Expressions

Εκφράσεις, δυσκόλως εννοούμενες

Σε άλλη μου σελίδα γράφω για τα "δυσκόλως εννοούμενα" σε αντίθεση με το "τα ευκόλως εννοούμενα" που παραλειπονται. Εδω βρίσκετε εκφράσεις στις οποίες δεν παραλείπεται τίποτε αλλά εξακολουθούν να παραμένουν δυσνόητες.
Πιέστε με τον δείκτη του ποντικού σας την λουρίδα της φράσης, θα σας δοθούν περισσότερες πληροφορίες σε παράθυρο που εμφανίζεται ανάμεσα στις λουρίδες σαν ακορντεόν. Όταν κτυπάτε μια κλειστή λουρίδα η ανοικτή κλείνει. Οι πρόσφατες ενημερώσεις σημειώνωνται με ένα κιτρινο/μπλέ αστερίσκο για νέα/ενημρώσεις. Η επίσκεψη του αστερίσκου δείχνει την ημερομηνία ενταξης/τελευταίας ενημέρωσης.
ΠΡΟΣΟΧΗ αν το κειμενο δεν φαίνεται ολόκληρο χρησιμοποιήστε τις ράβδους κύλισης (scroll-bars). Η επίσκεψη των τονισμένων λέξεων δίνει παραπέρα πληροφορίες [πχ βιβλιογραφικές παραπομπές] σε αναδυόμενο παράθυρο. Διπλο κλικ στα για ηχητικά ντοκουμέντα
Ανω Ποταμών Εξωφρενικό, Παράλογο, ανατρεπτικό, απίθανο, αστάθμητο

Χαρακτηρίζει κάτι εξωφρενικό, παράλογο.
πχ. Να ζει,θεέ μου, ελευθερο βίο και να υποφέρει απο λεφτά! Αυτο είναι άνω ποταμών
Γ. Ταχτσή «Το Τρίτο στεφάνι» [151]

Απαντάται στη «Μήδεια» του Ευριπίδη στο 2° χορικό (στ. 410 κε)

ἄνω ποταμῶν ἱερῶν χωροῦσι παγαί͵
καὶ δίκα καὶ πάντα πάλιν στρέφεται.
ἀνδράσι μὲν δόλιαι βουλαί͵ θεῶν δ΄
οὐκέτι πίστις ἄραρε·
τὰν δ΄ ἐμὰν εὔκλειαν ἔχειν βιοτὰν στρέψουσι φᾶμαι·
ἔρχεται τιμὰ γυναικείῳ γένει

που, σε μετάφαση Π. Πρεβελάκη, σημαίνει
Τα Ιερά τα ποτάμια γυρίζουν [στρ.
εκεί πάνω που πιάνουνται. Ναί! Δικιοσύνη
και τα πάντα άνω-κάτω στραφήκαν.
Των αντρών δολερές οι βουλές,
κ' είναι η πίστη στους θεούς σαλεμένη.
Αλλ' η ζήση η δική μου τρανά θ' ακουστεί,
τί θ' αλλάξει του πλήθους η γνώμη.
Να, ζυγώνει η τιμή το γυναίκειο το γένος·
πια ποτέ κακοκέλαδη φήμη
στίς γυναίκες δε θάχει να σούρνει.

Είναι πιθανόν να λεγονται οι πρώτες λεξεις των στίχων για να θυμίσουν στον ακροατή το ποιήμα.Το κυρίως νόημα όμως είναι το «τα πάντα άνω-κάτω στραφήκαν». Ενα πράγμα που μας θυμίζει το στίχο «ανω ποταμων» είναι κάτι ανατρεπτικό απίθανο, αστάθμητο!

Αρτζιμπούρτζι και λουλάς - Αναστάτωση, Οχλαγωγία

Αρκετά εύηχη έκφραση που εκφράζει την κατάσταση στην οποία επικρατεί απόλυτος πανικός ή τρελή ανοργανωσιά. Γενικώς πολύ χύμα φάση και ό,τι να'ναι.

Αν διαβάσουμε τον Μπαμπινιώτη θα δούμε ότι

Προέρχεται από το μεσαιωνικό ουσιαστικό αρτσιβούριον, κι αυτό από το αρμενικό arats-havoth = μηνυτής, αγγελιαφόρος. Αναφέρεται στην πρώτη εβδομάδα του Τριωδίου, στη διάρκεια της οποίας οι Αρμένιοι ακολουθούν αυστηρότατη νηστεία Οι Βυζαντινοί αντιμετώπιζαν με εχθρότητα αυτή τη συνήθεια, μάλιστα η μονή Μάμαντος επέμενε στην κατανάλωση αυγών και τυριού κατά τη διάρκεια αυτής της εβδομάδας, για να διαχωριστεί από την αίρεση των Αρτζιβουρίων.
Η λέξη κατέληξε να γίνει συνώνυμη με την αταξία και την πλήρη ακαταστασία, γιατί οι Βυζαντινοί προσπαθώντας να ερμηνεύσουν την καθιέρωση αυτής της νηστείας, το έκαναν με πολλούς και συχνά παράλογους τρόπους με αποτέλεσμα να επικρατήσει σύγχυση.

Αργότερα στο αρτζιμπούρτζι προστέθηκε η λέξη λουλάς για να ενταθεί εκφραστικά η σύγχυση.

Ας με συγχωρήσει ο κ. Καθηγητής αλλά οποιαδήποτε άσχετη λέξη θα μπορούσε να προστεθεί εκεί πχ. λέξη γάτα ή ποτήρι ή κουκουνάρα (άρες μάρες κουκουνάρες) γιατί διαλέχτηκε ο λουλάς; Πως ο αγγελιαφόρος arats-havoth συνδέθηκε με το Τριώδιο, έγινε αρτσιμπούρτζι και απέκτησε το νόημα της ακαταστασίας! το "μπούρτζι" που βρέθηκε!

Κυκλοφορούν κι΄ άλλες παρερμηνείες ή εκδοχές , οι οποίες δεν στηρίζονται πουθενά.

Ας προσθέσω και εγώ την δική μου εκδοχή:
Ενδεχομένως από τη λέξη "αρκεβούζιο".


Το arquebus ή harkbus ή hackbut από το ολλανδικό haakbus, μεταγλωττίστηκε στα ελληνικά σε "αρκεβούζιο". Σημαίνει "όπλο με γάντζο". Ήταν ένα πρωτόγονο πυροβόλο που χρησιμοποιήθηκε από τον 15ο ως τον 17ο αιώνα. Ο γάντζος ήταν ένα απαραίτητο σιδερένιο δίχαλο (βέργα ή σωλήνας ~1,5 μέτρο σχήματος Υ) στο οποίο ακουμπούσε το ασήκωτο αρκεβούζιο για να κάνει δυνατή την σκόπευση. Ο αρκομπουζιέρος κουβαλούσε και το αρκεβούζιο και το δίχαλο.

Αναρωτιέμαι μήπως ο γάντζος λεγόταν και "λουλάς" από το τούρκικο lüle που σημαίνει σωλήνας. Άλλο θέμα αν η λέξη εξειδικεύτηκε κατόπιν και σημαίνει την άκρη του σωλήνα του ναργιλέ εκεί που μπαίνει το τουμπεκί, και μετά, εκ του μέρους το όλον: Λουλάς=Ναργιλες. Πρβλ. Ρεμπέτικο:
«Οταν ανάβει ο λουλάς
εσύ δεν πρέπει να μιλάς».



