ΟβελοίΟι πραγματικοί πρόδρομοι του νομίσματος για τον ελλαδικό χώρο είναι οι σιδερένιοι οβελοί, οι οποίοι ήταν όμοιοι με τους μαγειρικούς οβελούς, δηλαδή τις σούβλες. Αποδίδονται στον βασιλιά του Άργους Φείδωνα. Είχαν πάχος τέτοιο ώστε κάθε χέρι να μπορεί να κρατήσει έξι συγχρόνως. Από τη λέξη <δράττω> προήλθε και η λέξη δραχμή. Από την λέξη οβελός, προήλθε και η λέξη οβολός η υποδιαίρεση δηλαδή της δραχμής.

http://www.coinsmania.gr/cm/ancient/ancient/ancient1.htm

 

Ετυμολογία

 
 

 
 

Περιεχόμενα

Κλικ στους συνδέσμους
 
 

Εισαγωγή

Το θέμα είναι μάλλον Θεολογικό αφού στις μέρες μας το χρήμα έχει θεοποιηθεί. Ανεξαρτητα από αυτό το νόμισμα χρειάζεται μια ανάλυση. Το «χρήμα - θεός» δεν έχει θέσει εντολή ανάλογη με το «ου λήψει το όνομα Κυρίου του Θεού σου επι ματαίω». Χρήμα σημαίνει αυτό που χρησιμοποιούμε. Προέρχεται από το Αρχ. Ελληνικό ρήμα «χρώμαι» = χρησιμοποιώ.

πρβλ. το "πάντων χρημάτων μέτρον έστιν άνθρωπος, των μεν όντων ως έστιν, των δε ουκ όντων ως ουκ εστίν"
Όλα καθορίζονται από τον άνθρωπο, πραγματική υπόσταση έχουν όσα βλέπει και όσα πιάνει.
Πρωταγόρας - "Αλήθεια ή Καταβάλλοντες"

Το νόμισμα είναι το μέσο, η μονάδα μέτρησης του χρήματος.
Το ουσ. «νόμισμα» παραγεται απο το Αρχ. Ελληνικό ρήμα "νομίζω" που σημαίνει θεωρω κατι ως αληθές, ως καθιερωμένο.Το νενομισμενον το καθιερωμενο μετρο (Σταμ 657) νούμους (numus), στα Λατινικά σημαίνει «Νομισμα» π.χ. numus sestertius το τέταρτο του δηναριου.

 
     

Αργύριο

Το ενα τριακοστο της τιμης του τετιμημένου ον ετιμησαντο απο υιων Ισραηλ.(Ματθ. Κεφ. 27 στ. 9-10)) Το τιμημα που δηθεν επληρωσαν οι εβραιοι στον Ιουδα για προδώσει τον Ιησου. Αγνωστου αξιας, ικανού παντως για την αγορα οικοπέδου (ο αγρος του κεραμεως) σημαντικου εμβαδου, αφου των καθορισαν δια την ταφη των ξενων.

Μια εκιμηση κανει το Λεξικό στο «Αρχονταρικι»

Αργύριον: Με τον γενικό αυτό τίτλο ωνομάζονταν όλα τα αργυρά νομίσματα ανεξαρτήτως αξίας, τα οποία εκόπτοντο προς τιμήν αυτοκρατόρων, βασιλέων, ηγεμόνων, πραιτώρων κ.λ.π. Δεν μπορουμε να ορίσουμε ακριβώς το είδος των τριάκοντα αργυρίων, που δόθηκαν στον Ιούδα. Τριάκοντα αργυρά δίδραχμα ήσαν τιμή για την αγορά ή την αποζημίωση απωλείας ενός δούλου (Έξοδ.Κεφ.24-στ.32 και Ζαχ.Κεφ.11-στ.12).

32 ἐὰν δὲ παῖδα κερατίσῃ ὁ ταῦρος ἢ παιδίσκην, ἀργυρίου τριάκοντα δίδραχμα δώσει τῷ κυρίῳ αὐτῶν, καὶ ὁ ταῦρος λιθοβοληθήσεται.
12 καὶ ἐρῶ πρὸς αὐτούς· εἰ καλὸν ἐνώπιον ὑμῶν ἐστι, δότε στήσαντες τὸν μισθόν μου ἢ ἀπείπασθε· καὶ ἔστησαν τὸν μισθόν μου τριάκοντα ἀργυροῦς.

Είναι λίγα τά λεφτά Ιούδα! Αλλά πάντως έκανε το τεράστιο κατόρθωμα να πείσει περί τους 70 εβραίους να του δώσουν τα λεφτά μπροστά!

9 τότε ἐπληρώθη τὸ ῥηθὲν διὰ Ἰερεμίου τοῦ προφήτου λέγοντος· καὶ ἔλαβον τὰ τριάκοντα ἀργύρια, τὴν τιμὴν τοῦ τετιμημένου ὃν ἐτιμήσαντο ἀπὸ υἱῶν Ἰσραήλ, 10 καὶ ἔδωκαν αὐτὰ εἰς τὸν ἀγρὸν τοῦ κεραμέως, καθὰ συνέταξέ μοι Κύριος.

Κατά Ματθ. 27 στ.9-10

Άσπρο (τουρ.ακτσές)

Πιστευεται οτι η ριζα ειναι το λατινικό asper=τραχυς, numi asperi=τραχέα νομίσματα δηλ νεόκοπα, τσίλικα[171,1810]που δεν έχουν λειανθεί απο την χρήση [181,68] Επι λεξει μετάφραση του asper ειναι ασπρο ομως [171,224] φαίνεται ότι με το νοημα του asper οι Τουρκοι δημιούργησαν τον «ακτσέ». Τρείς ακτσέδες κάνουν ενα παρά. Οι Ελληνες έλεγαν τον ακτσέ «άσπρο» αφού και Τουρκικά akça = ασπριδερός. [145,8]

Παροιμια: τ' άσπρα άστρα κατηβάζνε[744.153]

Ασσάριον

Ρωμαϊκό νόμισμα πολύ μικρής αξίας. Το όνομα χρησιμοποιήθηκε ξανά για το μικρό χάλκινο νόμισμα των 2 γρ. που έκοψε ο Ανδρόνικος Β΄ Παλαιολόγος (1282-1328).

Το Δέκατο του Δηναρίου.

29 οὐχὶ δύο στρουθία ἀσσαρίου πωλεῖται; καὶ ἓν ἐξ αὐτῶν οὐ πεσεῖται ἐπὶ τὴν γῆν ἄνευ τοῦ πατρὸς ὑμῶν.

Κατά Ματθαίον Κεφ. 10 στ.29 και

12. οὐχὶ πέντε στρουθία πωλεῖται ἀσσαρίων δύο; καὶ ἓν ἐξ αὐτῶν οὐκ ἔστιν ἐπιλελησμένον ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ·

Κατά Λουκάν Κεφ. 12: στ. 6,

Με τιμες Ματθαιου, ο Λουκάς κάνει στα 4 το ένα δώρο. Νενίκηκά σε Βασιλόπουλε!

Γρόσσι

Απο το ιτ. grosso απο το λατ. denarius grossus (χοντρά χρήματα).
Αλλά γροσι ηταν και υποδιαιρεση της Τουρκικης Λιρας. Ενα γροσι (curus) εχει 40 παραδες (225,151)
Πρβλ. Γρυπαρη ο Πραματευτης
«Δεν την πουλω μου ουδε φλουρια
μουδ΄οσα και αλλα τοσα γροσσια.»

Δηνάριο

Ονομασία αρχαίου ρωμαϊκού νομίσματος, που διατηρήθηκε και σε νομίσματα διαφόρων χωρών και εποχών. Ένα από τα νομίσματα αυτά ήταν το αραβικό χρυσό δηνάριο που κόπηκε γύρω στο 860. H εξωτερική εμφάνιση του αραβικού αυτού νομίσματος σαφώς καθόρισε την εμφάνιση του ασημένιου βυζαντινού μιλιαρέσιου. Τα δύο νομίσματα έμοιαζαν τόσο, ώστε κατά τη διάρκεια του 8ου αιώνα, τα κομμάτια μέταλλου που χρησιμοποιούνταν για να κοπούν κάποια μιλιαρέσια ήταν παλιά δηνάρια (στο Βυζάντιο υπήρχε η πρακτική να κόβονται καινούργια νομίσματα πάνω σε παλιά: στις περιπτώσεις αυτές διακρίνουμε πάνω στο νόμισμα τα χαρακτηριστικά γράμματα και σχέδια και των δύο νομισμάτων, το ένα πάνω στο άλλο).

