις, εστω και των Ιουδαίων, δεν συγκεντρωνωνται σε ενα σπιτι οπου μπορει να τους πιασουν ολους σαν ποντικους στη φάκα.

Ιωαν. Κ 19. 26 Ἰησοῦς οὖν ἰδὼν τὴν μητέρα καὶ τὸν μαθητὴν παρεστῶτα ὃν ἠγάπα, λέγει τῇ μητρί αὐτοῦ· Γύναι, ἴδε ὁ υἱός σου, 27 εἶτα λέγει τῷ μαθητῇ· Ἰδοὺ ἡ μήτηρ σου. καὶ ἀπ' ἐκείνης τῆς ὥρας ἔλαβεν ὁ μαθητὴς αὐτὴν εἰς τὰ ἴδια.

Ιωαν. Κ 19. 38.Μετὰ δὲ ταῦτα ἠρώτησεν τὸν Πιλᾶτον Ἰωσὴφ ὁ ἀπὸ Ἁριμαθαίας, ὢν μαθητὴς τοῦ Ἰησοῦ, κεκρυμμένος δὲ διὰ τὸν φόβον τῶν Ἰουδαίων, ἵνα ἄρῃ τὸ σῶμα τοῦ Ἰησοῦ· καὶ ἐπέτρεψεν ὁ Πιλᾶτος. ἦλθεν οὖν καὶ ἦρε τὸ σῶμα τοῦ Ἰησοῦ.

Σ.Σ. Γιατί ηταν κεκρυμμένος στους καλούς καιρούς, όταν κανείς δεν κατεδίωκε κανένα και τώρα, με μαστιγώσεις και σταυρώσεις, αποκαλύπτεται και κανει παλληκαρισμούς; Γιατι δεν φοβάται τους Ιουδαίους που εβλεπαν φιλυποπτα τον ενταφιασμο;

Κανείς δεν αναρωτήθηκε τι εγραφαν οι αιτιες σταυρωσης που έφεραν οι έτεροι δύο κακουργοι
1. Η ζωή έν τάφω κατετέθης, Χριστέ, και αγγέλων στρατιαί εξεπλήττοντο, συγκατάβασιν δοξάζουσαι την σην. 2. Η ζωή πώς θνήσκεις; Πώς και τάφω οικείς; Του θανάτου το βασίλειον λύεις δε και του Aδου τους νεκρούς εξανιστάς. 3. Μεγαλύνομέν Σε, Ιησού βασιλεύ, και τιμώμεν την ταφήν και τα πάθη Σου, δι ων έσωσας ημάς εκ της φθοράς. 4. Μέτρα γης ο στήσας, εν σμικρώ κατοικείς, Ιησού παμβασιλεύ, τάφω σήμερον, εκ μνημάτων τους θανόντας ανιστών. 5. Ο Δεσπότης πάντων, καθοράται νεκρός και εν μνήματι καινώ κατατίθεται ο κενώσας τα μνημεία των νεκρών. 6. Μετά των κακούργων, ως κακούργος Χριστέ, ελογίσθης δικαιών ημάς άπαντας, κακουργίας του αρχαίου πτερνιστού. 7. Ο ωραίος κάλλει, παρά πάντας βροτούς ως ανείδεος νεκρός καταφαίνεται, ο την φύσιν ωραϊσας του παντός. 8. Ω θαυμάτων ξένων! Ω πραγμάτων καινών! Ο πνοής μοι χορηγός άπνους φέρεται, κηδευόμενος χερσί του Ιωσήφ. 9. Και εν τάφω έδυς και των κόλπων, Χριστέ, των πατρώων ουδαμώς απεφοίτησας, τούτο ξένον και παράδοξον ομού. 10. Νοερών συντρέχει, στρατιών η πληθύς Ιωσήφ και Νικοδήμω συστείλαι σε τον αχώρητον εν μνήματι σμικρώ. 11. Νεκρωθείς βουλήσει και τεθείς υπό γην, ζωοβρύτα Ιησού μου, εζώωσας νεκρωθέντα παραβάσει με πικρά. 12. Εν καινώ μνημείω κατετέθης Χριστέ, και την φύσιν των βροτών ανεκαίνισας αναστάς θεοπρεπώς εκ των νεκρών. 13. Επί γης κατήλθες, ινά σώσεις Αδάμ και εν γη μη ευρηκώς τούτον, Δέσποτα μέχρι ’δου κατελήλυθας ζητών. 14. Ως βροτός μεν θνήσκεις εκουσίως Σωτήρ, ως Θεός δε τους θνητούς εξανέστησας εκ μνημάτων και βυθού αμαρτιών. 