Ο Διονύσιος Ρώμας στον "Περίπλου" του (239,26) αναφέρει τον κάπο των αρκομπουζιέρων και ερμηνεύει = "αρχηγός των τουφεξήδων , που ήταν οπλισμένοι μ' ασήκωτα τσακμακοντούφεκα" (γύρω στο 1571 μΧ)


Είχα ακούσει πως κάποιοι οπλαρχηγοί απειλούσαν οτι "θα πάρουμε τα αρτσιμπούρτζια μας και τον λουλά μας και θα ..." αναφερόμενοι προφανώς στον οπλισμό τους.

Συμπέρασμα
Μετά από όλα αυτά πιθανολογώ ότι η έκφραση σημαίνει τον οπλισμό και την μετακίνησή του ή χρήση του, και επομένως την απειλή, την οχλαγωγία, την ένοπλη σύρραξη, την αναστάτωση.

Σχετικά: "Τα τσαμασύρια", Τα "σέα και τα μέα". "Τζάτζαλα μάντζαλα"

Υποσημείωση
Ο διάδοχός του αρκομπουζιού, το μουσκέτο, ήταν ένα φορητό πυροβόλο, κάπως μικρότερο από το αρκεβούζιο, και αυτο το κατέστησε ευκολότερο στη μεταφορά. Ήταν ο πρόδρομος του τουφεκιού και άλλων ατομικής χρήσης πυροβόλων όπλων. (Ο χρήστης του λεγόταν mousquetaire. (Βλ.A.Dumas Les 3 mousquetaires ελληνιστί οι 3 σωματοφύλακες).

Αλτ! Τις Ει; - Στάσου και δώσ' μου γνώρα

Το Αλτ είναι ξενογνωσσο < Γαλ. Halte <Γερ. Halt σημαίνει στοπ, στάσου, σταμάτα. Η όλη φράση είχε την βλέψη να είναι ελαφρώς αρχαΐζουσα. Περιλαμβάνονταν στο πρωτο μάθημα “Αναγνώρισης” στο στρατό. Επειδή η καλή πατρίδα μου απένειμε την τιμητική ειδικότητα το “λοιπού οπλίτου” και με εξαπέστειλε στο Ορεστικον Αργος (Διάβαζε “διάολου μάνα”) επί διετία ομού με 30-40 Πομάκους (ομοίως με την ειδικοτητα «λοιπου οπλιτου» και «διαρκώς απλύτου»), γνωρίζοντας ολίγην ανάγνωσιν και ανορθογραφίαν εις άριστον βαθμόν. Άντε τώρα να εξηγήσεις εις τον τουρκόφωνον και τουρκόφρονα Πομάκον τι θα πει “τις ει”.

Φιλόλογος συνάδελφος διετύπωσε την ορθότατη άποψη ότι όταν ο σκοπός αντιληφθεί ερχομένη την περίπολο δεν οφείλει να πει “Αλτ! τις ει;” άλλα “αλτ! τίνες εστέ;” δεδομένου ότι είναι πολλοί οι επερχόμενοι. Το «Αλτ! τις ει;» θα σημαινε οτι ο σκοπός δεν είδε όλους τους επερχομένους. Μετά την σχετική διδασκαλία προς τους Πομάκους με ερώτησε ένας εξ αυτών γιατί πρέπει να τους ρωτάμε για το “νισεστέ”. Ο νισεστές είναι υλικό χρησιμοποιούμενο στη μαγειρική: το γνωστό Κορνφλάουρ. Οπότε απάντησα “κάλα άστο, δεν είναι απαραίτητο, εξακολουθήστε να ρωτάτε όπως ξέρετε”.

Ευτυχώς οι ημιαναλφάβητοι του Στρατού δεν συλλογίστηκαν οτι το ξενόφερτο ΑΛΤ ώφειλε να γίνει ΣΤΗΘΙ και κατά τον φιλόλογο συστρατιώτη μου ΣΤΗΤΕ. . Θα είχαμε και δεύτερη δυσπραγία να εξηγηθεί το οτι «στήθι» (προστακτική του ίστημι) δεν έχει σχέση με τα, τόσο ζηλευτά και δυσπρόσιτα στα φανταράκια, «στήθη».

Αυγά σου καθαρίζουν;- Γελάς αναιτια

Κάθε 15 του Μάη, οι Ρωμαίοι τιμούσαν τους θεούς Αφροδίτη και Διόνυσο, βγαίνοντας στις πλατείες με σκοπό να αλληλοχτυπηθούν με αυγά μελάτα! Χιλιάδες αυγά πετιόντουσαν εκείνη τη μέρα. Ο κόσμος δε, το απολάμβανε γελώντας ακατάπαυστα. Στη γιορτή αυτή μπορούσαν να πάρουν μέρος οι πάντες. Γι' αυτό και έβλεπε κανείς μέσα στο πλήθος, δεσποινίδες, στρατηγούς και πολλές φορές και τον ίδιο τον αυτοκράτορα (Θερμός θιασώτης, του αβγοπόλεμου ήταν ο Νέρωνας, που δεν περίμενε τη συγκεκριμένη μέρα του εθίμου για να κάνει αβγοπρόσωπους τους αξιωματικούς του). Η γιορτή αυτή, πραγματοποιείτο και στο Βυζάντιο, αλλά για αρκετά μικρό χρονικό διάστημα. Θα πρέπει να σημειωθεί πως, παρόλο που ο αβγοπόλεμος διαρκούσε μία μέρα, τα γέλια εξακολουθούσαν για αρκετές βδομάδες. Γι' αυτό και όταν αναφέρουμε τον όρο, αναφερόμαστε σε κάποιον που κατά τη γνώμη μας, γελάει αναίτια.

http://www.slang.gr/lemma/show/____auga_sou_katharizoun_kai_gelas;_9426/#lemma_10411

Θεωρω απιθανο να γίνεται τέτοιος πόλεμος και, διαρκούσης της μάχης, να καθαριζονται τα αυγά! Τα αυγά πρέπει να τα ετοίμαζαν οι μαχητές εκ των προτέρων και εν κρυπτώ και παραβύστω, για να αιφνιδιάσουν τον αντιπαλο. Αν δώ κάποιον να μου καθαρίζει αυγά δεν γελάω, φεύγω για να μην το φάω στη μούρη. Αν του καθαρίζει ισως να γελάσω γιατι ξέρω τι θα συμβεί στον τρίτο.

