Υπογλώσσιο #18

ΧΟΡΗΓΕΙΤΑΙ ΧΩΡΙΣ ΙΑΤΡΙΚΗ ΣΥΝΤΑΓΗ

Τα «υπογλώσσια» είναι μικρές φράσεις ή λέξεις υπαρκτές στην Ελληνική γλώσσα και που το νόημά τους δεν μας είναι ακριβώς γνωστό, είναι δηλαδή και υπογνώσια. Θα γράφω τέτοια συχνά για να διαβάζονται εύκολα και μην ξεχνιώμαστε.
Οι παραπομπές στη βιβλιογραφία βρίσκονται στο τέλος της σελίδας
Γλωσσοκοπανήματα
Εισαγωγή Δεν είναι δυνατόν ως υπέρμαχοι της γλώσσας να μην αφιερώσουμε ένα υπογλώσσιο για την γλώσσα.  
Ως φαγητό

Πρόκειται για το ψάρι γλώσσα (Actinopterygii, Pleuronectiformes, Soleidae,Solea solea)

Γλώσσα πανέ

Πλένουμε το ψάρι, το πασπαλίζουμε με κουρκουμά και αλάτι και το αφήνουμε σε σουρωτήρι για περίπου 15 λεπτά. Φτιάχνουμε ένα μείγμα από αλεύρι, αλάτι, πιπέρι, τσίλι, κόλιανδρο και λίγο νερό. Βάζουμε το λάδι στο τηγάνι να κάψει καλά. Βουτάμε το ψάρι στο μείγμα και το τηγανίζουμε σε καυτό λάδι ώσπου να ροδίσει από κάθε πλευρά. Σερβίρουμε με φέτες λεμονιού και ντομάτας.

Αλλά και η βωδινή γλώσσα θεωρείται εκλεκτό έδεσμα.

Ομοίως και η ανθρώπινη, με εσθίοντα τον ίδιο τον κάτοχο της γλώσσας πρβλ. την φράση "Μπα! που να φας τη γλώσσα σου" που λέγεται για να αποτρέψουμε να συμβεί ένα προηγουμένως λεχθέν. Για τους πιο λιγόφαγους ισχύει και το "δάγκωσε τη γλώσσα σου, χριστιανέ μου".

Η επίκληση «χριστιανέ μου» είναι άνευ νοήματος γιατι το ίδιο μπορεί να λεχθεί σε Εβραίους, Μουσουλμάνους και αθέους.
Ανάλογες φράσεις ειναι «το χτύπα ξύλο», «κουνήσου απο τη θεση σου»[α], «κούφια η ώρα που τ΄ακουει» κλπ.

[α] Λέγεται και σε Δημόσιους Υπαλλήλους, παρ' όλο που δεν κουνιώνται από την θέση τους πρβλ. Καρεκλοκένταυρος.

 
Γλώσσα πανέ
κατάποσις Αφου η ανθρώπινη γλώσσα τρώγεται είναι φυσικό και να καταπίνεται. Ομως η φράση «κατάπιε τη γλώσσα του» σημαίνει σιώπησε απο αδυναμία να απολογηθεί ή να παράσχει εξηγήσεις για κάτι. Ανάλογο «δέθηκε ή γλώσσα του».  
ως όργανον

Η γλώσσα είναι κοφτερή όταν είναι ωμή και λέει τα πράγματα με τρόπο που πονάνε χωρίς φιοριτούρες ή τσιριμόνιες. Ως κοφτερή, παρ΄ όλο που δεν έχει κόκαλα, κόκαλα τσακίζει.

Η γλώσσα κοπανίζει, αν και κοφτερή, γι΄αυτο τις γυναίκες που μιλάνε πολύ τις λέμε γλωσσούδες ή γλωσσοκοπάνες. Η λέμε εχει μια γλώσσα [σαν] παπούτσι. Παραδόξως δεν εμφανίζεται συχνά αντίστοιχο επίθετο για άνδρες. Ο νοών νοείτω.

