Η Βυζαντινή Γραφειοκρατία |
||
css | 5-Δεκ-10 | |
Μια αλφαβητική καταγραφή των οφφικίων (δηλαδή των οργανικών
θέσεων του Δημοσίου) κια των επαγγελμάτων, θα σας πείσει οτι η γραφειοκρατία
δεν είναι φαινόμενο που εμφανίσθηκε «επ΄εσχατων». Η Ρωμαϊκη (Βυζαντινή)
Αυτοκρατορία υπήρξε η πρώτη διδάξασα. Οι τίτλοι παρατίθενται με μερικές
επεξηγήσεις και βιβλιογραφικές παραπομπές. Δες και wikipedia. |
Οφφικιον | Καθήκοντα | Βιβλιογραφικές Παραπομπές |
Ακτουάριος | Οι Ρωμαίοι ονόμαζαν έτσι ένα υπάλληλο επιφορτισμένο με την κατανομή
των αποδοχών και των εφοδίων στους στρατιωτικούς.Στο Βυζάντιο μοίραζε
τα βραβεία στους νικητές των ιπποδρομιών. Αργοτερα (γύρω 11 αιώνα ήταν
γιατρός) Ο Ιωάννης ο Ζαχαρίου, Actuarius (γ. 1275 - γ. 1328 [1]), ήταν ένας Βυζαντινός γιατρός στην Κωνσταντινούπολη. Ασκησε ικανοποιητικά τα κθηκοντά του, άφησε πλούσιο συγγραφικό έργο, και τιμήθηκε με τον τίτλο του Actuarius, αξίωμα που συχνά δίνονταν τότε σε γιατρούς. (Βλ. σε αντίθεση τα Acta ) |
254,214 - 161,41 |
Αλυτάρχης | Υπευθυνος της κοσμιότητας των αγώνων. Καμία σχέση με τους αλήτες των γηπέδων της σήμερον. | 161,87 |
Αρχων | Αξιωμα, θεση και Τιτλος. Στρατιωτικος και πολιτικος διοικητης τοποθεσιας ή υπηρεσιας. Πρβλ. Οι αρχοντόπουλοι της Κρήτης και Αρχων της Ανι και Μεγάλης Αρμενίας, Αρχων της Κρήτης, Αλεξιος Καλλέργης Μέγας Αρχων, ο Αρχων του Αρμαμέντου (οπλοστασίου), ο Αρχων της Χαλδαίας, ο Αρχων του τειχείου κλπ | 254,219 |
Αρκτουάριος | Θηριοτρόφος του Ιπποδρόμου. (Απο το Αρκτος=αρκούδα) να μην τον συγχέετε με τον Ακτουάριο. | 168,34 |
Ασηκρήτης | Ο εξ απορρήτων γραμματεύς του παλατίου (a secretis) Click | [254,226] |
Βάραγγος | Σκανδιναβοί και Σλάβοι μισθοφόροι στρατιώτες. Διακρίθηκαν ως τμήμα της σωματοφυλακής των Βυζαντινών αυτοκρατόρων. Βλ. Βάραγγος | |
Βεστιάριος | Το βεστιάριον, (από το λατινικό: vestiarium, «ιματιοφυλάκιον, γκαρνταρόμπα»), μερικές φορές με το προτασσομενα τα επίθετα «Ιερό», «αυτοκρατορικό» ή «Μέγα», ήταν μια από τις σημαντικότερες φορολογικές υπηρεσίες της βυζαντινής γραφειοκρατίας. Στην αγγλική γλώσσα, είναι συχνά γνωστό ως το Δημόσιο θησαυροφυλακιο. Πριν τα τέλη του 7ου αιώνα το Ιερό Βεστιάριον, έγινε ένα ανεξάρτητο τμήμα του στο πλαίσιο διοικούμενο από Χαρτουλάριο. Μέχρι τα τέλη της Βυζαντινής περιόδου, που είχε αποτελέσει το μοναδικό τμήμα διαχείρισης του κράτους. Το δημόσιο βεστιάριο δεν πρέπει να συγχέεται με το ιδιωτικό ιματιοφυλάκιο του αυτοκράτορα, η «οικειακόν βεστιάριον», με επικεφαλής τον πρωτοβεστιάριο και υπαλλήλους βεστιαρίους (ιματιοφύλακες). | |
Βεστίτωρ | Εβάζε στον αυτοκράτορα τον μανδύα του (ο «Αμπιγέρ» θα λεγαμε σήμερα). Διάφορος του Βεστιάριου (που φύλαγε τα ρούχα του). | 168,61 |
Βηγάριος | Επιθεωρητής τών ίππων του Ιπποδρομίου. Μέλος της επιτροπής του Σωσίππου. | Εκθ. |
Βόθρων - ~ Προστάτης | Ο προστάτης των βόθρων είχε την επιμέλεια της συντήρησης της πλατείας
και της υπονόμου του Αμαστριανού όπου γίνονταν ζωοπανήγυρη. Ο Αμαστριανός[1]
φόρος, βρίσκονταν μεταξύ του Ξηρόλοφου και του Φόρου του Ταύρου (ή
Θεοδοσίου). Ομως βόθροι ονομάζονταν και άτομα (εκτιμητές)
που έπρεπε να εκτιμούν επακριβώς την αξία των αλόγων, τα οποία πωλούνταν
υποχρεωτικά στον φόρο του Αμαστριανού, ωστε να αποφεύγεται το λαθρεμπόριο
αλόγων και να μην ταξιδεύουν γι’ αυτό μακριά από την Πόλη για να εξιχνιάζουν
τις ζωοκλοπές.
[1] Αμαστριανός">Φόρος (forum) αγορά πιθανοτατα επί της Μέσης οδού, μεταξύ του Φόρου του Βοός και του Θεοδοσιανού Φόρου.
