Τέμνω και κόπτω

 
Τομή το κοψιμο ως σημαδι η εγχείριση μου αφησε μια τομη που χρειαζεται πλαστικο χειρουργό.
  αλλα και ως ενεργεια < απο το ρ. τεμνω

Κυριολεκτικα απανταται στα συνθετα εκτομη, και παρασύθετα αμυγδαλεκτομη

Μεταφορικά σημαίνει την βαθειά επεμβαση ή παρεμβαση σε διαδικασια, συστημα ή θεμα.

Ο πρωθυπουργός εκανε μια βαθειά τομή στο Φορολογικό σύστημα.

Βλ. και την σχετικη εκφραση "εφθασε το μαχαιρι στο κοκκαλο" που απανταται πολυ συχνά στον πολιτικο λογο και προερχεται απο τον συνειρμο της τομης. Το μαχαιρι στον Κοκκαλη δεν φτάνει ποτέ.

  Χρυσή τομη ειναι η διαιρεση ενος ευθυγραμμου τμηματος εις μεσον και ακρον λογον. (Golden Section)

Και για οσους δεν κατάλαβαν ειναι η ευρεση ενος σημειου που διαιρει ενα δοσμενο ευθυγραμμο τμημα σε δυο μερη που το μικροτερο ως προς το μεγαλυτερο ειναι ισο με το μεγαλύτερο ως προς το ολο.

Θεωρείται ανα τους αιώνες η ιδανική αναλογια για σχηματα και κτισματα.

Κατασκευή και εφαρμογή της Χρυσής Τομής construction

Πρώτοι οι αρχαίο Αιγύπτιοι χρησιμοποιησαν αυτές τις αναλογίες στην κατασκευή της Πυραμίδας

Οι αρχαιοι Ελληνες την εφαρμοσαν στην κατασκευή του Παρθενώνα

Ο Λεοναρντο Ντα Βιντσι την εφαρμοσε στον πινακα του μυστικού δείπνου που εγινε πολυ γνωστος απο την κινηματογραφικη επιτυχια "Ο Κωδικας Ντα Βίντσι" . Στην εποχή του οι αναλογια της χρυσης τομής λεγοταν θεία αναλογία

Οι κατασκευστές της "Notre Damme" (Παναγία των Παρισίων) εφαρμοσαν την χρυσή τομή στην κατασκευή αυτού του μνημειώδους ναού.

Τομή Συνθετα

ανατομη, ανατομια,διατομη, λοβοτομη, νεκροτομη, περιτομη, προτομη, τραχειοτομη.

  Συνώνυμα Κόψιμο, Διακοπη
Συγγενεις Λέξεις τομος

Το κομματι του συγγραμματος.

το -τομος, ως επιθημα, σημαίνει αυτον που ενεργει τομη σε κατι που αποτελει το πρωτο μερος της λεξης λαιμητομος, φελεβοτομος, ανατομος

  Τομος, Παραδειγματα

Το τι επερασα εκει στης ξενιτειάς τον δρομο
τα περιγραφω εκτενως στον πρωτο μου τον τομο.

Γ. Σουρης Αυτοβιογραφία.

   

Ευφημεί σε, μακαρίζοντα τα πέρατα, και ανακράζει σοι, χαίρε ο τόμος εν ω δακτύλω εγέγραπται, Πατρός ο Λόγος Αγνή, ον ικέτευε, βίβλω ζωής τους δούλους σου, καταγράψαι Θεοτόκε.

Ακάθιστος Υμνος, Ωδή ζ.

τέμενος τζαμί, μουσουλμανικός ναός τμημα γης προορισμενο για οικημα αρχοντα ή λατρευτικος χωρος
  Al Aqsa Cami To Τέμενος Al Aqsa στο Όρος του Ναού της Ιερουσαλήμ. Το ιστορικό αρχηγείο των Ιπποτών του Ναού (Ναϊτες).
τομάρι δερμα ζωου

< οψιμο ελληνιστικό τομαριον= μικρος τομος, μικρο κομματι. Απο μικρα τεμαχια γούνας κατασκευαζαν πολυτελη ενδυματα. Εξιδικευση της Καστοριας.