Δουκάτο

Παρά το ότι το χρυσό δουκάτο της Φλωρεντίας κατασκευάστηκε 32 χρόνια πριν από το Βενετικό δεν ήταν τόσο δημοφιλές όσο το δεύτερο το οποίο είχε μεγαλύτερη αξία και καλύτερες χαράξεις και επιβλήθηκε στις αγορές ανατολής και δύσης μέχρι το τέλος του 18ου αιώνα. Μετά την πτώση της Βενετίας την θέση του πήρε το Ολλανδικό φλωρί(νι). Στα Επτάνησα μετά την κατάληψη τους από τους Άγγλους με διαταγή που δόθηκε το 1812 σταμάτησε η κυκλοφορία του Βενέτικο Φλουριού και αντικαταστάθηκε από το κολονάτο.
Στην υπόλοιπη Ελλάδα κυκλοφορούσε μέχρι τα μέσα του 19ου αιώνα.

 

Δραχμή

Απο το Αρχ. δραττομαι/δρασσομαι = αδραχνω. Σημαίνει οση ποσοτητα μπορω να πιάσω με το χέρι ή οση ποσοτητα μπορω να πιασω με τα τρια δακτυλα. Ενα αρχαιο χερι μπορουσε να αδραξει, να χουφτωσει δηλαδή 6 οβελους που αποτελούσαν μια δραχμη (χουφτα).

 

Παράγωγα: πρεζα < ιταλ. presa = αρπαγή, λήψη, λεία) πρέζα (πληθυντικός : πρέζες) που μικρή ποσότητα από ένα υλικό σε σκόνη ή σε κόκκους που μπορεί να πιάσει κανείς με τα δάχτυλα πχ.ρίξε στο φαγητό μια πρέζα αλάτι. Πάρε μια πρέζα ταμπάκο


βλ και σημερινή πρίζα (εκει απ΄ οπου παιρνουμε το ηλεκτρικο ρευμα). πρεζονι, πρεζακιας
Ο Ν. Τσελεμεντές γραφει στη «Μαγειρική» του «ριχνετε μια δραχμή αλάτι ... πιπέρι, ρίγανη» και εννούσε μια πρέζα...

Η δραχμή εχει 100 λεπτά.

Κοδράντης

Λατ. quadrans το τεταρτο του Ρωμαϊκου Ασσαριου

26 ἀμὴν λέγω σοι, οὐ μὴ ἐξέλθῃς ἐκεῖθεν ἕως ἂν ἀποδῷς τὸν ἔσχατον κοδράντην.
Κατά Ματθαίον Κεφ. 5: στ. 26

42 καὶ πολλοὶ πλούσιοι ἔβαλλον πολλά· καὶ ἐλθοῦσα μία χήρα πτωχὴ ἔβαλε λεπτὰ δύο, ὅ ἐστι κοδράντης.

Κατά Μάρκον Κεφ. 12:στ. 42

Κόλλυβος

Μικρο νομισμα των Αρχαιων. Η ονομασία κόλλυβος προσδιόριζε μια πολύ μικρή νομισματική υποδιαίρεση ευτελούς αξίας και είναι γνωστή ήδη από το 421 π.Χ. (Αριστοφάνης, Ειρήνη, 1200). Θεωρείται ότι στα τέλη του 5ου - αρχές του 4ου αι. π.Χ. οι λεγόμενοι κόλλυβοι απέκτησαν ευρύτερη χρήση στην Αττική λόγω των οικονομικών αντιξοοτήτων της εποχής. Πιθανολογείται μάλιστα ότι τα μικρά αυτά κέρματα μπορεί να κόβονταν από ιδιώτες, καθώς οι δημόσιοι πόροι ήταν ούτως ή άλλως περιορισμένοι. Σε κάθε περίπτωση η ένταξη των κολλύβων στην κύρια νομισματική παραγωγή των Αθηνών παραμένει προβληματική, καθώς έχουν εκφραστεί ορισμένες επιφυλάξεις για το αν αρχικά κατά τον 5ο αι. π.Χ. ο κόλλυβος ήταν όντως χαλκό νόμισμα ή ένα πολύ μικρό αργυρό

Οι ανταλλακτες τετοιων μκρονομισματων λεγονταν κολλυβιστές. Ο ΚΥΙΧ τα εβαλε μαζι τους στο Ναό: 15 Καὶ ἔρχονται πάλιν εἰς Ἱεροσόλυμα· καὶ εἰσελθὼν ὁ Ἰησοῦς εἰς τὸ ἱερὸν ἤρξατο ἐκβάλλειν τοὺς πωλοῦντας καὶ τοὺς ἀγοράζοντας ἐν τῷ ἱερῷ, καὶ τὰς τραπέζας τῶν κολλυβιστῶν καὶ τὰς καθέδρας τῶν πωλούντων τὰς περιστερὰς κατέστρεψε, 16 καὶ οὐκ ἤφιεν ἵνα τις διενέγκῃ σκεῦος διὰ τοῦ ἱεροῦ, 17 καὶ ἐδίδασκε λέγων αὐτοῖς· Οὐ γέγραπται ὅτι ὁ οἶκός μου οἶκος προσευχῆς κληθήσεται πᾶσι τοῖς ἔθνεσιν; ὑμεῖς δὲ αὐτὸν ἐποιήσατε σπήλαιον λῃστῶν.

(Μαρκ. Κεφ.11 στ. )

Οι κολλυβιστες βρισκοντουσαν κοντα στο ναο γιατι οι χρηματικες καταθεσεις επρεπε να ειναι σε εβραικο νομσμα, ενω αυτα που κυκλοφορουσαν συνηθως ηταν Ρωμαικα.

Τα κολλυβα των μνημοσυνων ηταν αρχικα μικρα στρογγυλα πιττακια σαν χυλοπιττες στο μεγεθος του νομισματος του κολλυβου. Σημ. Μην μπερδευετε τα «κολυβογράματα» (ειναι κολοβογράμματα, γραμματα χωρις ουρες, κολοβά δηλ. κακογραμμενα), δεν έχουν σχεση με τα «κόλλυβα».

Κωσταντινάτο

Χρυσό νόμισμα με την μοφή του "Αγιου" Κωνσταντίνου2 υψηλής αξίας. πρβλ. το παιδικό τραγουδάκι:

- Σας πήραμε, σας πήραμε φλουρι Κωσταντινάτο
- Μας πήρατε, μας πήρατε βαρέλι δίχως πάτο.

Περί των Κωνσταντινάτων υφίστανται πολλές λαϊκές παραδόσεις που αναπτύχθηκαν κυρίως κατά τη βυζαντινή περίοδο. Σύμφωνα μ΄ αυτές, οι έγκυες γυναίκες έφεραν κωσταντινάτα τόσο για την προφύλαξη των εμβρύων όσο και για την ευκολία του τοκετού. Επίσης κωσταντινάτα έφεραν και παιδιά ως φυλαχτά κατά της βασκανίας. Ακόμα πιστεύονταν πως τα κωσταντινάτα επιτάχυναν τη ζύμωση του φυράματος του αλεύρου και της γιαούρτης.

Γενικά οι δοξασίες περί των κωσταντινάτων ανάγονται κυρίως στα αγιοποιημένα πρόσωπα που απεικόνιζαν σε συνδυασμό της ανεύρεσης του Τιμίου Σταυρού από την Αγία Ελένη. Συνέπεια αυτών ήταν να θεωρείται το κωσταντινάτο σε ορισμένες των περιπτώσεων ακόμα και ίσης αξίας με το τίμιο ξύλο.

Συγκεκριμένα υπήρχε η παράδοση ότι η Αγία Ελένη όταν βρήκε τον Σταυρό τον έκοψε στα δύο και το ένα τμήμα του το άφησε στα Ιεροσόλυμα, το δε άλλο μετέφερε στη Κωνσταντινούπολη. Τα δε πριονίδια από τον τεμαχισμό αυτό τέθηκαν σε χωνευτήρι με άλλα πολύτιμα μέταλλα από το κράμα των οποίων κόπηκαν τα κωσταντινάτα. Όμοια παράδοση απαντάται και μεταξύ των ελληνοβλάχων στη Μακεδονία καθώς και στη Βουλγαρία όσο και στη Ρωσία, που ίσως να προήλθαν από βυζαντινό συναξάρι.