Συμεών ο Μεταφράστης - Χρονικόν Τομος 1 σ. 261 Η Αμάστρις ήταν πόλις στα παράλια της Παφλαγονίας (η
Αρχ. Ελλην. «Σήσαμος» και σήμερα Τουρκ. Amasra (
7.000 κατ). < Κυρ. αρσ. όνομα η 'Αμαστρις ανεψιά του Δαρείου
ΙΙΙ του Πέρσου. επιθ. Αμαστριανός (ο κάτοικος της Αμάστρεως) και
ισως αργοτερα επώνυμο. |
39,90 Β.Μαρίνης Βασίλειος - Τοπογραφία της βυζαντινής Κωνσταντινούπολης |
Βολουπτάτος | Ο επι των αυτοκρατορικών διασκεδάσεων. (Λατ. Voluptas = ηδονή, διακέδαση) | 168,32 |
Δεκανός | Υπάλληλος του ιπποδρόμου με καθήκον να εμποδίζει τους θεατές να μπούν στον στίβο και εμποδίζουν τους δρομείς κατά την τέλεση του βοτού πεζοδρόμιου. | 151,41 |
Δεσπότης | Μάλλον Τίτλος παρά οφφίκιο. Διδονταν στα μέλη της Βασιλικής οικογενείας χωρις ιδιατερα δικαιώματα ή καθήκοντα. Τον αυτοκράτορα πάντως το προσφωνούσαν «Δέσποτα» ή «η Βασιλεία Σου» ή «Το Μεγαλείον Σου» (πβ. your Majesty, Votre Majesté, Maestà) | 254,231 |
Διερμηνεύς | Απέδιδε τα λεγόμενα, προφορικά και σε πραγματικό χρόνο, απο την γλώσσα
του ομιλούντος στην γλώσσα του ακροατή. Κυρ;iως σε διεθνείς συναντήσεις
διπλωματικού επιπέδου. ΣΥΓΓΕΝΙΚΑ: Μεταφράστης, αυτός που μετέφραζε έγγραφα, και βιβλία. ΕΠΩΝΥΜΑ: Συμεών ο Μεταφράστης. |
254,240 |
Δήμαρχος | Ανώτατος 'Αρχων του Δήμου | 161,46 |
Δημοκράτης | Αντικαταστάτης του Δημάρχου. Βγάλτε από το νου σας την σημερινή πολιτική σημασια. Η Βυζ. Αυτοκρατορία ήταν ελέω θεού μοναρχια. | 161,46 - 161,47 |
Δικαιοφύλαξ | ή Ταβελλίων: Έμμισθος υπάλληλος, ως σύμβουλος τών διαδίκων. | 254,253 |
Δομέστικος | Δομέστικος των σχολών της Ανατολής = Αρχηγός του στρατού των ανατολικών
επαρχιών. |
|
Δοχειάριος | Ο «θησαυροφύλακας» («δοχειάριος») ήταν υπεύθυνος για οικονομικά ζητήματα και την αγορά προμηθειών, όπως τροφής και ενδυμάτων για τους μοναχούς. Δημιούργησε το επώνυμο του κτίτορα της Μονής Δοχειαρίου, που βρίσκεται στη δυτική πλευρά της Αθωνικής χερσονήσου. Η Μονή ιδρύθηκε τον 11ο αιώνα από τον μοναχό Ευθύμιο που ήταν Δοχειάριος δηλαδή αποθηκάριος της Μέγιστης Λαύρας. Προφανώς αφου εξετέλεσε τα καθήκοντα του Δοχειαρίου ( για οικονομικά ζητήματα και την αγορά προμηθειών ... ο νοών νοείτω) σε άλλη μονή, εφαγε ο,τι έφαγε και μετά ίδρυσε την Μονή του για να σώσει τήν ψυχή του. |
Ορα |
Δράκων | Ανιχνευτής των ενεδρών. Στην Δύση γνωστός ως Δραγώνος. Βλ. και χωσιάριος ΕΠΩΝΥΜΟ: Δραγώνας |
«ΕΛΛΗΝΙΚΟΣ ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΙΚΟΣ ΣΤΟΛΟΣ»- ΥΠΟΠΛΟΙΑΡΧΟΣ Α. ΣΑΡΑΦΗΣ-ΠΙΤΖΙΠΙΟΣ, ΑΘΗΝΑ, 1907 σ.78 |
Δρουγγάριος του Κόλπου | Αξιωματικός του πλωϊμου επιφορτισμένος με την φύλαξη της εισόδου του Βοσπόρου. | Βυζ. Πηγ. |
Εικαστής ή γραμμιστής ή σημειωτής | Ειδικός ζωγράφος για τον στολισμό του ιπποδρόμου | 161,29 |
Ειρηνάρχης | Επόπτευε τήν δημόσια τάξη μέσα στην Πόλη και συνελάμβανε τους κλέφτες. | |
Εξκουβίτωρ | Σωματοφύλακας. Το τάγμα των εξκουβιτόρων ή εξκουβιτών ή εξκουσίτων ήταν έφιππες μονάδες της αυτοκρατορικής φρουράς που είχαν ως αποστολή τη φύλαξη των ανακτόρων. Το τάγμα ιδρύθηκε από τον Λέοντα Α΄ το 468 και σύντομα ακολούθησε η συγκρότηση του σε σώμα με περισσότερες της μιας μονάδας μεγέθους τάγματος. Διοικητικά το σώμα είχε ως επικεφαλής τον Κόμη των εξκουβιτόρων και υπαγόνταν διοικητικά στον δομέστικο των εξκουβιτόρων. Στρατωνίζωνταν στον Τρίκλινο των εξκουβιτόρων στο χωρο του Ιερού Παλατίου. | |
Έπαρχος των βεηκούλων | Έπαρχος υπό τον Λογοθέτη του Δρόμου, αρμόδιος για τήν συντήρηση των δρόμων και την ασφάλεια των οχημάτων. | byz_lexicon |
