Υπογλώσσιο #22

ΧΟΡΗΓΕΙΤΑΙ ΧΩΡΙΣ ΙΑΤΡΙΚΗ ΣΥΝΤΑΓΗ

Τα «υπογλώσσια» είναι μικρές φράσεις ή λέξεις υπαρκτές στην Ελληνική γλώσσα και που το νόημά τους δεν μας είναι ακριβώς γνωστό, είναι δηλαδή και υπογνώσια. Θα γράφω τέτοια συχνά για να διαβάζονται εύκολα και μην ξεχνιώμαστε.
Οι παραπομπές στη βιβλιογραφία βρίσκονται στο τέλος της σελίδας
Οταν έχει το πουγκί σου
ΕΙΣΑΓΩΓΗ Μεγάλη αλήθεια κρύβει η παροιμία «Οταν έχει το πουγκί σου όλοι φίλοι είναι δικοί σου». Το πουγκι δεν φέρνει το χρήμα αλλά το διαφυλάσσει. Οπως ολα τα σημαντικά πράγματα είναι πολυώνυμο και πικοιλόσχημο.  

πουγγί (το)

πουγγί

Απο το μεσαιωνικο πουγγίον απο το λατινικο punga* (προέρχεται μάλλον απο τα αρχαία Γερμανικά). Αγγλικα: pung > pocket=τσέπη.

Αλλη γραφή πουγκί.

Ο Du Cange[6] το γράφει πούγγη.

Χρησιμοποιήθηκε και ως νομισματική μονάδα μέτρησης: 1 πουγγί= 100 γροσια[3].

* Πρβλ. το γνωστό παραδοσιακο Κυπριακό τραγούδι Τα ριάλια
Τα ριάλια, ριάλια, ριάλια
τα σελίνια μονά και διπλά
τα μονόλιρα, πεντόλιρα και πού 'ντα
ο πεζεβέγκης που τα 'χει στη πούγγα

Ριαλ=νομισμα . πεζεβέγκης = σωματέμπορος

 

Συνώνυμα - Συγγενικά[4]

Μπουζού, κομπόδεμα, κουμπαράς, αποκόμβιον, κεμέρι, πορτοφόλι, παραδοσακούλα, σακούλι, σακκέλλη.

Παροιμίες

  • Oταν έχει το πουγκί σου όλοι φίλοι είναι δικοί σου.
  • Έχεις γρόσια στό πουγκί; - Οθε θες κάνεις Λαμπρή.
  • Ούτε άσπρο στό πουγκί, ούτε ντέρτι στην καρδιά.

ΕΥΓΕΝΕΙΣ ΤΟΥ ΜΕΣΑΙΩΝΑ ΜΕ ΤΑ ΠΟΥΓΚΙΑ ΤΟΥΣ (13ος Αιώνας).

 
 
Πούγγα

Αρύβαλλος

Αν και η λέξη χρησιμοποείται συχνότερα για να ορισει ενα αρχαίο πηλινο αγγειο, εν τουτοις το Μεγα Ετυμολογικόν[7.335] ετυμολογεί το Αρύβαλλος απο το αρύεσεθαι και βάλειν (παίρνω και βάζω) και λέει ότι σημαίνει βαλλάντιον και μαρσίπιον.  

βαλλάντιον (το)

σακούλα, πουγγί, χρηματοφυλάκιον, πορτοφόλι, φασκώλιον.

Το αναφέρουν οι Σιμωνίδης, Επίκτητος, Αριστοφάνης - Ιππής.707, κ.α.,

Φράσεις

παῖς ἐκ βαλλαντίου: υιοθετημένο, αγορασμένο παιδί.

Σήμαινε και ακόντιο από το Αρχ. Ελληνικό ρήμα «Βάλλω» που μια από τις πολλές σημασίες του είναι και κραδαίνω, πάλλω (πβ. βαλλίστρα). Το να κραδαίνει κάποιος ένα πουγκί μπροστά σε ένα πωλητή αποτελεί κίνητρο συναλλαγής.