Η δική μου ερμηνεία (κολλημένος γαρ με την μπάλα) σχετιζεται, ατεκμηρίωτα όμως, με την διαπόμπευση. Το κλούβιο αυγό ηταν σύνηθες να εκσφενδονίζεται για να καθυβρίσει κάποιον κατά την διαπόμπευση. Μέχρι και σήμερα πετάνε αυγά στους πολιτικούς. Ας υποθέσουμε λοιπόν πως η έκφραση ήταν «Μ'[ε] αυγά σε καθυβρίζουν, και [εσύ] γελάς;». Το «και γελάς» λέγεται σε αντίθεση με την καθύβριση. Ανάλογη έκφραση «τον φτύνουν και νομίζει οτι βρέχει»

Βάλ΄ του ρήγανη - Χάλασε το πράγμα
Η ρήγανη ως μυρωδικό διατηρεί και αρωματίζει τα τρόφιμα. Συνήθως η ρήγανη τοποθετείαι δολίως. Οχι για να δώσει άρωμα αλλά για να καλύψει άσχημη οσμή όπως την οσμή του χαλασμένου κρέατος, ψαριού ή κοτόπουλου. Η εκφραση «Βάλ΄ του ρήγανη» λέγεται για να δείξει πως κάποιο πράγμα, θέμα, υπόθεση έχει χαλάσει μάλλον ανεπανόρθωτα. Συνειρμοί με τον «Βάλτο», του «Βάλτου τα χωρια» κλπ δεν εχουν καμία σχέση. Αλλο το ουσιαστικό βάλτος=το έλος και άλλο η εκφορά της προστακτικής «βάλ(ε) το»
Εβγαλε γλώσσα - Αυθαδίασε, μίλησε απρεπώς
Οταν μιλάμε δεν βγάζουμε τήν γλώσσα μας. Η γλώσσα βγαίνει από μονη της. Η γλώσσα επίσης μαλλιάζει ... αλλα πάλι δεν βγαίνει.
Η γλώσσα δεν εχει κοκαλα αλλα τσακίζει κοκαλα, παλι χωρις να βγαινει εξω. Μπορεί να στάζει μέλι ή φαρμακι, λανθάνουσα να λέει τ' αληθή, να τρώγεται για ν΄αποφύγουμε την γρουσουζιά,
να μαζεύεται γιατι χρειάζεται προσοχή ώστε να ειναι ευπρεπή τα όσα εκφέρει, να καταπίνεται οταν πρέπει να σιγήσουμε. Ακόμα και αν έχουμε μακρυά γλώσσα δεν την βγάζουμε Το βγάλσιμο της γλώσσας ομως ήταν αναιδές σχήμα πως η μουντζα. Το νοημα της φρασης «μου εβγαλε γλώσσα» ηταν «μου μίλησε με τέτοια αναίδεια σαν να μου έβγαζε τη γλώσσα»
Θά σου κόψω το βήχα Θα σε σταματήσω

Παλιά, όταν τις γυναικες τις κλειδώνανε στο σπίτι, ο εραστής τους έφερνε βόλτες και ειδοποιούσε το κορίτσι πετώντας ένα πετραδάκι ή κάνοντας πως βήχει. Υπάρχει και το αντίστοιχο τραγουδάκι:


Ελα περασε και βήξε
κί ενα πετραδάκι ρίξε

και, αλλο πιο οπορτουνιστικό:

από την πόρτα σου περνώ, βήχω και ξεροβήχω
κι΄ αν δεν γυρίσεις να σε δώ σου κατουρώ τον τοίχο.

«Κόβω» με τήν εννοια του «διακοπτω» όταν αφορά σύμπτωμα νοσήματος όπως ο βήχας σημαίνει θεραπεύω. Θα του κοψω εγω τον βήχα ελεγε ο αυστηρος πατέρας ή οκομπλεξικος αδελφός υποσχομενος διορθωτικα-θεραπευτικά μέτρα κατα του ασθενουντος εραστή.

Κακήν Κακώς - Με άσχημο τρόπο, βίαια

Λέμε σήμερα “τον έδιωξε κακήν κακώς”. Πιστεύουμε ίσως ότι το κακήν είναι κάποιο επίρρημα όπως το φύρδην, μίγδην το συστάδην, το τροχάδην κλπ.

Όμως πρόκειται για επίθετο θηλυκού γένους. Ο κακός, η κακή, το κακόν. Η έκφραση αφορούσε διώξιμο γυναίκας. Ποια γυναίκα εξ άλλου μπορούσε ή τολμούσε να διώξει τον άνδρα της;

Η πλήρης μορφή της φράσης είναι την έδιωξε, κακήν [ούσαν], κακώς (δηλ. Εδώ το κακώς (με ω-μέγα) είναι επίρρημα και σημαίνει με άσχημο τρόπο. Όχι θα την άφηνε!)

Αν σήμερα κάποιος/α διώχνει κάποιον άνδρα πρέπει να λέει «τον έδιωξε κακόν [όντα] κακώς».
Κάνει κόνξες - Δυστροπεί
Το σωστό είναι κόξες. Λέγεται με την έννοια «δυστροπεί», μου «δημιουργεί δυσκολίες». Στο Κρητικό Ιδίωμα 156, s. 247 το ρ. «κοξίζω» σημαίνει παύω να επισκέπτομαι κάποιο, τον αποφεύγω, τον κρατώ σε απόσταση. Το ουσ. κόξα < μσν κόξα < λατ. coxa=οσφύς ή μέση (ανατομ.). Φαίνεται ότι στην αρχή θα ήταν θηλυκές δυστροπίες, νάζια που εκδηλώνονταν με τσακίσματα της μέσης. Οι κόξες γινόντουσαν για να αποφύγει κάποια κάποιον. Στις μέρες μας διατηρήθηκε μόνον η μεταφορική έννοια της λέξης και μόνο σε αυτή την έκφραση. Υπάρχει ένα κυπριακό τραγουδάκι Η ΠΕΡΤΙΚΑ («Η πέρδικα») πού λέει για την μεση της πέρτικας:

      Η κόξα της ένι λεχνή,
εν ενί πασσειά,ένι στεχνή
σαν την λυάδαν την γλωρή,
η κόξα της έτσι λυγεί.
Βλ. Επιτομή Λεξικού Κριαρά λέει οτι η κόξα ειναι : * 1) Γοφός: o την αρματωσά στην κόξα όπου βάνεις (Πανώρ. Β´ 110 κριτ. υπ.)· o (μετων.): + Έδωκας … τον κελάρην … κλειδίν εις την κόξαν του (Σπανός A 344).
* 2) Το πίσω μέρος του γόνατος, γόνατο: o οι κόξες του κυρτάνα (Γεωργηλ., Θαν. 423).
[<λατ. coxa. Η λ. τον 7. αι. και σήμ. ιδιωμ.] και το κοξίζω. * Αποτρέπω κάπ. από κ., μεταπείθω κάπ.: o παίρνεις (ενν. Χάρε) όποιους βούλεσαι … και ’δέ ’ν να σε κοξίσουν (Γεωργηλ., Θαν. 227). [<ουσ. κόξα + κατάλ. ‑ίζω. Η λ. και σήμ. κρητ. (Πάγκ.)]
Λιάδα γίναμε - Ισοπέδωση
Σε πλήρη αδυναμία από το ποτό, εντελώς μεθυσμένοι και πεσμένοι κατω. Παράδειγμα:— Βγήκατε χτες; — Αν βγήκαμε λέει. Άσ' τα, αρχίσαμε και τα σφηνάκια, λιάδα γίναμε όλοι. Ούτε να περπατήσουμε δεν μπορούσαμε.
Συνώνυμα: αλοιφή, κουνουπίδι, λυώμα, πίτα, σκνίπα, σταφίδα, τύφλα, φέσι, χώμα. Απο το επτανησιακό αλιάδα (aglio = σκόρδο )= σκορδαλιά. Η σκορδαλιά εχει υφή αλοιφής ώστε να μην διακρίνονται τα συστατικά της. Η ίδια έκφραση δηλώνει και ισοπέδωση. «Μπήκαν τα ΜΑΤ και τα έκαναν όλα λιάδα».
Περί ανέμων και υδάτων - Ανόητες συζητήσεις για διάφορα μικροθέματα

Το σωστό είναι περι αέρων και υδάτων. Το θέμα των τελικών διαπραγματεύσεων κατά την αγορά ενός κτηρίου: Σε ποιόν θα ανήκει το δικαίωμα του υψούν (ο αέρας) και που θα εκβάλουν τα νερά των αποχετεύσεων και της βροχής.
Δηλαδή ασήμαντες κουβέντες για μικρολεπτομέριες.