Επαρχος | Επαρχος της πολεως Υψηλόβαθμο πολιτικό αξίωμα της Πρώιμης Ρωμαϊκής περιόδου, αρχικά με αστυνομικές αρμοδιότητες για την πόλη της Ρώμης. Κατά τη Βυζαντινή περίοδο το αξίωμα αφορούσε την πόλη της Κωνσταντινούπολης. Ήταν η προϊστάμενη αρχή των πολιτών με αρμοδιότητες αστυνόμευσης και δικαστικές· πολλοί νόμοι απευθύνονται στον έπαρχο πόλεως, που κάποτε λειτουργούσε ως ο «αντι-αυτοκράτωρ». Οι αρμοδιότητες του επάρχου σταδιακά επεκτάθηκαν στην οικοδομική και εμπορική δραστηριότητα, τον εφοδιασμό άρτου και τη διαχείριση των δημόσιων θεαμάτων. |
254,254 , 39: ΤΟ ΕΠΑΡΧΙΚΟΝ ΒΙΒΛΙΟΝ ΛΕΟΝΤΟΣ ΤΟΥ ΣΟΦΟΥ ΚΑΙ ΑΙ ΣΥΝΤΕΧΝΙΑΙ ΕΝ ΒΥΖΑΝΤΙΩ:Α. ΧΡΙΣΤΟΦΙΛΟΠΟΥΛΟΣ : ΒΑΝΙΑΣ : 2000 |
Επί των βαλανείων | Οι επί των βαλανείων (δηλαδή των λουτρών) της Αυλής των βυζαντινών αυτοκρατόρων ονομαζόντουσαν a sabanis. Στα ελληνικά θα το λέγαμε «ο επί των σαβάνων». Ήταν δε το σάβανο λευκό ύφασμα το όποιο τύλιγαν γύρω από των μέση τους αυτοί που θα έμπαιναν στο λουτρό. Του ίδιου τύπου ύφασμα χρησιμοποιούνταν για την περιτύλιξη του νεκρού, το σαβάνωμα. ΕΠΩΝΥΜΟ: Σαμπάνης |
|
Επί της αγρυπνίας | Ο συνήθως ονομαζόμενος νυκτέπαρχος ή επαρχος της νυκτός. Προϊστατο της «πεδατούρας» (ή κερκέτου) και ηταν υπευθυνος για την ασφάλεια και ησυχία κατά την νύκτα. | Ιουστ. Νεαραί 1.224 |
Επί της καταστάσεως | Τελετάρχης, Ο έχων το πρόσταγμα σε διάφορες τελετές | 168,61 - 161,56 |
Επί της κουρατωρίας | βλ. κουράτωρ των βασιλικών οίκων υπαγόμενος στο σέκρετο του Γενικού. | ΜΑΡΙΑ ΓΕΡΟΛΥΜΑΤΟΥ ΒΑΣΙΛΙΚΑ ΚΤΗΜΑΤΑ, ΒΑΣΙΛΙΚΑ ΕΡΓΟΔΟΣΙΑ |
Επί της τραπέζης | Ο έπι της τραπέζης του αυτοκράτορα και ο αντίστοιχος της αυγούοτας είχαν ως αποστολή την τροφοδοσία, την οργάνωση και την εξυπηρέτηση των δεσποτικών τραπεζών, υπηρεσία που στα κείμενα, τουλάχιστον όσον αφορά στον επί της τραπέζης του αυτοκράτορα, δηλώνεται με το γενικό όρο βασιλική υπουργία. Ο αντιστοιχοχος μοναστηριακός «επι της τραπέζης» ελεγετο «τραπεζάριος» και για η επι της τραπέζης των γυναικειων μοναστηριών λεγοταν «τραπεζαρία» (άνθρωπος[1] λοιπον ή ταπεζαρία και όχι αίθουσα). 1. Το εαν η γυναίκα είναι άνθρωπος ήταν τότε υπό συζήτησιν. |
ΜΑΡΙΑ ΓΕΡΟΛΥΜΑΤΟΥ ΒΑΣΙΛΙΚΑ ΚΤΗΜΑΤΑ, ΒΑΣΙΛΙΚΑ ΕΡΓΟΔΟΣΙΑ |
Επί τών δεήσεων | α λιβέλις= (Γραμματεύς) επι των δεήσεων (αιτήσεων) a libelis (κατ΄αναλογίαν προς το ασηκρήτης, α σαμπάνις). Επώνυμα. Λυμπέρης(;), Τοπωνύμια: Αλιβέρι(;) | |
Επί του είδικού | Ο επί του είδικού, ήταν ανώτερος υπάλληλος ο οποίος είχε λάβει το αξίωμα του δια λόγου και κατείχε την 52η θέση σε σύνολο εξήντα αξιωματούχων στον κατάλογο των προσκεκλημένων στα αυτοκρατορικά γεύματα, αμέσως πριν από τον μεγάλο κουράτορα. | ΜΑΡΙΑ ΓΕΡΟΛΥΜΑΤΟΥ ΒΑΣΙΛΙΚΑ ΚΤΗΜΑΤΑ, ΒΑΣΙΛΙΚΑ ΕΡΓΟΔΟΣΙΑ |
Επί τού κοιτώνος | Ο έπι τού κοιτώνος ήταν ο υπεύθυνος της υπηρεσίας του βασιλικού κοιτώνα | ΜΑΡΙΑ ΓΕΡΟΛΥΜΑΤΟΥ ΒΑΣΙΛΙΚΑ ΚΤΗΜΑΤΑ, ΒΑΣΙΛΙΚΑ ΕΡΓΟΔΟΣΙΑ |
Επί του Χρυσοτρικλίνου | Υπεύθυνος για τα κύρια ενδιαιτήματα του αυτοκράτορα. | |
Εργοδοσίων οι μειζότεροι. | Εργοδόσια ήταν τα Αυτοκρατορικά εργαστήρια. Τα εργοδόσια υπάγονταν στη δικαιοδοσία του επί του ειδικού και διευθύνονταν από τους άρχοντες τών εργοδοσίων. Ως προς την εσωτερική οργάνωση των εργοδοσίων ελάχιστα πράγματα είναι γνωστά. Οι μειζότεροι τών εργοδοσίων που αναφέρονται στα τακτικά πρωτοκαθεδρίας δύο θέσεις μετά τους άρχοντες των εργοδοσίων ήταν πιθανώς ένα είδος προϊσταμένων. Είναι πιθανό ότι οι εργαζόμενοι στα εργοδόσια ήταν οργανωμένοι σε σύστημα. Η κατασκευή των αυτοκρατορικών ενδυμάτων απαιτούσε τη μεσολάβηση ενός μεγάλου αριθμού εξειδικευμένων εργατών. Εκτός από τους υφαντουργούς, στις πηγές μαρτυρούνται οι χρυσοκλαβάριοι, που στελέχωναν το εργαστήριο χρυσοκεντητικής, το βασιλικόν έργοδόσιον τών χρυσοκλαβαρίων, και οι ραφείς, γνωστοί έμμεσα από σφραγίδα που ανήκε σε ένα πριμικήριο του Ραφείου. |