Αρα η σωστή γραφή του είναι με δύο λάμδα.

Παράγωγα:

βαλλαντιοτομέω κλέβω βαλλάντια κόβοντας το λουρί άνάρτησης.

βαλλαντιοτόμος: αυτός που βαλλαντιοτομεί, ο πορτοφολάς.

Ο Χρυσόστομος αναφέρει ότι «πολλές φορές ο βαλαντιοτόμος και εις θάνατον παραδίδεται».[9.222]

ΕΠΩΝΥΜΑ

Βαλλάντης (και κύριο όνομα) = αυτός που εχει μεγάλο βαλλάντιο, ο παραλής, ο λεφτάς.

Χρυσοβαλλάντης* αυτος που έχει το βαλλάντιο γεμάτο μέ χρυσά νομίσματα.

*) Υπαρχει μονή Χρυσοβαλλάντου στην Κωνσταντίνου Πόλη, όπου ήταν κάποτε ηγουμένη (στα 840 μ.Χ) η οσία Ειρήνη η «αιωρουμένη» (η Ειρήνη δεν πάταγε στη γη αλλά αιωρούνταν περίπου ένα μέτρο πάνω από το έδαφος. Μακάριοι οι μη ειδόντες και πιστεύσαντες.)

ΠΟΙΗΣΗ

Ο Πτωχοπρόδρομος το αναφέρει ως «πουγκίν»
Απλώνω εις το περσίκιν* μου, γυρεύω το πουγκίν μου,
δια στάμενον** το ψηλαφώ, κι' αυτό γέμει χαρτία.

* Η λέξη “περσίκιον” που συναντάται σε βυζαντινά κείμενα, σημαίνει, μεταξύ άλλων, “τσέπη”, δηλαδή μια από τις πολλές σημασίες των αραβικών “jayb” ή “jaib”.

Ο Πολυδεύκης αναφέρει «φασκώλους έλεγον οι παλαιοί των ιματίων αγγεία και θυλάκους»[8.99]

** ιστάμενον = τρέχον νομισμα, νομισμα που ισχύει.

 

μαρσίπιον

Σακουλάκι. Υποκοριστικό του αρχαίου μάρσιπος = σακούλι.

Πρβλ. τα ζώα που φυλάσσουν τα νεογέννητά τους σε ενα φυσικό σακούλι (μάρσιπος) που διαθέτουν εκ φύσεως λεγονται μαρσιποφόρα. Το πιο γνωστό είναι το Αυστραλιανό καγκουρό, το οπόσουμ, και το κοάλα.

 

πούρσα

Πουγγί

Βυρσοδέψης

ΒΥΡΣΟΔΕΨΗΣ

Στά Αρχαία Αγγλικά αναφέρεται ως pursa "little bag made of leather," απο το μεσαιωνικό Λατινικο bursa "purse" (Το ιδιο και στα Γαλλικα του 12 αι. borse, για να γίνει το σύγχρονο «bourse»: χρηματιστήριο). Το Λατινικο bursa παράγεται απο το Αρχ. Ελληνικό «βύρσα» " (o Σταματάκος [261. 223] το αναφέρει μόνον ως εκδαρέν δέρμα δηλ. πετσί, τομάρι και αμφισβητεί την ρίζα της λέξης, πιθανόν να μην είναι ελληνική.) πρβλ. Βυρσοδέψης, Βυσρσοδεψείον.