 

εξαγωγη

Αϊινσταϊν

Μέχρι τώρα είδαμε ότι καταπίναμε, τρώγαμε, δαγκώναμε τη γλώσσα. Ομως λέμε και μου έβγαλε γλώσσα όταν κάποιος μου μίλησε με αναίδεια, ξεδιάντροπα. Δεν ειναι αναγκη να κάνει και την σχετική γκριμάτσα που θεωρείται μάλλον παιδιάστικη, ακόμα και όταν γίνεται από πρόσωπα εγνωσμένου κύρους. (Αη-Νστάην).

Αντιθέτως όταν λέμε μου βγήκε η γλώσσα εννοούμε οτι κουραστήκαμε πολύ. Η εικόνα από τους σκύλους που, όταν τρέξουν και λαχανιάσουν, βγάζουν έξω την γλώσσα τους.

 

Χρήση

 

Μια σημαντική εργασία της γλώσσας είναι το γλύψιμο, εκ των επικρατεστέρων μεθόδων επαγγελματικής ανόδου. Σε κάποιους χρησιμεύει για την σταδιακή κατάποση παγωτού, (χωνάκι ή ξυλάκι) και για την σεξουαλική ικανοποίηση του ερωτικού συντρόφου. Τότε το γλύψιμο λέγεται αιδοιολειχεία[α](cunnilingus) ή πεοθηλασμός αναλογα με το φύλο του ικανοποιουμένου προσώπου. Μερικοί θεωρούν απαραίτητο να προηγηθεί μια καλή πλύση πριν την έναρξη, ενώ άλλοι ισχυρίζονται πως : «το 'πλυνες το χάλασες», γιατί χάνεται όλη η νοστιμιά.

αιδοίον και λειχω. Λείχω σημαινει γλυφω. Απο το ρημα λείχω παραγεται ο λειχούδης και ο λειχανός [ενν. δάκτυλος], το τριτο δάκτυλο, αυτο που βουτάμε για να δοκιμάσουμε το φαγητό ... και οχι μόνον.

 

ο Λειχανός δάκτυλος

ο λειχανός

Μαλί

Κάποιος που επέμεινε με πολλαπλά επιχειρήματα για να πείσει κάποιον λεει μάλλιασε η γλώσσα μου. Το φαινομενο μιας τέτοιας γλωσσικής αλλοίωσης είναι απίθανο, οπως απίθανες είναι και οι διάφορες ανόητες ερμηνείες που έχουν δοθεί.

Η φαιδρότερη και η πιο ατεκμηρίωτη:

Στη βυζαντινή εποχή υπήρχαν διάφορες τιμωρίες, ανάλογες, βέβαια, με το παράπτωμα. Όταν π.χ. ένας έλεγε πολλά, δηλαδή έλεγε λόγια που δεν έπρεπε να ειπωθούν, τότε τον τιμωρούσαν με έναν τρομερό τρόπο. Του έδιναν ένα ειδικό χόρτο που ήταν υποχρεωμένος με το μάσημα να το κάνει πολτό μέσα στο στόμα του. Το χόρτο, όμως, αυτό ήταν αγκαθωτό, στυφό και αρκετά σκληρό, τόσο που κατά το μάσημα στο στόμα του πρηζόταν και η γλώσσα, το ελατήριο δηλαδή της τιμωρίας του, άνοιγε, μάτωνε και γινόταν ίνες-ίνες, κλωστές-κλωστές, δηλαδή, όπως είναι τα μαλλιά. Από την απάνθρωπη τιμωρία βγήκε και η παροιμιώδης φράση : "μάλλιασε η γλώσσα μου", που τις λέμε μέχρι σήμερα, όταν προσπαθούμε με τα λόγια μας να πείσουμε κάποιον για κάτι και του το λέμε πολλές φορές.