15. Δακρυρρόους θρήνους επί σε η αγνή μητρικώς, ω Ιησού, επιρραίνουσα, ανεβόα: Πώς κηδεύσω σε, Υιέ; 16. Νεκρωθέντα πάλαι τον Αδάμ φθονερώς επανάγεις προς ζωήν τη νεκρώσει σου νέος Σώτερ, εν σαρκί φανείς Αδάμ. 17. Νοεραί σε τάξεις ηπλωμένων νεκρόν καθορώσαι δι' ημάς εξεπλήττοντο, καλυπτόμεναι ταις πτέρυξι, Σωτήρ. 18. Την πλευράν ενυγής ο πλευράν ειληφώς του Αδάμ, εξ ης την Εύαν διέπλασας και εξύβλυσας κρουνούς καθαρτικούς. 19. Απλωθείς εν ξύλω, συνηγάγου βροτούς, την πλευράν σου δε νυγείς την ζωήρρυτον πάσιν άφεσιν πήγαζεις, Ιησού. 20. Υπό γην βουλήσει κατελθών ως θνητός, επανάγεις από γης προς ουράνια τους εκείθεν πεπτωκότας, Ιησού. 21. Προσκυνώ το πάθος, ανυμνώ την ταφήν, μεγαλύνω σου το κράτος, φυλανθρώπε, δι' ων λέλυμαι παθών φθοροποιών. 22. Εκουσίως, Σώτερ, κατελθών υπό γην, νεκρωθέντα τους βροτούς ανεζώωσας και ανήγαγες εν δόξη πατρική. 23. Ο χειρί σου πλάσας τον Αδάμ εκ της γης, δι' αυτόν τη φύσει γέγονας άνθρωπος και εσταύρωσαι βουλήματι τω σω. 24. Οίμοι, φως του κόσμου! Οίμοι φως το εμόν! Ιησού μου ποθεινότατε, έκραζε η Παρθένος θρηνωδούσα γοερώς. 25. Ω Θεέ και Λόγε! Ω χαρά η εμή! Πώς ενέγκω σου ταφήν την τριήμερον; Νυν σπαράττομαι τα σπλάχνα μητρικώς. 26. Τις μοι δώσει ύδωρ και δακρύων πηγάς, η θεόνυμφος Παρθένος εκραύγαζεν, ίνα κλαύσω τον γλυκύν μου Ιησούν; 27. Πότε ίδω Σώτερ, Σε τον άχρονον φως, την χαράν και ηδονήν της καρδίας μου; η Παρθένος ανεβόαα γοερώς. 28. Θέλων ώφθης, Λόγε, εν τω τάφω νεκρός, αλλά ζηε και τους βροτούς, ως προείρηκας, αναστάσει σου, Σωτήρ μου, εγερείς. Δόξα ... Τριαδικόν 29. Ανυμνούμεν, Λόγε, σε τον πάντων Θεόν συν Πατρί και τω Αγίω σου Πνεύματι και δοξάζουμεν την θείαν σου ταφήν. Και νυν ... Θεοτόκιον 30. Μακαρίζομέν σε, Θεοτόκε αγνή, και τιμώμεν την ταφήν την τριήμερον του Υιού Σου και Θεού ημών πιστώς. ΣΤΑΣΙΣ ΔΕΥΤΕΡΑ 31. ’Aξιον εστί, μεγαλύνειν Σε τον ζωοδότην, τον εν τω σταυρώ τας χείρας εκτείνοντα και συντρίψαντα το κράτος του εχθρού. 32. ’Aξιον εστί μεγαλύνειν Σε τον πάντων κτίστην, τοις σοις γαρ παθήμασιν έχομεν, την απάθειαν ρυσθέντες της φθοράς. 33. Έφριξεν η Γη, και ο ήλιος, Σώτερ, εκρύβη, σου του ανεσπέρου φωτός, Χριστέ, εν τω τάφω δύναντος νυν σωματικώς. 34. ’Aνω σε, Σωτήρ, αχωρίστως τω Πατρί συνόντα, κάτω δε νεκρόν ηπλωμένον γη καθορώντα φρίττει νυν τα Σεραφείμ. 