Ετυμολογία και σύνθεση λέξεων
Εισαγωγή στο νόημα του λόγου

Δες επίσης και ΦΩΤΙΑ: Η ΜΗΤΕΡΑ ΤΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ ΚΑΙ Ο ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ ΤΗΣ

      Έτυμος σημαίνει  αληθινός, άρα η ετυμολογία λέξης  είναι λόγος για το αληθινό, το πρωταρχικό νόημά της. Πολύ συχνά  η χρήση μιας λέξης, π.χ. εδώ της λέξης κόμμα  όταν μιλάμε για το γνωστό σημείο στίξης (,) ή για την παρουσία π.χ.  4 πολιτικών κομμάτων στη Βουλή, δε φαίνεται να αποκαλύπτει κάποια βαθύτερη πτυχή νοήματος, κάτι ιδιαίτερα σημαντικό, εντυπωσιακό για κείνον που μας ακούει ή μας διαβάζει.  Αν όμως προσπαθούμε να μεταδώσουμε σε κάποιον τι ακριβώς  σημαίνει η λέξη  κόμμα ως «σημείο στίξης», τότε η ετυμολογική διευκρίνιση ότι το κόμμα αρχικά σημαίνει  κόψιμο (από το κόπ-τω)  αποκαλύπτει το νόημα της  λέξης  και κάνει πιο κατανοητό και το ρόλο που παίζει το «σημείο στίξης»  στο γραπτό ή προφορικό λόγο. Η ίδια αυτή ετυμολογική διευκρίνιση κάνει πολύ σαφέστερο το νόημα της πρότασης (που μπορεί να είναι απλός ισχυρισμός, βέβαια): «έγιναν οι προαγωγές στην Αστυνομία, ή στο Δικαστικό Σώμα ή στο Διπλωματικό Σώμα ή στη Δευτεροβάθμια Εκπαίδευση με κομματικά κριτήρια». Δηλώνουμε  δηλαδή  ότι οι κριτές έκοψαν τον αριθμό των υποψηφίων σε δυο κομμάτια, κατηγορίες: τους κομματικούς φίλους και τους άλλους. Ευνόησαν τους πρώτους, παραγκώνισαν τους δεύτερους. Έτσι οι πρώτοι νιώθουν σπουδαίοι, αλλά και στο Κόμμα αφοσιωμένοι ή δεμένοι. Τώρα είναι πιθανό αυτοί, οι ευνοημένοι ως κομματικοί φίλοι,  να διαχειρίζονται τα υπηρεσιακά ζητήματα με κομματικά κριτήρια, κάνοντας κομμάτια τις συνειδήσεις. Σε κάθε περίπτωση κάποιοι θα ευνοούνται, άλλοι θα νιώθουν ότι αδικούνται. Το κοινωνικό σώμα κομματιάζεται, η ευρωστία της κοινωνίας κομματιάζεται, όπου συμβαίνει να εφαρμόζονται κριτήρια κομματικά (από το κόπ-τω). Έτσι  ένα  Κόμμα θριαμβεύει και κομματιάζει το κοινωνικό σώμα. Και κομματιάζεται αντίστοιχα η απόδοση των διαφόρων υπηρεσιών.

        Επίσης, ενδέχεται να εκφέρει κάποιος απίθανες μεγαλοστομίες, γενικολογίες ή αοριστολογίες, για να τονίσει πόσο σπουδαία δημιουργία είναι η τέχνη (ζωγραφική, γλυπτική, αρχιτεκτονική, ποίηση, μουσική κλπ.). Πόσο ομαλοποιείται όμως ο λόγος και πώς αποκαλύπτει την αξία της τέχνης, αν ο ομιλητής προσθέσει: «προσέξτε παρακαλώ την ετυμολογία, την  πρωταρχική σημασία  της λέξης τέχνη:  είναι ομόρριζημε το τέκνο και παράγεται από το τίκτω (=γεννώ)». Άρα,  τέχνη σημαίνει νέα ζωή, που  ο δημιουργός της  τη φροντίζει όπως το παιδί του.