|
Θεσσάριος | Μόνο του καθήκον να μεταφέρει την προφορική εντολή του πραιπόζιτου «βάλε άνω» (ενν. το βήλον[1]) στον κουστωδιάριο. Ο πραιπόζιτος ειχε ήδη λάβει την εντολή το πρωϊ από τον Βασιλέα. 1. το βήλον vellum (λατ.), λέξη που προέρχεται από το υποκοριστικό vitellus «μοσχαράκι», και σήμαινε το βέλο, το παραπέτασμα, το καταπέτασμα, την σημαία, που η επαρσή της στον ιπποδρομο σήμαινε την έναρξη των αγωνισματων. |
|
Κλεισουράρχης | ή και κλεισουριάρχης. Διοικητής κλεισούρας ή κλεισαρχίας. Η κλεισούρα ήταν στρατιωτική μονάδα με καθήκον την άμυνα ορεινού περάσματος· ο όρος χρησιμοποιείται επίσης για να δηλώσει διοικητική μονάδα μικρότερη από το θέμα. | Εγκυκλ. Μ. Ασιας |
Κομβινογράφος | Κατέγραφε τους συνδυασμούς (κομβινες, κομπίνες) των συμμετεχόντων στους αγώνες του ιπποδρόμου. Απο το Λατ. Combinare = συνάπτω ανά δύο, συνδυάζω. Η κομπινα (= ο συνδυασμός) ήταν μέσα στο αίμα μας απο παλιά. | 161,41 Εκθεσις τ.1 σ.313 |
Κομμενταρήσιος | (Λατ.commentariensis) Ποινικός Δικαστής | 161,219 |
Κόμης | βλ. Κόμης στη σελίδα μου «Εγκυκλοπαιδικό και ετυμολογικό λεξικό Βυζαντινών λέξεων» | 254 |
Κουράτωρ της Μετάξεως | Κουράτορες τής μετάξεως, αξίωμα που προφανώς είχε σχέση με τη συγκέντρωση της πρώτης ύλης από τα βασιλικά κτήματα. Οι κουράτορες της μετάξεως είχαν υφισταμένους τους βασιλικούς νοταρίους τής μετάξεως, οι οποίοι είχαν, ως αποστολή την καταγραφή των εισερχομένων ποσοτήτων μεταξιού στο ειδικόν και την τήρηση των σχετικών αρχείων. | |
Κουροπαλάτης | Ο τίτλος του κουροπαλάτη ήταν ένα από τα υψηλότερα τιμητικά αξιώματα της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας από τον 6ο ως τον 11ο αιώνα. Ο τίτλος προέρχεται από το λατινικό cura palatii («διαχείριση/φροντίδα του παλατίου»), και εμφανίζεται για πρώτη φορά τον 5ο αιώνα ως curapalati. Αυτός ήταν ένας αξιωματούχος της τάξης των περίβλεπτων (vir spectabilis), υπό τον καστρήνσιο του παλατίου, που ήταν υπεύθυνος για τη διαχείριση του παλατιού. Το 552 όμως, ο αυτοκράτορας Ιουστινιανός Α' έδωσε το αξίωμα αυτό στον ανιψιό και μετέπειτα διάδοχό του, Ιουστίνο. Το αξίωμα μετατράπη από τότε σε τιμητικό τίτλο, τον υψηλότερο μετά από αυτούς του Καίσαρα και του νωβελισσίμου. Όπως και οι προηγούμενοι, ο τίτλος του κουροπαλάτη απονεμόταν αρχικά αποκλειστικά στα μέλη της αυτοκρατορικής οικογένειας, αλλά αργότερα και σε διάφορους σημαντικούς ξένους ηγεμόνες που συνδέονταν με το Βυζάντιο, όπως οι σύμμαχοι ηγεμόνες της Ιβηρίας του Καυκάσου, καθώς και διάφοροι Αρμένιοι δυνάστες. Στο «Κλητορολόγιον» του Φιλόθεου, τα διακριτικά του κουροπαλάτη ήταν ερυθρός χιτώνας, μανδύας και ζωστήρας. Η απονομή τους από τον αυτοκράτορα γινόταν σε ειδική τελετή αναγόρευσης. Σταδιακά ο τίτλος έχασε την αρχική του σημασία, ιδιαίτερα τον 11ο αιώνα, οπότε άρχισε να απονέμεται ευρύτερα και εκτός της αυτοκρατορικής οικογένειας, π.χ. σε στρατηγούς. Ταυτόχρονα, οι αρμοδιότητές του σχετικά με τη διοίκηση του παλατίου παραχωρήθηκαν σταδιακά στον πρωτοβεστιάριο. Ο τίτλος του πρωτοκουροπαλάτη δημιουργήθηκε εκείνη την περίοδο ως αντιστάθμισμα στην απώλεια κύρους του αρχικού τίτλου. Ο τίτλος επιβίωσε και στην Παλαιολόγεια περίοδο, αλλά κατείχε χαμηλή θέση και απονεμόταν σπάνια. | 254,262 http://el.wikipedia.org/wiki/ |