 

[131,1432]

Κωνσταντινου Προφυρογεννητου "Περι της του Βασιλειου Ταξεως 466.13-14:" η βασιλικη πασα αμφιεσις και η λοιπη εξοπλισις εν σκευαριοις ενδεδυμενοις δι΄αληθινων τομαριων".

παραγωγα: παλιοτόμαρο

τόμαρος/οι δρυκολαπτης

τόμαρος λεγεται ο δρυοκολάπτης επειδη τεμνει, κοβει την Δρυ (βελανιδιά).

Το προσωνυμιο τόμαροι πηραν οι ιερείς του Δια στην Δωδωνη. (η σχεση τους με την Βελανιδιά, την Δρυ, θυμίζει οτυς αντιστοιχους Γαλατες, τους Δρυίδες).[196,430]

  τομεας

Αυτος που κοβει, τεμαχίζει, που αποτελει μερος < αρ. Τομεύς Τμήμα πχ.

Πχ. Δημόσιος Τομέας. Eng. Public Sector

Γεωμ. Κυκλικός τομέας

  Τεμαχιο, τεμαχιζω Κοματι συνηθως βρωσιμο
  Ταμιας Ο διαχειριζομενος τα του οικου, οικονομος, θησαυροφυλαξ. δηλαδή ο τέμνων τας μεριδας, αργοτερα ο αυτος που κατανεμει, μοιράζει την εργασια [196,421]
Παραγωγες Λέξεις Ταμείον
Ταμιευτηριον
Τεμάχιζω
 
Σε αλλες Γλώσσες τομεας Lat. & Eng. sector [181,342] , Fr. secteur, It. Settore

Το sector ως ρήμα (θαμιστικό του Sequor) σημαίνει ακολουθώ, παρακολουθώ, είμαι οπαδός κάποιου, άλλα και καταδιώκω, κυνηγώ.

Το sector (γενική sectoris) από το Λατινικό ρήμα seco που σημαίνει τέμνω, κόβω.

Είναι ουσιαστικό και σημαίνει τομέας< αρχ. τομευς= αυτός που τέμνει, που κόβει.

Από το seco επίσης προέρχονται:

  • Το securis = πέλεκυς (κν. Τσεκούρι). Τους πελέκεις ο Ρωμαίοι ραβδούχοι, συνέδεαν με ταινίες (φασκιές) και δημιουργούσαν το fascio (μετέπεια σύμβολο του Φασ[κ]ισμου, fascismo).
  • Τo Αγγλικό security (ασφαλεια) απ' όπου προέρχεται ο νεολογισμός σεκιουριτάς (πρόσωπο για την ασφάλεια προσώπων ή χώρων).

Προσοχή: η σέκτα (και το παράγωγο σεκταριστής, σεχταριστής) προέρχεται από το λατινικό ουσιαστικό secta. To secta είναι το θηλυκό της μετοχής του αορίστου του ρήματος Sequor = ακολουθώ, είμαι οπαδός και μεταφορικά εννοεί ένα επιστημονικό κλάδο ή σχολή σκέψης, όπως ορίζεται από ένα σύνολο μεθόδων και των δογμάτων.

Η σημερινή γκάμα των νοημάτων της σέκτας έχει επηρεαστεί από σύγχυση με την ομόηχη λέξη secta (ο θηλυκό της μετοχής του αορίστου του ρήματος secare, κόπτειν, το να κόβει κανείς). Ίσως γιατί, με την έννοια της αίρεσης, η σέκτα ήταν κατάτμηση, αποκοπή, απομάκρυνση από την κυρία θρησκεία.

Να σημειωθεί ότι οι ομιλητές ορισμένων άλλων γλωσσών χρησιμοποιούν την ίδια λέξη τόσο για την έννοια αίρεσης με την έννοια λατρείας, αλλά και με την έννοια των ακολούθων (οπαδών) μιας κατεύθυνσης, πολιτικής ιδεολογίας, επιστημονικών αντιλήψεων μιας ομάδας, όπως για παράδειγμα στα ιταλικά: Σέττα.