Μάλλον θα έλεγαν ομάλωσε η γλώσσα μου, δηλαδή μπλέχτηκα σε επίμονες συζητήσεις ωστε η γλώσσα μου ομάλωσε, λειάνθηκε, έγινε ομαλή όπως κάθε πράγμα λειαίνεται, φαγώνεται από τήν πολλή χρήση. Πρβλ. το ρήμα μαλώνω: ομαλώνω, καθιστώ κατι ή κάποιον ομαλό, διορθώνω κάποιον με επιπλήξεις, και τή μαλιά: έριδα, συμπλοκή φραστική ή και χειροδικία. (μάλε-βράση: Η βράση, ή αιχμή, η κορύφωση του τσακωμού). Αν δεχθουμε την ερμηνεία μου αυτή, η ορθογραφία της λεεξης επιβάλλει ενα λαμδα: μάλιασε η γλώσσα μου.

Το πελασγικο μαλ σημαίνει

  • πλήθος τα μάλα = πολύ
  • εξόγκωμα (ακρωτήριον Μαλέας) ή
  • βουνό
  • ώμος (πιθανόν). πρβλ. Υπο μάλης = κάτω από τον ώμο, στήν μασχάλη. Απο το νόημα «εξόγκωμα» προέρχεται και ο μαστός της γυναικός (σσ. μεχρι τα 40).
  • Αν εχει το μάλιασε κατάγεται απο την πελασγική ρίζα μαλ,τότε το «μαλιασε η γλώσσα μου» θα σημαίνει «πρήστηκε η γλωσσα μου». Παρακινδυνευμένα πιθανον.

     
    παροιμίες

    Αρχαία : βους επι γλώσση. Δεν μιλάω γιατί πάνω στη γλώσσα μου κάθεται ένα βώδι. Γι αυτούς που δέν καταγγέλουν γιατί δωροδοκήθηκαν.[1]

    Ομοια η «βούς επέβη [ενν. τη γλώσση]». Ο Διογενιανός μαρτυρεί: «Το γάρ αργύριον βούν είχε των Αθηναίων» Δηλ. το νόμισμα της δωροδοκίας είχε ως σήμα ένα βώδι.

     

    τὰ δ᾽ ἄλλα σιγῶ: βοῦς ἐπὶ γλώσσῃ μέγας βέβηκεν: οἶκος δ᾽ αὐτός, εἰ φθογγὴν λάβοι, σαφέστατ᾽ ἂν λέξειεν: ὡς ἑκὼν ἐγὼ μαθοῦσιν αὐδῶ κοὐ μαθοῦσι λήθομαι.

    Δε μιλαω για τ΄αλλα. Μεγάλο βώδι μου πατάει τη γλώσσα.

    Αισχύλου - Αγαμέμνων 1. 34-39

    γλώσσα λανθάνουσα τ' αληθή λέγει.

    (Μένανδρος)

    Πολλοί, και του Καθ. Γ. Μπαμπινιώτη συμπεριλαμβανομένου, ερμηνεύουν το λανθάνουσα ως αυτή που κάνει λάθος. Λανθάνουσα σημαίνει αυτή που κρύπτεται.

    Κλέαρχος Λακεδαιμόνιος φυγὰς ἦν: τούτῳ συγγενόμενος ὁ Κῦρος ἠγάσθη τε αὐτὸν καὶ δίδωσιν αὐτῷ μυρίους δαρεικούς. ὁ δὲ λαβὼν τὸ χρυσίον στράτευμα συνέλεξεν ἀπὸ τούτων τῶν χρημάτων καὶ ἐπολέμει ἐκ Χερρονήσου ὁρμώμενος τοῖς Θρᾳξὶ τοῖς ὑπὲρ Ἑλλήσποντον οἰκοῦσι καὶ ὠφέλει τοὺς Ἕλληνας: ὥστε καὶ χρήματα συνεβάλλοντο αὐτῷ εἰς τὴν τροφὴν τῶν στρατιωτῶν αἱ Ἑλλησποντιακαὶ πόλεις ἑκοῦσαι. τοῦτο δ᾽ αὖ οὕτω τρεφόμενον ἐλάνθανεν αὐτῷ τὸ στράτευμα.