Κούρσωρ | Υπάλληλος του ιπποδρόμου. Κυριολεκτικά σημαίνει τον (επι)δρομέα. Επέζησε στίς μέρες μας ως «δρομέας» (δείκτης του σημείου γραφής) για τα προγράμματα των υπολογιστών. πβ. Λουκρητίου: Quasi cursores vitæ lampada tradunt. Σαν λαμπαδηδρόμοι μεταφέρουν την δάδα της ζωής (την γνώση) αλλά και μιά σειρά απο επιζώσες λέξεις: κούρσα, κουρσεύω, κουρσάρος, κλπ. | 161,20 |
Κουστωδιάριος | Υπάλληλος του ιπποδρόμου με εντολή να «βάλλει το βήλον άνω» να αναρτήσει δηλαδή την «μάππαν» ή «βήλον» (απο το Λατ. velo=παραπέτασμα) ως ένδειξη οτι άγεται ιπποδρομικός αγώνας. Το βελο μετέπειτα ηταν δυκτυωτό κάλυμμα του καπέλου για την διασφάλιση σκιάς και ανωνυμίας. (πβ. το τραγουδάκι οι «Αστέρες της Ταβέρνας» :«Πάει κι η κυρά-Αγγέλω με το μαύρο της το βέλο») |
161 |
Κράκτης | Κήρυκες που επευφημούσαν τους βασιλείς αμοιβόμενοι. (πβ. «Εν τη παλάμη και είτα / ούτω βοήσωμεν»). Οι αρχαίοι «κεκράκται». βλ. Ακτα | |
Κριτής του Φουσάτου | Ανακριτής στην υπηρεία ου Στρατοπεδάρχου. | «ΕΛΛΗΝΙΚΟΣ ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΙΚΟΣ ΣΤΟΛΟΣ»- ΥΠΟΠΛΟΙΑΡΧΟΣ Α. ΣΑΡΑΦΗΣ-ΠΙΤΖΙΠΙΟΣ, ΑΘΗΝΑ, 1907,σελ 295 |
Κυαίστωρ | (απο το Λατ. Questor=ερευνητής). Ο Νομικός Σύμβουλος του Κράτους | 254,265 |
Λεγατάριος | Υπάλληλος στήν διακαιοδοσία του επάρχου. Όταν έληγε η άδεια παραμονής
των ξένων, ο λεγατάριος τους οδηγούσε ενώπιον του επάρχου, ο οποίος έλεγχε τον κατάλογο των αγορών τους, ώστε να αποτραπεί ο κίνδυνος να εξαχθούν κεκωλυμένα. |
|
Λογοθέτης | Ο Μέγας Λογοθέτης ήταν κάτι σαν διορισμένος πρωθυπουργός. Οι άλλοι Λογοθέτες ειχαν αντίστοιχες θέσεις μέ τους σημερινούς Υπουργούς. Υπήρχε Λογοθέτης του Δρόμου (Επικοινωνιών), Λογοθέτης των Αγγελών (Μεταφορών), Λογοθέτης του Στρατιωτικού, Λογοθέτης του Γενικου (Οικονομικών), Λογοθέτης του Ειδικού (Κρατικών προμηθειών), κα. Επώνυμο: Λογοθετίδης (Διάσημος Ελληνας Κωμικός Ηθηποιός) |
254,75 |
Μαϊστωρ ή Μάγιστρος | Επικεφαλής ομάδας υπηρεσιών της κεντρικής διοίκησης της αυτοκρατορίας κατά την Πρωτοβυζαντινή περίοδο (324-610). Κατά τό Κλητορολόγιον του Φιλοθέου για τους μαγιστρους συμβολο του αξιώματος τους (βραβείον αξιας) ηταν χιτών λευκός χρυσούφαντος και επωμίς χρυσοταβλος, και ζώνη δερματίνη κόκκινος εκ λίθων τιμίων κεκοσμημένη ήτις λέγεται βαλτίδιν. [347 , σ.135] | 254,269 |
Μανδάτωρ | Αγγελιαφορος (απο το Λατ. Mandatum = εντολή, αλλά και μήνυμα, αγγελία,
είδηση) Κατά τό Κλητορολόγιον του Φιλοθέου για τους πρωτοσπαθάριους των Βασιλικών μανδατόρων σύμβολο του αξιώματός τους (βραβείον αξίας) 'ηταν «ραβδος ερυθροδανωμένη , εκ χειρός βασιλικής επιδιδομένη» πρβλ. Ερωτόκριτο «Ηκουσες (Αρετούσα μου) τα μαντάτα που ο κύρης σου με ξόρισε στης ξενητιάς τη στράτα;» |
161,41 [347 , σ.134] |
Μαξιλαριος | Διανομέας μαξιλαριών στον Ιππόδρομο. Απο το Λατ. «maxila»=«μάγουλο» αλλά
και «κ@#$μάγουλο» απ΄ο,τι συνάγεται. |
161,19 |
Μαππάριος | Πραλαμβανε την Μάππα ή βήλον (άσπρο πανι) που πετουσε ο ύπατος και κήρυττε την έναρξη της ιπποδρομίας. Η «μάππα» ήταν συνώνυμο του ιπποδρομιακού αγώνα. «Την φάγαμε (τήν ηττα) στην μάππα» = ηττηθήκαμε στον Ιππόδρομο = την πάθαμε. |
161,57,89 |
Ματρικάριος | Πυροσβέστης. Επώνυμο Ματρικάρδης κατά συνεκδοχή απο τό «καρδιά» | |
