Υπογλώσσιο #12 | |||
Τα «υπογλώσσια» είναι μικρές φράσεις ή
λέξεις υπαρκτές στην Ελληνική γλώσσα και
που το νόημά τους δεν μας είναι ακριβώς γνωστό, είναι δηλαδή και υπογνώσια.
Θα γράφω τέτοια συχνά για να διαβάζονται εύκολα και μην ξεχνιώμαστε. Οι παραπομπές στη βιβλιογραφία βρίσκονται στο τέλος της σελίδας |
|||
Ανάγκη και κόψιμο | |||
ΕΙΣΑΓΩΓΗ | Η φράση ειναι γνωστη. Λέγεται για να εκφράσει τον υπερθετικό της ανάγκης. Σήμερα θα μιλήσουμε για τις δύο λέξεις που συνθέτουν τη φράση. Για το «κόψιμο» ειδικά δες περισσότερα στην μικρή μελέτη μου: Τεμνω και κόπτω | ||
ΑΝΑΓΚΗ | ΚΟΨΙΜΟ | ||
ΣΗΜΑΣΙΑ | Στο μεσαίωνα κόψιμο ονόμαζαν κυρίως το κόψιμο του κεφαλιού, την καρατόμηση. βλ.1 σελ 749 (429) Στους νεώτερους χρόνους 1. Η κοπή, ο χωρισμος σε τεμαχια 2. Η ουλή απο τραυματισμο με τέμνον όργανο (πχ. μαχαίρι, ξυράφι) 3. Τρόπος ή σχήμα κοπής 4. Κοιλόπονος, κολικόπονος, εντεραλγία. 5. κόψη του ξυραφιού του σπαθιού (το μέρος που κόβει). 6. κοψιά Περισσότερα στο : |
||
ΕΓΚΥΚΛΟΠΑΙΔΙΚΑ | Η Ανάγκη κύριο ονομα : Αρχαία Ελληνική θεότητα κόρη του Κρόνου (χρόνου) μητέρα των Μοιρων (Ατροπος, Λάχεσις, Κλωθώ). [2] Οι κατηγορίες των ανθρωπίνων αναγκών είναι
|
Περισσότερα στο : Τέμνω και κόπτω υπο Α. Στουγιαννίδη |
|
ΣΥΝΩΝΥΜΑ λέξεις με κοινή ή παρόμοια σημασία |
χρεία | τομή (ουλή) παρουσιαστικό (κοψιά) |
|
ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ | απο το ανα+άγχω και αγχωμαι = στεναχωρουμαι διοτι η αναγκη αγχει, στεναχωρει τον ανθρωπο. η απο το ανασσω[3] (αναξ=βασιλεας ) επειδή η αναγκη κυριαρχεί παντων . |
απο το αρχ. ρήμα κοπτω = 1) διαχωριζω αλλα και 2) κτυπω κοπιδι < κοπις
|
|
ΠΑΡΑΓΩΓΑ λεξεις που προέρχονται από την προσθήκη ενός παραγωγικού προσφύματος στο θέμα τους |
κόπος = κτυπημα κοπετός = στηθοκόπημα κατά τήν διάρκεια θρήνου. κομάτι = τμημα (τέμνω) κόματος = μεγεθυτικο του κόμα, πολύ μεγάλο κοματι. Ακομα και σήμερα ονομάζουμε «καλο κοματι» ενα εργο τεχνης, ζωγραφικης ή μουσικης.Μια ωραία γυναίκα λοιπον ονομάζεται κοματος. κομα - κοματι τόμος τομάρι Υποκοριστικό του «τόμος». επειδή οι τόμοι των βιβλίων αποτελούντο από περγαμηνές ή διφθέρες το μεσαιωνικό τομάριον έγινε τομάρι = δέρμα, επιδερμίδα. Αυτός που έχει σκληρή επιδερμίδα, ο αναίσθητος, λέγεται σήμερα τομάρι ή και παλιοτόμαρο. κόβω κοπτω |
||
ΣΥΓΓΕΝΙΚΑ
|