Μεταξύ δε άλλων παραδόσεων που αναπτύχθηκαν στα νησιά του Αιγαίου και στη Πελοπόννησο στα κωσταντινάτα αποδίδονταν και αιμοστατικές ιδιότητες κατά την γέννα, θεωρώντας ότι η κατοχή τους θεραπεύει «το γύρισμα (λύσιμο) του αφαλού». Στην Ελληνική Επανάσταση του 1821, η κατοχή κωσταντινάτου από τους Έλληνες επαναστάτες θεωρούνταν φυλαχτό για το "κακό βόλι". Επίσης ότι θεράπευε τον πυρετό, την επιληψία και τον ίκτερο. Στη Μάνη μέχρι σήμερα τα κωσταντινάτα θεωρούνται πολύτιμα οικογενειακά κειμήλια και μάλιστα όταν θεωρηθούν ότι ίσως να είναι και θαυματουργά τα τοποθετούν στα εικονίσματα, ενώ σε πολλά μέρη οι κάτοχοί τους κάθε Μεγάλη Πέμπτη τα προσκομίζουν στις εκκλησίες και τα λειτουργούν.

Συνέχεια των παραπάνω παραδόσεων είναι να προσφέρονται ακόμα και σήμερα σε νήπια χρυσά νομίσματα, (σε γεννήσεις και βαπτίσεις) ή συνηθέστερα ο χρυσός σταυρός που καθιερώθηκε μεταγενέστερα αντικαθιστώντας το κωσταντινάτο.

 

Ο Μανουλ Κομνηνος εκοψε και αυτος χρυσα νομισματα που ονομαστηκαν κατ΄ αναλογία Μανουηλάτα.

Λειανά

Πολλές φορές το συναντούμε στην λανθασμένη μορφή του "λιανά". Ομως η ορθή γραφή είναι "λειανά" απο το αρχαίο λείος. Λειανός σημαίνει λεπτός, λιγνός. Σε σχεση με τα λειανά [ενν. χρηματα] εννοούμε τις κατώτερες νομισματικές μονάδες που διευκολύνουν τις συναλλαγές για τις συνήθεις αγορές. Ακουονται οι εκφράσεις "δεν έχω λειανά" ή "κανε μου λιανά αύτο το πενηντάρι" (50 ευρω). Η συνώνυμη λέξη είναι ψιλά. Δεν έχω ψιλά, ή "δώσε μου κανένα ψιλό για τα ναύλα".
Τα λειανά ειναι πιο χρήσιμα και ποιό εύκολα αντιληπτά απο τον κοσμάκη. Ετσι λέγεται και με μεταφορική σημασία "για κάνε μου το λειανά" δηλ. "κάνε τα λεχθέντα πιο αντιληπτά, πιο κατανοητά, εξηγησέ μου".

(βλ. και λεπτον).

Απο την λεπτότητα που δηλώνει το λειανός έχουμε τα σύνθετα ουσιαστικά: λειανοκέρι, λειανοντούφεκο, λειανοπωλητής, λειανέμπορος, λειανοτράγουδο το ρημα: λειανίζω = κοβω σε μικρά κομμάτια ο επώνυμο: Λειανός= Αδύνατος.

Λεπτόν

Υποδιαίρεση της δραχμής. Ειναι το ένα εκατοστό της δραχμής. Οφείλει το όνομά του στο οτι όντως ήταν λεπτό και περιείχε λίγο μέταλλο επειδή λίγη ήταν και η αξία του. Το νομισμα του 1 λεπτου λέγεται και μονολεπτο, των 2 λεπτων διλεπτο των 5 πεντάρα, των δεκα δεκαρα, και των 20 εικοσαρα. Τα μονολεπτα και τα διλεπτα υπηρχαν απο την απελευθερωση. Απο το 1952 η δραχμη υποτιμηθηκε (της κοψανε τρια μηδενικα) ετσι ενω πριν λεγαμε «χιλιες δραχμες» μετα λεγαμε «μια δραχμη». Ηταν δε κερματα ενω τα χιλιάρικα ηταν χαρτονομίσματα και η δραχμή σαν νόμισμα ήταν ανύπαρκτη. Το περίεργο με τα λεπτά ή λεφτά είναι ότι ενώ σαν νομισμα είναι ευτελούς αξιας, όποιος έχει λεφτά (πολλά βεβαίως) θεωρείται οτι είναι λεφτάς, ήτοι πλούσιος.

Εκφράσεις:

  • «Εχει λεφτά με ουρά».
  • «Το κάνει για τα λεφτά».
  • «Τρώει τα λεφτά του μπαμπά του».
  • «Λεφτά για πέταμα»
  • Πιό φυσικό θα ήταν να αναφέραμε το μεγαλύτερο απο τα νομίσματα. Παραδόξως το ιδιο ισχύει για τον τουρκικό παρά (πρβλ. παραλής, φυσάει τον παρά) και τα επτανησιακά οβολα.

    Μιλιαρήσιο

    Το μιλιαρήσιο ήταν αργυρό νομισμα που κοπηκε από τον Λέοντα Γ', (το σημίσιο και το τριμήσιο άρχισαν να σπανίζουν λόγω της εμφάνισης του μιλιαρήσιου)

    Το ανανεωμένο μιλιαρήσιο (2 - 2,25 γρμ.), αντιστοιχούσε στο 1/12 του σόλιδου και εισήχθη μάλλον το 720. Αρχικά κοβόταν ως αναμνηστικό αλλά σύντομα επικράτησε ως το Βυζαντινό αντίστοιχο του Αραβικού διχράμ στις αγορές της Ανατολής. Το βάρος του μιλιαρήσιου αυξάνεται κατά τον 9ο αιώνα στα 3 με 3,5 γρμ. και μέχρι την εποχή του Κωνσταντίνου Θ' (1042 - 1055) διατηρείται στα 3 γρμ., έπειτα αρχίζει να πέφτει κατά πολύ σε βάρος και καθαρότητα μαζί με το χρυσό νόμισμα. Στα μέσα του 11ου αιώνα κόβονται υποδιαιρέσεις των 2/3 και του 1/3 του μιλιαρήσιου και στα τέλη του 11ου αιώνα καταλήγει να γίνει μονάδα υπολογισμού.

    Τα «βεστιομιλιαρήσια» ηταν ρούχα και χρήματα που έδινε ο αυτοκράτορας, μετά το επίσημο γεύμα του θριάμβου του, στους παρακαθήσαντες άρχοντες.(160,60)

    Οβελός ή οβολός

    Σουβλα, σουβλάκι

    Παραγωγα: Οβελίσκος, Οβελίας (ενν. αμνός): αμνός οβέλιας λοιπον σήμεναι αρνι της σούβλα, σουβλιστος. πρβλ. «ο πατροπαράδοτος οβελιας».

    Το ενα εκτο της αττικης δραχμης. Στην αρχη ηταν κανονικο σουβλακι οπως τα σημερινα.

     

     

     

     

    ΑΡΧΑΙΑ ΝΟΜΙΣΜΑΤΑ

    Εκφράσεις:

    «Δωστε τον οβολον σας υπερ του φιλοπτώχου ταμειου».

    Η αξια του οβολου ηταν πολυ μικρη σα να λεμε ενα λεπτο. Ο Φ. Κουκουλές (160,97) αναφέρει πως 1-2 οβελοί ήταν ποσό που δινονταν σε επαίτες. Αν σημερα δωστε σε ενα παπά ενα οβολο (ή το ισοτιμο του) για οποιαδήποτε χρήση, θα σας σιχτιρίζει ενδομύχως.

     

    Τά οβολα

    Οι επτανήσιοι χρησιμοποιουν τήν λεξη στον πληθυντικο: «όβολα» οπως οι υπολοιποι την λεξη «λεφτά», δηλ. χρήματα. [178,331]

    Ο οβολός των Νεκρών

     

    Ο Λουκιανος περιγραφει την χρηση του οβολού απο τους αρχαιους Ελληνες ως την τιμη του εισιτηριου για τον Αδη. Λέει στους νεκρικους διαλογους («Χαροντος και Μενιππου»):

    ΧΑΡΩΝ: Απόδος, ω κατάρατε, τα πορθμεία [πλήρωσε με, καταραμένε, τα ναύλα].