Μέγας Δρουγγάριος του Πλωίμου | Στόλαρχος, Αρχηγός του Στόλου. | |
Μελιστής | Μελοποιούσε τις επεφημίες υπέρ των αγωνιζομένων. | 161,42 |
Νοβελίσσιμος | Ευγενέστατος. Προήλθε ως επίθετο του τίτλου του Καίσαρα, ο κάτοχος της οποίας ήταν ο αυτοκράτορας οι οποίος, μετά την Γέτα το 198, επεκαλείτο nobilissimus Caesar. Σύμφωνα με τον ιστορικό Ζώσιμο , ο Κωνσταντίνος Α' δημιούργησε αρχικά το «nobilissimus» σε ένα ξεχωριστό τιμητικό αξίωμα, έτσι ώστε να τιμήσει ορισμένους από τις συγγενείς του χωρίς να συνεπάγεται την απαίτηση στον αυτοκρατορικό θρόνο. Ο τίτλος έρχεται στην τάξη αμέσως μετά από τον του Καίσαρα, και παρέμεινε έτσι σε όλη την πρώιμη και μέση βυζαντινή περίοδο, μέχρι τα μέσα του 11ου αιώνα. Στό Κλειτορολόγιό του (γραμμένο το 899) ο Φιλόθεος περιγράφει τα διακριτικά του βαθμού: πορφυρό χιτώνα, μανδύα και ζώνη. Ο ιδιος ο αυτοκράτορας άπενειμε στον δικαιούχο το αξίωμα σε ειδική τελετή. | |
Νομοφύλαξ | 254,275 | |
Νυκτέπαρχος | Αξιωματούχος που φροντιζε γιά την ασφάλεια κατά την νυκτα. Είχε δικαστικά δικαιώματα και κουστωδία 9 ατομων. | 161,212 |
Νυκτοταλάλιος | Νυκοφύλακας | 161,214 |
Οστιάριος | Θυρωρός (Απο το Λατ. ostiarious < ostium < os, oris στόμα, στόμιο, θύρα, παράγωγα: όστια, οστερία) | |
Παππίας/Παππίος | Γνωστός ο Οικειακός Παππίος(1) και ο Παππίας του Κραββάτου(2) Εκφραση: Κανει τον παππίο, κανει την πάπια. |
1) Εκθ. βιβλ. 1 τομ.1 σ.6 2) «ΕΛΛΗΝΙΚΟΣ ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΙΚΟΣ ΣΤΟΛΟΣ»- ΥΠΟΠΛΟΙΑΡΧΟΣ Α. ΣΑΡΑΦΗΣ-ΠΙΤΖΙΠΙΟΣ, ΑΘΗΝΑ, 1907,σελ.142 |
Παραθαλασσίτης | Υπάλληλος υπαγόμενος στον έπαρχο και επιφορτισμένος με την αστυνόμευση της ακτής. | 163,364 |
Παρδόβαλος | Οι παρδόβαλοι ηταν φύλακες των λεοπαρδάλεων (πάρδοι) του Ιπποδρόμου. Ορθότερον Παρδοβάγιλοι (1) Ιστέον
δε και τουτο, ώς οι Παρδόβαλλοι[1], οπηνίκα φέρουσι τοίς
πάρδους, ιππόται εισέρχονται εις το παλάτιον και ιππόται ομοίως εξερχονται.
ώσαύτως οι τα κρυοτήρια φέροντες παροινοχόοι έφιπποι και αυτοί εντός
τον παλατίου εισέρχονται. 1. Παρδοβάγιλοι (πάρδος=λεοπάρδαλη+βάιουλος=φυλακας) |
Κωδινός |
Πατρίκιος | Αριστοκρατική κοινωνική Τάξη με μεγάλο κύρος κατά το χρόνο της πρωϊμης Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, και των Ρωμαίων αυτοκρατόρων. Το κύρος και η σημασία της τάξης των πατρικίων υποβαθμίστηκε σταδιακά, και μέχρι το τέλος του 3ου αιώνα, η τάξη των πατρικίων, έπαψε να έχει νόημα στην καθημερινή ζωή. Ο αυτοκράτορας Κωνσταντίνος επανέφερε τον όρο ως ανώτερο τιμητικό τίτλο της αυτοκρατορίας, αλλά δεν συνδέθηκε με καμία συγκεκριμένη διοικητική θέση. Ο ιστορικός Ζώσιμος αναφέρει ακόμη ότι στην εποχή του Κωνσταντίνου, οι κάτοχοι του τίτλου, κατατάσσονται πάνω από τους επάρχους τν πραιτωρίων. Ο Θεοδόσιος Β απέκλειε τους ευνούχους από την τάξη των πετρικίων, παρόλο που ο περιορισμός αυτός είχε ανατραπεί από τον 6ο αιώνα. | 254,277 |
Πραιπόσιτος ή Πραιπόζιτος | (λατ. praepositus sacri cubiculi) Ο πραιπόσιτος του ιερού
κουβουκλίου ή του ευσεβεστάτου κοιτώνος ήταν επόπτης ή προϊστάμενος στις
υπηρεσίες του παλατιού και ανώτατος αυλικός αξιωματούχος. Το αξίωμα εμφανίζεται
στην Πρώιμη Βυζαντινή περίοδο. Μετά τον 6ο αιώνα τον αντικαθιστά στα καθήκοντά
του ο παρακοιμώμενος, οι αρμοδιότητές του περιορίζονται και αποκτά χαρακτήρα
τιμητικού τίτλου. Το αξίωμα παύει να υπάρχει στα τέλη του 11ου αιώνα. Ελάμβανε την εντολή έναρξης των ιπποδρομιών απο τον βασιλέα. |
161,42 - 161,46 |
