Υπογλώσσιο #36

ΧΟΡΗΓΕΙΤΑΙ ΧΩΡΙΣ ΙΑΤΡΙΚΗ ΣΥΝΤΑΓΗ

ΠΡΟΣΟΧΗ(Σ υμπ)

Προκειμενου να διαφυλαχθουν τα χρηστά ηθη της Ελληνικής νεολαίας η παρούσα μελέτη συνετάγη εις την ακατάληπτον δια τους νέους συνθηματικήν γλώσσαν καλουμένην καθαρεύουσαν  και αποτείνεται σε άρρενα κυρίως, άτομα με μειωμένες πλέον ανάγκες  των εν τη μελέτη ταυτη διαλαμβανομένων υπηρεσιών.
Η μη ανηκοντες εις τας ειρημενας κατηγοριας καλουνται να εγκαταλείψουν παραυτα την παρούσα σελίδαν.

η πουτάνα κάνει τόσα ...

Εισαγωγή

 

Γνωστή η παροιμία: "Η πουτάνα κανει τόσα κι΄έχει και μεγάλη γλώσσα". Το ευαγές αυτο επαγγελμα είναι το αρχαιότερον και έχει τροφοδοτήσει την ελληνική λαογραφίαν με πλείστα οσα. Θα αποτολμήσουμε λοιπον μιαν μικράν περιήγησιν εις τους σχετικους χώρους (κν. μπουρδελότσαρκα) προς τερψιν του ειδικου ακροατηρίου. Το παρον συμπληροί το Υπογλώσσιον 29

 
πόρνη

Πόρνη, γυνή εκδιδομένη έπι χρήμασι  ή επί άλλοις περιουσιακοίς ανταλλάγμασι. Απο το αρχ. ρήμα πέρνημι. = πωλούμαι , προσφερομαι πρός πωλησιν.

κν. πουτάνα (πόρνη. Γαλλικα putain, Ισπανικά putaña. πόρνη: = πολύ. από το Puta=κορίτσι , με την καταληξη -ana  ητις εις τα αρχαια Γερμανικά  έχει τώρα υποτιμητικήν σημασίαν, ην κατ' αρχας δεν είχε (βλέπε putto - a,  pullus κάθε νεαρό ζώο απ΄οπου κατά τινας προέρχονται και τα εις "-πούλος" Ελληνικά επώνυμα).

Αρχικως εσημαινε  κορίτσι, και εξ΄αυτου πόρνη. (πρβλ. Την φράση "Κορίτσια ο Στόλος!", περι ης γεννήσεται λόγος κατωτέρω). Συνώνυμα: πολιτική

Αποτελεί την πρωταγωνίστριαν της μελέτης μας.

 
Ετυμολογία

Απο το αρχ. ρήμα πέρνημι. = πωλούμαι, πουλά, αγοραζω, προσφέρομαι πρός πωλησιν. το Liddell-Scott-Jones Greek-English Lexiconτο επεξηγει : πιθανον απο περνημι γιατι συνηθως οι Ελληνιδες πορνες ηταν αγορασμές δούλες. (because Greek prostitutes were commonly bought slaves).

 
Συνώνυμα

Βασάρα

Κυριολεκτικά σημαινει αλεπού ||
μεταφορικά αυτή που φοράει δέρμα αλεπούς, πόρνη, βακχεύτρια, γαμιόλα. Η η έχουσα την πονηρία αλεπούς πβλ φρ. Είναι αυτή μια αλεπού! (ανάλογα ατσίδα,τσακάλι, γάτα γεράκι, σαΐνι, αητός)

 

 

 
 

Επιδέξα

Την λεξη την βρισκουμε στα Απομνημονευματα του Μακρυγιάννη Τομ. Α. σελ. 216.
Μιλωντας για τον Παπαφλέσσα "γλενταγε με τις συμπατριωτισσες  του … γυρευε τις
επιδέξες …, ο φιλογύναιος ..."

(*) επιδέξα= πόρνη από το επίδειξη;

 
 

ιερόδουλος

δούλα ειδικά αγορασμένη  (πέρνημι = αργοράζω > πορνη)  και αφιερωμένη στην Αφροδίτη ώστε να εκδίδεται προς όφελος του ναού. Κάθε συνουσία μαζί της αποτελούσε σεβάσμια ιεροπραξία προς τιμή της Θεάς και υπέρ της γονιμότητας της οικογένειας και της περιουσίας του λατρευτή* [ιερόδουλος = ιερά + δούλος]

1077

*Αλλά και του Ναού (διάβαζε ιερατείου ήγουν παπάδων)

 
 

Λαικάς ή λαικάστρια

βλ. Αριστοφάνη

 
 
 

Λύκαινα: θηλυκός λύκος || μεταφορικά πουτάνα

(σχετίζεται με τά χρήματα, pecunia που σημαίνει και  πρόβατα ) = η λύκαινα τρώγει τα πρόβατα και η πουτάνα τρώγει (αναλώνει) τα χρήματα.  Λατ. Lupa.

Loupa με την μεταφορική εννοια σημαίνει «περιπλανωμένη πόρνη». Αρα ειναι πολύ πιο λογικοφανες να περιμαζεψε τα παιδια μια περιπλανώμενη πόρνη και να τα θήλασε παρά μια κανονική λυκαινα.