Η τουρκική πολη Μπούρσα ετυμολογείται απο το όνομα του Προύσιου Α της Βιθυνίας . Η αρχαιότερη καταγεγραμμένη θέση, ήταν η Κίος, η οποία δόθηκε από τον Φίλιππο Ε της Μακεδονίας στον Προύσιο Α της Βιθυνίας το 202 π.Χ., ως δώρο για την βοήθεια του εναντίον της Περγάμου και της Ηράκλειας του Πόντου (σήμερα Karadeniz Eregli). Ο Προύσιος μετονόμασε την πόλη από το όνομά του σε Προύσα. Οι Τούρκοι καταλάβαιναν καλύτερα, λόγω περιεχομένου, την Μπούρσα = πουγγί απ΄ότι τον μακαρίτη τον Προύσιο. Πρετυμολόγησαν το όνομα και σήμερα την λένε Τούρκικα Bursa.

ΕΚΦΡΑΣΕΙΣ

Θα το πληρώσω απο τήν πούρσα μου (από τήν τσέπη μου, εξ ιδίων).
Δ. Ρωμα - Σοπρακόμιτος

ΕΠΩΝΥΜΟ

Πουρσανίδης και με αναγραμματισμό Προυσάλογλου, Προύσαλης (αντί του ορθού Προυσαλής).

 

Γλωσσόκομον[5]

30 Αργύρια

Ο ΙΟΥΔΑΣ ΕΠΙΣΤΡΕΦΕΙ ΤΑ 30 ΑΡΓΥΡΙΑ

Στο στιγμιότυπο φαίνονοται τα αργύρια να πέφτουν απο βαλάντιο. Tο γλωσσόκομο, μεγαλύτερο και πληρέστερο θα το φύλαγε αλλού.

Μικρό σκεύος, επίμηκες, απο δέρμα ή ύφασμα ή συνηθέστερον χάλκινο για φύλαξη χρημάτων ή τιμαλφών.

ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ

Κατά την αρχική του χρήση το γλωσσόκομμον σήμαινε σκεύος όπου φύλαγαν οι αυλητές τίς λεπτές γλώσσες των αυλών. (γλώσσα+κομέω).

Αργότερα εσήμαινε βαλάντιον, πουγκί σ το οποίο φύλαγαν χρήματα ή και άλλα πολύτιμα αντικείμενα. Συνήθως οι εμπορευόμενοι το κρεμούσαν απο τον λαιμό τους στο στήθος ή στο το πλευρό τους με ένα λουρί.

ΣΥΝΩΝΥΜΟ

Μπεζαχτάς (απο το Τουρκ. bes+tahta = «πέντε σανίδες» = Το συρτάρι με τα χρήματα του καταστήματος).

Στην Αποστολική κοινότητα το γλωσσόκομον, το κρατούσε ο Ιούδας (Ιωάν. ιβ’ 6, ιγ’ 29), ήταν κατά πάσα πιθανότητα ένα μικρό ξύλινο κιβωτιάκι, χωρισμένο σε τμήματα. Σε κάθε τμήμα φύλαγε τα νομίσματα της ιδιας αξίας. (πρβλ. «Ο Ιούδας φύλαγε υπέροχα»)


* τινὲς γὰρ ἐδόκουν, ἐπεὶ τὸ γλωσσόκομον εἶχεν ὁ Ἰούδας, ὅτι λέγει αὐτῷ ὁ Ἰησοῦς, ἀγόρασον ὧν χρείαν ἔχομεν εἰς τὴν ἑορτήν, ἢ τοῖς πτωχοῖς ἵνα τι δῷ.

Κατά Ιωάννην Κεφ. 13 στ. 29

εἶπε δὲ τοῦτο οὐχ ὅτι περὶ τῶν πτωχῶν ἔμελεν αὐτῷ, ἀλλ' ὅτι κλέπτης ἦν, καὶ τὸ γλωσσόκομον εἶχε καὶ τὰ βαλλόμενα ἐβάσταζεν.