Πριμικήριος | Βυζαντινός τίτλος και λειτουργημα που οριζει τον επικεφαλής της κάθε διοίκησης. Ετσι υπήρχε ο πριμικήριος των Ιερων Κουβουκλείων, ο πριμικήριος των Μαγγλαβιτών, πριμικήριος των Βεστιαριων, των Βαράγγων και δεν συμμαζεύεται. |
βλ.Λεξικό μου |
Πραιπόζιτος του ευσεβεστάτου κοιτώνος | Ελληνική απόδοση του Λατινικού «præpositus sacri cubiculi». Ανώτατο αξίωμα των τελευταίων χρόνων της Αυτοκρατορίας, απονεμόμενο αρχικά σε ευνούχους. Διατηρήθηκε μεxρι τον 11ο αιώνα. | |
Πρωτοβεστιάριος | Ελληνική απόδοση του Λατινικού «comes sacrae vestis». Αξιωματούχος υπαγόμενος στον Πραιπόσιτο του ευσεβεστάτου κοιτώνος. Θεωρητικά φύλαγε τα ενδύματα των αυλικών του αυτοκράτορα. Τα ρούχα των ευγενων ήταν χρυσοκεντημένα, όπως τα άμφια των ανωτέρων κληρικών σήμερα. Το αξίωμα υπήρχε απο τόν 7ο αιώνα, με διαρκώς αύξον κύρος και σημασια, όπως είναι φυσικό αφου ο Πρωτοβεστιάριος είχε την εμπιστοσύνη όλων τών αυλικών. Διάσημοι πρωτοβεστιάριοι:Κων. Λειχούδης, Ανδρόνικος Δούκας, Αλέξιος Δούκας, Ιωάννης ΙΙΙ Βατάτζης, Μιχαήλ Τραχανειώτης, Μιχαήλ Παλαιολόγος |
|
Πρωτοσπαθάριος | Βλ. Σπαθάριος | |
Ρεφερενδάριος | Διεβίβαζε παρακλήσεις του λαού προς τον αυτοκράτορα και μετέφερε τις σχετικές απαντήσεις του. Παραγιούς ειχε τους «επι των αιτήσεων» (a libelis). | 254,75 |
Σακελλάριος, | σακελλάριος,(ή ο επι της σακέλλης) ο απο τη λέξη σακέλλιον (το), Βυζαντινός διοικητικός
όρος με δύο βασικές σημασίες: 2. Το ταμείο της Μεγάλης Εκκλησίας της Κωνσταντινούπολης, ήτοι της Αγίας Σοφίας. Στην πατριαρχική σακέλλη φυλάσσονταν έγγραφα που πιστοποιούσαν τα περιουσιακά δικαιώματα του Πατριαρχείου. Σχετικά με αυτό
είναι τα αξιώματα σακελλάριος (αρχικά), χαρτουλάριος της σακέλλης (από
τον 9ο αιώνα), το σέκρετο του σεκελλίου, ο επί σακκελίου (ο αρμόδιος
για το θεσμό από τον 11ο-12ο αιώνα). Ο «σακελλάριος» αποτέλεσε, το πιθανότερο,
τη μεσαιωνική ονομασία του «ταμία των βασιλικών χρημάτων». Στα
μοναστήρια και στους μικρότερους ναούς το αντίστοιχο αρμόδιο αξίωμα είναι
«μέγας σακελλάριος»ή ο (επι του) σακελλίου. Επιζει σαν επωνυμο. πχ. ο
Θεατρικός Συγραφέας Αλέκος Σακελλάριος αλλά και ο Καθ. Γ. Σακέλλης και
Γ. Σακελλαριδης κλπ
|
|
Σέκρετον | Γραμματεία, Υπουργείον. Βυζαντινός διοικητικός όρος που χρησιμοποιείται για δημόσιες υπηρεσίες
και γραφεία γενικότερα. Εμφανίζεται ως όρος secretarium από το 303 και
αρχικά απέδιδε κάποιο δικαστικό σώμα. Απαντά καθ’ όλη τη Βυζαντινή περίοδο
και αναφέρεται σε διάφορους κρατικούς τομείς: σέκρετον της θαλάσσης,
λογοθέσιο των σεκρέτων, καθολικόν σέκρετον κ.λπ. |
|
Σιλεντιάριος | Ελληνική απόδοση του Λατινικού «Silentiarius», Τιτλος γιά τον υπεύθυνο της τάξης και της ησυχίας (silentium) στο Μέγα Παλάτιον. Ο σιλεντιάριος υπάγονταν στον Πραιπόσιτο του ευσεβεστάτου κοιτώνος. Η λειτουργία τους στο παλάτι ήταν να διατηρήσουν την τάξη κατά τη διάρκεια των αυτοκρατορικών ακροάσεων και να συγκαλούν τη συνεδρίαση του συμβουλίου του αυτοκράτορα, το κονσιστόριον (consistorium). Σύμβολο του αξιώματος κατά τον Φιλόθεο: Χρυσή ράβδος [347] |
254,290 |
Σπαθάριος | Αξίωμα που στα υστερορωμαϊκά χρόνια δήλωνε τον αυτοκρατορικό ή ιδιωτικό σωματοφύλακα. Στις αρχές του 8ου αιώνα πιθανότατα έγινε τιμητικός τίτλος. Τον 9ο αιώνα άρχισε να υποτιμάται, ενώ από τον 11ο αιώνα και εξής εμφανίζεται σπάνια στις πηγές. Ο αρχηγός τους ήταν ο Πρωτοσπαθάριος. ΕΠΩΝΥΜΟ: Σπαθάρης (Ο γνωστός παλαίμαχος καραγκιοζοπαίκτης Ευγένιος Σπαθάρης).