    Ξενοφώντος - Κύρου Ανάβασις βιβλ.1 στ. 9

    Ισως να σήμαινε ότι η σιωπή (η λανθάνουσα, κρυπτόμενη γλώσσα) αποτελεί τεκμήριο. Αυτό πού οι Ρωμαίοι νομικοί ονόμαζαν Argumentum ex silentio. (Τεκμήριον σιγής).

     

    Γλώσσα γαρ οικεί όπου ο κουρεύς

    Δεν πρέπει να αδικούμε τους κουρείς της αρχαιότητας. Δεν ήταν μόνο οι κουρείς που μίλαγαν πολύ, όσο οι πελάτες που περίμεναν τη σειρά τους να κουρευτούν ή να ξυριστούν. Τα κουρεία ηταν κέντρα πολιτικών συζητήσεων. Βέβαια ο,τι άκουγε ο κουρέας το μετέφερε στους επόμενους πελάτες που έχασαν τήν ζωντανή μετάδοση. (πρβλ. το σχετικό διαλογο
    Κουρεύς: Πως κείρω σε; δηλ. πως να σε κουρέψω;
    Πελάτης: Σιωπών).

    Η γλώσσα κοκαλα δεν έχει και κοκαλα τσακίζει: Η φραστική προσβολή, η βρισιά πονάει σαν κάταγμα.

     
    Αλλες γλώσσες

    Γλώσσα ονομάζουμε και πολλά αντικείμενα που μοιάζουν με τήν ανθρώπινη γλώσσα ή παράγονται απο αυτήν

    Γλώσσα η φωνητική επικοινωνία, ο λόγος.

    Γλώσσα το ψάρι που προαναφέραμε,

    Γλώσσα της κλειδαριάς

    Γλωσσίδι της καμπάνας

    Γλώσσα (γλωσσίδι) του αυλού

    οὗ τὴν γλῶτταν ὥσπερ τῶν αὐλῶν ἐάν τις ἀφέλῃ, τὸ λοιπὸν οὐδέν ἐστιν.

    Αισχίνης - Κατά Κτησιφώντος 3.229

    Αν κάποιος αφαιρέσει το γλωσσίδι του αυλού το εναπομένον μέρος δεν αξίζει τίποτε.

     

    Οι γλώσσες τών αυλών φυλασσονταν και σε ενα ειδικο κουτι το γλωσσόκομον που έπειτα φύλαγαν και χρήματα. Ο Ιούδας είχε το γλωσσόκομον των αποστόλων (ήταν δηλαδή ο ταμίας) και το φυλούσε υπέροχα απ' ότι έχω ακούσει.

    Οι γλώσσες της φωτιας, πύρινες γλώσσες.

    πρβλ. το θαύμα της Πεντηκοστής όπου:

    καὶ ὤφθησαν αὐτοῖς διαμεριζόμεναι γλῶσσαι ὡσεὶ πυρός, καὶ ἐκάθισεν ἐφ᾽ ἕνα ἕκαστον αὐτῶν,

    Πράξεις των Αποστόλων - 2.3.

    Απο τίς Γλώσσες του πυρός έμαθαν ξένες γλώσσες, κάτι σαν LINGUAPHON on the fly.

    Η γλώσσα του παπουτσιού

    Ολαι αι φυλαί και γλώσσαι (ενν. οι λαοί που μιλούν την ίδια γλώσσα)

     
     

    Υπογλώσσιο: [ενν. δισκιο]. Φαρμακο που τοποθετείται κάτω απο τήν γλώσσα.

    Διγλωσσία. [δις+γλώσσα] διπλός τρόπος του να μιλάς. 'Αλλα λέω στον ένα και άλλα στον άλλο.

    Γλωσσοδέτης: Φράση δύσκολη στην προφορά. Δένει τη γλώσσα.

    πχ. Ασπρη πέτρα ξάξασπρη κι απ τον ήλιο ξεξασπρότερη.

     
    ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

    1. 9041 Corpus paroemiographorum Graecorum

    2. Αρη Στουγιαννίδη - Εγκυκλοπαιδικό και ετυμολογικό λεξικό Βυζαντινών λέξεων

     
    Copyright 2011© Αρης Στουγιαννίδης www.stougiannidis.gr