    ΜΕΝΙΠΠΟΣ: Βόα, ει τούτο σοι, ω Χάρων, ήδιον [Συνέχισε να φωνάζεις, Χάροντα, αν αυτό σε ευχαριστεί].

    ΧΑΡΩΝ: Απόδος, φημί, ανθ' ων σε διεπορθμεύσαμεν [πλήρωσε με, είπα, που σε πέρασα στην απέναντι όχθη]

    ΜΕΝΙΠΠΟΣ: Ουκ αν λάβοις παρά του μη έχοντος [Δε μπορείς να πάρεις από αυτόν που δεν έχει]

    ΧΑΡΩΝ: Έστι δε τις οβολόν μη έχων; [Υπάρχει κάποιος που δεν έχει οβολό;]

    ΜΕΝΙΠΠΟΣ: Ει μεν και άλλος τις ουκ οίδα, εγω δε ουκ έχω [Αν υπάρχει κι άλλος εγώ δε γνωρίζω, εγώ όμως δεν έχω]

     

     

    Πατάκα

    Νομισμα μαλλον πορτογαλλικό που περασε και απο την Ελλάδα απο τους ναυτικούς μας. Σε καποιο δημοτικο τραγούδι αναφέρεται «Δεν θέλω εγώ πατάκες, δεν θέλω εγω φλουριά». Πιθανοτατα η πατακα να ειναι και η ριζα των επωνυμων Πατακης, και Πατακός (απο το Πατακάς=λεφτάς). Ας θυμωμαστε ομως οτι patak σημαίνει στα Τουρκικά χαστούκι πράγμα που ταιριάζει περισσότερο στον «ωσεί παρόντα» Στρατηγό και νυν στρατιώτη Στυλιανό Πατακό.

    Η ονομασία «pataca» προέρχεται από ένα παλαιότερο αργυρό κέρμα που χρησιμοποιούνταν στην Ασία, το Πέσος του Μεξικού (8 ρεάλια), γνωστά στην πορτογαλική ως pataca mexicana.

    Παράς

    Υποδιαίρεση του Τουρκικού πιάστρου

    Ο παράς ειναι ενα μικρο νομισμα (το τεσαρακοστο του πιαστρου, διαιρουμενο σε τρεις ακτσέδες) ετσι όποιος έχει «πολλούς παράδες» ειναι δηλαδή «παραλής». Οι παράδες οπως τα λεφτά, τα όβολα και τα φράγκα σημαινουν τα «χρήματα» γενικά.

    Εκφράσεις για τον παρα

    Για αγορα σε τιμη ευκαιριας λεμε «το πηρε μπιρ-παρά» (μπιρ=«ένα» στα τουρκικα). Λέγοντας «τον έκανε πέντε ή δεκα παραδιών (παράδων)» εννούμε οτι τον εξευτέλισε. Οταν χάσω ή ξοδέψω τα χρηματά μου λεω οτι «ξεπαραδιάστηκα». Οπαν καποιος κερδίζει σε μετρητά λεμε κερδιζει φρεσκο παραδάκι και συνηθέστερα "φυσάει τον [ζεστο] παρά, οπως αυτός που πιανει κατι που βγήκε ζεστό απο τον φούρνο. Επισης λεμε «έχει ή βγάζει παρά με ουρά»* πολύ χρήμα.

     

    * Η ουρά στά φορέματα ήταν δειγμα μεγαλείου και μεγέθους.

    Οι βασιλεις και οι νύφες φοράνε φορέματα με ουρα για αυξήσουν τεχνητά το υψος τους και να επιβληθουν (Οι νύφες πατάνε και το ποδι του συζύγου). Στην εικονα αριστερά μια σκηνη απο το εργο του Αη-Ζενστάην "Ιβάν ο Τρομερός". Παρατηρήστε πως το ρασο με ουρα που φοράει ο Ιβαν τον κανει να μοιάζει με τεράστιο ορνιο που επιθιθεται στον πατριαρχη. Video

    Ετσι η φράση παρας με ουρά σημαίνει "μπολικο παραδάκι".

    Ο Λουκιανός Κελαηδόνης τραγουδησε το «Απλα μαθηματα Οικονομιας» με στίχους Γιάννη Νεγρεπόντη προβάλλοντας σοβαρά επιχειρηματα:

    Τι θες τωρα να ζήσεις;

    ζωή ειναι και περνά

    όμως σαν θα γεράσεις

    θάχεις παρά με ουρά

    ΑΚΟΥΣΜΑ

     

    Παροιμιες για τον παρά ή παρά-οιμίες

    ο παράς εδώ με την εννοια χρηματα, λεφτα

     

    κουμπαράςΟ κουμπαράς αν και συγγενικός με το χρημα και τουρκικης προελευσης (kumbara) δεν έχει σχεση με τον παρά ή τους παράδες αλλα με το περσικο χουμπαρά που σημαινει δοχειο.

     

     

     

    Ο λάτρης του χρήματος λέγεται παραδόπιστος.

    Ρεάλι ή ριάλι

    Ισπ. Ρεαλ=Βασιλικός, βασιλικόν νομισμα. Νομισματα των οχτώ ρεαλιων νωστά ως δίστηλα ή κολονάτα, από την παράσταση των Ηρακλείων στηλών που έφεραν και τα γρόσια καθώς και τα ολλανδικά ασλάνια Ακου το γνωστο κυπριακο ασμα για ριαλια,σεληνια μονα και διπλα, μονολιρα, πεντολιρα και περι του κατοχου τους, του μαστρωπου (πεζεβενγκη).

    Σκούδο

    η εσκούδο (ισπ) απο το Λατ. scutum = ασπιδα = θυρεος, που κατα παγια συνηθεια απεικονιζονταν στα περισσότερα νομίσματα. Ο θυρεός περιείχε συνήθως ενα στέμμα, κορώνα συμβολο του Βασιλια η τον ιδιο τον βασιλια εστεμένο. Πβ. το παιχνίδι «Κορώνα ή Γραμματα».

    Σολδίον ή σολδί ή σόλιδος ή ιστάμενο

    Απο το λατινικο solidus = σταθερος, γερός[1] ισχυρος. Οι λέξεις quartini[2]= τεταρτο του βασικου νομισματος, denaro = δηνάριον, χρησιμοποιούνται επίσης με την ιδια σημασια. Υποδιαιρέσεις του σόλιδου ήταν το σημίσιο (semissis , ένα δεύτερο) και τρημίσιο (tremissis , ένα τρίτο).

    ο σόλιδος (ή αλλιώς ιστάμενο, ή στάμενο[3]), διατήρησε το βάρος του αλλά απέκτησε μεγαλύτερη διάμετρο 25 με 27 χιλ. και έγινε πιο λεπτό το πέταλο του. Επί Βασιλείου κόπηκε και νόμισμα αξίας 2 τεταρτηρών με βάρος 4,22 γρμ. και καθαρότητα 23 καράτια. Στην πορεία της περιόδου το χρυσό νόμισμα υποτιμείται στα 20 καράτια επί Μιχαήλ Δ΄ και στα 18 επί Ρωμανού Δ΄ για να φτάσει τα 6 καράτια στα πρώτα χρόνια της βασιλείας του Αλέξιου Α΄ Κομνηνού. Επί Κωνσταντίνου Θ' του μονομάχου (1042 - 1055), εμφανίζονται και τα πρώτα κοιλόκυρτα νομίσματα. Οι μεταβολές αυτές των νομισμάτων έγιναν κυρίως στην ανατολή λόγο της κρίσεως που υπήρχε, στην δύση ήδη από τον 8ο αιώνα κυκλοφορούν σόλιδοι ελαφρύτεροι και πρόωρα υποτιμημένοι.

    http://www.coinsmania.gr/cm/ancient/byzantine/byzant3.htm

    Επώνυμα: Σολδάτος[4] = ο μιθοφορος στρατιώτης

     


     

    [1]Οι Αιγυπτιωτες ελεγαν «γερά» τις υποδιαιρεσεις της Αιγυπτιακης λιρας.