Ο Φ. Κουκουλές [161,274] (Η Οικία):

«Το υπέρ το δώμα καλειται αήρ.»

Η Εξάβιβλος του Κ. Αρμενόπουλου αναφέρει πολλές διατάξεις για την προστασία των οικοδομών, των κοινοχρήστων χώρων, αιγιαλού κλπ. Ισως γι΄αυτο η συζήτηση ή και η διαπραγμάτευση «περί αέρων και υδάτων» να ειναι τελείως περιττή αφού όλα ρυθμίζονται από το Νόμο.

Ο Φ. Κουκουλές [165,276] Περι τα Βυζαντινά Φορέματα: Σήμερα πολλές φορές ο «αέρας» και ο «άνεμος» συγχέονται, και το ένα το αντιλαμβανόμαστε ως το άλλο. Αυτή η σύγχιση ισχύει απο παλιά. Δεν είναι απορίας άξιο αν οι συγγραφείς ομιλούν για ύφασμα ανεμιαίο (αεράτο).

 

Πλαντάζω στο κλάμα - Θρηνώ έντονα

Το «πλαντάζω» σημαίνει δυσφορώ απο το λατινικό plangere=πλήττομαι, χτυπιέμαι, τύπτομαι, στερνοκοπούμαι, κόπτομαι, θρηνώ την συμφορά. [181,169]
Επομένως «πλαντάζω στο κλάμα» σημαινει κλαίω για τα καλά και έχω μεγάλη σύγχυση και δυσφορία. Ο Καθ. Μπαμπινιώτης [131,1110] το θέλει προερχόμενο απ' ευθείας απο το πλαταγίζω που ομως σήμαινει κτυπώ δύο επίπεδα μεταξύ τους. Η δική μου αποψη ειναι οτι είναι αντιδάνειο. Πάντως η σωστη εκφραση θα ηταν «πλαντάζω απο το κλάμα» ή ακομη πιο σωστά «πλαντάζω» πρβλ την καντάδα λαλούν τ΄αηδόνια και πλαντάζω

Πράσιν’ άλογα - Ανοησίες

Σημαίνει «ανοησίες». Έτσι χαρακτηρίζουν τρίτοι τις αστήρικτες αιτιολογίες που δίνει κάποιος. Πχ. «Τι άρρωστος και πράσιν’ άλογα! Δεν λες πως ξενύχτισες χθες».
Όμως η σωστή γραφή του είναι «πράσσειν άλογα». Το πράσσειν και πράττειν είναι απαρέμφατο του πράσσω = πράττω, κάνω, διαπράττω. Αλογα (εννοείται πράγματα) δηλ. πράγματα χωρίς λογική. Αρα «πράσσειν άλογα» σημαίνει το να κάνει (να πράττει ή πράσσει) ή να λέει κάποιος παράλογα πράγματα. Βλ. και «Πρασιν' άλογα»  Το επίθετο «άλογο» σημαίνει αυτό που δεν εχει λογικη. Ο άλογος δηλ. ο ανόητος είναι και κούφος δηλ. κούφιος, κενός, άδειος. πχ. Αλογοσκούφης , κουφάλογο.

Πήραν τα μυαλά του αέρα, αποθρασύνθηκε
Την ελληνική ιδιωματική φράση «πήραν τα μυαλά του αέρα» την λέμε και στις μέρες μας. Εννοούμε οτι κάποιος αποθρασύνθηκε και λέει και κάνει πράγματα φοβερά και τρομερά. Στό Βυζάντιο όμως αυτό σήμαινε κάτι άλλο. Στην πλώρη των πλοίων των βυζαντινών υπήρχε ένα μπρούτζινο λιοντάρι μέσα από το ανοιχτό στόμα του οποίου εξακοντίζονταν μακριά το φονικό υγρό. Η βασική αρχή του εκνεφώματος (στα Ελληνικά «spray»). Για να γίνει αυτό δυνατό, στο κεφάλι του λιονταριού κατέληγε ενας σωλήνας εξόδου του «υγρού πυρός» που βρισκοταν σε ένα αεροστεγές καζάνι με το εύλφεκτο υγρό. Μια χειροκίνητη αντλία δημιουργούσε πίεση στον αέρα του καζανιού και το υγρό πυρ αφου αναφλέγονταν με ενα φλόγιστρο, πεταγόνταν απο το στόμα του λιονταριού ή δράκοντος, και γινόνταν της κακομοίρας. Επομένως, για να εξακοντιστεί μακριά το υγρό πυρ, έπρεπε προηγουμένως του λιονταριού «το κεφάλι να πάρει αέρα». Ο πολύς κόσμος βέβαια δεν ήξερε τη δομή του όλου μηχανισμού.( Το κεφάλι αργοτερα εγινε «τα μυαλά») (http://el.wikipedia.org/wiki/Υγρό_πυρ)
ριπή οφθαλμού - Εν ~ αμέσως
Απο το ρήμα ρίπτω=ρίχνω. Ριπή σημαίνει ορμή, ορμητική κίνηση ενος πράγματος που ρίχνουμε, την θύελλα («ριπή ανέμου»), αλλά και καθε τρομώδης κίνηση. Η «ριπή οφθαλμου» σημαίνει «οσο να τρεμοπαίξεις τα μάτια σου», δηλαδή αμέσως, σε χρονο μηδέν, ακαριαίως. Ηδη ο Απ. Παύλος χρησιμοποίησε την έκφραση στην πρώτη προς Κορινθίους επιστολή του στο στ. 52: «51 ἰδοὺ μυστήριον ὑμῖν λέγω· πάντες μὲν οὐ κοιμηθησόμεθα, πάντες δὲ ἀλλαγησόμεθα, 52 ἐν ἀτόμῳ, ἐν ῥιπῇ ὀφθαλμοῦ, ἐν τῇ ἐσχάτῃ σάλπιγγι· σαλπίσει γάρ, καὶ οἱ νεκροὶ ἐγερθήσονται ἄφθαρτοι, καὶ ἡμεῖς ἀλλαγησόμεθα.»
Στο κάτω-κάτω της γραφής - Τελικά

Χρησιμοποιείται κυρίως επι συμβολαιων. Εκεί έμπαιναν οι υπογραφές και η ημερομηνία. Το άρθρον ακροτελεύτιον. Η κατακλείς δηλ. το κλείσιμο. Το συμβόλαιο θα πρέπει να είναι υπογραμμένο για να ισχύει. Η αντίστοιχη αρχαία εκφραση ήταν «εν τελικη κατακλείδι» ή «εν κατακλείδι».
Σήμερα την έκφραση την λέμε σαν «τελικό συμπέρασμα» πχ. «στο κάτω κάτω της γραφής δεν την παντρεύτηκα κι΄ολας» και εννοούμε «τελικά»

Σηκώνει νερό - Δεν είναι πλήρης

Το λέμε για κάτι που απέχει πολύ από το να είναι αληθινό ή τελειωμένο. Κάτι που απαιτεί ακομα περισσότερη προσπάθεια. πχ. «Αυτή η κουβέντα σηκώνει νερό» δηλαδή χρειάζεται πραπέρα επεξηγήσεις και διευκρινίσεις.
Η έκφραση προέρχεται απο το ζύμωμα, όπου το νερό προστίθεται σιγά-σιγά. Οταν το ζυμάρι δεν έχει την επιθυμητή πλαστικότητα λέμε οτι σηκώνει (χρειάζεται) ακόμα νερό. Με την έννοια μπορεί να δεχθεί και άλλο νερό. Οι διάφορες συνταγές μαγειρικής λένε «ρίξτε νερό, όσο σηκώσει».