35. Ρήγνυται ναού καταπέτασμα τη ση σταυρώσει, κρύπτουσι φωστήρες, Χριστέ, το φως, σου κρυβέντος του ηλίου υπό γην. 36. Γης ο κατ' άρχας μόνω νεύματι πήξας τον γύρον άπνους ως βροτός καθυπέδυ γην τω θεάματι δε, φρίξον, ουρανέ. 37. Μύρον αληθώς συ ακένωτον υπάρχεις, Λόγε, όθεν σοι και κύρα προσέφερον μυροφόροι σοι τω ζώντι ως νεκρώ. 38. Έπτηξεν Αδάμ, Θεού βαίνοντος εν Παραδείσω, χαίρει δε προς άδην φοιτήσαντος, πεπτωκός ποτέ και νυν εξεγερθείς. 39. Τάφω Ιωσήφ ευλαβώς σε τω καινώ συγκρύπτων ύμνους εξοδίους θεοπρεπείς, μετά θρήνων αναμέλπει σοι, Σωτήρ. 40. Όμμα το γλυκύ και τα χείλη σου πώς μύσω, Λόγε; Πώς νεκροπρεπώς δε κηδεύσω Σε; Μετά φρίκης ανεβόα Ιωσήφ. 41. Ήλιος φαιδρόν απαστράπτει μετά νύκτα, Λόγε, και συ δι' αναστάς εξαστράψειας μετά θάνατον φαιδρώς εκ του παστού. 42. Γη σε, πλαστουργέ, υπό κόλπους δεξαμένη τρόμω συσχεθείσα, Σώτερ, τινάσσεται, αφυπνίσα νεκρούς τω τιναγμώ. 43. Μύροις σε, Χριστέ, ο Νικόδημος και ο Ευσχήμων, νυν καινοπρεπώς περιστείλαντες, ανεβόων: φρίξων άπασα η γη. 44. Συ ως ων ζωής χορηγός, Λόγε, τους Ιουδαίους εν σταυρώ τάθεις ουκ ενέκρωσας αλλ' ανέστησας και τούτων τους νεκρούς. 45. Κάλλος, Λόγε, περί ουδέ είδος εν τω πάσχειν έσχες, αλλ' εξαναστάς υπερέλαμψας, καλλωπίσας τους βροτούς θείαις αυγαίς. 46. Εδυς τη σαρκί ο ανέσπερος εις γην φωσφόρος, και μη φέρων βλέπειν ο ήλιος εσκοτίσθη μεσημβρίας εν ακμή. 47. Ήλιος ομού και σελήνη σκοτισθέντες, Σώτερ, δούλους ευνοούντας εικόνιζον οι μελαίνας αμφιέννυνται στολάς. 48. Ύπνωσας μικρόν και εζώωσας τους τεθνεώτας και εξαναστάς εξανέστησας τους υπνούντας εξ αιώνος, αγαθέ. 49. Ώσπερ πελεκάν τετρωμένος την πλευράν σου, Λόγε, σους θανόντας παίδας εζώωσας, επιστάξας ζωτικούς αυτοίς κρουνούς. 50. Ήλιον το πριν Ιησούς τους αλλοφύλους κόπτων έστησεν, αυτός δε απέκρυψας καταβάλλων τον του σκότους αρχηγόν. 51. Ήρθη σταυρωθείς ο εν ύδασι την γην κρεμάσας άπνους δ' εν αυτή ούτος θάπτεται, ο μη φέρουσα εσείεται δεινώς. 52. Κόλπων πατρικών ανεκφοίτητος μείνας, οικτιρμών, και βροτός γένεσθαι ευδόκησας και εις άδην καταβέβηκας, Χριστέ. 53. Έφριξεν ιδών το αόρατον φως σε, Χριστέ μου, μνήματι κρυπτόμενον, άπνουν τε, και εσκότασεν ο ήλιος το φως. 54. Έκλαιε πικρώς η πανάμωμος μήτηρ σου, Λόγε, ότε εν τω τάφω εώρακε σε τον άφραστον και άναρχον Θεόν. 55. Νέκρωσιν την σην η πανάφθορος, Χριστέ, σου μήτηρ βλέπουσα πικρώς σοι εφθέγγετο. Μη βραδύνης η ζωή εν τοις νεκροίς. 56. ’δης ο δεινός συνετρόμαξεν, ότε σε είδεν, ήλιε της δόξης αθάνατε, και εδίδου τους δεσμίους εν σπουδή. 