Υπογλώσσιο #17 ΧΟΡΗΓΕΙΤΑΙ ΧΩΡΙΣ ΙΑΤΡΙΚΗ ΣΥΝΤΑΓΗ |
||
Τα «υπογλώσσια» είναι μικρές φράσεις ή
λέξεις υπαρκτές στην Ελληνική γλώσσα και
που το νόημά τους δεν μας είναι ακριβώς γνωστό, είναι δηλαδή και υπογνώσια.
Θα γράφω τέτοια συχνά για να διαβάζονται εύκολα και μην ξεχνιώμαστε. Οι παραπομπές στη βιβλιογραφία βρίσκονται στο τέλος της σελίδας |
||
Πελασγική Πελαγοδρομία - ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟ | ||
ΕΙΣΑΓΩΓΗ | Οι Πελασγοί[1] είναι οι πρώτοι κάτοικοι της ελλαδικής περιοχής και οι άφησαν έντονα τις ρίζες των λέξεων τους στην Αρχαία και στη Νεοελληνική Γλώσσα. Θα τονίσουμε τις επιζώσες και σήμερα και όσες από τις αρχαίες έχουν κάποιες ιδιαιτερότητες ή περίεργες ερμηνείες. Οι Πελασγοί έμειναν γνωστοί στην Ιστορία και ως Κάρες και Λέλεγες[1,141] Οι Πελασγοί όπως κι άλλοι ανατολικοί λαοί (πχ. οι Εβραίοι*) χρησιμοποιούσαν μόνο σύμφωνα στο λεξιλογιό τους. Ανάμεσα στα σύμφωνα έμπαιναν οποιαδήποτε φωνήεντα κατά την κρίση του ομιλούντος, σχηματίζοντας διαφορετικές λέξεις. Η ρίζα αναγράφεται αριστερά με Λατινικούς χαρακτήρες και χωρίς φωνήεντα. *Η Εβραϊκή γραφή χρησιμοποιεί μόνο σύμφωνα και τα φωνήεντα εννοούνται. Αργότερα δραστηριοποιήθηκαν οι Μασορίτες[α] που πρόσθεσαν σημάδια πάνω στις λέξεις που δήλωναν τα φωνήεντα. Τα κείμενα λέγονται Μασορίτικα και η Παλαιά Διαθήκη έχουν γραφτεί και σε μασορίτικη σύνταξη τον 10ον αιώνα μ.Χ.
|
p.l.g 1.xxx, 1.189 | Σημαίνει αποσχίζω, αποκόπτω και Πελασγοί είναι οι αποκομένοι, αποσχισμένοι απο τον μεγαλο όγκο των άλλων Σημιτικών Λαών [1,130] , αλλά και Πέλαγος, Πελα[σ]γός | |
f.l.t. ή p.l.t | Οι ελαφρώς οπλισμένοι > πελταστές, οι Φιλισταίοι γνωστοί απο τήν παλαιά Διαθήκη, η Παλαιστίνη | |
tls dls1.188 | tls ρεω είμαι ρευστός αλλά dls είναι κάθε επίπεδη και ομαλή (χωρίς ανηφόρες και κατηφόρες) οδός. Από αυτή τή ρίζα προκύπτει το Ελληνικό Θάλασσα | |
blg plk1.189 | πλησιάζω, φθάνω σε καποιο οριο ή σε κάποιο μέρος απο οπου και το Αρχαίο Ελληνικό πελάζω, που σήμερα επέζησε ως σύνθετο προσπελάζω, προσπέλαση, και το πέλαγος και το παλληκάρι (αυτός που έφθασε σε ώριμη ηλικία*), *Το κριτήριο εκείνης της εποχης για την ενηλικιωση ηταν η εκσπερμάτωση και δυνατότητα να καταστήσει έγγυο τη γυναίκα. Σήμερα με κατι τετοιο αρχιζουν οι μπελάδες και σε χαρακτηριζουν μάλλον κόπανο και απρόσεκτο παρά ενήλικα. Η Ναυσιπλοΐα στο πέλαγος με τα σχεδόν ανύπαρκτα μέσα προσανατολισμού ήταν πάντα μια περιπλάνηση, μια Οδύσσεια, (λέξη που λέμε και σήμερα για κάποια περιπλάνηση και περιπέτεια). Ετσι το περιπλανιέμαι μάταια το λεμε και σήμερα (συνήθως μεταφορικά) πελαγοδρομώ. |
|
φ.ρ.φ.ρ | πορφύρα το κοχύλι που χρησιμοποιούσαν για την βαφή των ενδυμάτων του Βυζαντινού αυτοκράτορα, το αντίστοιχο χρώμα, το πορφυρούν, μεταφορικά και το ίδιο το αυτοκρατορικό αξίωμα, και Πορφύρα ονομάζονταν η αίθουσα τοκετού των βυζαντινών ανακτόρων (επειδή είχε ορθομαρμάρωση με πορφυρές πλάκες), και οι γεννηθέντες στην αιθουσα της Πορφύρας ονομαζονταν Πορφυρογέννητοι΄.[2] Διασημότερος από αυτούς ο Κωνσταντίνος Ζ' Πορφυρογέννητος (γεν. 905 και πεθ. 959), γιός του Λέοντα ΣΤ του Σοφού και συντάκτης της περίφημης πηγής γλωσσολογικων πληροφοριών "Περί της του Βασιλείου Τάξεως". |