Διατί ομως αυτο το ονομα; 

Οι Λύκαινες,  ορεσίβιες πόρνες της Ρωμαικής αρχαιότητας,  ικανοποιούσαν τους βοσκούς. Αυτοί τας επληρωναν δια πρόβατων. Επειδή η ηυξημένη σεξουαλική στέρησις των βοσκών απαιτούσε συχνά την παροχή υπηρεσιών τοιούτου είδους, οι πόρνες αυτές είχαν παρομοίας επιπτώσεις εις την ποίμνην οιας είχον και αι επιδρομαί λύκων. Εξηφάνιζαν δηλα δη τα προβατα εν ριπη οφθαλμού.  Διά τουτο τους απένειμαν το προσωνύμιον «λύκαιναι». Μια τοιαυτη «λύκαινα» είχε βρεί και θηλάσει τον Ρωμύλο και τον Ρέμο, τους μετέπειτα ιδρυτάς της Ρώμης. Οι μεταγενέστεροι Ρωμαιοι δεν ήξευραν την σημασία του «λύκαινα» και το ηρμήνευσαν κυριολεκτικως. Το αγαλμα της κυριολεκτικής λυκαίνης που θηλάζει τους δύο ιδρυτάς έγινε το συμβολον της Ρωμης.


Pecunia  γενική pecuniae θ. Εκ του pecus:  κτήνος (διότι η περιουσία των αρχαίων συνέκειτο απο  κατοικίδια ζώα, κυρίως πρόβατα). || μεταφορικώς Ουσία , περιουσία, πλούτος.

pecuniam facio: αποκτώ περιουσία, χρήματα
dies pecuniae: ημερομηνία πληρωμής.
p
ecunia presens ή  pecunia numerata: μετρητά.

 
 

κούρβα

Απο το Λατινικό curvus = στρεπτός || μεταφορικά διεστραμένη = Ήγουν πουτάνα, πόρνη.

Την λεξιν απαντούμε εις την Δημοτικήν ποίησιν.1

ΟΙ ΔΥΟ ΑΔΕΛΦΟΙ

Απ' τα μαλλιά την άρπαξε, λίανά λίανά την κὀβει, Την έλιασε, την ξέλιασε, στο μύλο την παγαίνει
« Αλεσε, μύλο μ', άλεσε τής κούρβας* το κεφάλι,
Κάμε τ' αλεύρι κόκκινο, και την πασπάλη μαύρη,
Νάχουν φτιασίδι οι ώμορφες, φτιασίδι τιμημένο,
Νάχουνε κ' ol γραμματικοί μελάνι νά τo λένε.»

Διοτι η εν λόγω κούρβα τα έφτειαξε με τον κουνιάδον της και τον προέτρεψε να σκοτώση τον αδελφόν του και συζυγόν της. Πλην ομως ουτος. οψίμως λογικευθείς και ενδεχομένως συντόμως βαρυνθείς την κουνιάδαν, προετίμησε να σφάξη αυτήν ει τον αγαθόν και κερασφόρον αδελφόν του.

 
 

Κάσσα

 ἡ, = κασαλβάς, Lyc.131: κασσαβάς, EM493.28.

 

 

 Ό κασσίτερος είναι μέταλλο πού μοιάζει μέ τό μόλυβδο άλλ' είναι ανοξείδωτο και λίγο πιο σκληρό κι ελαφρό, τ' ' όνομά του, όπως φαίνεται από την κατάληξη, είναι επίθετο συγκριτικού βαθμού και σημαίνει «λαμπρότερος»- βρίσκεται σάν πρώτο συνθετικό στα ονόματα Κάσσανδρος και  Κασσιόπεια ή Κασσιόπη μαρτυρεϊται καΐ σάν επίθετο θετικού βαθμού ή ουσιαστικό κάσσα (- ή ώραία. 'Επειτα ή πόρνη), ή σύγκριση γίνεται πρός τό μόλυβδο, ό όποιος υστερεί σέ μεταλλική λάμψη. και στή λατινική ό κασσίτερος έκτος άπό stagnum λέγεται και plumbum candidum ή album (=  λαμπρός ή λευκός μόλυβδος ), ένω ό μόλυβδος λέγεται plumbum nigrum (= μόλυβδος μαύρος) ή απλώς plumbum'.

358.2 §34

Αναφορά

Machine generated alternative text: Lycophrou Trag., Alexandra. {0341.002} close attjaat 7c&4utOuv ciη aαrpav, 69cv aΐαvrη H&Jspνctv aflΐOc yqycvτv tpocpσv 1CEtVΣC 0E, rouvcuη ΏSUtZp, κpyαnc Τiicrjη tΝjη O’ Hΐνou Ouycrrpςη ‘Ip’aiaη j3pcij3sϊη, θacaoΒfaac tuyp& voaηnct yαp.cωv, (130) ΐνirrovrct KΪOOflΗ αKfrLΐCbV asActατoη. & rotη Aϊico» 12 1CCLμ Xip.cupιoη tthpouη pojioiat ,cuτczνvovtaη oόx a{3oϊisvoη oότ’ Avψαψη šponaη oϋφθ tΰv κvotη oϊvτopzrov A{yczνcovoη εyvνmv itβyov i135μ štΐrjη Osτv ŒXOUΣ; &f3fivcn τ{tcrjv,

Screen clipping taken: 20/10/2012 8:43 πμ

κασαλβάς  (η)

Machine generated alternative text: (957.) au a η irσpvq aμaypoirotση, ΰirΰ to Kaΐtv, lwμ aoZv

Ησύχιος

Κασαύρα

Κασαυράς

Machine generated alternative text: (960) lcŒoalSpa- icaacop{η. tσpv9 s

Ησύχιος

Κασωρίς

Machine generated alternative text: K a a t ov, rς topveov Aptatocpαvqη iv lcaacωpνotai. (367.) zνyϋ τop icaap{rqc, icai 8ΐuicη lcaoΪ)pktη lcaμ Kaacωpν.