    [2] Τις λέξη soldi, quartini και denaro την χρησιμοποιουν οι Ιταλοι γενικά για να εκφράσουν την έννοια «χρήματα», οπως εμεις τα «λεφτα».

    [3] Η λέξη «στάμενο» ειναι [ι]στάμενο=αυτο που στέκει.

    (πβ. στάμνα: η λήκυθος που στέκει όρθια, σε αντιθεση με αμφορείς, τα ρυτά, αλάβαστρα που έχουν οξύ πάτο).

    Η εξαφάνιση του αρχικου γιώτα εγινε απο τον πληθυντικο οι ισταμενοι [σόλιδοι]>οι σταμενοι > ο στάμενος > τα στάμενα.

    Ο Πτωχοπρόδρομος το αναφέρει ως στάμενον:
    Απλώνω εις το περσίκιν μου, γυρευω το πουγκίν μου,
    δια στάμενον το ψηλαφώ, κι' αυτό γέμει χαρτία.

     

    305, ΠΟΙΗΤΙΚΗ ΑΝΘΟΛΟΓΙΑ Α - ΠΡΙΝ ΤΗΝ ΑΛΩΣΗ,
    Λ. ΠΟΛΙΤΗΣ, Προδρομικά ποιήματα (1-144) στ. 33-34

    και αλλού

    και "Να παιδί μου στάμενον εις τα χορδοκοιλίτσια,
    αγόρασε και βλάχικο σταμεναρέαν τυρίτσιν (*)..."

    ενθ. ανωτ. 305.59 στ.51-52

    * σταμεναρέα τυρίτσιν= Τυράκι αξίας ενός ισταμένου

    Να μην συγχεέται με το νεώτερο Αγγ. stamina = Δύναμη, η ικανότητα της στήριξης της παρατεταμένης αγχωτικής προσπάθειας ή αντοχή, που είναι μόνον εννοιολογικά συγγενικό.

    [4] Αγγλ. soldier Γαλ. & Γερμ Soldat, Ιταλ. Soldato. c.1300, από το παλαιό Γαλλικό soudier «ένας που υπηρετεί στο στρατό για αμοιβή,» από Μεσαιωνικό Λατινικό soldarius «ένας στρατιώτης» (βλ. Αυτό. soldato και FR. soldat «στρατιώτης» που το δανείζεται από τα Ιταλικά), Επι λέξει σημαίνει «ένας που έχει αμοιβή,» από το Νεο-Λατινικο soldum, από το Λατινικό solidus, το ρωμαϊκό χρυσό νόμισμα.

     

    Τάλληρο

    Κέρμα των πεντε δραχμων. Το 1518 χυθηκαν τα πρώτα τάλληρα απο το ασημι των ορυχειων του Joachims-thaler [171,1736]απο οπου πηραν κατι το ονομα "ταλληρα"

     

    πρβλ το τραγούδι «Τραμπαρίφας» =

    Αποψε που υπαρχουνε τα ταλληρα
    ρε μαγκες θα οργώσουμε τα Φάληρα.

     

    Τα πιο διαδεδομένα νομίσματα είναι τα βενετσιάνικα αλλά και τα ισπανικά τάλληρα. Τα τάλιρα τα είχαν σε μεγάλη εκτιμηση.

    Τάλαντον

    Η ριζα για το ταλέντο = χάρισμα ηταν το αρχαιο ταλαντο που ηταν μεγαλη μονάδα βάρους αλλα και νομισματική μοναδα. Σημαινε ζυγαρια (πρβλ. ταλαντευομαι = γερνω δεξια, αριστερα ή και αμφιταλαντευομαι, τις ταλαντώσεις στη Φυσικη, τα χαρουμενα Ταλέντα του Γιώργου Οικονομίδη κλπ). Η κ.Δ. (Ματθ. 25 στ. 14-29) αναφερει την παραβολην του ταλάντου ( την παραθετω αυτουσια και αμέτε να βγάλετε άκρη)

    * Οι Οικονομιδης τα οικονόμησε συνεργαζομενος με τη Χοντα. Το βασικό προσόν για νεο ταλέντο ήταν να ταλαντεύεται καλά επί σκηνής.

     

    14 Ὥσπερ γὰρ ἄνθρωπος ἀποδημῶν ἐκάλεσε τοὺς ἰδίους δούλους καὶ παρέδωκεν αὐτοῖς τὰ ὑπάρχοντα αὐτοῦ, 15 καὶ ᾧ μὲν ἔδωκε πέντε τάλαντα, ᾧ δὲ δύο, ᾧ δὲ ἕν, ἑκάστῳ κατὰ τὴν ἰδίαν δύναμιν, καὶ ἀπεδήμησεν εὐθέως. 16 πορευθεὶς δὲ ὁ τὰ πέντε τάλαντα λαβὼν εἰργάσατο ἐν αὐτοῖς καὶ ἐποίησεν ἄλλα πέντε τάλαντα· 17 ὡσαύτως καὶ ὁ τὰ δύο ἐκέρδησε καὶ αὐτὸς ἄλλα δύο. 18 ὁ δὲ τὸ ἓν λαβὼν ἀπελθὼν ὤρυξεν ἐν τῇ γῇ καὶ ἀπέκρυψε τὸ ἀργύριον τοῦ κυρίου αὐτοῦ. 19 μετὰ δὲ χρόνον πολὺν ἔρχεται ὁ κύριος τῶν δούλων ἐκείνων καὶ συναίρει μετ' αὐτῶν λόγον. 20 καὶ προσελθὼν ὁ τὰ πέντε τάλαντα λαβὼν προσήνεγκεν ἄλλα πέντε τάλαντα λέγων· κύριε, πέντε τάλαντά μοι παρέδωκας· ἴδε ἄλλα πέντε τάλαντα ἐκέρδησα ἐπ' αὐτοῖς. 21 ἔφη αὐτῷ ὁ κύριος αὐτοῦ· εὖ, δοῦλε ἀγαθὲ καὶ πιστέ! ἐπὶ ὀλίγα ἦς πιστός, ἐπὶ πολλῶν σε καταστήσω· εἴσελθε εἰς τὴν χαρὰν τοῦ κυρίου σου. 22 προσελθὼν δὲ καὶ ὁ τὰ δύο τάλαντα λαβὼν εἶπε· κύριε, δύο τάλαντά μοι παρέδωκας· ἴδε ἄλλα δύο τάλαντα ἐκέρδησα ἐπ' αὐτοῖς. 23 ἔφη αὐτῷ ὁ κύριος αὐτοῦ· εὖ, δοῦλε ἀγαθὲ καὶ πιστέ! ἐπὶ ὀλίγα ἦς πιστός, ἐπὶ πολλῶν σε καταστήσω· εἴσελθε εἰς τὴν χαρὰν τοῦ κυρίου σου. 24 προσελθὼν δὲ καὶ ὁ τὸ ἓν τάλαντον εἰληφὼς εἶπε· κύριε, ἔγνων σε ὅτι σκληρὸς εἶ ἄνθρωπος, θερίζων ὅπου οὐκ ἔσπειρας καὶ συνάγων ὅθεν οὐ διεσκόρπισας· 25 καὶ φοβηθεὶς ἀπελθὼν ἔκρυψα τὸ τάλαντόν σου ἐν τῇ γῇ· ἴδε ἔχεις τὸ σόν. 26 ἀποκριθεὶς δὲ ὁ κύριος αὐτοῦ εἶπεν αὐτῷ· πονηρὲ δοῦλε καὶ ὀκνηρέ! ᾔδεις ὅτι θερίζω ὅπου οὐκ ἔσπειρα καὶ συνάγω ὅθεν οὐ διεσκόρπισα! 27 ἔδει οὖν σε βαλεῖν τὸ ἀργύριόν μου τοῖς τραπεζίταις, καὶ ἐλθὼν ἐγὼ ἐκομισάμην ἂν τὸ ἐμὸν σὺν τόκῳ. 28 ἄρατε οὖν ἀπ' αὐτοῦ τὸ τάλαντον καὶ δότε τῷ ἔχοντι τὰ δέκα τάλαντα· 29 τῷ γὰρ ἔχοντι παντὶ δοθήσεται καὶ περισσευθήσεται· ἀπὸ δὲ τοῦ μὴ ἔχοντος καὶ ὃ ἔχει ἀρθήσεται ἀπ' αὐτοῦ.*

    * Σε αυτή την οξύμωρη (ή απλως μωρή) φράση στηρίζεται και η φράση "πλήρωσε ο,τι ειχε και δεν είχε"

    Βλ. Α. Σουτσου - Διονυσου πλους

    Σε δε τον νέον τον καλόν
    ταλάντου2 θα πωλήσω
    εις τας φυλάς των Σικελών.
    -Ο δ΄ απεκρίθη απειλών.
    -Παράφρονες οπίσω!