Στην ελληνική γλώσσα η ετυμολογική αναζήτηση   έχει ιδιαίτερη αξία, γιατί  ανατρέχει στο παρελθόν της γλώσσας και κατά συνέπεια διευκολύνει το Νεοέλληνα να προσεγγίζει, να ανακαλύπτει την ιστορία και γραμματεία μακραίωνου πολιτισμού και να σπουδάζει τις κινητήριες δυνάμεις της σκέψης. Λογουχάρη, ορίζει κάπου ο Αριστοτέλης το νόμο ως «συνθήκη» (ανάμεσα στα μέλη της κοινωνίας), που γίνεται «εγγυητής αλλήλοις των δικαίων», (που εγγυάται, εφ’ όσον εφαρμόζεται, τη δικαιοσύνη ανάμεσα σε όλους εκείνους που υπόγραψαν αυτή τη συνθήκη). Νομίζω γίνεται πιο κατανοητό το περιεχόμενο του όρου συνθήκη, αν προσέξουμε την ετυμολογία του: θήκη από το τίθημι (=θέτω). Άρα, ο νόμος (ως συνθήκη) είναι κείμενο που έθεσαν όλοι μαζί οι συμβαλλόμενοι, αφού συμφώνησαν σε μια διατύπωση (συν-θήκη) που εκφράζει όλων τα συμφέροντα  με τρόπο δίκαιο, σε πλαίσια αμοιβαιότητας.

Συχνά η ετυμολογική αναζήτηση ή η ανάλυση μιας σύνθετης λέξης στα συνθετικά της, μας αποκαλύπτουν το νόημα που από απροσεξία μας διαφεύγει. Παραδείγματα: Γνωρίζουμε τι σημαίνει συν-αίνεση  (συμφωνία με κάποια πρόταση που διατυπώθηκε από άλλους). Γνωρίζουμε και τι σημαίνει έπαινος (λόγος κολακευτικός για κάποιον). Και τις δυο λέξεις τις εννοούμε καλύτερα, αν μας διευκρινίσει κάποιος ότι το β΄ συνθετικό και στις δυο είναι ο αίνος  (λόγος δοξαστικός υπέρ τρίτου). Τώρα: έπαινος νοείται ως λόγος τιμητικός με επίταση, έμφαση. Και συναίνεση σημαίνει προσχώρηση / υποστήριξη του λόγου ή της άποψης άλλου. Παραίνεση: θερμή προτροπή σε άλλον.

        Ύπουλος είναι εκείνος που ενεργεί κρυφά, υπονομευτικά (ύπουλα). Κατανοούμε καλύτερα το ρόλο του και το χαρακτήρα του, αν  κάποιος επισημάνει ετυμολογικά ότι  ύπ-ουλοςσημαίνει  κάτω από την ουλή, όπου συνήθως υπάρχει πύον, υλικό άρρωστο, ίσως και δύσοσμο, ανθυγιεινό. Τώρα σκεφτείτε πάλι το χαρακτηρισμό ύπουλος, πόσο είναι υποτιμητικός για το πρόσωπο περί του οποίου λέγεται.

       Από τα λίγα παραδείγματα που προηγήθηκαν ελπίζω μπορεί κανείς να συμπεράνει:

Η ετυμολογική προσέγγιση λέξεων και η ανάλυση σύνθετων στα συνθετικά τους μπορεί να μας αποκαλύπτει νοήματα που δε γνωρίζαμε ή να μας διευκολύνει να εννοήσουμε  άλλα πιο βαθιά, πιο ουσιαστικά.

         β΄. Οι ίδιες αυτές πράξεις (ετυμολογία και ανάλυση) οδηγούν πολύ συχνά στο παρελθόν της γλώσσας, μας εξοικειώνουν με κάτι που φαίνεται μακρινό, δυσπρόσιτο, ακατανόητο. Προσέξτε λ.χ. πόσο εύκολα πορεύεται η  γλωσσική μας αντίληψη από τις λέξεις ναύτης και ναύσταθμος (που είναι τόσο οικείες σήμερα) προς την αρχαία λέξη ναυς(=πλοίο), οπότε και τις σημερινές λέξεις εννοούμε καλύτερα (ναύτης= αυτός που υπηρετεί σε ναυν, πλοίο) και την αρχαία λέξη εντάσσουμε στο λεξιλόγιό μας ανετότερα.

     Αλλά: η ετυμολογική αναζήτηση  είναι παιδαγωγικά ομαλή, όταν γίνεται από τα τωρινά προς τα παλιά και περασμένα, από τα κοντινά στα μακρινά, από τα αισθητά στα νοητά, από τα συγκεκριμένα στα αφηρημένα. Ένα δείγμα: από τη λέξη ναός (κάτι ορατό σήμερα, οικείο στο λεξιλόγιό μας)  με ετυμολογική διερεύνηση πάμε  πολύ άνετα να εγγράψουμε στο λεξιλόγιό μας το αρχαίο ρήμα ναίω (=κατοικώ). Τώρα νιώθουμε καλύτερα τον όρο ναό ως κατοικία (θεού)  αλλά και το μετανάστης (=αυτός που αλλάζει τόπο κατοικίας). Ενώ, αν περιμέναμε να βρούμε σε αρχαίο κείμενο το ναίω για να νιώσουμε το νόημα του ναού, είναι πιθανό να μη φτάναμε ποτέ σ’ αυτό. (Προσωπικά  το ρήμα αυτό δεν το θυμάμαι από κάποιο κείμενο).