Σιγά τον πολυέλαιο - Δεν πρόκειται για κάτι σπουδαίο

Το λέμε περιφρονητικά για κάτι που δεν είναι σπουδαίο. Κάτι που είναι αδιάφορο. πχ. «Αγόρασε αυτοκινητο! Σιγά τον πολυέλαιο, σημερα ολοι έχουν αυτοκίνητο».

Ο Βαυαρός βασιλιάς μας ο Όθωνας, μαζί με τη βασίλισσα Αμαλία οργάνωναν συχνά γιορτές στ' Ανάκτορα. Οι απόγονοι των αγωνιστών του '21, μαζί με τους ξένους αυλικούς, ηταν οι συνήθεις καλεσμενοι. Το κέφι, έφθανε πολύ γρήγορα στο κατακόρυφο με ελληνικούς χορούς, που με ζήλο προσπαθούσαν να μάθουν και οι ξένοι. Οι γερολεβέντες παλιοί πολεμιστές, στον ενθουσιασμό τους, τραβούσαν κι άδειαζαν προς το ταβάνι τα κουμπούρια τους. Κι ακόμα σε καμιά «γυροβολιά», όταν το απαιτούσε η φιγούρα του χορού, έβγαζαν και το τσαρούχι, εκσφενδονίζοντας το προς τα πάνω. Αλλά τις αίθουσες των Ανακτόρων τις φώτιζαν κρυστάλλινοι πολυέλαιοι και κηροστάτες. Στο κρίσιμο, λοιπόν, αυτό σημείο, ακουγόταν ψιθυριστά και με τη συνοδεία ενός ευγενικού χαμόγελου, φιλική «παραίνεση» κάποιου γνωστού των Ανακτόρων προς τον ενθουσιώδη χορευτή: «Σιγά τον πολυέλαιον!».

Μια δεύτερη εκδοχή δίνει την εξής προέλευση: Σε πολλά μοναστήρια και εκκλησίες της πατρίδας μας, επικρατεί ακόμα και σήμερα η συνήθεια, στις μεγάλες γιορτές και συγκεκριμένα κατά τη δοξολογία, αφού ανάψει ο καντηλανάφτης τους πολυέλαιους, να τους κινεί, τον ένα από την Ανατολή στη Δύση και τον άλλο από Βορρά προς Νότο, έτσι που να σχηματίζεται το σημείο του Σταυρού.
Έτσι παρουσιάζεται με περισσότερη λαμπρότητα ο διάκοσμος της εκκλησίας. Αν, όμως, η κίνηση δεν ήταν ομαλή και κινδύνευαν να σβήσουν τα φώτα, του έλεγαν: «Σιγά τον πολυέλαιο, να μη σβήσουν τα φώτα».

Κατ’ άλλους, η λέξη πολυέλαιος γράφεται με έψιλον και όχι με άλφα γιώτα, γιατί τον πολυέλαιο τον ανάβουν στην εκκλησία, όταν ψάλλεται ο ψαλμός του Δαυίδ, ο γνωστός ως «πολυέλεος», που τα εδάφια του έχουν σαν επωδό το «ότι είς τον αιώνα, το έλεος αυτού».

Κατά μια άλλη, μη τεκμηριωμένη όμως, άποψη η έκφραση ισοδυναμούσε με πρόταση επιβράδυνσης του καθαρισμού προς παράτασιν θεάματος. Την δημοσιευω με κάθε επιφύλαξη

Τα κουμπιά της Αλέξαινας - Οι δυσκολίες

Το 1207 οι Φράγκοι άρχισε μια πολιορκία του Ακροκόρινθου που κράτησε μέχρι το 1210. Το κάστρο διοικούσε ο Λέων Σγουρός. Οι πολιορκούμενοι αντιστάθηκαν ηρωικά παρ' όλες τις αντίξοες συνθήκες. Η γυναίκα του Σγουρού ήταν κόρη του αυτοκράτορα Αλέξιου του Γ΄ και ο λαός την έλεγε «Αλέξαινα». Η Αλέξαινα , για να βοηθήσει τον άντρα της, έχτισε με δικά της χρήματα μερικές πολεμίστρες (στον Ακροκόρινθο), που εξελληνίσθηκαν σε «κομβίες», από το γαλλικό «combat» που προφέρεται «κομπά», και σημαίνει αγώνας και μάχη. Οι Φράγκοι παρ' όλες τις προσπάθειες δεν κατάφερναν να καταλάβουν το φρούριο. Και οι Έλληνες έλεγαν, ότι «τα κομπά της Αλέξαινας αντέχουν ακόμα». Η φράση με τον καιρό κατέληξε να γίνει «τα κουμπιά της Αλέξαινας» και την λέμε συνήθως, όταν βρισκόμαστε σε κάποια δυσχέρεια. Αυτό γιατί δεν μπορουσε ο λαός να ερμηνεύσει το κομπά που πλέον ήταν άγνωστα μετά την πτώση της Φραγκοκρατίας.

Πηγή:"τα κουμπιά της Αλέξαινας"

Δες ομως και μια διαφορετική ετυμολογία στο Λεξικό Βυζαντινών Λέξεων, Α. Στουγιαννίδη.

Το πάει το γράμμα - Συνουσιάζεται ευχερώς, αναιδώς και εις κοινήν θέαν

Υποθέτω, με πάσαν επιφύλαξιν, οτι η ξετσίπωτη εμφάνιση αυτου του πινακα του Ρεμπραντ, να απετέλεσε την αφορμή της λαϊκής εκφράσεως «το πάει το γράμμα!»

Η Βηρσαβεέ με το γράμμα του Δαυίδ .(Λάδι σε καμβά, Παρίσι, 1654 )
γράμμα

Ο Δαυίδ παντρεύτηκε κατά σειρά την κόρη του Σαούλ Μιχάλ, την Αχινοάμ την Ιεζραελίτισσα και την Αβιγαία την Καρμηλίτισσα, τη χήρα του Νάβαλ, ενώ αργότερα παντρεύτηκε τη χήρα του Ουρία Βηθσαβεέ (ή Βηρσαβεέ, η εν προκειμένω ξερβάκωτη με το γράμμα) με την οποία απέκτησε τον Σολομώντα. Την Βηρσαββέ τήν εκανε χήρα ο ιδιος ο Δαυιδ στελνωντας τον Ουρια στο μετωπο, σε σιγουρη σφαγή. Την περίοδο που ζούσε στη Χεβρώνα, ο βασιλιάς Δαβίδ πήρε και άλλες γυναίκες και απέκτησε αρκετούς γιους και κόρες. Όταν επέστρεψε στην Ιερουσαλήμ, ο Δαβίδ πήρε και άλλες συζύγους και παλλακίδες με τις οποίες έκανε και άλλα παιδιά. Η ιστορία του λιγο πολύ γνωστή: Πρώην τσοπάνος και πλήρως αναλαφάβητος σκοτωσε τον Γολιαθ και πηρε το Θρονο (πρβλ. Τον Μεγα-Αλέξαντρο που σκοτωσε το καταραμενο φίδι και πήρε την βεζυροπούλα). Σε ανύποτο χρονο έγραψε ενα ραβασάκι[*] στην Βηρσαβεέ (αναλόγου μορφωτικου επιπέδου) και ενεπευσε τον Ρεμπραντ να απαθανατίσει το γράμμα. Πιθανότατα η Βηρσαβεέ εις τον πίνακα ευρίσκεται εντός του αποπάτου και το χαρτί έχει ήδη συγκεκριμένο προορισμό.