    Τορνέζι

    Τα τορνέσια κυκλοφορούσαν κατά μίμηση των Γαλλικών δηναρίων, κόπηκαν για πρώτη φορά στην Γλαρέντζα της Αχαΐας από τον Φράγκο ηγεμόνα της Αχαΐας Γουλιέλμο Βιλλαρδουϊνο. Οι Φράγκοι ηγεμόνες είχαν πάρει το δικαίωμα αυτό από τον βασιλιά της Γαλλίας Λουδοβίκο Θ'. Το κάστρο της περιοχής το Χλεμούτσι (Κλαιρμοντ), όπου βρισκόταν το νομισματοκοπείο πήρε το όνομα του από τα νομίσματα αυτά και ονομάστηκε castel tornese. Τα νομίσματα αυτά ήταν τόσο διαδεδομένα ώστε τα μιμήθηκε και η Βενετία από τον 14ο αιώνα όταν σταμάτησε η λειτουργία του νομισματοκοπείου στην Γλαρέντζα. Στην πορεία έκοψε και νομίσματα των 30 και 60 τορνεσίων σε δύο τύπους ένα με Ελληνική και ένα με Λατινική επιγραφή καθώς και νομίσματα των 15 και 32 τορνεσίων με Ελληνική επιγραφή. Τα τορνέσια είχαν μεγάλη κυκλοφορία ακόμη και μετά την κατάκτηση από τους Τούρκους. Το τορνέσιο (tornesi) είχε βάρος 2 γρμ. και διάμετρο 18 χιλ.

    Τσεκίνι

    Απο το 1400 κυκλοφορούσε το Βενέτικο τσεκίνι. (βλ. Εικονα) Το Ολλανδικό τσεκίνι κυκλοφόρησε στα Επτάνησα γύρω στα 1804 - 1806, ενώ από το 1867 αντικαταστάθηκε από το Γαλλικό Ναπολεόνι. Στα τουρκικα Zengin = πλούσιος, λεφτάς, κατοχος τσεκινίων.(πρβλ. παροιμια Zenginin horozu bile yumurtlar. Ακόμα κι ο κόκορας του πλούσιου γεννά αυγά). Υπαρχει επώνυμο Ζενγκίνογλου. Το ζενγκίν το βρήκα σε παραδοσιακό ποντιακό τραγούδι "Το τσαμπάσιν" :

    Τρανόν γιαγκίν σο Τσάμπασιν
    Σπίτε κι' θα απόμενε
    Μικροί, τρανοί, φτωχοί, ζεγκιν
    Ολ' καθούνταν και κλαίγνε

    Μεγάλη πυρκαϊά στο Τσαμπάσι
    Δεν εμεινε ουτε ενα σπιτι
    Μικροί και μεγάλοι, φτωχοί και πλούσιοι
    ολοι καθουνταν και κλαινε

    ΣΤΙΧΟΙ ή και ΤΡΑΓΟΥΔΙ

     

     

     

     

     

    Υπέρπυρον

    υπερπυροNομισμα που κυκλο- φορησε επι Μ. Κωνστα- ντινου. Υπέρπυρον (επιθ. ενν. υπέρπυρον νόμισμα) σημαίνει το «υπερ το δέον πυρόν» νόμισμα < πυρόν = κόκκινο.Το υπέρπυρο υποδιαιρείται σε 24 κεράτια. Εμεινε στη συχρονη γλωσσα ως ριζα σε επώνυμα Πιρπυρόγλου,Πιρπυριδης, Περπυράς κλπ που σημαίνουν ο «λεφτας». Στην εικονα χρυσό υπέρπυρο του Αλέξιου Α' (1081 - 1118 μ.Χ.)

    Φλουρί

    Το πρώτο χρυσό νόμισμα της Φλωρεντίας το φιορίνι κόπηκε το 1253 και στην μία του όψη απεικονίζεται ο άγιος Ιωάννης και στην άλλη το κρίνο (φλορα = πανιδα, φιορο=λουλουδι πρβ.«Το Φιόρο του Λεβάντε».) που είναι το έμβλημα της πόλης. Φλωρί ή Φλουρί ονομαστηκε στην Ελλαδα.

    Πρβλ. Γρυπαρη «ο Πραματευτής»:

    Δεν την πουλω μου ουδε φλουριά
    μουδ΄οσα και άλλα το γρόσσια.

    αλλά και Μιλτιάδη Μαλακάση «Ο Τάκη-Πλούμας»


    Τί ὡραῖος! τὸν θυμοῦμαι, ἀστροβολοῦσε
    καβάλα στὸ φαρί του, βυσσινιὰ
    φέρμελη χρυσοκέντητη ἐφοροῦσε,
    γιουρντάνια ἀπὸ βενέτικα φλουριά.

    Φόλις

    φόλιςΒυζαντινο νομισμα ευτελούς αξιας. Τα χάλκινα όπως τα διαμόρφωσε ο Αναστάσιος έχουν σαν μονάδα τον φόλλι (1/288 του σόλιδου), βάρους 9 γραμμαρίων, ο οποίος ισούται με 40 νούμια , (τα νούμια ήταν το προϋπάρχον χάλκινο νόμισμα το οποίο κοβόταν σε διάφορα πολλαπλάσια). Φόλλις κόβονταν και σε υποδιαιρέσεις των 20, 10, και 5 νουμίων. Ο Ιουστινιανός αύξησε το βάρος του φόλλι στα 25 γρ. αυτό όμως δεν κράτησε πολύ. Το 498 μΧ ορίστηκε 180 φολλείς να ισούνται με 1 σόλιδο. Γύρω στο 700 μΧ το νούμιο παραμένει σαν μονάδα μέτρησης και σταματάει η κυκλοφορία του σαν νόμισμα.

    Φράγκο

    Υπήρξαν Φράγκα Ελβετίας, Γαλλιας, Βελγιου, Λουξεμβουργου κα. Στο πληθυντικο «φράγκα» σημαινει οτι και τα λεφτα, οι παραδες.
    Παράγωγα: Διφραγκο Πεντοφραγκο.Τα ψιλα λεγονταν και φραγκοδιφραγκα.

     

     

     

    Εκφρασεις:
    «Δεν αξιζει φράγκο»
    «Δεν εχω φράγκο»
    «Ειμαι άφραγκος»
    Ελέγετο και αντί της δραχμής «Να σε δώκω 500 φραγκα; »
    Η φραση «τέρμα τα δίφραγκα» σημαίνει φθάσαμε στον τελικό σταθμό οπου και ισχυεί το ακριβό εισητήριο πχ στο Παγκράτι.
    «Φραγκοφονιάς» ειναι ο τσιγκουνης (αυτός που σκοτώνει ή σκοτώνεται για τά λεφτά).
    Με βάση αυτή τήν παρομοίωση δημιουργήθηκε το δραχμοφονιάς και συν τοις άλλοις, θεου θέλοντος, και το μελλοντικο ευρωφονιάς.
    Ολες οι αλλες λεξεις με πρωτο συνθετικο φραγκο- προερχονται απο το «Φράγκος» (Γαλλος και γενικοτερα ξενος) και οχι απο το φράγκο το νόμισμα. (Φραγκολεβαντίνος, φραγκοράφτης, Φραγκοχιώτικα κλπ)

    Σχόλια

    1 Για το τι αγνή ψυχή ήταν ο μακαρίτης Κωνσταντίνος ο Μέγας, δες το βιβλιο του Ηλια Σιμοπουλου 243 «Ο ΜΥΘΟΣ ΤΩΝ ΜΕΓΑΛΩΝ ΤΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ»
    2 Η γενική εδώ σημαίνει «αντι ταλάντου», δηλαδη με τιμημα ενα ταλαντο!