57. Ύμνοις σου Χριστέ, νυν την σταύρωσιν και την ταφήν τε άπαντες πιστοί εκθειάζομεν, οι θανάτου λυτρωθέντες ση ταφή. Δόξα ... Τριαδικόν 58. Αναρχε Θεέ, συναϊδιε Λόγε και Πνεύμα, σκήπτρα των ανάκτων κραταίωσον κατά πολεμίων ως αγαθός. 59. Τέξασα ζωήν, παναμώμητε αγνή παρθένε, παύσον Εκκλησίας τα σκάνδαλα και βράβευσον ειρήνην ως αγαθή. ΣΤΑΣΙΣ ΤΡΙΤΗ 60. Αι γενεαί πάσαι ύμνον τη ταφή σου προσφέρουσι, Χριστέ μου. 61. Κάθελών του ξύλου ο Αριμαθαίας εν τάφω Σε κηδεύει. 62. Μυροφόροι ήλθον μύρα σοι, Χριστέ μου, κομίζουσαι προφρόνως. 63. Δεύρο πάσα κτίσις, ύμνους εξοδίους προσοίσωμεν τω κτίστη. 64. Ως νεκρόν τον ζώντα συν μυροφόροις πάντες μυρίσωμεν εμφρόνως. 65. Ους έθρεψε το μάννα εκίνησαν την πτέρνα κατά του ευεργέτου. 66. Ους έθρεψε το μάννα φέρουσι τω Σωτήρι χολήν αμά και όξος. 67. Ω της παραφροσύνης και της Χριστοκτονίας της των προφητοκτόνων. 68. Ως άφρων υπηρέτης προδέδωκεν ο μύστης την άβυσσον σοφίας. 69. Τον ρύστην ο πωλήσας αιχμάλωτος κατέστη, ο δόλιος Ιούδας. 70. Ιωσήφ κηδεύει συν τω Νικοδήμω νεκροπρεπώς τον κτίστην. 71. Ύπτιον ορώσα η πάναγνός σε, Λόγε, μητροπρεπώς εθρήνει. 72. Ω γλυκύ μου έαρ, γλυκύτατόν μου τέκνον, που έδυ σου το κάλλος; 73. Υιέ Θεού παντάναξ, Θεέ μου πλαστουργέ μου, πως πάθος καταδέξω; 74. Ανέκραζεν η κόρη θερμώς δακρυρρούσα, τα σπλάχνα κεντουμένη. 75. Ω φως των οφθαλμών μου, γλυκύτατόν μου τέκνον, πώς γράφω νυν καλύπτει; 76. Τον Αδάμ και Εύαν ελευθερώσαι, μήτερ, μη θρηνεί, ταύτα πάσχω. 77. Δοξάζω σε Υιέ μου, την άκραν ευσπλαχνίαν, ης χάριν ταύτα πάσχεις. 78. Όξος εποτίσθης και χολήν, οικτιρμόν, την πάλαι λύων γεύσιν. 79. Ικρίω προσεπάγης, ο πάλαι τον λαόν σου στύλω νεφέλης σκέπων. 80. Αι μυροφόροι, Σώτερ, τω τάφω προσελθούσαι προσέφερόν σοι μύρα. 81. Ανάστηθι οικτίρμον, ημάς εκ των βαράθρων εξανιστών του άδου. 82. Ανάστα ζωοδότα, η Σε τεκούσα μήτηρ δακρυρροόυσα λέγει. 83. Ουράνιαι δυνάμεις εξέστησαν τω φόβω, νεκρόν σε καθορώσαι. 84. Τοις πόθω τε και φόβω τα πάθη σου τιμώσι δίδου πταισμάτων λύσιν. 85. Φρίττουσιν οι νόες την ξένην και φρικτήν σου ταφήν του πάντων κτίστου. 86. Έρραναν τον τάφον αι μυροφόροι μύρα λίαν πρωί ελθούσαι. (τρις) 87. Ειρήνη Εκκλησία, λαώ σου σωτηρίαν δωρήσαι ση εγέρσει. Δόξα ... Τριαδικόν 88. Ω Τριάς Θεέ μου, Πατήρ, Υιός και Πνεύμα, ελέησον τον κόσμον. Και νυν ... Θεοτόκιον 89. Ιδείν την του Υιού σου ανάστασιν, Παρθένε, αξίωσον στους δούλους.