Ετυμολογία και το λεξιλόγιο της νέας ελληνικής

 

ΕΥΑΓΓΕΛΟΣ Β. ΠΕΤΡΟΥΝΙΑΣ

 

Η ετυμολογία είναι ο επιστημονικός κλάδος που μελετά την προέλευση των λέξεων και έχει την υποχρέωση να δείξει από πού προέρχονται τόσο η μορφή τους όσο και οι βασικές τους σημασίες. Όμως οι παλιότερες ετυμολογίες της νέας ελληνικής (ΝΕ) παρουσιάζουν συχνά μια ψεύτικη εικόνα σχετικά με την προέλευση του λεξιλογίου αυτής της γλώσσας, που οφείλεται στην προσπάθεια, μέσα από έναν στείρο φορμαλισμό, να αναχθούν τα πάντα στα «αρχαία ελληνικά».

 

Καθώς είχε δείξει κιόλας πριν από έναν αιώνα ο Γεώργιος Χατζιδάκις, οι βάσεις της λαϊκής νεοελληνικής γλώσσας βρίσκονται στην ελληνιστική κοινή, που αποτελεί σημαντικά διαφοροποιημένη εξέλιξη της κλασικής ελληνικής. Από άποψη πολιτικής ιστορίας, η ελληνιστική κοινή επεκτείνεται μέχρι και τη ρωμαϊκή εποχή. Με τη δημοσίευση των ετυμολογιών του Λεξικού της Κοινής Νεοελληνικής (ΛΚΝ) του Ιδρύματος Τριανταφυλλίδη, νομίζω φάνηκε πως και της λόγιας γλώσσας οι βάσεις βρίσκονται στην ελληνιστική εποχή, και σε μικρότερο βαθμό στην κλασική ελληνική.

 

Όπως και σε άλλες γλώσσες, έτσι και στη ΝΕ υπάρχουν λέξεις «κληρονομημένες», δηλαδή λέξεις που είτε οι ίδιες είτε τα επιμέρους στοιχεία τους υπάρχουν συνεχώς στη γλώσσα για πολύ μεγάλο διάστημα, έστω και με τροποποιημένη μορφή και προφορά. Σύμφωνα με την τοποθέτηση που έγινε πιο πάνω, οι λέξεις αυτές ανάγονται τουλάχιστον στην ελληνιστική περίοδο: πατέρας (υπήρχε κιόλας στην κλασική ελληνική ως πατήρ), ανθρωπιά (δημιουργήθηκε το Μεσαίωνα, με βάση το παλιότερο ουσιαστικό άνθρωπος και το επίθημα -ιά), σπίτι (ήρθε από τα λατινικά κατά τη ρωμαϊκή περίοδο). Υπάρχουν επίσης μεταγενέστερα δάνεια, είτε λαϊκής προέλευσης: ζουμπούλι, είτε λόγιας: ιβουάρ, ιμπεριαλισμός. Τέλος, παρουσιάζονται και λόγιοι νεολογισμοί: ηχογραφώ.

 

Η ΝΕ όμως παρουσιάζει και ιδιαιτερότητες, που δεν συναντιούνται σε άλλες ευρωπαϊκές γλώσσες, ή συναντιούνται σπάνια. Για να γίνει κατανοητό αυτό, πρέπει να δοθούν εισαγωγικά μερικές βασικές πληροφορίες. Για ιδεολογικούς λόγους, δηλαδή εθνικούς, πολιτιστικούς, αλλά και για εσωτερικούς γλωσσικούς λόγους, όπως είναι χαρακτηριστικές μορφολογικές ομοιότητες ανάμεσα στα αρχαία και στα νέα ελληνικά, η ελληνική γλώσσα θεωρείται ενιαία, από την κλασική ή ακόμη και από τη μυκηναϊκή εποχή μέχρι σήμερα.