* Ραβάσια = Κατά τον Κουκουλέ [164,31 ]ξυλινες ράβδοι, στις αποια χάραζαν οι Τουρκοι τις παραδοσεις εμπορευματων επι πιστώσει (πχ. οι γιαουρτάδες) μετα γιναν σημειωματα και τελεως τα εξειδικευμενα ερωτικα σημειωματα. Ισως απο [Ραβδάκια>Ραβ(δ)άκια>Ραβδάτσια>Ραβάσια]. Με αναγραμματισμο βαράσια, βερέσια, βερεσεδια (Τουρκ. veresiye). Η αποψή μου ειναι οτι με τους ιδιος μετασχηματισμους μπορει να προήλθε απο το αβαξ> υποκ. αβάκιον (σανις προς ιχνογράφηση) > με τσιτακισμό αβατσιο> αβάσιο> και με την φράση φέρ(ε)αβασιο> φερ& αβάσιο > φέρ´ ραβάσιο = δος μου αποδειξη

Διαβαστε και καμαρώστε τι μούτρο ήταν ο άγιος προφητάναξ

ΚΑΙ ἐγένετο ἐπιστρέψαντος τοῦ ἐνιαυτοῦ εἰς τὸν καιρὸν τῆς ἐξοδίας τῶν βασιλέων, καὶ ἀπέστειλε Δαυὶδ τὸν ᾿Ιωὰβ καὶ τοὺς παῖδας αὐτοῦ μετ' αὐτοῦ καὶ τὸν πάντα ᾿Ισραήλ, καὶ διέφθειραν τοὺς υἱοὺς ᾿Αμμὼν καὶ διεκάθισαν ἐπὶ Ραββάθ· καὶ Δαυὶδ ἐκάθισεν ἐν ῾Ιερουσαλήμ. 2 καὶ ἐγένετο πρὸς ἑσπέραν καὶ ἀνέστη Δαυὶδ ἀπὸ τῆς κοίτης αὐτοῦ καὶ περιεπάτει ἐπὶ τοῦ δώματος τοῦ οἴκου τοῦ βασιλέως καὶ εἶδε γυναῖκα λουομένην ἀπὸ τοῦ δώματος, καὶ ἡ γυνὴ καλὴ τῷ εἴδει σφόδρα. 3 καὶ ἀπέστειλε Δαυὶδ καὶ ἐζήτησε τὴν γυναῖκα καὶ εἶπεν· οὐχὶ αὕτη Βηρσαβεὲ θυγάτηρ ᾿Ελιὰβ γυνὴ Οὐρίου τοῦ Χετταίου; 4 καὶ ἀπέστειλε Δαυὶδ ἀγγέλους καὶ ἔλαβεν αὐτήν, καὶ εἰσῆλθε πρὸς αὐτήν, καὶ ἐκοιμήθη μετ' αὐτῆς, καὶ αὐτὴ ἁγιαζομένη ἀπὸ ἀκαθαρσίας αὐτῆς, καὶ ἀπέστρεψεν εἰς τὸν οἶκον αὐτῆς. 5 καὶ ἐν γαστρὶ ἔλαβεν ἡ γυνή· καὶ ἀποστείλασα ἀπήγγειλε τῷ Δαυὶδ καὶ εἶπεν· ἐγώ εἰμι ἐν γαστρὶ ἔχω. 6 καὶ ἀπέστειλε Δαυὶδ πρὸς ᾿Ιωὰβ λέγων· ἀπόστειλον πρός με τὸν Οὐρίαν τὸν Χετταῖον· καὶ ἀπέστειλεν ᾿Ιωὰβ τὸν Οὐρίαν πρὸς Δαυίδ. 7 καὶ παραγίνεται Οὐρίας καὶ εἰσῆλθε πρὸς αὐτόν, καὶ ἐπηρώτησε Δαυὶδ εἰς εἰρήνην ᾿Ιωὰβ καὶ εἰς εἰρήνην τοῦ λαοῦ καὶ εἰς εἰρήνην τοῦ πολέμου. 8 καὶ εἶπε Δαυὶδ τῷ Οὐρίᾳ· κατάβηθι εἰς τὸν οἶκόν σου καὶ νίψαι τοὺς πόδας σου· καὶ ἐξῆλθεν Οὐρίας ἐξ οἴκου τοῦ βασιλέως, καὶ ἐξῆλθεν ὀπίσω αὐτοῦ ἄρσις τοῦ βασιλέως. 9 καὶ ἐκοιμήθη Οὐρίας παρὰ τῇ θύρᾳ τοῦ βασιλέως μετὰ τῶν δούλων τοῦ κυρίου αὐτοῦ καὶ οὐ κατέβη εἰς τὸν οἶκον αὐτοῦ. 10 καὶ ἀνήγγειλαν τῷ Δαυὶδ λέγοντες, ὅτι οὐ κατέβη Οὐρίας εἰς τὸν οἶκον αὐτοῦ. καὶ εἶπε Δαυὶδ πρὸς Οὐρίαν· οὐχὶ ἐξ ὁδοῦ σὺ ἔρχῃ; τί ὅτι οὐ κατέβης εἰς τὸν οἶκόν σου; 11 καὶ εἶπεν Οὐρίας πρὸς Δαυίδ· ἡ κιβωτὸς καὶ ᾿Ισραὴλ καὶ ᾿Ιούδας κατοικοῦσιν ἐν σκηναῖς, καὶ ὁ κύριός μου ᾿Ιωὰβ καὶ οἱ δοῦλοι τοῦ κυρίου μου ἐπὶ πρόσωπον τοῦ ἀγροῦ παρεμβάλλουσι· καὶ ἐγὼ εἰσελεύσομαι εἰς τὸν οἶκόν μου τοῦ φαγεῖν καὶ πιεῖν καὶ κοιμηθῆναι μετὰ τῆς γυναικός μου; πῶς; ζῇ ἡ ψυχή σου, εἰ ποιήσω τὸ ρῆμα τοῦτο. 12 καὶ εἶπε Δαυὶδ πρὸς Οὐρίαν· κάθισον ἐνταῦθα καί γε σήμερον, καὶ αὔριον ἐξαποστελῶ σε. καὶ ἐκάθισεν Οὐρίας ἐν ῾Ιερουσαλὴμ ἐν τῇ ἡμέρᾳ ἐκείνῃ καὶ τῇ ἐπαύριον. 13 καὶ ἐκάλεσεν αὐτὸν Δαυίδ, καὶ ἔφαγεν ἐνώπιον αὐτοῦ καὶ ἔπιε καὶ ἐμέθυσεν αὐτόν· καὶ ἐξῆλθεν ἑσπέρας τοῦ κοιμηθῆναι ἐπὶ τῆς κοίτης αὐτοῦ μετὰ τῶν δούλων τοῦ κυρίου αὐτοῦ, καὶ εἰς τὸν οἶκον αὐτοῦ οὐ κατέβη. 