Στεφανος ο Βυζάντιος

*) Η ριζα κασ-  από τη λεξη κασά που περιγράφει ο ιστορικός και Γεωγράφος Αγαθαρχιδης (~2ο π.Χ. αι. ) σε ένα αποσπασμα για τα "περι την Ερυθράν Θάλασσαν" :

 

Machine generated alternative text: vot tσ ztΐfiOoc oωcytv θicc&rΰv. σzttqioξ 7tsptEOrIlcE tpo IO.” aroΰ y&p ctϋtot TE KCLi rotη EiEOts ‘VΦCO1CE tt I Ώμη o{ icarΰ nv ythpczv ιiceνvr1v tpoayopEϊcrnat ΏSc 1LV Kp1ttEtV tΰ ςSLŒ  • oe&

 

Πιλημα=τσοχα, κετσες.

 

Η κασωρις πιθανον να εφερα η να μετεφερε μια κασά. Κατι αντιστοιχο με τον τουρκικο κετσέ το λεγομενο σαμαροσκούτι. Χρησιμευε ως προχειρο στρωμα για συνουσιες εν υπαιθρω.

Αρα πιθανον ο Βυζαντιος να σφάλει θεωρωντας ότι η κασωρις προερχεται από το κασωρειον. Μαλλον συμβαίνει το αντιθετο: η κασωρις (πλανοδια) που απεκτησε επαγγελματικη στέγη εδωσε και το ονομα στο  οικημα.

Ο Ησύχιος δινει εμμεσως και μια άλλη συγγενική λεξη που ισως δημιουργησε ή επεδρασε στην δημιουργια της κασάλβης ή κασωρίδος: καστορνῦσα = καταστρωννύουσα

Γιατι πραγματικα ή περιφερομενη, αστεγος πορνη στρωνει κατω για να συνουσιασθει :  είναι καστορνῦυσα> κασσορνύσα> κασορνυσα > κασορνυς > κασορνις> κασωρίς  -ιδος .

Ισως απο εδω το νυν Κασόμπρα

    Πόρνη αδέσποτη
    Γυναίκα που κάνει έρωτα οπουδήποτε ακόμα και σε μια κασόνα (sic)
    Ασχημη γυναίκα

216.217

 

 

 
 

meretrix

Λατινικα η πορνη. Από το ρ Merere>  ουσ  merces  

Η κερδαίνουσα αυτή που κερδιζει

Πβλ commerce, merchant, merchandise

 
 

μπαγάσα

Σημερα εγινε ο μπαγασας η το μπαγασικο.
Βλ. ομορριζα: Κασσα, κασσόμπρα κασσωρίς, κασαύρα

Από το Ιταλικό bagascia prov, baguassa; Αρχ. Γαλλ. bagasse, bajasse (με ην σημασία fantesca = υπηρετριούλα ); Ισπανικα. bagasa; Πορτογαλικά. bagaxa:
από το κελτοκιμβρικό BACHES γυναικούλα, υπηρετριούλα, da BACH =μικρός, νεαρος (Diez) ἤ , από το Αραβικο BAGΙ (αλλη γραφή BAGAS) = περσικό. baeghaja = πορνη

Vocabolario Etimologico della Lingua Italiana - Ottorino Pianigiani.  

Πβλ. σχ. παραδοσιακο ρεμπετικο :

Τα παιδιά της γειτονιάς σου με πειράζουνε
πάλι μεθυσμένος είσαι μου φωνάζουνε
Τα παιδιά της γειτονιάς σου τα μπαγάσικα
θα τα πιάσω να τα δείρω να ‘ναι χάσικα

ΗΧΗΤΙΚΟ
 
 

παστρικιά

Ενοειται η πορνη, ητις λούεται τακτικότερον του συνήθους. Λέγανε τοτε για κάποιες υπόπτου ηθικής : "είναι απ΄αυτές τις παστρικές".

παστρα = καθαριότης εκ του σπαρτευω =σκουπιζω με σκούπα απο σπάρτα.

 
 

Πέζα

Συνώνυμο του πέδη (fetter, shackles)  δεσμα πβλ χειροπεδη.

 

Machine generated alternative text: nLs4Jqpca p eVUM 1J 7q. e flιcu, xwp); Jpyvxv slη rwaxs. ‘ oη r

Η πιο γνωστη  στα συμποσια  ηταν η Αυλητρίδα, που επαιζε τον αυλο και  …  ο,τι άλλο σχετικο.

Σημερα την λέμε αρτιστα (γραφε πουτάνα) 

Οι πέζες φαινεται ότι ηταν απροκάλυπτα πόρνες χωρις να έχουν άλλη επαγγελματική ενασχόληση.

 

Οι πέζες ηταν και οι ακρες κάθε πραγματος, του ρουχου (Βυζ. Ποδέα) , της θαλασσας (πβλ. Ποδιζω)  και του δρομου (εις οδου πεζαν στενή αναφέρει ο Λουκιανος στο Ποδάγρα.  Από εδω το πεζοδρομιον, το πεζούλι και τα παραπέζουλα). Μηπως λοιπον αι πεζαι ηταν οι γυναίκες του πεζοδρομιου, χυδαιοτερες των αυλητριδων; 'Η Ισως επειδη φορουσαν ένα βραχιολι στα σφυρά, στους αστραγάλους, την περισφυρον πέδη*. Οι πέζες κατ αντιθεσιν προς τις αυλητριδες δεν επαιζαν μουσική. Ισως από εδώ ο πεζός λογος, ο χωρις μουσικη ο μη εμμετρος. 

