Υπογλώσσιο #16 ΧΟΡΗΓΕΙΤΑΙ ΧΩΡΙΣ ΙΑΤΡΙΚΗ ΣΥΝΤΑΓΗ |
|
Τα «υπογλώσσια» είναι μικρές φράσεις ή
λέξεις υπαρκτές στην Ελληνική γλώσσα και
που το νόημά τους δεν μας είναι ακριβώς γνωστό, είναι δηλαδή και υπογνώσια.
Θα γράφω τέτοια συχνά για να διαβάζονται εύκολα και μην ξεχνιώμαστε. Οι παραπομπές στη βιβλιογραφία βρίσκονται στο τέλος της σελίδας |
|
Απαρτία στο πάρτυ | |
ΕΙΣΑΓΩΓΗ | Πολλές είναι οι λέξεις που παράγονται από τη πελασγική ριζα αρ και φαίνεται ότι κατέλαβαν μεγάλη έκταση στο χώρο και στο χρόνο. |
ΑΡ (ΡΗΜΑΤΑ) | |
αἴρω ή ἀέρρω |
λαμβάνω, οηκώνω. αρπάζω, αφαιρώ (με τη βία), καταλαμβάνω,επιτυγχάνω, «πιάνω» |
αείρω |
(όμηρ.) αντί αἴρω: υψώνω, αιωρώ (αιώρα), εξάγω, σηκώνω, αφαιρώ. άναλαμβάνω |
αράσσω |
κτυπώ κρούω, «αράζω», σφυροκοπώ (συσφίγγω σχεδία). Κτυπω την πλώρη στην ακρογιαλιά Σημερινό "Σία κι΄ αράξαμε" |
αρτάω |
ἀρτάω : προσδένω ή κρεμάω κατι σε κάποιο άλλο πραγμα,“ἀρτᾶσθαι
ἔκ τινος” εξαρτώμαι από κάποιον ή κάτι, Ηρόδοτος .3.19, 6.109, "ἐξ ὧν ὧλλοι
ἀρτέαται Πέρσαι": στον οποιον υπηγοντο ολοι οι Πέρσες, κρεμόντουσαν
απο αυτόν, από το ἀερτάω (πρβλ. ἀν-αερτάω)
Επιβιώνει στην ανάρτηση, εξάρτηση, εξάρτημα, παράρτημα, εξαρτάται. Από το ομού+αρτάω βγαινει το λόγιο προπαρασύνθετο τα συμπαρομαρτούντα: κν. συμπράκαλα, τσαμασύρια, μαραφέτια, accesories, accesoires. Κύρια ονοματα.Αρέθουσα = πηγή τής Νότιας Πλευράς της Ιθάκης και πηγή των Συρακουσών. Αρετούσα =αρχαίο όνομα της Ιθάκης, αρείων = ανδρείος* Η ανδρεία (το αντριλίκι) ήταν τω καιρώ εκείνω συνώνυμο
της αρετής. πρβλ. «Ω! Ηράκλεις όλωλεν ανδρός αρετά» - Αρχίδαμος ο Αγησίλαου
(4 αι. πΧ). μπροστά στον πρώτο καταπέλτη που είδε. |
αρήγω |
Αποτρέπω τον όλεθρο, συντρέχω, συμπαρίσταμαι Αρωγός, Ταμείο Αρωγής «σιγάν αρήγει» Η σιωπή βοηθάει, καλύτερα σιώπα κν. σκάσε. Αισχύλος - Ευμενίδες 571 |
αρκέω |
Συνώνυμο του αρήγω. Κάτι που αρκεί, αποτρέπει την έλλειψη και βοηθάει. Σήμερα αρκεί: φθανει, ως εδώ, σώνει. Αλλα και η παρασύθετη ανεπάρκεια (αν[α]+επ+αρκεια). |
αρμόζω |
ενώνω, συνδυάζω, συναρμολογώ, βάζω σε τάξη μετοχή ο αρμόζων = αυτός που πρέπει, ο κατάλληλος και επομένως υπεύθυνος. Φράση: η αρμόζουσα συμπεριφορά. |
αρτίζω |
Κάνω κάτι άρτιο, αρμονικό. Απαντάται σήμερα στο σύνθετο Απαρτίζω, συνθέτω. Απαρτίζομαι: αρμόζω, αλλά συνήθως αποτελούμαι, συντίθεμαι απο κάτι. Το διαμερισμα απαρτίζεται απο 5 δωμάτια. Το απάρτιον = το εξάρτημα το κομμάτι που συνθέτει ενα σύνθετο αντικείμενο, συνήθως μηχάνημα. Στα
Λατινικά pars[a] γενική partis > Αγγλικό Part, Party > Γαλλικό Partie, Ιταλικό
Partito. Που σημαίνει τμήμα ή κομμάτι ή κόμμα. Συνώνυμα του «κομμάτι»
ειναι ο τόμος (απο
το τέμνω) και ο μικρός τόμος λέγεται τομάριον. Οι μια
λεξη εχει υποτιμητικό και υβριστικό χαρακτήρα (τομάρι,
ή παλιοτόμαρο)
ενω στο συνωνυμο του μεγενθυτικό, ειδικό για γυναίκες, «κόμματος»
είναι ιδαιτέρως τιμητικό και σημαίνει πανέμορφη. [a]Pars, partis, μέρος, μερίδα, τμήμα,
κόμμα, διαίρεση, κλάσμα, μέρος ενός θεατρικού έργου, ρόλος στη ζωή και
στο θέατρο, ένα αξίωμα, καθήκον.