14 καὶ ἐγένετο πρωΐ καὶ ἔγραψε Δαυὶδ βιβλίον πρὸς ᾿Ιωὰβ καὶ ἀπέστειλεν ἐν χειρὶ Οὐρίου. 15 καὶ ἔγραψεν ἐν βιβλίῳ λέγων· εἰσάγαγε τὸν Οὐρίαν ἐξ ἐναντίας τοῦ πολέμου τοῦ κραταιοῦ, καὶ ἀποστραφήσεσθε ἀπὸ ὄπισθεν αὐτοῦ, καὶ πληγήσεται ἀπὸ ὄπισθεν αὐτοῦ, καὶ πληγήσεται καὶ ἀποθανεῖται. 16 καὶ ἐγενήθη ἐν τῷ φυλάσσειν ᾿Ιωὰβ ἐπὶ τὴν πόλιν καὶ ἔθηκε τὸν Οὐρίαν εἰς τὸν τόπον, οὗ ᾔδει ὅτι ἄνδρες δυνάμεως ἐκεῖ. 17 καὶ ἐξῆλθον οἱ ἄνδρες τῆς πόλεως καὶ ἐπολέμουν μετὰ ᾿Ιωάβ, καὶ ἔπεσαν ἐκ τοῦ λαοῦ ἐκ τῶν δούλων Δαυίδ, καὶ ἀπέθανε καί γε Οὐρίας ὁ Χετταῖος. 18 καὶ ἀπέστειλεν ᾿Ιωὰβ καὶ ἀπήγγειλε τῷ Δαυὶδ πάντας τοὺς λόγους τοῦ πολέμου λαλῆσαι πρὸς τὸν βασιλέα 19 καὶ ἐνετείλατο τῷ ἀγγέλῳ λέγων· ἐν τῷ συντελέσαι πάντας τοὺς λόγους τοῦ πολέμου λαλῆσαι πρὸς τὸν βασιλέα 20 καὶ ἔσται ἐὰν ἀναβῇ ὁ θυμὸς τοῦ βασιλέως, καὶ εἴπῃ σοι· τί ὅτι ἠγγίσατε πρὸς τὴν πόλιν πολεμῆσαι; οὐκ ᾔδειτε ὅτι τοξεύσουσιν ἀπάνωθεν τοῦ τείχους; 21 τίς ἐπάταξε τὸν ᾿Αβιμέλεχ υἱὸν ῾Ιεροβάαλ υἱοῦ Νήρ; οὐχὶ γυνὴ ἔρριψε κλάσμα μύλου ἐπ' αὐτὸν ἀπὸ ἄνωθεν τοῦ τείχους καὶ ἀπέθανεν ἐν Θαμασί; ἱνατί προσηγάγετε πρὸς τὸ τεῖχος; καὶ ἐρεῖς· καί γε ὁ δοῦλός σου Οὐρίας ὁ Χετταῖος ἀπέθανε. 22 καὶ ἐπορεύθη ὁ ἄγγελος ᾿Ιωὰβ πρὸς τὸν βασιλέα εἰς ῾Ιερουσαλήμ, καὶ παρεγένετο καὶ ἀπήγγειλε τῷ Δαυὶδ πάντα, ὅσα ἀπήγγειλεν αὐτῷ ᾿Ιωὰβ πάντα τὰ ρήματα τοῦ πολέμου. καὶ ἐθυμώθη Δαυὶδ πρὸς ᾿Ιωὰβ καὶ εἶπε πρὸς τὸν ἄγγελον· ἱνατί προσηγάγετε πρὸς τὴν πόλιν τοῦ πολεμῆσαι; οὐκ ᾔδειτε ὅτι πληγήσεσθε ἀπὸ τοῦ τείχους; τίς ἐπάταξε τὸν ᾿Αβιμέλεχ υἱὸν ῾Ιεροβάαλ; οὐχὶ γυνὴ ἔρριψεν ἐπ' αὐτὸν κλάσμα μύλου ἀπὸ τοῦ τείχους καὶ ἀπέθανεν ἐν Θαμασί; ἱνατί προσηγάγετε πρὸς τὸ τεῖχος; 23 καὶ εἶπεν ὁ ἄγγελος πρὸς Δαυὶδ ὅτι ἐκραταίωσαν ἐφ' ἡμᾶς οἱ ἄνδρες καὶ ἐξῆλθαν ἐφ᾿ ἡμᾶς εἰς τὸν ἀγρόν, καὶ ἐγενήθημεν ἐπ' αὐτοὺς ἕως τῆς θύρας τῆς πύλης, 24 καὶ ἐτόξευσαν οἱ τοξεύοντες πρὸς τοὺς παῖδάς σου ἀπάνωθεν τοῦ τείχους, καὶ ἀπέθανον τῶν παίδων τοῦ βασιλέως, καί γε ὁ δοῦλος σου Οὐρίας ὁ Χετταῖος ἀπέθανε. 25 καὶ εἶπε Δαυὶδ πρὸς τὸν ἄγγελον· τάδε ἐρεῖς πρὸς ᾿Ιωάβ· μὴ πονηρὸν ἔστω ἐν ὀφθαλμοῖς σου τὸ ρῆμα τοῦτο, ὅτι ποτὲ μὲν οὕτως καὶ ποτὲ οὕτως φάγεται ἡ μάχαιρα· κραταίωσον τὸν πόλεμόν σου εἰς τὴν πόλιν καὶ κατάσπασον αὐτὴν καὶ κραταίωσον αὐτήν. 26 καὶ ἤκουσεν ἡ γυνὴ Οὐρίου ὅτι ἀπέθανεν Οὐρίας ὁ ἀνὴρ αὐτῆς, καὶ ἐκόψατο τὸν ἄνδρα αὐτῆς. 27 καὶ διῆλθε τὸ πένθος καὶ ἀπέστειλε Δαυίδ, καὶ συνήγαγεν αὐτὴν εἰς τὸν οἶκον αὐτοῦ, καὶ ἐγενήθη αὐτῷ εἰς γυναῖκα, καὶ ἔτεκεν αὐτῷ υἱόν. καὶ πονηρὸν ἐφάνη τὸ ρῆμα, ὃ ἐποίησε Δαυίδ, ἐν ὀφθαλμοῖς Κυρίου.

Τον έπιασαν στα πράσα - Επ΄αυτοφώρω

Μετά τα «πράσσειν άλογα» τούτη η έκφραση αναλύεται πιο εύκολα. Τα γνωστά χορταρικά δεν δίνουν νόημα στην φράση. Τον «έπιασαν στο πράσσειν» σημαίνει τον έπιασαν «στο πράττειν», τον έπιασαν «έπ’ αυτοφώρω», την ώρα που το έκανε.