          Στο σημείο τούτο στοχαστείτε πόσο πιο αποτελεσματική  πορεία είναι η ετυμολογική αναδρομή από τη σημερινή γλώσσα προς την αρχαία παρά η περιπλάνηση στα απέραντα εδάφη της (δυσχιλιετούς) αρχαιότητας, όπου τα μισά παιδιά χάνονται μαθησιακά και χάνουν και την αυτοπεποίθησή τους. Η παιδαγωγικά ανάποδη πορεία, που ακολουθούμε ως προς τη μελέτη της αρχαίας ελληνικής γραμματείας στο  πρωτότυπο, έχει τόσο αρνητικά αποτελέσματα, ώστε να έχει καταντήσει παιδαγωγική συμφορά  - κατά τη γνώμη μου- το γεγονός ότι έχουμε μακραίωνη   γλωσσική –γραμματειακή  κληρονομιά. Και για να την τιμήσουμε ρίχνουμε τα παιδιά να βαπτιστούν σ’ αυτήν, ως την ώρα του πνιγμού τους μέσα στην απεραντοσύνη της *.

          Η αξιοποίηση τέλος της μεθόδου της ετυμολογικής αναδρομής συνοψίζεται στην ακόλουθη οδηγία:

  Σε όλες τις βαθμίδες εκπαίδευσης, σε όλα τα μαθήματα, όλοι οι δάσκαλοι, όλων των ειδικοτήτων έχουν τη δυνατότητα σε κάθε διδακτική ώρα ή με κάθε διδακτική ενότητα να επιχειρήσουν ευκαιριακά μία ετυμολογική αναδρομή –μια αναγνωριστική κίνηση προς το παρελθόν της γλώσσας, μόνο μία, που τους εξυπηρετεί άμεσα στο μάθημά τους. Ο μαθηματικός θα κάνει πιο κατανοητή τη διχοτόμο, (από τα: δίχα + τέμνω),  ο γυμναστής τη σταδιοδρομία ( στάδιο + δρόμος, διαδρομή στο στάδιο), ο θεολόγος το νόημα του ναού (από το ναίω = κατοικώ, άρα ναός = κατοικία) κλπ. κλπ. Και όλοι μαζί θα προσφέρουν με παιδαγωγική άνεση γλωσσικούς θησαυρούς και σεβασμό για όλη την ιστορία της γλώσσας. Άλλες φάσεις αυτής της ευεργετικής πορείας θα δούμε σε επόμενα βήματα γλωσσικής παιδείας .

  Copyright © 2001 F. K. Voros url: www.voros.gr e-mail: info@voros.gr

 

 

ΦΩΤΙΑ: Η ΜΗΤΕΡΑ ΤΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ ΚΑΙ Ο ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ ΤΗΣ

Η ελληνική γλώσσα, και σίγουρα όχι μόνον αυτή, ξεκίνησε την πορεία της από την εποχή που ανακάλυψαν – έμαθαν να ανάβουν – την φωτιά οι άνθρωποί της. Αυτή την άποψη θα επιχειρήσω να στηρίξω με το παρόν άρθρο. Κατ’ αρχάς, η εκδοχή αυτή είναι καταχωρισμένη στην ελληνική μυθολογία. Πρόκειται για το κλέψιμο της φωτιάς του Διός και η απόδοσή της στους ανθρώπους από τον Προμηθέα.
Προσέξτε παρακαλώ, πρόκειται για τον προ – μηθέα.
Για να δούμε τι σημαίνει το -μηθεας. Προκύπτει σαφώς από το μα(ν)θάνω (α>η).
Αλλά και ο μύθος από το μανθάνω κατάγεται. Μάθος >μύθος (α>υ, όπως σάρξ>σύρξ).
Τι θα πει μύθος; Θα πει, ομιλία, λόγος, διήγημα, ιστορία, απόφαση, σκοπός, σχέδιο, συμβουλή, γνώμη και απόφθεγμα!
Επίσης, μήτις (θ>τα) θα πει, σοφία, σύνεση, ευφυΐα, σύμβουλος… Και η Μούσα έχει την ίδια ρίζα.
Μάλιστα πλην των άλλων γνωστών μούσα σημαίνει και το πρέπον, το προσήκον, η ευπρέπεια.
Θα μου πείτε τι σχέση έχουν ολ’ αυτά με την φωτιά;
Εμείς ξέρουμε ότι με την ανακάλυψη και την χρήση της φωτιάς ο άνθρωπος ανέπτυξε σιγά-σιγά την τεχνολογία. Εκτός που δεν θέλει να παραδεχτεί ο χοντροκέφαλος ο άνθρωπος ότι είναι ξάδελφος των πιθήκων, ξεχνά πολύ εύκολα ότι το είδος του έζησε κατά το ασυγκρίτως μεγαλύτερο χρονικό διάστημα της ύπαρξής του ευρισκόμενο σε άκρως πρωτόγονη κατάσταση, όπως αποδεικνύουν όλα τα ευρήματα ανά τον κόσμο.