    Εικόνες Βυζαντινών Νομισμάτων

    Απο το Ιδρυμα μειζονος Ελληνισμου

    Μεση Περιοδος 610-1204 μΧ

     

    Λέξεις Σχετικές μέ το Χρήμα ή τα Νομίσματα

    ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΑ

    Βαλάντιον

    Πουγκί. Σακούλι για χρήματα. Απο οπου το επιθετο Χρυσοβάλαντος αυτος που εχει βαλλαντιο με χρυσο. Μετεξελίχθηκε σε επώνυμο. Βλ. Μονή Οσιας Ειρήνης Χρυσοβαλάντου. Ο βαλαντιοτόμος ηταν ο πορτοφολάς του Βυζαντίου.

    Βλ. και το ΒΥΖΑΝΤΙΝΟ ΛΕΞΙΚΟ μου.

     

    Λογάριον

    από το λεγω=συλλέγω (βλ. παρακάτω τις πολλές σημασίες του «λέγω») ονομάστηκε η συλλογή χρημάτων και το επίθετο «λογαράς» ο πλούσιος που επέζησε ως επώνυμο.

     

    Λογή

    Με την εννοια «συλλογή» και κατ' επεκταση «κατηγορία», «κλάσις». πρβλ. «Υπήρχαν εκει λογής-λογής κέρματα» αλλά και «Μα τι λογής άνθρωπος είναι αυτός;»

     

    ΕΠΙΘΕΤΑ

    Μετρητά (ενν.χρηματα = νομισματα) σε αντίθεση με τα αξιόγραφα, αφου τα νομίσματα μπορουν να μετρηθουν.

     

    Κίβδηλος: Νοθος, μη εκγυρος < Αρχ. Ελλ. ουσ. κίβδος = σκουριά.

    Συνώνυμο : κάλπικος ( < Τουρκικό kalp = απατεώνας, υποκριτής).
    Κλασσικό δασκαλίστικο χιούμορ και εμετικό λόγω της κατάχρησης του : Ο μαθητής: «Μα κ. καθηγητά νόμιζα ...» και ο Εξυπνάκιας-καθηγητης :«Τα νομίσματά σας υπήρξαν κίιβδηλα».

    Λογαράς: Πλούσιος, αυτός που εχει λογάρι. Επέζησε ως επώνυμο.
    Συνώνυμα: Λεφτάς, Παραλής.

    ΕΚΦΡΑΣΕΙΣ

    Διασπάθιση

    Απο το δια+σπάθιζω απο την σπάθη που ειναι ξιφος με πλατειά λεπιδα, αλλα και ξυλινο γεωργικό εργαλειο, με ανάλογο σχήμα, για να τεμαχιζονται τα στάχυα κατά το λίχνισμα. (< λικμίζω = λιανίζω σιτηρά) το σιτάρι απο τα λιχνισμένα σταχυα καταπιπτει ενω το αχυρα διασκορπιζονται στον αέρα. Γι' αυτό λέμε, μεταφορικα, για την «Διαπαθιση του Δημοσίου Χρήματος»

     

    Εξευτελισμός του νομίσματος

    Απο εκ+ευτελιζω<ευ+τελος =προστιτη πληρωμη (πρβλ. ταχυδρομικά τέλη). Ευτελης ειναι κατι ή καποιος με χαμηλη αξια. Το νομισμα οταν χανει την αγοραστικη του αξια λεμε οτι εξευτελιστηκε. Το ιδιο ισχυει και μεταφορικα για τον κακοχαρακτηρισμο ανθρωπων. Στην αργκό ο εξευτελισμος έγινε η ξεφτίλα και ο ευτελης ο ξεφτίλας με επηρεασμο απο το φυτιλι.

    Στο επναησιακο ιδιώμα υπηρχε, καταλοιπο της Αγγλοκρατίας, ο χαρακτηρισμος τριπένης (θρη πενυς, a man of three pennies) και (οχι τρις πένης, οπως λεμε πεντάρφανος).

     

    Αργυρώνητος

    Αυτος που [εξ]αγοράζεται με αργύρια, πουλημένος απο το αρχαίο αργύρω+ωνουμαι< αγοράζομαι με αργυρο

     

    Κατέβαινε τα λεφτά

     

    Η Βυζαντινή νοικοκυρά εβγαινε σπανια απο το σπιτι της. Απο τήν εξώστη εκανε ολες τι διαπραγματεύσεις με τους πλανόδιους πωλητές. Οταν κατέληγαν σε συμφωνια ο εμπορος ελεγε «Κατεβαινε! (και φέρε) τα λεπτά». Αλλα και ο Βυζαντινός Αρχοντας ψώνιζε "καβάλα", εφιππος. Επρεπε και αυτος να κατέβει για τά λεφτα

    .

    Λογαριαζω

    με τη σημασια «υπολογιζω»
    πρβλ. το λαικο τραγουδακι

    Απόψε θελω σαματά
    δε λογαριάζω τά λεφτά.

    ΡΗΜΑΤΑ

    Κοστίζω: < Λατ. costare (con+stare) συνίσταμαι. Το κοστος ειναι το συνολο των δαπανων που συνιστά την αξία ενος πράγματος

    Στοιχίζω: Βάζω νομισματα σε σειρά, σε στοιχους, προκειμενου να τα μετρήσω. Επειδή μετρώ οταν προκειται να πληρώσω το στοιχιζω σημαινε το ποσα χρηματα πρεπει να στοιχηθουν για την αγορα καποιου πραγματος. Αρα η σωστή ερωτηση δεν ειναι «τι στοιχιζει το χ» αλλά «ποσα πρέπει να στοιχισω για το χ»

    Λογιάζω· Λοϊάζω.:

    http://www.greek-language.gr/greekLang/medieval_greek/kriaras/search.html?lq=Λογιάζ*&dq=

     

  • 1. Ενεργ.
  • Ά Μτβ. (συν. με εκφρ. όπως: μέσα μου, στο λογισμό μου, στο νου μου, κλπ.) + 1)
  • α) Σκέφτομαι, έχω κ. στο νου μου:
    • λογιάζοντάς το (ενν. το φταίσιμο) μοναχάς θαμπώνεται το φως μου (Ερωφ. Ά 98· Ερωτόκρ. Ά 1008), (Διγ. A 2790)·
    • είπε της τό λογιάζει (Ερωτόκρ. Δ́ 207)·

    β) συλλογίζομαι, στοχάζομαι:

    πράματα πολλώ λογιών εστέκαν κι ελογιάζα (Ερωτόκρ. Ά 1698· Ά 1164)·

    γ) αναλογίζομαι:

    * Λογιάσετε τον πόλεμο και σκοτωμό που γίνη (Τζάνε, Κρ. πόλ. 33122· Στάθ. Β́ 58)·

    δ) «βάζω» στο νου μου· υποψιάζομαι:

    * χίλια κακά λογιάζει (Ερωτόκρ. Έ 1306)·

    * Ο Σίλβιος σ’ εθανάτωσε κι άλλονε μην λογιάζεις (Σουμμ., Παστ. φίδ. Δ́ [1291])·

    ε) φαντάζομαι:

    * δεν το λόγιαζα ποτέ πως είμαι ξένη γέννα (Φορτουν. Έ 127). +

    2) Λογαριάζω· σχεδιάζω· σκοπεύω:

    (Ερωτόκρ. Β́ 2279)· μετ’ αυτόν (ενν. το ρήγα) ελόγιασα γάμο να ξετελειώσω (Ερωτόκρ. Γ́ 1043)·

    την αιώνιον κόλασιν λογιάζουν (ενν. τα γλυκά λόγια της γυναίκας) να σας δώσουν (Βεντράμ., Γυν. 39). + 3)

    α) Υπολογίζω· μετρώ: * (Αχέλ. 2053)·

    * τ’ αφέντη μου το νένο δώδεκα χρόνοι σήμερο λογιάζω αποθαμένο (Ροδολ. Ά 538)·

    β) (μεταφ.) υπολογίζω· εκτιμώ: * (Θρ. Κύπρ. 251)· * μην πρικαίνεσαι, τ’ όνειρο μη λογιάζεις (Ερωτόκρ. Δ́ 179)·