|
254 - 161,46 |
Κατά τό Κλητορολόγιον του Φιλοθέου για τους Σπαθάριους σύμβολο του αξιώματός τους (βραβείον αξίας) ήταν «σπάθη χρυσόκανος, εκ χειρός βασιλικής επιδιδομένη» | 347,σ.134 | |
Σταυλησιανός | Επιστάτης των Σταύλων του Ιπποδρόμου, συμμετείχε στο σώσιππον. | 161,53 |
Τουρμάρχης του Πλωϊμου | Διοικητής του στόλου ενος Θέματος. | |
Υπομνηματογράφος | Παρουσίαζε στις Αρχές (στον έπαρχο πιθανως) καθημερινά κατάλογο των προφυλακισμένων ώστε να επισπεύδονται οι δίκες. | 161,245 |
Φακτιωνάριος | Υπάλληλος του ιπποδρόμμου επιφορτισμένος με την κύλιση της όρνας (κληρωτίδας) | Εκθεση Τ1 312 Περι της όρνας πως δει κυλίειν |
Φωνοβόλος | Χωροστάτης φατρίας του Ιπποδρόμου που φωναζε - καθοριζε τα συνθηματα στον Ιπποδρομο, στα οποια απαντούσε ο λαος. πχ. «Έχετε βοηθούντα υμιν Ιησούν» και ο λαος απαντουσε «αεί νικά» | |
Χαρτουλάριος | Τηρουσε τα αρχεια των Μερών (Δήμων δηλ. Πρασινων, Βενετων κλπ). Υπήρχε επίσης χαρτουλάριος του δρόμου, χαρτουλάριος επι του σακκελίου, χαρτουλάριος του Θέματος, χαρτουλάριος του Βασιλικου Σακκελίου | 161,46 254,207 |
Χωσιάριος | Ανιχνευτής των ενεδρών. Στην Δύση εμειναν ως και σήμερα γνωστοί ως «ουσάροι». | «ΕΛΛΗΝΙΚΟΣ ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΙΚΟΣ ΣΤΟΛΟΣ»- ΥΠΟΠΛΟΙΑΡΧΟΣ Α. ΣΑΡΑΦΗΣ-ΠΙΤΖΙΠΙΟΣ, ΑΘΗΝΑ, 1907,σελ. 78 |
Ωρολόγος | Υπάλληλοι στήν ακολουθία του Μεγάλου Παπίου που μεριμνούσαν για την καλή λειτουργία των ορολογίων των Παλατίων | 67,77 |
Υποσημειώσεις | ||
'Ακτα | Τα άκτα είναι οι ρυθμικές επιφωνήσεις - βοήσεις, επευφημίες και υμνολόγια (acclamations), που συνόδευαν τις επίσημες κοσμικές τελετές (αναρρήσεις αυτοκρατόρων, ανακτορικές εορτές, υποδοχές ξένων αρχόντων και πρέσβεων κ.λπ.(. καθώς καί τις; εκκλησιαστικές Συνόδους. Γα άκτα αυτά ήταν διαλογικά (αντιφωνικά) ανάμεσα στους «δήμους» και τους «κράκτες» - τους αυλικούς υπαλλήλους, που έδιναν το σύνθημα για τις επευφημίες στον Βασιλιά κ.λπ., και απαντούσαν στους «κορυφαίους» των δήμων. Από εκεί, και το ρήμα «ακτολογώ»: επευφημώ, υμνολογώ . Με τη μορφή που πήραν στο Βυζάντιο, τα άκτα ήταν - κατά τους πρώτους, αιώνες της αυτοκρατορίας - «φωνή λαού». 341,131 315, 127 315,128 «Κράκτες» ονομάζονταν και
οι ψάλτες της εκκλησίας. |
|
παράτους, ή πέρατον | Ο ψαλμός 107: Αναφέρει 2 «Ετοίμη ἡ καρδία μου, ὁ Θεός, ετοίμη ἡ καρδία μου, ᾄσομαι καὶ ψαλῶ ἐν τῇ δόξῃ μου» που η Λατινική μετάφρασή του είναι «Paratum cor meum, Deus, paratum cor meum; cantabo, et psallam tibi, gloria mea.» δηλαδη η φράση δίνω το «παράτους» σημαίνει «είμαι έτοιμος» το ΟΚ που λέμε στα Ελληνικό. Το «πέρατον» αν παρετυμολογηθεί απο το Αρχ. Ελλ. πέρας = τελος, άκρη λέει ακριβώς το αντίθετο. | |
χρυσοτρίκλινο | Το αποτελείτο από αναρίθμητους θαλάμους, στους οποίους έλαμπε ο χρυσός και τα θαυμάσια ψηφιδωτά, διακοσμημένα με άνθη ανάλογα της εποχής του έτους. Οι αυτοκράτορες συνήθιζαν να αλλάζουν δωμάτιο (θάλαμο) σύμφωνα με τα πολύχρωμα άνθη των ψηφιδωτών, όπως άλλαζαν έσθητα(επίσημο ένδυμα, φόρεμα). Μεταξύ των θαλάμων υπήρχε «ο ιερός κοιτών» και η αίθουσα της υποδοχής |