Μιά φορά κι ένα καιρό

Λέξεις μιας χρήσης, που τις συναντάμε δηλαδή μόνο μια φορά και μόνο μέσα σε τυποποιημένες εκφράσεις

Πιέστε με τον δείκτη του ποντικού σας την λουρίδα της φράσης, θα σας δοθούν περισσότερες πληροφορίες σε παραθυρο που εμφανίζεται ανάμεσα στις λουρίδες σαν ακορντεόν. Οταν κτυπάτε μια κλειστή λουρίδα η ανοικτή κλείνει.

Αωτον - Το ακρον το αώτον

[131,σ. 249]. Το ακρότατο σημείο, το υπέρτατο όριο.
Πχ.Το ακρον το αώτον της θρησκοληψίας ειναι να πάθεις κίρρωση του ήπατος απο τις συχές μεταλήψεις.
"Ο άωτος" στην αρχαία Ελληνική σήμαινε το εκλεκτό μαλλί ή λινάρι.

 

Ανήκεστος - απεφυλακίσθη λόγω ανηκέστου βλάβης της υγείας του
αθεράπευτος, μη ιάσιμος
απο το αρχαίο ανηκεστος, από το "αν" στερτητ. και "άκος" που σημαίνει "θεραπεία, ιάμα"
Εξώλης - εξώλης και προώλης
ανήθικος. Απο το αρχαίο επιθετο εξώλης που προέρχεται απο το ρήμα εξόλλυμι που σημαίνει "καταστρέφομαι παντελώς".
Λέζα (η) - Ποιός θα πληρώσει τή λέζα
Λέμε πχ. "Αυτοί θα πληρώσουνε τελικά τη λέζα." Αφού έφαγα αρκετή ώρα να ψάχνω σε λεξικά και ιστοχωρους χωρίς αποτέλεσμα, βάζω σε λειτουργία την διαίσθηση μου και λέω, με κάθε επιφύλαξη, ότι πιθανόν να προέρχεται από το λατινικό ILLAESUS = αβλαβής που σημαίνει το τίμημα που πληρώνει κάνεις για να εξέλθει αβλαβής δηλ χωρίς να τιμωρηθεί ποινικά. Γενικότερα η ζημιά. Το i του illaesus (προφ. Ιλέζους) εκλήφθηκε ως θηλυκό άρθρο > η λέζους > η λέζα.
Ουδός (ο) - Εχει χαμηλό νεφρικό ουδό
[131 σ. 1005] κατώφλι - ελαχίστη αισθητή τιμή ερεθίσματος. Εκφέρεται λανθασμένα ως θηλυκό (η ουδος) κατ΄αναλογία προς το οδός
Παράβυστος - Εν κρυπτώ και παραβύστω
[131 σ. 1037] Μυστικός, παράμερος. απο το παρα+βύω = βουλώνω, γεμίζω (απο οπου και το "βύσμα"). Το παράβυστον δικαστηριον ητσν μυστικος τόπος συναντησης των "ενδεκα" (11 Αθηναίων δικαστών)
Υπογραμμός - Τύπος και υπογραμμός
Στα Βυζαντινά σχολεία ο δάσκαλος εγραφε πανω στην πλάκα του μαθητη, κάποιο κείμενο (ο τυπος, το προτυπο) και το υπογράμμιζε (ο υπογραμμός). Μετά ο μαθητης όφειλε να το αντιγράψει προσεκτικά φροντίζοντας να συμφωνει με το υπόδειγμα (τον τυπο) που ηταν πανω απο τον υπογραμμό.
Φυρί - Φυρί - φυρί το πας
Η εκφραση σημαίνει "σκοπιμα", "επιμόνως", πχ. "φυρί-φυρί το πας να τσακωθούμε". Το "φυρί" μόνο του δεν χρησιμοποιείται πουθενά. Το φυρί εναι το "θυρί" ή "θυρα". Ο επιμενων ζητά ή προσπαθεί να πείσει κάποιους με προσωπική παρουσία, επισκεπτόμενός τους πόρτα-πόρτα (θυρί-θυρί ή φυρί - φυρί).
Τό "θ" στη νέα ελληνική έχει τόση φιλία με τό φ, ώστε συχνά νά το υποκαθιστά. Η θρίσσα, λ.χ., πού αναφέρει ό Αριστοτέλης στήν "Περι ζώων ιστορία" του, έγινε σήμερα φρίσσα. Τό βυζαντινό θηκάριον έγινε φηκάρι — και στήν Κρήτη «αφουκάρι» και ρήμα «ξεφουκαρώνω» ( = ξεσπαθώνω). Για τον ίδιο λόγο και τό «θυρί - θυρί», πού έχει τήν προέλευση του άπό τό "θύρα", μεταμορφώθηκε «σε φυρί - φυρί». Ετσι και ή λ. θηλέα (=κλειδαρότρυπα) στο υποκοριστικό της θηλί υπέστη τή μεταμόρφωση: φηλί, πού θά πει πάλι «κλειδαρότρυπα». «Φηλί - κλειδί», λοιπόν, σημαίνει, μεταφορικά: στενότατη σχέση. βλ. Μενελάου Παρλαμά "ΑΠΟ ΤΗΝ ΖΩΗ ΤΩΝ ΛΕΞΕΩΝ" - ΔΟΜΟΣ 1985 σελ.53