δει , τα δέοντα πρβλ.«Δει δη χρημάτων» και την παλιομοδίτικη έκφραση: «Στην κυρία τα δέοντα». Δηλαδή «δώστε στην κυρία σύζυγό σας τους πρεπούμενους χαιρετισμούς» χρειάζεται , χρεία ... ἀποκριθεὶς δὲ εἶπεν αὐτῇ ὁ Ἰησοῦς· Μάρθα Μάρθα, μεριμνᾷς καὶ τυρβάζῃ περὶ πολλά· ἑνὸς δέ ἐστι χρεία· Μαρία δὲ τὴν ἀγαθὴν μερίδα ἐξελέξατο, ἥτις οὐκ ἀφαιρεθήσεται ἀπ' αὐτῆς. Κατά Λουκάν 10 στ. 41-42 απαιτείται, απαίτηση
|
τέμνω, κοβω, κτυπω κοπάζω τεμνουσα κοψη = ακμη πρβλ. επι ξυρου ακμης κοψίδι = τεμάχιο κρέατος ψημένου στην σχάρα. κοπίδι = εργαλείο κοπής κοψιά = εμφάνιση, το παρουσιαστικο κάποιου κοφτης = εργαλείο κοπής κοφτης = κόλακας, μαλαγάνας |
|
ΕΚΦΡΑΣΕΙΣ Αρχαίες |
οἷς ἐξ ἀνάγκης παρακατατιθέμεθα τοὺς ἡμετέρους αὐτῶν παῖδας, εἰ τέχνην τινὰ ἐργάζεται ἐπικουρῶν τῇ ἀναγκαίᾳ τροφῇ, ἀλλὰ τούτους καὶ μάλιστα ἀσπάζεται, καὶ διὰ τοῦτο καὶ τῶν ἐκ φύσεως ἀναγκαίων ἐνομοθέτουν |
Ευφημεί σε, μακαρίζοντα τα πέρατα, τόμιον εντέμνεσθαι Αριστοφάνη - Λυσιστράτη -στ. 192 κοβω το θυσιασθέν ζώο σε κοματια=τόμια. Πάνω στά τόμια ορκίζονταν. Λαμπιτῶ: πάρφαινε μὰν τὸν ὅρκον, ὡς ὀμιόμεθα. Λυσιστράτη: καλῶς λέγεις. ποῦ 'σθ᾽ ἡ Σκύθαινα; ποῖ βλέπεις; θὲς ἐς τὸ πρόσθεν ὑπτίαν τὴν ἀσπίδα, καί μοι δότω τὰ τόμιά τις. Στο ιδιο στ. 185 |
|
ΦΡΑΣΕΙΣ |
|
|
|
ΠΑΡΟΙΜΙΕΣ | ανάγκα και θεοι πειθονται ο φίλος στην ανάγκη φαίνεται φίλε μου στην ανάγκη μου κι εχθρέ μου στην χαρά μου Από καλοσύνη δεν πάει κανείς στο αναγκαίο [ αλλά απο ανάγκη][5] |
Κόψε κλαρί και μαύλα το (το άλογο). Πάρε κλαρί, ξύλο για τον εκμαυλίσεις, να τον γοητεύσεις. Λέγεται για αυτούς που χρησιμοποιούν ανόητους τρόπους προσέλκυσης Αραβαντινου - ΠΑΡΟΙΜΙΑΣΤΗΡΙΟΝ σ. 67 π.662 Κόψε ξύλα τον Γενάρη μην κάψεις τα παλούκια Κόψε ξύλο τον Γενάρη και μην καρτερείς φεγγάρι. Τετάρτη και Παρασκευή τα νύχια σου μην κόψεις, την Κυριακή να μη λουσθείς, αν θέλεις να προκόψεις. |
|
ΠΟΙΗΣΗ | Δεν είμ΄ εγώ σπορά της τύχης Κώστας Βάρναλης - Ο οδηγητής
|
Σε γνωριζω απο την κοψη Δ. Σολομός Υμνος στην Ελευθερια |
|
ΡΗΣΕΙΣ | Αναγκαιότητα και τυχαίο:Αναγκαίο είναι ότι απορρέει από την ουσία, από την εσωτερική σύνδεση των πραγμάτων και πρέπει να συμβεί αναπόφευκτα. Το αντίθετο της αναγκαιότητας είναι το τυχαίο. Ελευθερία είναι η γνώση της αναγκαιότητας . Κάρλ Μάρξ
Δημόκριτος |
||
ΣΥΝΘΕΤΑ Συνθετες ειναι λέξεις που παραγονται με την συνένωση των θεμάτων πεισσοτέρων λέξεων |
πειθαναγκάζω - πειθω με την βία εξαναγκαζω (εξαναγκασμός σε ασέλγεια) = φθανω σε οργασμο παρα φύσιν αναγκαζοντας άλλον/ην σε συμμετοχη. αναγκαιότητα αναγκαίο = το χρειαζουμενο, ο απόπατος Συνώνυμα: απόπατος[1], τουαλέττα, αφοδευτήριο, καλλιόπη, χρεια, αποχωρητήριον, χέστρα, βε-σε, μέρος, καμπινές 1. Από το αποπατέω -ώ της αρχαίας = παραμερίζω από τον
