Λέξεις |
||
Βόλτα |
||
ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΚΟ ΠΕΔΙΟΑπο το Ιταλ. volta < volto <volgere< Lat. volvere volvo = περιστρέφω, κινώ κάτι κυλινδρικά, μηχανεύομαι. |
||
ΣΗΜΑΣΙΕΣΠεριστροφή : Τυλιξε δυο βόλτες το σχοινί στή δέστρα. Αύλακες βίδας: Το βίδωσες στραβά και χαλάσανε οι βόλτες. Περίπατος: Πάμε μια βόλτα; Η βόλτα είναι ένα περπάτημα άνευ προορισμού που κάποτε ο περιπατών κάνει (ή κόβει) βόλτα δηλ. ανακάμπτει, επιστρέφει στο σημείο αρχικής εκκίνησης. Επειδή «ηδύ το μηδέν ποιείν» φαίνεται η βόλτα να ενέπνευσε ποιητές και στιχουργούς. Παραθέτω χαρακτηριστικά παραδείγματα:
Στίχοι: Κώστας Κοφινιώτης Μουσική: Μιχάλης Σουγιούλ Το φεγγάρι κανει βόλτα Απο τα κατα 50% σαπια πορτοκαλια. Διώξε τη λύπη παλληκάρι Στίχοι: Νότης Περγιάλης & Γιώργος Εμιρζάς Μουσική: Μάνος Χατζιδάκις Πάμε μια βόλτα στη Βουλιαγμένη Στίχοι - Μουσική: Λουκιανός Κηλαηδόνης Βόλτα (2): «Βόλτα» ονομαζεται ακόμα και σήμερα ο δρομος οπου γίνεται στην επαρχία ο βραδυνός και ο κυριακάτικος περίπατος. Στροφή: Πήραμε την κάτω βόλτα Καταρεύσαμε οικονομικώς. (Πήραμε την κάτω βόλτα όμορφή μου Παναγιώτα, όμορφή μου Παναγιώτα, Γιώτα μου γλυκειά.) Πηραμε την πάνω βόλτα= Ορθοποδήσαμε. Καταφέρνω: Τα φέρνω βόλτα.
|
||
ΣΥΝΩΝΥΜΑΓύρος ή και ΓύραΟ περίγυρος : Βγηκε στη γύρα να μαζέψει τα χρωστούμενα. Γυρεύω: Αναζητώ περιφερομενος. Γιώργος Σεφέρης Γυρίζω: Επιστρέφω (Γυρνα πισω αγάπη μου!) Συγυρίζω: Κατ΄αρχας σήμαινε περιάγω, διαπομπεύω και αργότερα κατήντησε να σημαίνει τακτοποιώ περιφερόμενος. Γυρολόγος: Πλάνόδιος εμπορος, Πραγματευτής Τζιριτώ: κανω τζίρο περιφέρωμαι πρβ. ΖΗΤΙΑΝΟΣ, Ανδρέα Καρκαβίτσα οπου ο ηρωάς του ειναι ο Γκραβαρίτης Τζιριτόκωστας Γύρος: Φαγητό. Το Τουρκικο döner kebap δηλ. κρέας περιστρεφόμενο κάθετα σε σούβλα που κόπτεται τη αιτήσει του πελάτου. |
||
ΟΜΟΡΡΙΖΑΗ ρίζα βολ μαλλον ειναι η λατινικη vol. Αντιθέτως, στις περιπτώσεις που η λατινική λέξη έχει ελληνική ρίζα τότε
η εκλατινισμένη λέξη γράφεται με b. Βλέπε τους Αναλυτικούς πίνακες προφοράς
των αρχαίων ελληνικών φωνημάτων (κλικ) Βάκχος=Bacchus βαλανος=balanus βακτηριον=bacterium Βυζάντιον=Byzantium