    * Θεό δεν ελογιάζανε (Τζάνε, Κρ. πόλ. 4429). +

    4)

    α) Θεωρώ, νομίζω:

    * όταν … σ’ ελόγιαζα νεκρόν (Σουμμ., Παστ. φίδ. Έ [838])·

    * εις ομορφιά κιαμιά κάλλια μου δε λογιάζω (Φορτουν. Ιντ. ά 62)·

    * (με την πρόθ. για): o λογιάζου τα ψόματα γι’ απαρθινά (Ερωτόκρ. Έ 1443)

    · o ελογίαζε την αϋπνίαν διά ύπνον (Χίκα, Μονωδ. 66)·

    β) υποθέτω: * καθώς το λόγιασα, την ηύρα κι εκοιμάτο (Πανώρ. Δ́ 244). +

    5) Αναρωτιέμαι:

    βλέποντας ελόγιαζε (ενν. ο Αρκίτας) το πρόσωπόν της τι έναι (Θησ. Γ́ [127]). +

    6) Εξετάζω, «ζυγιάζω» με το νου:

    τά θε να πω πρωτύτερα πρέπει να τα λογιάσω (Θυσ. 578· Τζάνε, Κρ. πόλ. 33613). +

    7) Κρίνω· συμπεραίνω:

    (Ζήν. Γ́ 108)· Λογιάζω να 'ναι ζωντανή, ότι κτυπά η καρδιά της (Σουμμ., Παστ. φίδ. Δ́ [870]).

    8) Αποφασίζω:

    ελόγιασα το Γύπαρη να πάρω, σαν ορίζεις, άντρα μου (Πανώρ. Έ 255).

    9)

    α) Καταλαβαίνω, αντιλαμβάνομαι:

    * πως με γελάς και παίζεις με το λόγιασα περίσσα (Σουμμ., Παστ. φίδ. Ά [72]· Παλαμήδ., Βοηβ. 1056)·

    β) συλλαμβάνω· κατανοώ (και με υποκ. ο νους):

    * να χρωματίζει [ενν. ένας ζωγράφος] με το κονδύλιν εκείνο οπού ελόγιασε με τον νουν του (Ροδινός 55)·

  • ποία γλώσσα να είπει ή νους να λογιάσει την άπειρόν σου καλοσύνην, … Κύριε; (Διήγ. πανωφ. 57). +
  • 10) Εμπνέω: τον τύραννο θες πιάσεις, το φόβο του Θεού να του λογιάσεις (Ζήν. Δ́ 80). +
  • 11) Θυμούμαι, «φέρνω» κ. στο νου μου: την βλάβη … να τηνε γιατρεύσω … ένα χορτάρι ελόγιασα (Σουμμ., Παστ. φίδ. Έ [1324]). +
  • 12) Αντικρίζω: οϊμέ, τρομάσσω· το Δία βλέπω προσκυνά, τι άλλο να λογιάσω; (Ζήν. Δ́ 168). o
  • Β́ Αμτβ. +
    • 1)
      • α) Σκέφτομαι, συλλογίζομαι:
        αφού λίγον ελόγιασεν, τέτοιον λόγον εβγάνει (Μαρκάδ. 462)·
      • β) έχω στο νου μου, λογαριάζω, σκοπεύω:
        ο καιρός δε σάζει να κυνηγήσει να χαρεί, σαν καταπώς λογιάζει (ενν. ο ψαράς) (Ερωτόκρ. Β́ 476· Σουμμ., Παστ. φίδ. Έ [1557])·

        γ) βάζω στο νου μου, φαντάζομαι:
        ως δεν ελόγιαζες, μηδ’ έβανέν το ο νους σου … παντρεύγεις το παιδί σου (Φορτουν. Έ 276). +

    • 2) Υποθέτω, νομίζω, θαρρώ: δεν το 'πνιξε (ενν. ο σκύλος τ’ αλάφι), καθώς εσύ λογιάζεις; (Σουμμ., Παστ. φίδ. Β́ [650]· Πιστ. βοσκ. IV 5, 330). +
    • 3) Εξετάζω, «ζυγιάζω» με το νου: (Ροδινός 216). +
    • 4) Κρίνω· συμπεραίνω: (Πτωχολ. Β 169)· σα λογιάζω, εις φρόνεψη ταίρι ποθές δεν έχει (ενν. ο τραγουδιστής) (Ερωτόκρ. Ά 868). +
    • 5) Αποφασίζω: (Τζάνε, Κρ. πόλ. 26913). +
    • 6) Σκέφτομαι λογικά: Κερά, συνήφερε, λόγιασε, καλοδέ το (Ερωτόκρ. Γ́ 273). +
    • 7) Είμαι σκεφτικός, έχω έγνοια: Ποτέ του δεν εγέλασε, μα πάντα του λογιάζει (Ερωτόκρ. Β́ 331· Ερωφ. Β́ 296). +
    • 8) Διστάζω: Στο σπήλιο είναι το θεριό, έλα και μη λογιάσεις! (Ζήν. Δ́ 120). +
    • 9) Με τις προθ. για και ογιά
      • α) είμαι σκεφτικός, έχω έγνοια για κάπ.:
        για λόγου του παντοτινά λογιάζει (Ερωτόκρ. Β́ 452· Σουμμ., Παστ. φίδ. Έ [1194])·
      • β) μεριμνώ, φροντίζω, νοιάζομαι για κ. ή για κάπ.: Λογιάζει για τη φορεσά, πώς να του τηνε κάμει (Ερωτόκρ. Β́ 89)·
        ογιά το φίλο ελόγιαζε (Ερωτόκρ. Έ 1172). +
    • 10) Με την πρόθ. εις
      • α) σκέφτομαι, έχω στο νου μου:
        τους ήρθαν όλα ενάντια εις όσα ελόγιαζαν εις τον λογισμόν τους (Σουμμ., Ρεμπελ. 189· Κατζ. Γ́ 327)·
      • β) αναλογίζομαι: (Ερωτόκρ. Δ́ 813)·
      • γ) (προκ. για το νου) συλλαμβάνω· κατανοώ:
        Ποιος νους ή γλώσσα δύναται … να λογιάσει εις τα μυστήρια του Θεού; (Διακρούσ. 10125)·
      • δ) υπολογίζω, βασίζομαι σε κ.: ο πρίγκιπας ελόγιαζεν εις τα φουσσάτα όπου έχει (Χρον. Μορ. Η 6608).

    IΙ. Μέσ. (με ενεργ. σημασ.)

  • 1) Σκέφτομαι, συλλογίζομαι: + μόνον κακά λογιάζεται (ενν. η εξανέντροπη γυναίκα), ξυπνή κι όντα κοιμάται (Βεντράμ., Γυν. 56).
  • 2) Λογαριάζω, υπολογίζω: + (Διγ. Άνδρ. 37120).

    [<λογίζω -ομαι κατά τα ρ. σε -ιάζω. ]

     

    χρήμα

    Πράγμα που χρησιμεύει ως μέσο συναλλαγής. Είναι κυρίως κέρματα και χαρτονομίσματα. Στις μέρες μας μιλάμε και για «πλαστικό χρήμα» εννοώντας τις πιστωτικές κάρτες.

    Παροιμίες

    • αν έχεις χρήμα δάνειζε και εγγυητής μη μπαίνεις.241.35
    • αν χάθηκαν τα χρηματα η αρχοντιά απομένει
      Αντιφάσκουσα: άρχοντας με δίχως βιός: πεινασμένος ποντικός.
    • ο χρόνος είναι χρημα [241.197.1359]

  • Βιβλιογραφία

    • 131 - Γ. ΜΠΑΜΠΙΝΙΩΤΗΣ - ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΚΟΝ ΤΗΣ ΝΕΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ - ΚΕΝΤΡΟ ΛΕΞΙΚΟΛΟΓΙΑΣ -1966
    • 744 Γεώργιος Aνδρεάδης - Γνωμικά και Ιδιωματισμοί του Ποντιακού Λαού - ΕΡΩΔΙΟΣ- 2007

    Σύνδεσμοι

    Βυζαντινά Νομίσματα

    "Βυζαντινά Νομίσματα" του John Baibakis. Βρίθει νομισμάτων και ορθογραφικών λαθών.

    •  Copyright 2010-2011 © Α. Στουγιαννίδης