Στα ελληνικά υπάρχει τοποθεσία Σέττα στην Ευβοια αλλα και επώνυμο Σέττας

Κόπτω Πότε το 'τεμνω' έγινε 'κοπτω';

Αν δούμε το κόπτω στην επιτομη του Λεξικού Κριαρά

κόπτω· κόβγω· κόβω· κόφθω· κόφτω. * I. Ενεργ. o Α´ Μτβ. + 1) Χτυπώ: # (Πόλ. Τρωάδ. 7044). + 2) #

α) Κόβω κ. (με οξύ όργανο): * με σκληρό σπαθί του κόβγει το κεφάλι (Ζήν. Γ´ 324)· #

β) σπάζω, τσακίζω, τεμαχίζω: * πιάνει μια βαριά και κόφτει τους περάτες (Φαλιέρ., Ιστ. 197· Ιερακοσ. 38311)· #

γ) λατομώ: * έκοψαν μάρμαρα (Hagia Sophia ω 5372 κριτ. υπ). +

3) α) Κάνω σε κάπ. περιτομή: * έναι περιτετμημένος … και τον έκοψαν όταν τον επήραν σκλάβον (Ιστ. πατρ. 1091)· #

β) διαμελίζω, ξεσκίζω: * Ήκοβγε μέσες και μεριά, κορμιά από πάνω ως κάτω (Ερωτόκρ. Δ´ 1057)· * τα κριάτα σου να κόφτουσι με δίστομα μαχαίρια (Ch. pop. 737)·

γ) σφάζω, θανατώνω: * έκοψεν άνδρες χιλιάδες επτά (Byz. Kleinchron. Α´ 30116)· * κόβγουσιν χώρες και λαόν (Θρ. Κύπρ. 833). +

4) Διαπερνώ, τρυπώ: # κρούσας … την … ασπίδαν … έκοψεν τας έξι βύρσας (Ερμον. M 64). +

5) α) (Προκ. για μαλλιά) κουρεύω: * έκοψε το γένειον (Οψαρ. 36241)·

β) μαδώ: * η κόρη θρηνωδούσα τα μαλλιά της έκοπτεν (Διγ. Α 2646).+

6) Κάνω τομή, εγχειρίζω: # φέρνω έναν ιατρόν … κόβγει τον (ενν. τον σκλάβον) κακά οπού ουδέν έπρεπε να τον κόψει (Ασσίζ. 17710, 11).

7) Χαράζω, λαξεύω: # γράμματα κεκομμένα (Βέλθ. 382)· # Είδε κἀκεί τον Λέανδρον εκ λίθου κεκομμένου (Βέλθ. 456).

8) Κατατρίβω, φθείρω: # Κόφτεται η πέτρα με σκοινί (Τζάνε, Κρ. πόλ. 35421).

9) Καταβάλλω· αφανίζω: # θάνατος έκοψεν αυτού νεότητος το κάλλος (Διγ. Z 4476).

10) (Προκ. για χρήματα) «χαλάω», ξοδεύω: # το έκοψες (ενν. το υπέρπυρον) <και έπιες> και εχαροκοπήθης (Πουλολ. 154). +

11) Κάνω τάφρο (για να μπει το νερό της θάλασσας): # εκόψαν την θάλασσαν και επερικυκλώσαν την (ενν. την Πάφον) (Μαχ. 35814‑5).

12) Διασχίζω, διατρέχω (φεύγοντας από κ. ή κάπ.): # Κόπτει ο λύκος το βουνίν, η αλωπού το δάσος (Διήγ. παιδ. 1072).

13) Αποκόπτω από τον ανεφοδιασμό, πολιορκώ: # Το Ρέθεμνος σαν έκοψε κι ήθελε το νικήσει (Τζάνε, Κρ. πόλ. 23517).

14) Ανακόπτω τη ροή: # το νερό ’χε κόψει στη χώρα να μην έρχεται (Τζάνε, Κρ. πόλ. 25322).

15) Διακόπτω: # κόψω και τούτον τον ειρμόν, πλάτος ο λόγος έχει (Λίβ. Sc. 3026). + 16) #

α) Περικόπτω, καταργώ, αφαιρώ: * ως … πατριάρχης … έκοψε τα χίλια φλωρία του πεσκεσίου (Ιστ. πατρ. 1791· Rechenb. 303)· * κόφτει (ενν. ο θάνατος) τες ημέρες του (Ιστ. Βλαχ. 2844)· #

β) απαλλάσσω κάπ. από κ.: * έκοψε τους καλογέρους της μονής … από στρατείαν και καπνικόν (Νεκρολ. φ. 69r).