 

Σε αντιπαράθεση, οι νεολατινικές, αλλιώς ρομανικές, γλώσσες, όπως τα ιταλικά, τα ισπανικά, ή τα γαλλικά, παρόλο που από χρονική άποψη η απόσταση ανάμεσα σ' αυτές και στα λατινικά είναι πολύ μικρότερη απ' ό,τι η απόσταση ανάμεσα στα σημερινά και στα κλασικά ελληνικά, δε θεωρούνται «ίδια» γλώσσα με τον πρόδρομό τους, τα λατινικά. 

 

Όταν η σημερινή ελληνική γλώσσα ανάγεται σε τόσο παλιά εποχή, φυσικό είναι να παρατηρούνται σημαντικές αλλαγές στην προφορά αλλά και στη σημασία των λέξεων, ενώ σε άλλες γλώσσες οι σημασιολογικές αλλαγές παρουσιάζονται πολύ πιο περιορισμένες. Φέρνω σαν παράδειγμα δύο λέξεις λαϊκής προέλευσης, που έχουν ιδιαίτερη βαρύτητα για το νεότερο πολιτισμό: σταυρός, παράδεισος. Στην κλασική ελληνική, σταυρός σήμαινε «όρθιος πάσσαλος». Τη νέα της σημασία η λέξη την απέκτησε σαν μετάφραση του λατινικού crux. Η λ. παράδεισος, αρχικά δάνειο από τα περσικά, σήμαινε «κλειστό πάρκο Πέρση άρχοντα». Τη νέα σημασία της την απέκτησε σαν μετάφραση του εβραϊκού κήπος της Εδέμ.

 

Μια δεύτερη ιδιαιτερότητα είναι ο λόγιος δανεισμός από παλιότερες περιόδους της γλώσσας, και βασικά από την ελληνιστική κοινή. Το φαινόμενο της επανεισαγωγής παλιών λέξεων το ονόμασα στην Εισαγωγή του ΛΚΝ: διαχρονικό δανεισμό. Παραδείγματα: δημοκρατία, αριστοκρατία, χθόνιος, η οδός. Όπως φαίνεται από τα δύο τελευταία παραδείγματα, πολλές φορές τα δάνεια αυτά δε συμφωνούν με τους φωνολογικούς και τους μορφολογικούς κανόνες της λαϊκής γλώσσας, και μερικές φορές, όπως συμβαίνει με τα θηλυκά σε -ος, τροποποιούν σήμερα τους κανόνες της νέας ελληνικής.

 

Πολλές από τις επανεισαγμένες αρχαίες λέξεις αποδίδουν στην πραγματικότητα νεότερες ευρωπαϊκές έννοιες, έτσι ώστε η σημασία τους διαφέρει άλλοτε πολύ και άλλοτε λιγότερο από την αρχαία: η λ. τραγωδία σαν θεατρικός όρος διατηρεί την αρχαία σημασία της, αλλά στη σημασία «φριχτή κατάσταση» αποδίδει σημασία που απέκτησε στα γαλλικά. Μπορεί επίσης να σκεφτεί κανείς τη νέα σημασία της λ. φανταστικός (= εξαιρετικός). 

 

Η ριζική αλλαγή στη σημασία πολλών αρχαίων λέξεων είναι ένας από τους λόγους που οι σημερινοί Έλληνες δυσκολεύονται να μάθουν σωστά τα αρχαία ελληνικά· γιατί καθώς τα παλιότερα λεξικά δεν επισημαίνουν τις αλλαγές, ενισχύεται στο μυαλό του αναγνώστη η σφαλερή ταύτιση ανάμεσα στη σημερινή και στην παλιά σημασία.