|
π.λ.γ. 1.190 | Άυτός που εφθασε στο τέλος της ηλικίας, ο γέρος, ο παλαιός και κατά την Αιολική προφορα παλαός απ΄όπου και το σημερινό παλαβός (δηλ. γεροξεμωραμένος, ξεκούτης). Αλλά και πολιός που σήμερα λέμε για τον ασπρομάλλη. πληθ. του π.λγ. ειναι Πελάγ> Πελαγονία |
|
m.d.j. | μάντης, μέντωρ | |
πνδ | Μεγάλη και ατέλειωτη οροσειρά ή σειρά κυμμάτων απ΄οπου η Πίνδος και ο πόντος, τα ποντοπόρα πλοία, ποντίζω και σημερα καταποντίζω (κάθε συνειρμός με την οικονομία είναι απόλυτα φυσικός). Από τον πόντο δημιουργείται το επίθετο ποντικός που αποδίδεται στο καραβίσιο ποντίκι, (μύν) κατ΄αντίθεση λοιπόν με τον μύν τον αρουραίον (στεριανό, χερσαίο) εχουμε και τον μύν τον ποντικόν (καραβίσιο, ιδιαιτέρως προνοητικό ζώο που εγκαταλείπει το σκάφος πριν βυθιστεί). Το ουσιαστικό πόντος κατέληξε και κύριο ονομα γιατι υπονοεί τον Ευξεινο Πόντο, με την ιδια λογική που λέμε Πόλη την Κωνσταντινούπολη. Ο κάτοικος του Ευξείνου λέγται πόντιος. Ενας διάσημος πόντιος ηταν ο Πόντιος Πιλάτος «ειδικευμένος στο ακόντιο». Από το Λατινικο pilum (= ακόντιο). Πόντιος σημαίνει ότι ήταν από τους Pontii, μιας αρχαίας Σαμνιτικής φυλής. Πιθανόν να προέρχεται και αυτό το όνομα από το «πόντος» αφού η Σαμνία ήταν στα παράλια της Αδριατικής. |
|
onb1.191 | ορμητικός, αυτός που παρασύρει Οίνοψ κύριο ονομα-παρατσούκλι κάτι αντίστοιχο με τα σημερινά Δελής, Δεληγιάννης, Δεληγιώργης (Deli τούρκικα σημαίνει τρελός) | |
trb1.192 | θρβ σημαίνει γή, είμαι πλασμένος από χώμα, καταλήγω στο χώμα. Απο αυτή τη ρίζα προήλθε το άθρωπος οπως το λένε και σήμερα στην Κρήτη, που του παρεμβλήθη και ένα «ν» και έγινε άνθρωπος. Σήμερα με ένα ν δεν γίνεσαι άνθρωπος. * *) Με το «μν» γίνεσαι παλιάνθρωπος ή παλιογύναικο. Θα υπάρξει αργότερα Υπογλώσσιο για το μν της Κλυταιμνήστρας που ίσως να λέγονταν και Κλυταιμήστρα. Και τα σύνθετα του άνθρωπος είναι ουκ ολίγα: λυκάνθρωπος, θεατράνθρωπος, απάνθρωπος, και κυρίως παλιάνθρωπος που αυξάνεται συνεχώς και που τείνει να καταργήσει το απλό «άνθρωπος». Ο Καθ. Γ. Μπαμπινιώτης στο Ετυμολογικό λεξικό του ετυμολογεί το άνθρωπος από το άνδρωπός= αρενωπός και απαντάει και στην απορία που είχε ο Αλέξης Ζορμπάς " ... και σε ερωτώ, αφεντικό, είναι η γυναίκα άνθρωπος;" |
|
ΤΕΛΟΣ ΤΟΥ ΠΡΩΤΟΥ ΜΕΡΟΥΣ | ||
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ | 1) 401. Νικολάου Ελευθεριάδου - Πελασγοί - Εκδ. Κάκτος -1997 2) Αρη Στουγιαννίδη - Εγκυκλοπαιδικό και ετυμολογικό λεξικό Βυζαντινών λέξεων 3. 131, ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΚΟΝ ΤΗΣ ΝΕΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ, Γ. ΜΠΑΜΠΙΝΙΩΤΗ, ΚΕΝΤΡΟ ΛΕΞΙΚΟΛΟΓΙΑΣ, 1966. |
|
Copyright 2011© Αρης Στουγιαννίδης www.stougiannidis.gr |