Πριν λοιπόν ανακαλύψουν οι άνθρωποι το άναμμα της φωτιάς, μόλις έμπαιναν το σούρουπο στις σπηλιές τους, έπεφταν ξεροί στον ύπνο, μετά από τις ατέλειωτες ταλαιπωρίες της ημέρας, αφού ολημερίς έπρεπε να κυνηγούν το φαγητό τους. Μέσα στο σκοτάδι τι να δει και τι να πει και τι να συζητήσει κανείς. Όταν όμως τέλος πάντων έμαθαν να ανάβουν οι άνθρωποι τη φωτιά – βρέθηκαν πολλές τέτοιες μέσα σε σπηλιές, και φυσικά αυτό δεν έγινε από τη μια μέρα στην άλλη – τότε το τοπίο άλλαξε άρδην. Τώρα με το φώς της φωτιάς άρχισε το μεγάλο ζόρι της συζήτησης. Από τη μια να εξιστορήσει κανείς τα παθήματα της προηγηθείσης ημέρας κι από την άλλη να καταστρώσει σχέδια για την επόμενη, ομού μεθ’ όλων των μελών της οικογένειας ή ομάδας. Για τον λόγο αυτόν φαίνεται ότι μύθος θα πει, ομιλία, λόγος, διήγημα, ιστορία, απόφαση, σκοπός, σχέδιο, συμβουλή, γνώμη.