17) Συγκρατώ, εμποδίζω, ματαιώνω: # έκοψεν την … του Αχιλλέως ορμήν (Τρωικά 52620)· # τούτου την βουλήν ουκ ηδυνήθην κόψαι (Βέλθ. 66). +

18) Καταργώ, παύω: # επέψαν … πολλούς λας των αρμάτων να κόψουν το σκάνταλον (Μαχ. 2304). + 19) Λύνω, ακυρώνω: # εκόψασι τες σύβασες (Τζάνε, Κρ. πόλ. 41610)· # κόπτω τον όρκον οπού έποισα (Λίβ. Esc. 3979).

20) Ορίζω, καθορίζω: # σύρε να κόψομε διαθήκη εγώ και εσύ (Πεντ. Γέν. XXXI 44). + 21) #

α) Ενοχλώ, στενοχωρώ, βάζω σε έγνοια: * λογισμοί έκοπτον αυτού πονηροί την καρδίαν (Διγ. Gr. 1364)· * κόπτει την η φροντίδα (Φλώρ. 1243)· #

β) βασανίζω, παιδεύω: * (Ερωτοπ. 153). + 22) Πραγματοποιώ: # εξάμωνε πλατέα και έκοπτε στενά (Χειλά, Χρον. 355). o Β´

Αμτβ. + 1)

α) Είμαι οξύς, κοφτερός: * το σπαθί τ’ Αγαρηνού πώς έκοφτε να δούσι (Τζάνε, Κρ. πόλ. 5206)·

β) έχω δυνατότητα να σφάζω· θανατώνω: * οι Ρωμιοί εσώσανε κι εκόφταν τ’ άρματά τως (Τζάνε, Κρ. πόλ. 1722). +

2) Τεμαχίζω (το ψωμί, το φαγητό): # (Τριβ., Ρε 206). +

3) Δέρνομαι, θρηνώ: # κλαί’ και κόπτει και θρηνεί (Φυσιολ. (Legr.) 734). +

4) Βλάπτω: # πράξις γαρ η ασύμβουλος ουκ ωφελεί, αλλά κόπτει (Σπαν. A 335). * II. Μέσ. o 1) +

α) Χωρίζομαι σε μέρη: # η στράτα … εις εκατόν εκόπτετον μικρά μονοπατίτσια (Λίβ. P 1114)· +

β) σπάζω: # εβγήκε (ενν. η σαΐτα), μα μέσα πρώτα εκόπηκε (Σουμμ., Παστ. φίδ. Ε´ [1298]). o

2) α) Φροντίζω, ενδιαφέρομαι: # (Απόκοπ. 149)· + β) ανησυχώ, στεναχωρούμαι, υποφέρω: # η κόρη κόπτεται δι’ εσάς και εσείς αμερεμνάτε; (Λίβ. Esc. 2953)· # ταις εννοίαις κόπτεται (Καλλίμ. 1766).

3) Δέρνομαι: + έκλαιον πικρώς και εκόπτοντο (Ιστ. Βατοπ. 40)· + (με τις αιτιατ. θρήνον, κοπετόν): (Φλώρ. 400), (Δούκ. 17117).

4) Διακόπτομαι, παύω: + εχάθηκεν ο ύπνος της, εκόπη το φαητό τση (Ερωτόκρ. Α´ 1319)· + κόβεται η λαλιά μου (Απόκοπ. (Παναγ.) 513). *

 

 

 

Κόπτω σε φράσεις και εκφράσεις Φράσεις

1) Κόπτω μαύρα = μαυροφορώ (από πένθος): o (Βουστρ. 3415). Με την εννοια κατασκευάζω νεα ρουχα προκειμενου να πενθήσω. πρβλ. του εκοψε ενα κοστουμι.

2) Κόπτω την πνοή κάπ. = αφαιρώ τη ζωή κάπ., θανατώνω: o (Κυπρ. ερωτ. 1134). *

3) Κόπτω φωνή = βάζω φωνή, κραυγάζω: o (Κάτης 85). *

4) Με κόβγει η έγνοια = ανησυχώ, νοιάζομαι: o (Ερωφ. Α´ 527).