______________________________________________________________

*) Την περιγραφει ο Λεωνίδας ο Ταραντίνος

Machine generated alternative text: Anthologia Graeca, Anthologia Graeca. (7000.001) close (211.) AEΝNIAOY TAR4NTINOY ») Tςv&pyupoϋv “Epcorct icctμ aep{aηupov J rthZcrv tΰ topηupei3v te Aecij3ντoη icσp.rη šXtyjacc tccd iniAoi5xov iScΫ.σpoct TO X&.KEΣV t ιcozttpov ijκ ‘rv JtΐŒTV Tpt)thV GUYT%’CUTf1PŒ, aϊtvov JCΪVŒ, (5) cbv fiOeΐev wyoOaa, yvrjaνa Kϊitpt, iv acztc z{thiat Kcϋ.Xνicΐsw acta’rαatv.

[η ανήλικη ] Όταν όμως έγινε γυναίκα και ωρίμασε, άρχισε να απασχολείται με το θέατρο κι αμέσως έγινε το είδος της πόρνης που οι παλιοί τις έλεγαν «πεζήν», δηλαδή παρακατιανές, ταπεινές. Ούτε αυλό έπαιζε, ούτε τραγουδούσε, ούτε καν έκανε τη χορεύτρια, αλλά μόνον πρόσφερε τα τρυφερά της νιάτα στον πρώτο τυχόντα ασκώντας το επάγγελμα μ'ὀλο της το σώμα.324.41

 
 

πολιτική

ειναι η εταιρα (courtisanne), ουτως ονομασθεισα, διοτι ως λέγει ο ποιητης, ουδεν ιστηκει εις ενα, δεν ευχαριστειται εις ενα μονον εραστην, αλλα ειναι κοινη εις ολους τους πολιτας.

9359.304 [430]

 
 

Σκρόφα : Θηλυκό γουροὐνι || μεταφορικά πουτάνα

Την μεταφορά γουρούνα=πουτάνα χρησιμοποίησεν ο Αριστοφάνης ως αναφερει ο Χορός Γυναικών εις την Λυσιστράτην στ.684-685:

εἰ νὴ τὼ θεώ με ζωπυρήσεις, λύσω τὴν ἐμαυτῆς ὗν ἐγὼ δή, καὶ ποιήσω τήμερον τοὺς δημότας βωστρεῖν σ᾽ ἐγὼ πεκτούμενον.
Μετάφρασις:
Μή με φουρκίζεις, είδεμή τή σκρόφα πού 'χω μέσα μου θά λύσω, θα σου περάσω ένα ξυστρί, πού θα κράζεις, «χωριανοί μου, χάνομαι, γλιτώστε με»

 

Σποδησιλαύρα 1148.198

 

Ετυμολογία : Από το σποδέω=γαμὠ  + λαύρα = στενωπός, δρὀμος, σοκάκι,αγυιά.

Δηλαδή αυτή που γαμιεται  (κατ΄ακριβειαν που αναζητει πελατες) στο δρόμο, η γυναίκα του δρόμου, η τροτέζα, καλντεριμιτζού.

 

Σποδέω

Κονιορτοποιώ ,  κἀνω σκόνη, μετατρέπω  σε σποδό, κοπανιζω, τριβω.

Η σημασια γαμώ είναι μεταφορικη και μαλλον προηλθε από την την παλινδρομική κινηση του κοπανισματος. 

Αγγλικά:Pound, smite, crush,

 

Σποδός

Κυριολεκτικα κονις, κονιορτος, σκονη.

Πβλ. Το του Ιωαννου του αποκεφαλιστή :εγω ειμι  γη και σποδος.

Το συνανταμε στην Νεκρώσιμη ακολουθία

 Ἐμνήσθην τοῦ Προφήτου βοῶντος· Ἐγώ εἰμι γῆ καὶ σποδός, καὶ πάλιν κατενόησα ἐν τοῖς μνήμασι καὶ εἶδον τὰ ὀστᾶ τὰ γεγυμνωμένα καὶ εἶπον: Ἄρα τὶς ἐστι, βασιλεύς ἢ στρατιώτης,  πλούσιος ἢ πένης, δίκαιος ἢ ἁμαρτωλός;

 

Όμως η σποδος μεταφορικως και σε συνδυασμό με τις λεξεις κύλιξ (κύπελο)  και πιθος (πιθάρι) στις φράσεις  «κυλίκων σποδός»   ἠ «πίθων σποδός»  , είναι προσωυμία της μπεκρούς (οινόφλυγος,   bibulous) γραίας  με την έννοια ρουφήχτρας, σφουγγάρι,

Machine generated alternative text: Anthologia Graec Anthologia Groera. {7000.OO1} close Bwquνη, i Bαiqou iaνicv aitoφση totov šsv aoη

AP 6.291,

Και σε επιτύμβιο επιγραμμα του Λεωνίδου

Machine generated alternative text: Anthologia Graeca, Anthologia Graeca. (7000.001) (455.) AEQNIAOY (p! Mctpϊwμη ij qνΒotvoη, i aiOcov cnroυση, (u θvtczuea iCEiTOEt yprji3c, ϊirθp tα9ou yvψarΰv ΅rpσicarat itγaw Anud KϊXv. arιvst Ώθ xcii ‘(dc vιpeev, oi) ΫTEθp TιiCVCOV oωφ’ ΰvτpση, oόc ΐαΐoutev θvσseξ4 jMou, 5,

 

7.455 (Leon.).