Κατά Ιωάννην Κεφ. 12 στ. 6

 
μπάντα

Σημαίνει ταινία, επιδεσμος (μπαντάρω), ζώνη (βάλε στη μπάντα=κρύψε, οικονόμησε, φύλαξε), σημαία (μπαντιέρα), επισείων, τμημα στρατού (βάνδον)[5], τμήμα μουσικοπαικτών (η μπάντα του Δήμου), πλευρά του πλοίου (η δεξιά μπάντα), ή πλευρά γενικώς (μπάζει απ΄όλες τις μπάντες)

ΣΥΝΩΝΥΜΑ

Λάβαρο
Φλαμπουρο
Εγώ μ΄ ο γέρος Όλυμπος, στο κόσμο ξακουσμένος
Έχω σαράντα δυό κορφές κ΄ εξήντα δυό βρυσούλες
Κάθε κορφή και φλάμπουρο, κάθε κλαδί και κλέφτης

Μπαϊράκι:
Πούταν στους κάμπους φλάμπουρο
και στις κορφές μπαϊράκι

Ο σημαιοφόρος λέγεται «μπαϊρακτάρης» λέξη που επέζησε ως επώνυμο του διασήμου Αρχηγού της Αστυνομίας Δημητρίου Μπαϊρακτάρη. Ακόμη διασημοτέρος είναι ο κεμπαπτζής «Μπαϊρακτάρης», κεντρο λήψεων πολιτικών αποφάσεων της ΝΔ.


Μπαντιέρα ή παντιέρα
Μαύρο καράβι αρμένιζε στα μέρη της Κασσάντρας
είχε πανιά κατάμαυρα και τ΄ ουρανού παντιέρα.

Ετυμολογία

Απο την γοτθική λέξη ( bandwa) ή Γερμανική (banda) που υιοθετήθηκε από τους Ελληνόφωνους ως «Βάνδον» και τους Ρωμαιους ως «bandum».

Φράσεις

Να βάλουμε λίγα (λεφτα) στη μπάντα.

Λαϊκό Τραγούδι

Οσα υπήρχανε στη μπάντα*
μας τα πήρανε
Παναγιώτα μου νταγιάντα**
και μπατήραμε.***

*Οσα ειχαμε ως απόθεματικό

** άντεξε, υπόμεινε.

*** επτωχεύσαμε.

Ο Διων ο Χρυσόστομος (Ι,24) σχολιαζει την φράση «είχον αργύριον εν φασκωλίοις» [φασκώλια: ταινιώδη βαλλάντια εξ υφασμάτων λινέων] που αποδεικνύει την συγγένεια με το μπάντα (ταινία) που αναφέρουμε.

 

φούνδα

ΣΥΓΧΡΟΝΟΣ ΚΟΙΛΙΟΔΕΣΜΟΣ

Στο Βυζάντιο φούνδα ή κοιλιόδεσμος ή πουγγίον λεγόταν το σακίδιο με τα χρήματα που έζωναν στη μέση τους οι Βυζαντινοί. Η ρίζα της λέξης είναι λατινική από το fundo, που σημαίνει κυριολεκτικά βυθίζω (το καράβι ή η επιχείρηση "πηγε φούντο" λέμε σήμερα). Θυμηθείτε το Αγγλικό Fund, το Γαλλικό fonds, το Ιταλικό fondo. Σε όλες αυτές τις γλώσσες η λέξη σημαίνει «κεφάλαιο», «χρηματοδότηση».

Πρβλ. «Με τί φόντα πας να κανεις αυτή τη δουλειά;». Στην αρχή σημαινε «με ποιά κεφάλαια» και μεταφορικά «με ποιά προσόντα».

Μεταφορικά fundo σημαίνει: θεμελιώνω, καθιερώνω, παγιώνω, πακτώνω και τελικά συνάπτω σύμβαση. Αυτό γιατί κατά την σύναψη μιας σύμβασης οι Ρωμαίοι συμβαλλόμενοι βύθιζαν τα ραβδιά τους στο έδαφος για να στερεώσουν συμβολικά την συμφωνία (pactun, βυζ. πάκτον)[2. 411] και την νομική ρήση "pacta sunt servanda" = τα συμφωνημένα είναι τηρητέα, πρέπει να τηρούνται. Ακόμα και τώρα λέμε "τα μιλημένα και τιμημένα" (τιμώ=τηρώ).