Το περίεργο είναι ότι η απαρτία σήμαινε την οικοσκευή, όσα απαρτίζουν τα έπιπλα και σκεύη του σπιτιού. Σήμερα σημαίνει ότι υπάρχει ο ικανός και αναγκαίος αριθμός ατόμων σε μια σύσκεψη προκείμενου αυτή να αρχίσει να λειτουργεί και να παίρνει αποφάσεις. |
ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΑ - ΕΠΙΘΕΤΑ | |
άρτιος |
Ο σωστός, ο πλήρης Στα μαθηματικά άρτιος: ο διαιρούμενος ακριβώς δια του δύο Όποιος αφήνει υπόλοιπο είναι περιττός. Οι άρτιοι αριθμοί διεκολύνουν την μοιρασιά. Ενας άρτος κοβεται εύκολα στα δύο και πολύ δύσκολα στα τρία. πρβλ. Μονά ζυγά. |
αρμός |
Απο το αρμοζω. Το σημείο σύνδεσης ή επαφής Αρμοκάλυπτον. Το συνθετο εφαρμοζω ειναι συχνότατο. Εφαρμοστής - επάγγελμα, Εφραμογή : Application Software. |
αρμοστής |
Αυτός που κάνει κάτι να αρμόζει ή που επιβλέπει την τήρηση της αρμονίας, ο Διοικητης. Ο Πρίγκιπας Γεώργιος ήταν ο Υπατος Αρμοστής της Κρήτης. Η Ύπατη Αρμοστεία του ΟΗΕ. |
αρμονικός |
Ο,τι αρμόζει ή αρμόζεται είναι αρμονικό. Η λέξη πέρασε στα Λατινικά και στις Λατινογενείς γλώσσες: Harmonia, Harmony, Harmonie, Armonio, Armonica. Φιλαρμονική, Εναρμονίζω, Φυσαρμόνικα (αντιδάνειο) |
άρτος |
Αυτό που παρασκευάζεται. Το ψωμί. Σε αντιθεση με τα παλαιά φαγητά που ψηνόντουσαν ή βραζόντουσαν, το ψωμί απαιτούσε πιο περίπλοκη παρασκευή. Αρτοκλασία, αρτοφόριο, αρτοποιός. Ο ψωμός ειναι το μέρος, η μπουκιά[2]. Με την αποψη αυτή φαίνεται να συφωνεί και το Liddell & Scott[3]. Ο Πολυδεύκης[4.β. 22] αναφέρει « των άρτων οι ψωμοί καλούνται εκθέσεις». Το αντίστοιχο ρήμα ψωμίζω σημαίνει ταϊζω. Στις Παροιμίες του Σολομώντος διαβάζουμε την εξης προτροπή, πολύ πριν από το «Αγαπάτε Αλλήλους» του ΚΥΙΧ: [21] ἐὰν πεινᾷ ὁ ἐχθρός σου, ψώμιζε αὐτόν, ἐὰν διψᾷ, πότιζε αὐτόν· [22 ]τοῦτο γὰρ ποιῶν ἄνθρακας πυρὸς σωρεύσεις ἐπὶ τὴν κεφαλὴν αὐτοῦ, ὁ δὲ Κύριος ἀνταποδώσει σοι ἀγαθά.[5.610] |
ΒΙΒΛΟΓΡΑΦΙΑ | 1. 148 Λεξικό Σουϊδα 2. 9051, 9054 Ησυχίου Λεξικόν 3. 265. Liddell & Scott. A Greek-English Lexicon, revised and augmented throughout by Sir Henry Stuart Jones, with the assistance of Roderick McKenzie. Oxford. Clarendon Press. 1940. 4. 682. Πολυδεύκους - Ονομαστικόν 5. 55. Η Αγία Γραφή. Εκδοση Ζωης 6. 300 Δημητράκου - Μέγα Λεξικόν Όλης της Ελληνικής Γλώσσης - ΔΟΜΗ |
Copyright 2011© Αρης Στουγιαννίδης www.stougiannidis.gr |