Βλέπετε ότι οι λέξεις σέρνουν πίσω τους ακόμη ολόκληρες ιστορίες. Διότι όλ’ αυτά συνέβαιναν μέχρι προχθές. Ναι, προχθές. Τόσο λίγο είναι το χρονικό διάστημα κατά το οποίο βγήκε ο άνθρωπος από τις σπηλιές, σε σχέση μ΄αυτό που ζούσε μέσα τους. Για να μη πω τώρα ότι πάρα πολλοί άνθρωποι, αν και ζουν πλέον εκτός σπηλαίων, συμπεριφέρονται χειρότερα κι από τους ανθρώπου που ζούσαν μέσα σ’ αυτές! Άναψε λοιπόν η φωτιά και μεταξύ των άλλων που φανερώθηκαν, φάνηκε αναγκαστικά και ο κομπασμός της γλώσσας. Αυτό κι αν είναι ζόρι. Κι αρχίσανε τα: καλά βρε ζώον τίποτα δεν κατάλαβες τόση ώρα που σου τα εξηγούσα με το νι και με το σίγμα; Ή τα: καλά γυναίκα, αυτό το παιδί μας είναι τελείως βόδι. Χαμπάρι δεν παίρνει από λόγια! Και χίλια μύρια παρόμοια. Από εκείνη την εποχή μάλλον βγήκε και το «άλλα λέει η θειά μ’ κι άλλ’ ακούν τ΄αυτιά μ’». Κοντολογίς, τώρα που υπήρχε χρόνος για κουβέντες, γύρω από την φωτιά, αναγκαστικά άρχισε να εμπλουτίζεται η γλώσσα και η εκφραστικότητά της. Μια φυσική και φυσιολογική εξέλιξη. Όμως η ιστορία αυτή, επί πλέον αποτυπώθηκε και στους χρόνους των ρημάτων. Για ποιο λόγο ονομάστηκαν ρήματα, δηλαδή λεγόμενα; Διότι αυτά αποτελούν τον σκελετό της κάθε γλώσσας. Χωρίς αυτά δεν μπορεί να γίνει συζήτηση, ενώ χωρίς τα επίθετα ή τα άρθρα γίνεται. Πώς όμως έγινε η συγκεκριμένη αποτύπωση; Όταν λοιπόν πάλευα να συντάξω το ετυμολογικό λεξικό, μεταξύ των άλλων παρατήρησα ότι οι ρίζες των ρημάτων βρίσκονταν στην αρχέγονή τους μορφή, κυρίως στους παρελθόντες και μέλλοντες χρονικούς τύπους παρά στον ενεστώτα. Παράδειγμα; Τρώγω, β΄ αόρ. έ-τραγ-ον. Τυγχάνω, μελλ. τεύ-ξομαι. Και σε χίλιες δυο άλλες περιπτώσεις. Πώς εξηγείται το φαινόμενο αυτό; Νομίζω στις ανάγκες που έπρεπε να καλύψει πρωταρχικά η γλώσσα. Όταν εισέρχονταν οι πρωτόγονοι στη σπηλιά και κάθονταν γύρω από την φωτιά, σίγουρα άρχιζαν να διηγούνται τα παθήματα της μόλις παρελθούσας ημέρας. Άρα δια της χρήσης παρελθόντων χρόνων. Κατόπιν έπρεπε να συνεννοηθούν για τα της επαύριον. Άρα δια της χρήσης μελλόντων χρόνων των ρημάτων. Ο ενεστώτας ασφαλώς απουσίαζε διότι κανείς δεν θα μιλούσε γι’ αυτό που έκανε εκείνη τη στιγμή, αφού φαίνονταν. Η φωτιά φανέρωνε (φαίνω) και γύρω της μιλούσαν (φημί, έ-φα-ν, φάσκω). Για τον λόγο αυτόν τα δυο ρήματα φαίνω και φημί (=λέγω) έχουν την ίδια ρίζα και κοινούς χρονικούς τύπους. Να τι γράφω στο λεξικό: φάος [φάFος, ο πρωτόγονος άνθρωπος για να ανάψει φωτιά, αλλά και για να την διατηρήσει, έπρεπε να φυσά προς την εστία του πυρός τακτικά. Φουφού λέγεται ακόμα και τώρα η εστία του πυρός και το μαγκάλι. Μόλις δε ανάψει η φωτιά, φωτίζει (φά-ει) και φα-νερώνει τα γύρω της αντικείμενα. Γύρω από το φώ-ς της φω-τιάς αρχίζουν να ακούγονται οι φω-νές των ανθρώπων, για την περιγραφή των συμβάντων της προηγηθείσης ημέρας, φά-σκω = βεβαιώ, ισχυρίζομαι, προσποιούμαι (διότι η γλώσσα τους ήταν φτωχή και έπρεπε και δια προσποιήσεων να παραστήσουν κάποια συμβάντα). Η ρίζα φα- (φάσις = καταγγελία, λόγος και εμφάνιση) έχει την σημασία του φέρω στο φως, φανερώνω, φανερώνω δια του λόγου, καθιστώ γνωστό (βλ. φαίνω και φημί). Για τον λόγο αυτόν οι τύποι του παθητικού παρακειμένου του φημί και του φαίνω είναι ακριβώς ίδιοι. Το φαίνω συνδυάζει τα δύο ρήματα φάω και φημί, περιέχων και τις δύο έννοιες, αφού σημαίνει φέρω στο φως, δεικνύω, φανερώνω, παρέχω φως, εκθέτω (επί διανοημάτων), καταγγέλλω κάποιον, προδίδω, λέγω. Το φαύω (φάFω) παραπέμπει κατ’ ευθείαν στη φουφού, το φύσημα για το άναμμα της φωτιάς]- φως (αο>ω). Έπειτα απ’ όλ’ αυτά δεν θα ήταν και τόσο υπερβολικό λοιπόν να πούμε ότι η φωτιά είναι η μητέρα της γλώσσας.

Ως ακροτελεύτια παράγραφος του άρθρου υπάρχει η ακόλουθη υποσημείωση που αναδεικνύει το ύφος, το ήθος και την ευφυία του ανδρός : Γιατί θα του το έκλεβαν ούτως ή άλλως. Μπράβο του!

Σταύρος Βασδέκης Μαυροκορδάτου 31 Σέρρες 62100 Τηλ. 2321052462 vasdekis@athriskos.gr Επιτρέπεται η αναδημοσίευση όλων των άρθρων δίχως την άδεια του συγγραφέα και χωρίς αναφορά στην πηγή.