5) Με κόπτει ίδρος = ιδρώνω από ψυχική ένταση: o (Ch. pop. 574).

6) Με κόφτει (διά κ.) = ανησυχώ, ενδιαφέρομαι, φροντίζω για κ.: o (Θεματογραφία 11). Σημερα λέμε κι' εσένα τι κόφτει;

7) Κόβεται η καρδιά μου

(α) εξαντλούμαι, λιποθυμώ: o (Θυσ. 191)·

(β) λιποθυμώ, δειλιάζω: o (Σουμμ., Παστ. φίδ. Α´ [1081]). *

8) Κόβονται τα πόδια μου (ή τα μέλη μου) = «κόβεται» η δύναμή μου, αποκάμνω (εξαιτίας έντονου συναισθήματος): o (Ερωφ. Δ´ 214), (Πανώρ. Γ´ 534). Η και "τα ηπατά μου", κυριως απο φοβο (και απο φόρο) μου κοπηκαν τα ηπατα. (Το ηπαρ δεν εχει πληθυντικο , τουλαχιστον για ενα ανθρωπο. Εχουμε μονο ενα συκώτι, ηπαρ. Η εκφραση εχει επηρρεαστει απο τα νεφρά, έχουμε βλέπεις δύο νεφρά).

9) Κόβονται τα σωθικά μου = εξαντλούμαι, αποκάμνω (από έντονο συναίσθημα): o (Ευγέν. 1010). βλ. 8.

Η μετοχή παρακειμένου. ως επίθετο (κομμενος)

1) Κουρασμένος, άτονος: o τα πρικαμένα μου μέλη γροικώ κομμένα (Ερωφ. Ε´ 267). *

2) Απόκρημνος: o χαράκια … ριζιμιά και κομμένα (Μορεζίν., Κλίνη Σολομ. 460).

3) Αποκομμένος, ερημικός: o πηγή κομμένη (Πεντ. Λευιτ. XVI 22). αρχ. κόπτω.

Σημερα λεμε “ειναι κομμενα τα ματια του” εχουν μαυρους κύκλους ή νοιώθω κομάρες

κόβγω   Ο τύπος “κόβγω” απαντά στο Meursius (‑βγειν) και σήμερα στην Κυπρο
Οι τύποι κοφτω και κόβω Επιζήσαντες Οι τύποι κο ‑φτω (Βλάχ.) και κό‑βω απαντουν και σήμερα στην ομιλουμένη Δημοτικη .
Κοψιά Εμφάνιση, όψη αλλα και τομη

Τον κατάλαβα απ την κοψιά του

Μες στην κοψιά των δυο βουνών λάμπουν τα πορτοκάλια, τα λεμόνια. Ορθό, το μόνο κυπαρίσσι, κλαίει

Γιαννης Ρίτσος - Τρίστιχα μέσα από τα μάτια των παιδιών

Κόψιμο Ανάγκη και κόψιμο Πόνος στα εντερα, προδρομος διάρροιας. Αναγκη=χέσιμο (πρβλ. θελω να κανω την ανάγκη μου, αναγκαίο=αποπατος,αφοδευτηριο).
Μετφ. Επειγουσα, βιαστικη υποθεση δεν ειναι δα και [κανενα] κόψιμο.
Κόψε Δες, παρατήρησε Κόψε φάτσα και βγάλε συμπέρασμα. Από το κόβω=παρατηρώ, βλέπω τον εκοψα για πολυ μαλακα.
Κόψε Κόψε τα χαρτιά της τράπουλας Διαχωρισμος της δεσμης των χαρτιων σε δυο νεες που επανατοποθετουνται με την δευτερη επι της πρωτης για να αποφευχθουν οι ματσαράγκες.
Κόψη Η ακμή τεμνοντος οργάνου

πρβλ.

σε γνωριζω απο την κόψη του σπαθιου την τρομερη.

Διονυσίου Σολωμου - Υμνος εις την Ελευθεριαν

Κόφτο Κόψε το Σταματησε αυτό που κανεις (γιατι με ενοχλει) κυριως να μιλας ή να κάνεις ανοησιες "κοφ' τις μαλακίες".
Κόβω Τέμνω Κόψε το ψωμί
Κόβω Διακοπτω Εκοψα το τσιγάρο.
parthenon