 

Μια τρίτη ιδιαιτερότητα οφείλεται στην ύπαρξη αυτού που αλλού το ονόμασα διεθνή ελληνικά. Καθώς διάφορες ανθρώπινες δραστηριότητες διαμορφώθηκαν κατά την ελληνική αρχαιότητα, πολλοί όροι που τις εξέφραζαν πέρασαν σε άλλες γλώσσες, και ιδίως στα λατινικά. Από τα λατινικά, με τη λατινική πια μορφή τους, και μαζί με λατινικές λέξεις, κληροδοτήθηκαν στις νεότερες γλώσσες: αθλητής, φιλοσοφία, μουσική, ιστορία, αστρονομία. Η κατάσταση αυτή δημιούργησε προηγούμενο, έτσι ώστε σήμερα οι νεότερες γλώσσες δανείζονται και απευθείας λέξεις από τα αρχαία ελληνικά, όπως φυσικά και από τα λατινικά: ερωτικός, πολιτική, δημοκρατία. Μερικές λέξεις που πέρασαν πολύ νωρίς στις ευρωπαϊκές γλώσσες μέσα από τη λαϊκή παράδοση μπορεί να έχουν αλλάξει τόσο, ώστε η καταγωγή τους να μη διακρίνεται με την πρώτη ματιά· π.χ. στα αγγλικά church < κυρι(α)κόν, police < πολιτεία.

 

Το σημαντικότερο όμως είναι πως, επεκτείνοντας αυτή την παράδοση, εκατοντάδες χιλιάδες λέξεις με βάση αρχαία ελληνικά και λατινικά λεξικά στοιχεία δημιουργούνται σήμερα, για εξυπηρέτηση των νεότερων αναγκών. Μερικές είναι σύμφωνες με τους σημασιολογικούς και μορφολογικούς κανόνες των δύο κλασικών γλωσσών: πανδαιμόνιο, ακουστική. Συχνότερα όμως δε συμφωνούν με αυτούς, αφού δημιουργούνται για εξυπηρέτηση των σημερινών αναγκών και όχι για επίδειξη αρχαιομάθειας: μικρόβιο, ορθοπαι(ε)δική, ουτοπία, πανόραμα, πολυκλινική. Οι λέξεις αυτές έρχονται και στα νέα ελληνικά σαν δάνεια από τις νεότερες γλώσσες, και φυσικά τροποποιούν τους μορφολογικούς και σημασιολογικούς κανόνες της ελληνικής. 

 

Τα δάνεια μπορεί να είναι είτε απευθείας, δηλαδή με δανεισμένη και τη μορφή και τη σημασία: ιβουάρ, κομπιούτερ, ή να αποτελούν μετάφραση ξένων λέξεων. Το αγγλικό skyscraper μεταφράστηκε σε διάφορες ευρωπαϊκές γλώσσες, και στα ΝΕ ήρθε σαν ουρανοξύστης. Στη γλώσσα μας όμως τα μεταφραστικά δάνεια είναι πολύ συχνότερα από ό,τι σε άλλες ευρωπαϊκές γλώσσες, γιατί παλιότερα οι μορφωμένοι φαντάζονταν πως η ύπαρξη δανείων σε μια γλώσσα είναι «δείγμα φτώχειας, παρακμής» κτλ., και αντικαθιστούσαν τα απευθείας δάνεια με μεταφραστικά, ώστε να μην είναι προφανής ο δανεισμός.

 

Στη λαϊκή γλώσσα υπήρχε η λ. φαμίλια, απευθείας δάνειο από το ιταλικό famiglia. Στη λόγια γλώσσα όμως αντικαταστάθηκε από τη λ. οικογένεια, που αποτελεί μετάφραση της ιταλικής λέξης, και αποσκοπούσε στο να αποκρυβεί το γεγονός του δανεισμού. Η μετάφραση στηρίχτηκε στην αρχαία λ. οικογενής «δούλος γεννημένος στο σπίτι», που αντιστοιχεί περίπου προς το λατινικό famulus, ετυμολογικό πρόδρομο του ιταλικού famiglia. Στα αρχαία ελληνικά, η φαμίλια, οικογένεια, λεγόταν οίκος, ή οικία.