 
 

Τσόλι

Το τσόλι είναι ευτελες πλεκτό και φλοκωτό  χαλί σαν κουρελού που ο Κουκουλές 165. 292 περιγραφει λεπτομερως.

Τσουλάκι λεμε και το ποδόμακτρο. Αλλα και την τσούλα.

 
 

τσούλα

(n)  η γυναίκα ελευθερίων ηθών, η πόρνη, η πουτάνα

2. κάθε ανήθικη γυναίκα. (υπο.) τσουλάκι κ. τσουλi (το) κ. τσουλίτσα (η)

Μεγεθυντικό  τσουλάρα (η).

ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ:

Από το Ιταλ. ciulla, που αποσπάστηκε από τη λ. fanciuΙΙa ·κoριτσάκι  προεφηβικης ηλικίας

· (αρσ. fanciullo). άλλος τυπος τού fancello. υποκ.τού fante μωρό. Παιδάκι από το  λατ. Infans infantis).

Το Ιταλ. Ciula  δεν φαίναιται να υπαρχει παρα μονο στην φαντασια του συνακτη υπουργου παιδειας,

 Το fanciuΙΙa  χρησιμοποιειται στα Ιταλικα όπως το "κοριτσι" σε εμας, Δεν είναι υποχρεωτικα προεφηβικης ηλικιας.

Η προσφώνηση " βρε φαντσούλα"  εγινε βρε την τσούλα.

 
     
 

Χαλκιδιτις

Αρχαιο παρωνυμιο για πορνη του δρομου που εκδιδεται για ένα χαλκουν (το μικρότερο νομισμα της εποχής) 2013.185

 
παροιμίες
  • Η πουτάνα κάνει  τοσα κι ΄εχει και μεγάλη γλώσσα
    • τουτέστιν διαθετει ιδιαζουσαν θρασύτητα και αυθαδειαν.
  • Θελει η πουτάνα να κρυφτει μα η χαρά δεν την αφήνει.[1022]
  • Ο κλεφτης με τους ορκους του κι' η πουτάνα με τα δάκρυά της  [δικαιολογείται]
  • Στην πουτάνα πουτανιές [δεν περνάνε].
  • Να ' χα πουτάνας ριζικό, να 'χα ακαμάτρας μοίρα.
  • Πουτάνας ριζικό δεν χάνεται ποτέ.[1022]
  • Πουτάνας τύχη δε χάνεται. ΠΗΓΗ
  • Ομοιος τον όμοιο γύρευε, πουτάνα την πουτάνα,
    κι ο κερατάς τον κερατά να περπατούν αντάμα.
  • Ο βορρηάς κ' η τραμουντάνα
    είπαν τη Νοτιά πουτάνα
    κ' η Νοτιά τους αποκρίθη
    βρε Βορρηά καραβοπνίχτη,
    οπού πνίγεις τα καράβια
    τα μικρά και τα μεγάλα

Δημήτριος Π. Πασχάλης  - ΝΑΥΤΙΚΑΙ  ΠΑΡΟΙΜΙΑΙ ΤΗΣ ΝΗΣΟΥ ΑΝΔΡΟΥ Σ. 5

Σχόλιο: Δικη μου διορθωση

Ο βορρηάς,  η τραμουντάνα
είπε τη Νοτιά πουτάνα
κ' η Νοτιά του αποκρίθη …

  • Η κούρβα το γεβέντισμα(*) για πανηγυρι το 'χει ΄
  • Η πολιτική τα γέβεντα για πανηγύρι τα 'χει [1024]
    • Γεβέντισμα ή γέβεντο = διαπόμπευση βλ. σχετικη μελέτη μου
 
     
ΣΥΓΓΕΝΙΚΑ

αναγεννησιακο πορνείο

Αναγεννησιακόν πορνείον

Πορνεἰο  (απο το αρχ. Πορνη)

  • Χαμαιτυπειον
    • Οι πορνες της αρχαιοτητος φορουσαν σανδαλια με το ρημα "ΑΚΟΛΟΥΘΙ" χαραγμενο δίκην σφραγίδος εις το πελμα των κατυμάτων τους. Ο ακολουθών τα ίχνη κατέληγε εις το χαμαιτυπείον.
    • Την λεξιν "χαμαιτυπείον " εχρησιμοποιησεν και ο Μητσοτακης  εις την βουλην δια να χαρακτηρησει τον ραδιοσταθμόν Σκαϊ.