Του αλλάξανε την πίστη, Τον πλάκωσαν στο ξύλο - Τον έδειραν

Η μεταβολή των θρησκευτικών πεποιθήσεων γινόταν με πολύ πειστικούς και συνάμα πιεστικούς τρόπους. Σε έστρωναν ένα πλατύ σανίδι, το «ξύλο» και σου αλλάζανε την πίστη είτε με ένα γερο μαστίγωμα, είτε τοποθετώντας βαριές πλάκες (ή άλλα βάρη) στο στήθος για να μην μπορείς να αναπνεύσεις. Η εικόνα (βλ. παρακάτω) ήταν κυριολεκτικά καταθλιπτική. Λέγανε και πολλές ανάλογες εκφράσεις «τον πλάκωσαν στο ξύλο», «του βγάλανε το λάδι» (του χρίσματος της βάπτισης), «του βγήκε η Παναγία». Ας θυμηθούμε και το σχολικό «γίνεσαι Τούρκος Διάκε μου την πίστη σου ν' αλλάξεις;». Ο υποκείμενος σε αλλαξοπίστιση ετίθετο προ του ρητορικού διλήμματος, που τόσον επιτυχώς παρουσίασε ο Μπόστ: «ή την πίστη σου αλλάζεις ή ταχέως τα τινάζεις». Για να γίνει πιο πειστικό το επιχείρημα κοντά στεκόταν και ο δήμιος (τζελάτης) με την σούβλα έτοιμη. Όσοι πιστεύουν ότι το σούβλισμα συνεπάγεται και ψήσιμο κάνουν λάθος. Ο σουβλιζόμενος «αρπάζει» στη φωτιά και ο δήμιος δεν θα κάθονταν να τον τρίβει με λεμονόκουπα σαν τον Πασχαλινό οβελία.

Του βάλανε τα δυό πόδια σε ενα παπούτσι - Τον συμμορφωσαν βιαίως
Απο το μεσαιωνικό βασανιστήριο της μποτας. Η μπότα ηταν μεταλλικο οργανο βασανισμου που χρησιμοποιόνταν στην ισπανια γι' αυτο ονομαζονταν και ισπανικη μποτα.154,330 Η μπότα ήταν ένα όργανο βασανιστηρίων και ανάκρισης σχεδιαμένο για να συντρίψει το πέλμα και την κνήμη. Η μπότα έχει πάρει πολλές μορφές σε διάφορους τόπους και χρόνους. Οι συνθέστερες ποικιλίες περιλαμβάνουν την ισπανική μπότα και την μπότα της Μαλαισίας. Ένας απλος τύπος ήταν φτιαγμένος από τέσσερα κομμάτια από στενές ξύλινες σανίδα καρφωμένα μαζί. Μόλις το πόδι κλεινόνταν μεσα στις σανίδες, σφήνωναν ξύλινες καβίλιες ανάμεσα στις σανίδες και τις χτυπούσαν με σφυριά, δημιουργώντας αφόρητη πίεση. Η πίεση αυξάνονταν μέχρι το θύμα να ομολογήσει ή να χάσει τις αισθήσεις του. Το βασανιστήριο αποτυπωθηκε βαθεία στο μυαλό των ανθρώπων του λαού και το χρησιμοποιεί για να δείξει την μέγιστη δυνατή απειλή για συμμόρφωση. Ομως λιγοι γνωρίζουν την ανατριχιαστική λειτουργία αυτού του βασανιστηρίου. Αλλοιώς δεν θα χρησιμοποιούσαν την έκφραση. Θα μπορούσατε σήμερα να απειλήσετε κάποιον με την φράση "Θα σου δέσω τα 2 ποδια σε 4 σανιδες, θα χώσω καβίλιες ανάμασά τους, θα τις κτυπάω με σφυριά μεχρι να μείνεις αναίσθητος"; Οχι φυσικα. Να που η λήθη διευκολύνει την διατήρηση των εκφράσεων αυτων. Δες και θα στις βρέξω, να μου τρυπήσεις τη μύτη κλπ εδώ και στο Διαπόμπευση. Αυτα που ατεκμηριωτα παρουσιαζει καποιος Δημήτρης σχετικα με την εκφραση μου φαινονται ανόητα.
Φωτιά στα μπατζάκια μας - Μπήκαμε σε φασαρίες

Στα τουρκικά μπατζάκ (bacak) σημαίνει σημαίνει κνήμη, πόδι. «[Πήραν] φωτιά τά μπατζάκια μας» θα ήταν η αρχική έκφραση, κάτι αντίστοιχο με το αμειγώς Ελληνικόν: «πήραν φωτιά τα πόδια του» που έχει την σημασια «άρχισε να τρέχει», «ενεργεί βιαστικά προκειμένου να προλάβει». Κατ΄επέκταση: «Μπήκε σε μπελάδες, σε μεγάλες φουρτούνες». Επειδη ομως συνήθως τετοιους μπελάδες δεν τους προκαλούμε μόνοι μας, αλλά μας τους «χώνουν» άλλοι, η τελική έκφραση που ζεί μέχρι σήμερα είναι «[μας βάλαν] φωτιά στα μπατζάκια μας».

Σημερα εκτός από την χρήση της στην παραπάνω έκφραση, η λέξη μπατζάκ[ι] δηλώνει το τμήμα εκείνο του ενδύματος (παντελονιού) που περιβάλλει το πόδι, και οχι το πόδι καθ΄εαυτό.

Χρωστάει της Μιχαλούς - Ειναι μισότρελλος
Μετά την επανάσταση του 1821 υπήρχε στο Ναύπλιο, πρωτεύουσα τότε της Ελλάδας, μια ταβέρνα που ανήκε σε μια χήρα γυναίκα, τη Μιχαλού. Η Μιχαλού είχε το προτέρημα να κάνει «βερεσέδια» (πιστωση). Μόλις εξαντλείτο η προθεσμία της πίστωσης - και η υπομονή της Μιχαλούς - αρχισε να στόλιζει δημόσια τον οφειλέτη της με «κοσμητικότατα» επίθετα. Ο οφειλέτης φοβόνταν τόσο πολύ αυτό το δημόσιο εξευτελισμό που κυκλοφορούσε με ύφος περίεργο και φοβισμένο, κοιταζοντας συνέχεια πίσω του σαν αλλοπαρμένος. Όσοι τον έβλεπαν καταλάβαιναν ότι αυτός «χρωστάει της Μιχαλούς».

 

Η μέση της είναι λιγνή, δεν ειναι παχειά, ειναι στενή, σαν την χλωρή λυγαριά έτσι λυγάει η μέση της. Η πέρτικα ειναι η μεταφορική απεικόνιση για κάποια κοπελιά. Η μέση είναι κάτι το ανύπαρκτο στην πέρδικα και στα περισσότερα πτηνά.

Η μέση, αν και διαχωρίζεται χρωματικά, δεν είναι λιγνή ουτε και λυγερή.
Ηταν ένας ανήφορος που μου βγήκε η γλώσσα...
Για να τον καταφέρω, μιά ώρα του μιλούσα, μάλλιασε ή γλώσσα μου.
Η γλώσσα κόκκαλα δεν έχει και κόκκαλα τσακίζει
Ειναι πολύ είρωνας ... φαρμακι στάζει η γλώσσα του
Γλώσσα λανθάνουσα τ' αληθή λέγει.
-Ο Χ πέθανε;
- Μπα! Που να φας τη γλώσσα σου! Μια χαρά είναι ο άνθρωπος.
Για μάζεψε τη γλώσσα σου, πως μου μιλάς έτσι!
Οταν του είπα για τα λεφτά, κατάπιε τη γλώσσα του.

Εκτός ελαχίστων εξαιρέσεων
Οχι μόνο δε ζήτησε συγγνώμη, αλλά μου έβγαλε και γλώσσα απο πάνω.