δρόμο (προκειμένου να ικανοποιήσω σωματική ανάγκη). Την ιδια και εναργεστερη
εικονα δινει το ρήμα αφοδεύω (από+οδός). |
ανατόμος, βαλαντιοτόμος, διχοτόμος, καινοτόμος, λαιμητόμος, λαπαροτόμος, λατόμος,νεκροτόμος, παθολογοανατόμος ρυμοτόμος, τόμος, υλοτόμος, φλεβοτόμος κόπτης, διακόπτης, χρονοδιακόπτης, καφεκόπτης, καφεκοπτείο
|
|
ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ | |||
Γαλλικά |
nécessité, bésoin Necessaire λεμε ενα μικρο κιβώτιο που περιέχει τα απαραίτητα για μιά κυρία (είδη καλωπισμού, ραπτικής κλπ) ή κύριο (Ξυριστικά)
|
couper> couture (Haute couture ) tailler > ταγέ =κόβω> tailleur (ράφτης) Ταγέ (< Γαλ. taillé < ρήμα tailler) λέγεται το κρύσταλλο που φέρει καλλιτεχνικά κοψίματα. ταγέρ ονομάζεται το γυναικείο ένδυμα (σακκακι και φούστα) που μοιάζει με ανδρικό κοστούμι και κατασκευάζεται απο ράφτες κυριών (Tailleur pour dames) και όχι από μοδίστρες (modistes). |
|
Αγγλικά | necessity, need | cut | |
Ιταλικά | necessità, bisogno παροιμία : l' amico si vede nel bisogno (o φίλος στην ανάγκη φαίνεται). |
tagliare > Taglia, τάλια = κοψιά (στην ενδυματολογία: Μέγεθος) | |
Λατινικά | necessitas -tatis | seco |
|
ΟΜΟΗΧΑ | χρεία - χροιά | Κόπτες λέγονται οι ντόπιοι κάτοικοι της Αιγύπτου που ασπάστηκαν το Χριστιανισμό κατά την περίοδο της εξάπλωση του Χριστιανισμού. Γράφουν ακόμη με το ελληνικό - κοπτικό αλφάβητο. Το όνομα «Κόπτης» λέγεται ότι προήλθε από το ελληνικό (Αί)γύπτιος > (γ)κύπτης = λατινικά Copt. κώμα = λήθαργος, συνήθως παθολογικός. πχ. διαβητικόν κώμα. πρβλ. κωματώδης κατάστασις. Ακούγεται όπως το κόμα. |
|
ΒΙΒΛΙΑ | Αντον Τσέχωφ - Απατεώνες κατ΄ανάγκην (Διήγημα)
|
ΑΝΑΓΚΗ & ΚΟΨΙΜΟ™ Λογισμικο Υπολογιστων που αφορα τήν αποθήκη Ξυλείας ή Λαμαρινών με παρακολούθηση προς αξιοποίηση των μενότων τεμαχίων, υπό ΑΡΗ ΣΤΟΥΓΙΑΝΝΙΔΗ. |
|
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ | 1. 311 Du Cange, Charles -Glossarium ad scriptores mediae et infimae Graecitatis - Tome I - 1688 2. 348 ΕΠΙΤΟΜΟΝ ΕΓΚΥΚΛΟΠΑΙΔΙΚΟΝ ΛΕΞΙΚΟΝ- "ΕΛΕΥΘΕΡΟΥΔΑΚΗ"- "1935" 3. 639 ΜΕΓΑ ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΚΟΝ ΛΕΞΙΚΟΝ Α-Β σ.217 4. 267 ΛΕΞΙΚΟ ΛΑΤΙΝΟ-ΕΛΛΗΝΙΚΟΝ - Ε. Τσακαλώτου 5. 3. ΙΑΤΡΙΚΗ ΠΑΡΟΙΜΜΙΟΛΟΓΙΑ - Γ. ΡΗΓΑΤΟΣ |
||
Copyright 2011© Αρης Στουγιαννίδης www.stougiannidis.gr |