 

  • Μπουρδέλλο
    • Απο το ιταλικο portello = μικρή θύρα, θυρίς
  • Καταγώγειον
    • Παλαιότερα ξενων των συμμετεχοντων εις ιερας τελετας ή και μυστικά οργια
  • Λουπανάριον
    • Απο την λούπα =λυκαινα και μτφ. πουτάνα ήτο πουταναριό. Αναφορες στον Πλίνιο, Κουιντιλιανό και Κἀτουλο.
  • Μιμαρεῖον
    • Μιμάδες εκαλούντο αι πόρναι.
  • Πολιτικαρείον
    • Πολιτική=πόρνη
  • Μαστροπείον
  • Πουταναριό
    • Από το ιταλικον putana=  πορνη
  • Κασώριον
    • Από τό κάσας ή κασάς ή κασής (ο) (κν. κετσές): Τό δερμα ή χονδρόν ύφασμα που τοποθετείται επι της ράχεως του ζώου και επ αυτό τίθετεται η σέλλα ή το σάγμα (κν. σαμάρι). Εις την Λατινικήν καλείται scortum αλλά μεταφορικώς σημαίνει πόρνη. Η κακόφημος μεταφορά οφείλεται εις το οτι και τον κασά τον καβαλάμε και την πόρνη την καβαλάμε.
    • Παραγωγα : Κασωρίς, κασωράς, κασώρα, κασαλβάς (η, γενική κασαλβάδος)= ολα σημαίνουν πόρνη. Ενδεχομενως και εκειθεν και η κν. "κασόμπρα". Αποτην κασαλβάδα παράγεται το ρήμα κασαλβάζω σημαίνον υβρίζω ως πορνη δηλ. χυδαίως, αναιδώς.
  • Κερχανές
    • Απο το τουρκικο κερ=πόρνη και χανέ=οίκος. (πρβλ. καφ[ε]+χανέ=καφενές)
  • Οικος ανοχής
    • Οικος εντός του οποιου στεγάζονται μια ή περισσότερες εκδιδόμενες γυναίκες. Το απολύτως συνώνυμον ΕΚΔΟΤΙΚΟΣ ΟΙΚΟΣ σημαίνει εντελώς άλλο πραγμα.

    Ξενογλωσσα:

    • Brothel Αγγλ.
    • Bordello Ιταλ.
    • Bordel Γαλ.
    • Casa di tolleranza Ιταλ.

Μπουγέλο

Ειδικόν δοχείον δια πυγόλουτρον (μπιντέ) της πόρνης ή και του πελάτου.

Μαστροπός

Το «μαστροπός» προέρχεται από το αρχαίον ρήμα μαίομαι που σημαίνει επιδιώκω, αναζητώ και το εκ του μαίομαι ουσιαστικό : ο μαστροπός είναι ο ζητών, ο ερευνητής. Ο μαστροπός (συν. Προαγωγός) αναζητεί θήλεα δια να τα κάνει πόρνες αλλά και αναζητεί πελάτες δια τας πόρνας ας έδημιούργησεν.
Παράγωγη λέξη: μαστροπεία ήτοι επάγγελμα αχρειότατον άμα δε και αρχαιότατον. Μέγιστα δε προσοδοφόρον με κύριον χαρακτηριστικόν το επαχθές ωράριον εργασίας.

Νταβατζής

Κυριολεκτικως εις τήν τουρκικην dâvaci σημαινει τον αιτουντα ή μαλλον τον απαιτουντα ή διεκδικούντα ή ενάγοντα με την νομικήν έννοιαν του ορου. Ο νταβατζης ( συν. σωματέμπορος ή μαστρωπος ή προστάτης) απαιτει την μεριδα του λεοντος απο την αμοιβήν της πορνης. (κν. νταβατζηλικι).

Το κοινον σημειον των πορνών με τους ανδρας ειναι οτι αμφότεροι έχουν προστάτην. Η αναγκαιότης του σταματά δια του γήρατος. Δες Αρχιλοχο για κιναιδους και πορνες.

Το κοινον σημειον των ιεραρχών με τας γυναίκας ειναι η μητρα/μιτρα και δι όρισμενους και τά εσώρουχα.

Αναφορές

Ο ουρανός εν σκοῦντρός μου κη ό ἣλιος ταβατζής μου, και το φεγγάριν μάρτυρας πώς σ' άαπώ, λεχνή μου.

Δημοτικό - Κύπρου

ο ουρανος ειν εμπόδιο και ο ηλιος μεσαζοντας
και το φεγγαρι ειναι μαρτυρας πως σε αγαπω λεπτή μου.

Ρουφιάνος

ισπανικα rutian, Rotian, Γαλλικό . rufien, ruffien , καταλανικό ruffa, rullilo πορογαλλικο , rofìào, Αγγλικο ruffian τυχοδιώκτης, κακούργος.
Οι Πορτογαλοι ετυμολόγοι το ετυμολογουν απο το εβραικο ΡΕΦΙΟΝ = κλήρωση ή τρυφερότητα, χωρις να εξηγούν πως μια εβραϊκή λέξη εχει περάσει σε νεολατινικές γλώσσες.
Ο Diez βλέπει να λαμβάνεται από τις γερμανικές ρίζες, είναι η ρίζα της αρχαιας μεσαιωνικης γερμανικης Ruf, Σκανδικναυικής Ruffa.
Άλλοι το ετυμολογούν απο το λατινικό rufus κόκκινος μέσω δευτερεύουσας μορφής ruflanus ή rufulus, επειδή στην αρχαία Ρώμη οι πόρνες φορούσαν ξανθές ή κόκκινες περούκες.
Αλλοι, προτείνουν μια Γερμανική ρίζα RUFFI-[όπου έχει την αρχική έννοια του κατάσχεση], η οποία έχει πάρει τη λατινική κατάληξη "-ANUS"
Σημαίνει : Ενδιάμεσος, μεσάζων στη δημιουργία παράνομων ερωτικών σχέσεων.