 

Και τα μεταφραστικά δάνεια είναι δυνατό να τροποποιούν τους κανόνες της ελληνικής: ακταιωρός (< γαλλ. garde-cetes), πολυμέσα (< αγγλ. multimedia). Η λόγιας προέλευσης αντωνυμία ο οποίος είχε μπει κιόλας κατά τον ύστερο Μεσαίωνα, όπως διαπιστώνουμε από το έργο του Κύπριου ιστορικού Λεόντιου Μαχαιρά, αρχικά με τη μορφή ο ποίος, η ποία, και ήτανε μετάφραση του γαλλικού le quel, la quelle. 

 

Πολλές φορές μάλιστα συμβαίνει κάποια λέξη να μπήκε στη νεότερη ελληνική από διπλό δρόμο, σαν δάνειο μορφής από τα αρχαία ελληνικά και σαν δάνειο σημασίας από τις νεότερες ευρωπαϊκές γλώσσες, ιδίως τα γαλλικά. Το φαινόμενο αυτό το ονόμασα αλλού δισυπόστατο δανεισμό, και, απ' όσο ξέρω, πρόκειται για ιδιαιτερότητα που δεν παρατηρείται, τουλάχιστον σε ευρωπαϊκές γλώσσες.

 

Ο αρχαίος αριστοτελικός όρος υπάλληλοι, που αναφερόταν σε έννοιες της λογικής, μεταφράστηκε στα γαλλικά σαν: subalternes. Όμως με την ίδια λέξη χαρακτηρίζονταν στα γαλλικά και οι κατώτεροι υπάλληλοι: employes subalternes. Στα νέα ελληνικά χρησιμοποιήθηκε η αρχαία λέξη με τη γραφειοκρατική σημασία της γαλλικής· και βέβαια δεν υπονοούμε πως οι Έλληνες υπάλληλοι έχουν κάποια ιδιαίτερη ροπή προς τη φιλοσοφία, και ειδικά την αριστοτελική!

 

Σε γλώσσα με τόσο μακραίωνη ιστορία είναι φυσικό να παρουσιάζονται και τυχαίες αναδημιουργίες, που δυστυχώς συχνά παρερμηνεύονται. Δύο παραδείγματα: Στα παλιότερα λεξικά η λ. τραπεζαρία θεωρείται μεσαιωνική. Στα μεσαιωνικά ελληνικά όμως τραπεζαρία ήταν θηλυκό του τραπεζάριος, και σήμαινε την καλόγρια την επιφορτισμένη με την τήρηση της τάξης στην αίθουσα φαγητού των γυναικείων μοναστηριών. Ώστε η μορφολογική της ανάλυση είναι: τραπεζάρ(ιος) -ία, ενώ η σημερινή λέξη αναλύεται: τραπέζ(ι) -αρία (σύγκρινε: τζαμ-αρία). Η λ. καπνιστήριο είναι νεότερη μετάφραση των γαλλικών fumoir, salon a fumer. Στα παλιότερα λεξικά όμως παρουσιάζεται σαν μεσαιωνική ή ελληνιστική. Η σπάνια αυτή παλιά λέξη σήμαινε: «θερμό λουτρό» ή ίσως «θυμιατήρι», και βέβαια δεν είχε σχέση ούτε με τσιγάρα ούτε με πούρα. Οι παλιότεροι ετυμολόγοι θα μπορούσαν να είχαν αναρωτηθεί, τι είδους ταμπάκο κάπνιζαν άραγε οι Βυζαντινοί πριν από την ανακάλυψη της Αμερικής; Αλλά ο στείρος φορμαλισμός δεν ενδιαφέρεται για λογικές ερωτήσεις.

 

Ο Ευάγγελος Β. Πετρούνιας είναι καθηγητής Γλωσσολογίας στο ΑΠΘ