Έως το 1935 υπήρχαν και «εγχειρίδιες αμοιβές», στην περίπτωση των οποίων ο ιερέας παίρνει τρόπον τινά τα χρήματα στο χέρι (υπάρχουν και «έκτακτες εγχειρίδιες αμοιβές» και «βασικές αμοιβές» [stipendia fundata]), οι οποίες στη Γερμανία είναι συν τοις άλλοις απαλλαγμένες από φορολογία [1]. Δηλαδή οι συμβατικές αμοιβές, οι τιμές τιμοκαταλόγου.

Εργασία "φουντάτη" εννοείται λοιπόν η συμβατικά κατοχυρωμένη εργασία και δεν έχει σχέση με την γνωστή φούντα=θύσανο*. Το "Εργασίες φουντάτες" ερμηνεύτηκε από τους μεταγενέστερους "δουλειές με φούντες". Η δουλειά με φούντες είναι λοιπόν μια σίγουρη (χρηματοδοτούμενη) και καλή δουλειά, και όχι θυσανωτή δουλειά. Πολλές φορές η φούντα είναι διακοσμητικό* στοιχείο πολυτελούς ντυσίματος και ίσως αυτό οδήγησε στην παρετυμολογία.

Η φούντα ως λέξη χρησιμοποιείται και για να δηλώσει τους θυσάνους της Ινδικής Κάναβης (χασίς).

Θύσανοι δε οι λεγόμενοι κροσσοί, όθεν και τά θυσανωτά παρά Ξενοφώντι. Τους δέ θυσάνους και σίλλυβα οί ποιηταί καλούσιν.
Πολυδεύκης - Ονομαστικόν - Ζ.64

Τουρκικά το φούντο, ο βυθός, ο πάτος λέγεται ντίπ που μεταφορικά εμείς το χρησιμοποιούμε για να δηλώσουμε το "τίποτα" και το «καθόλου», ολοσχερώς.

πρβλ. Εγώ τον σπρώχνω και αυτος δεν κουνιέται ντιπ. Δεν καταλαβαίνει ντιπ.
Η γενική του πάτου είναι ντιμπί πρβλ. καζάν-ντιμπί. δηλ. Γλυκό του πάτου του καζανιού.

* πρβλ. Ρηγα Φεραίου
Κάλλιο για την πατρίδα κανένας να χαθεί
ή να κρεμάσει φούντα για ξένο στο σπαθί.

 
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

1) KARLHEINZ DESCHNER Η ΕΓΚΛΗΜΑΤΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΣΜΟΥ ΤΟΜΟΣ 4 -ΚΑΚΤΟΣ

2) Κ. ΑΡΜΕΝΟΠΟΥΛΟΥ ΠΡΟΧΕΙΡΟΝ ΝΟΜΩΝ ή ΕΞΑΒΙΒΛΟΣ

3) 184 Ροη Παπαγγέλου - Το Κυπριακό Ιδίωμα

4) 302 Πέτρου Βλαστου - Συνώνυμα και Συγγενικά - Εστία - !931

5) Αρης Στουγιαννιδης - logo Εγκυκλοπαιδικό και ετυμολογικό λεξικό Βυζαντινών λέξεων

6) 311, Glossarium ad scriptores mediae et infimae Graecitatis - Tome I, Du Cange, Charles, Apud Amissonios, 1688.

7) Μεγα Ετυμολογικον Λεξικόν

8) 682. Πολυδεύκης - Ονομαστικόν

9) 161. Φαίδων Κουκουλές - Βυζαντινών Βίος και Πολιτισμός Τομος Γ

 
Copyright 2011© Αρης Στουγιαννίδης www.stougiannidis.gr