Σημ:Στα παλαια μεσαιωνικα βιβλια απαντa κανεις μια περιεργη γραφη του ες (s S) που μοιαζει περισσότερο με εφ f πεζο. (βλ. παρακάτωτην εινονα οπου το γλωσσαριον, λατ. glossarium μοιάζει με gloffarium). Ενα τετοιο κειμενο μπορει ευκολα να διαβασθει απο καποιο ανιδεο ως φ f και ο ρούσσιος και ο ρουσσιανός να διαβασθουν ρουφφιος και ρουφφιάνος (ruffi-)

γλωσσάριον

 

 

Μαντάμ

Ιδοκτήτρια πορνείου. Συνήθως αποσυρθείσα πόρνη λογω γήρατος ήτις ως θήλεια σωματέμπορος εκμεταλλέυεται πόρνας.

πβλ. Μανταμ Ορτάνς στο "Βιος και πολιειτα του Αλέξη Ζορμπά" του Ν. Καζαντζάκη.

Συν. Ματρώνα

Διευκρίνισις: προϊσταμένη ονομάζεται η πορνη και οχι η ματρώνα (που ειναι προισταμένη του οικου ανοχής). Το «προισταμένη» είναι μετοχή του ρήματος προϊσταμαι που εκλαμβάνεται κυριολεκτικώς = Στέκομαι μπροστά απο τον οίκο ανοχής. Θέαμα σύνηθες ακόμα και σήμερα σε πολιτισμένα κράτη. Δεν έχει κανένα διοικητικόν χαρακτήρα όπως σήμερον συνηθίζομεν. Η επικεφαλής των νοσηλευτριών αποκαλείται σήμερα «αδελφή-προϊσταμένη» και ίσως να καμαρώνει για τον τίτλο, που αποτελείται όμως από δυο κακόσημες λεξεις.

Τσατσά

Υπηρέτρια του πορνειου μεριμνώσα περι της καθαριότητος και ευταξίας του ιδρύματος. Υπευθυνη δια την προσκόμισιν του μπουγέλου. (βλ. Ασπασία το μπουγέλο). Να μην συγχεεται με την μανταμ.

Αρσενικόν: Τσάτσος.

Συνώνυμα

Πυγόστολος : προαγωγός, μαυλιστρια.
Προφανώς ετοίμαζε (στολος=προετοιμασια)  τους πρωκτούς (πυγη) των "κοριτσιών" της με χρησιν διαφορων λιπαντικων μεσων.

 

Ετυμολογια

ΤΑΤΑΣ, με συνώνυμο Πατέρας, Σ. Τατας, Δ. Πατήρ, Ελλ. από το Ομηρικόν Tέττας ( Ιλιαδα Ραψ. Δ 412), όπου ό Ενστάθιος λέγει « Tò δε Τέττα... προοφώνησίς εστι και νυν φιλεταιρική νέου προς μείζονα». Οί Γραικορωμαίοι. όνόμαζαν και « Τατᾶν της αύλῆς » ένα των αυλικών, τον από τινάς εξηγούμενον Παιδαγωνον των τέκνων του Αύτοκρατορος. Η λέξις ώνοματοποιηθη άπο των νήπιων την γλώσσαν. Τοιαύτην όνοματοποιίαν επαθε και τό θηλ. Τατά, η χυδίαιέστερον Τζάτζα, η μήτηρ ( mère ).

Κοραη Ατακτα τομος 5 σ. 591

Στην “Βαβυλωνια” του Βυζάντιου ο Χιώτης ορκιζεται "Να χαρώ την τσάτσαν μου" και ανησυχει: "αν το μαθει ο παης μου, αν το μαθει η τσάτσα μου".

Επωνυμο:. Κων. Τσάτσος τ. Προεδρος της Ελλ. Δημοκρατίας.

 

 

 
Τοπωνύμια

Αθηνών

Τα πορνεία των Αθηνών συνεκεντρώνωντο εις την περιοχήν Μεταξουργείου, ιδία δε επί της οδού Ακομινάτου. Ισως διότι εκεί πήγαιναν οι α+γκομενάτοι , όσοι δήλα δή δεν διέθεταν ερωτικόν δεσμόν (κν. γκόμενα). Η λεξις παρετυμολογείτο εκ του στερητικού "α"+γκομενα.

Ο Μιχαήλ Χωνιάτης ή Ακομινάτος (περίπου 1138 - περίπου 1222), υπήρξεν Έλλην λόγιος και ορθόδοξος Μητροπολίτης Αθηνών. Λάτρης του ένδοξου παρελθόντος των Αθήνωνς, ήτο εκείνος οστις την υπερησπίσθη ου μονον από τους εχθρούς και τας πολιορκίας, αλλά και από την ασυδοσίαν των κρατικών υπαλλήλων. Οι επιστολές του αποτελούν πλούσια πηγή πληροφοριών δια την Αττικήν του τέλους του 12ου αιώνος. Εις τας επιστολάς αυτάς, διακρίνει τις ουσιαστικήν και βαθείαν αγάπην, τόσον πρός τήν πόλιν όσον καί πρός τόν λαόν της. Ειναι προφανές οτι τά οστά του του μακαριστού και σεβασμίου αρχιερέως Ακομινάτου θα τρίζουν μέχρι σήμερον από τήν ατιμωτικήν αυτήν απόδοσιν του ονόματός του εις περοχήν χαμαιτυπείων.

Πειραιεύς

Τα πορνεία του Πειραιώς ευρίσκοντο εις την Τρούμπα, κυρίως επί της οδού Φίλωνος (φιλώ = αγαπω+όνος = προνομοιούχον σεξουαλικώς ζώον) και της οδού Νοταρά.