βολβός = κρεμμυδοειδής καρπός. Σαν να εχει δημιουργηθει απο περιστροφή. βόλβιτος = κουράδα, σβουνιά, καβαλλίνα, κοπριά 12 καὶ ἐγκρυφίαν κρίθινον φάγεσαι αὐτά· ἐν βολβίτοις κόπρου ἀνθρωπίνης ἐγκρύψεις αὐτὰ κατ᾿ ὀφθαλμοὺς αὐτῶν 13 καὶ ἐρεῖς· τάδε λέγει Κύριος ὁ Θεὸς τοῦ ᾿Ισραήλ· 15 καὶ εἶπε πρός με· ἰδοὺ δέδωκά σοι βόλβιτα βοῶν ἀντὶ τῶν βολβίτων τῶν ἀνθρωπίνων, καὶ ποιήσεις τοὺς ἄρτους σου ἐπ᾿ αὐτῶν. 17 καὶ ἐκθλίψω τοὺς ἀνθρώπους, καὶ πορεύσονται ὡς τυφλοί, ὅτι τῷ Κυρίῳ ἐξήμαρτον· καὶ ἐκχεεῖ τὸ αἷμα αὐτῶν ὡς χοῦν καὶ τὰς σάρκας αὐτῶν ὡς βόλβιτα. Σοφονίας Κεφ. 1 Στ.1 7
ρεβόλβερ= είδος πιστολιού με περιστρεφόμενη θήκη βλημάτων. Γνωστό από τα καουμποϋκα φιλμ. Από τις αρχές του 20ου αιώνα αντικαταστάθηκε απο πιστόλια αυτομάτου οπλίσεως και μη πυροδοτήσεως. Σημερα υπάρχουν και τελείως αυτόματα πιστόλια. βόλος = σφαιρίδιο απο γυαλί ή πηλό που χρησίμευε ως παιδικό παιχνίδι. βολτομετρο, βολτάζ, βολτ Ολα αυτά δεν εχουν σχέση με το βολτα αλλά με τον Alessandro Volta και το Βολτ (Αγγλ. Volt) συμβολίζεται με το γράμμα (V) και είναι μονάδα μέτρησης της ηλεκτρικής τάσης. Ορίζεται ως η διαφορά δυναμικού μεταξύ δύο σημείων ενός αγωγού, όταν διέρχεται από αυτόν σταθερό ρεύμα ενός Αμπέρ και καταναλώνεται ισχύς ενός Βατ. Είναι παράγωγη μονάδα του Διεθνούς συστήματος μονάδων (SI) και έλαβε το όνομά της προς τιμή του Ιταλού φυσικού, Alessandro Volta. |
||
ΤΟΠΩΝΥΜΙΑ
|
||
ΕΚΦΡΑΣΕΙΣΔες και αυτές που ανέφερα στις ΣΗΜΑΣΙΕΣΑν δέν σ' αρεσει ... τή βόλτα σου Λεγεται με την σημασια «Δεν εισαι υποχρεωμενος να αποφασίσεις». Απο τα επαρχιώτικα προξενειά, οπου την νύφη την έβλεπε ο υποψήφιος στην "βόλτα", οδο περιπατου, και της εριχνε μια διερευνητική ματιά. Ο προξενητης ή η προξενήτρα τον ειχε προειδοποιήσει: Δες την, και αν δεν σ΄αρεσει (συνεχίζεις) την βόλτα σου. Τα φέρνω βόλτα Εννοείται φέρνω βόλτα τα χρήματα. Καταφέρνω να μου επιστραφούν με πωλήσεις τα χρήματα που πλήρωσα για την αγορά εμπορευμάτων. Γενικεύθηκε σαν έκφραση με την έννοια «τα καταφέρνω», ανταπεξέρχομαι, καταφέρνω να επιβιώσω. Ομως δεν καζαντίζω, δεν βγάζω κέρδος, δεν κάνω λεφτά. Το ουσιαστικό «τζίρος» και το ρήμα «τζιράρω» σημαίνει το ίδιο (<Ιτ. giro< Ελλ. γύρος=περιστροφή, βόλτα) Κόβω βόλτες Περιστρέφομαι καθυστερώντας κατ' ανάγκην. |
||
ΠΗΓΗ: |