Ανεξατήτως του χυδαίου τούτου λογοπαιγνίου ο Φίλων ο Αλεξανδρεύς ή Φίλων (ο) Ιουδαίος (λατ. Philo Judaeus) (20 π.Χ. - 50 μ.Χ.) ήταν ελληνιστής Ιουδαίος φιλόσοφος ο οποίος γεννήθηκε εις την Αλεξάνδρειαν της Αιγύπτου, τότε κέντρον της εβραϊκής διασποράς.

Αντιθέτως ο Λουκάς Νοταράς (πρωθυμπουργός του Κωνσταντίνου Παλαιολογου) πιθανότα δωσίλογος και τουρκόφιλος υπήρξε μαλλον ρυπαρά προσωπικότης και η χορήγησις του ονόματός του εις οδόν χαμαιτυπείων είναι απολύτως συμβατή και ιστορικώς εναρμονισμένη. Ο Λουκάς Νοταράς ετμήθη την κεφαλήν υπό του Μωάμεθ Β του Πορθητού (την προδοσίαν πολλοί ηγάπησν τον προδότην ουδείς), οι δέ υιοι του Λουκά κατέληξαν παλλακοί (τσιμπούκ ογλάν) στα σουλτανικά χαρέμια.

Το Τρούμπα δεν προέρχεται απο το σύγχρονον "τρομπάρω" ούτε από το" τούμπα" αλλά από μίαν αντλίαν = τρόμπα  ή  τρούμπα* πυροσβεστικής  χρήσεως ήτις ευρίσκετο εις την περιοχήν.

Η εκδοχή ότι δια της Τρούμπας (πυροσβεστικής αντλίας) έσβυναν τον πόθον τους οι Αμερικανοί ναύται στερείται μεν επιστημονικής τεκμηριώσεως δεν παύει όμως να περιέχει αρκετόν αττικόν άλας.

*Οσοι τον τρομπάριζαν, οι λεγόμενοι «σεξουαλικώς αυτάρκεις», δεν είχαν αναγκη της Τρούμπας.

 
φράσεις

Της πουτάνας το κάγκελο

  • Εκ του γενομενου θορύβου εκ της κρουσεως   του κιγκλιδώματος της κλινης της πόρνης επι της μεσοτοιχίας κατά την διαρκεια φρενιτιώδους συνουσίας.  Οι γείτονες έλεγαν την φράσιν, επεξηγούντες την αιτίαν του θορύβου εις τους  αδαείς και ατυχείς επισκεπτας των.

Της πουτάνας

  • Μεγάλη φασαρία, αναστάτωση, θόρυβος
  • Συνώνυμον : της Πόπης (ενθα η Πόπη ποιά τις γυνη επιληψίμου διαγωγής.
  • Δες και τα σχόλια του Αριστοφάνη

Πουτάνες στα κρεβάτια σας πλακώσαν οι μπασκίνες

  • Φρασις προς προετοιμασιαν, δεδομένου οότι τα όργανα της εξουσίας ικανοποιούσαν δωρεάν τα οργανά τους, εξασφαλίζοντα προστασία εις τας εκδιδομένας.

Κορίτσια ο στόλος!

  • Κραυγή ενημερωτικού χαρακτήρος μεταξύ πορνών, κοινοποιούσα την έλευσιν μοίρας του 6ου Στόλου. Ο 6ος Στόλος τροφοδοτούσε με πελάτας τα πορνεία του Πειραιώς.

Είναι παλιά πουτάνα

Αποτελεί παραδόξως φιλοφρονητικήν εκφρασιν και προς τα δύω φύλλα αποτεινομένην, δηλούσαν τον πεπειραμενον άνθρωπον. Ουδεποτε εκλαμβάνεται υβριστικώς, αντιθέτως προς τήν απολύτως συνώνυμον «παλιοπουτάνα».

Φράσεις επί συγγενικών λέξεων.

Το καναμε μπουρδέλο εδω μέσα

  • Ανω κατω, χωρος ανεξελεγκτος, ακατάστατος, βρωμικος. Φράσεις η οποια καταφώρως αδικει τα μπουρδελα. Πέραν του ηθικού ρύπου υπήρχε καθαριότης και  τάξις  και οργάνωσις. 1024

Ασπασία το μπουγέλο!

  • Η Ασπασια, υπηρέτις του χαμαιτυπειου, εκαλειτο να προσκομισει το μπουγέλο[1024] (βλ. λέξιν).

Γαμώ την πουτάνα μου

  • Προφανώς δεν προκειται περι πορνης πλήρους και αποκλειστικής απασχολήσεως προς εξυπηρέτησιν του λέγοντος. Προκειται περι πορνης την οποιαν ουτος συχνως επισκεπτεται, διοτι αυτη του ικανοποιει ιδιαιτερας απαιτήσεις. Αποτελει εκφρασιν αγανακτήσεως δια καποιον θεμα χωρις να υπαρχει λογικος συσχετισμος, δεδομενου οτι η συνευρεσις μετα επιλεκτου πορνης προκαλει μαλλον ευχαρίστησιν παρά αγανάκτησιν.
 
Καρτ-ποστάλ 1031 Διαφήμιση Γαλικου μπουρδέλου στα 1906  

Μια μέρα πριν το κλείσιμο των μπουρδέλων στη Γαλλία

Γελοιγραφία του Ντυμπού του 1946
(Εικονογράφου του κόμικ Τεν-Τεν)

[1031]

 
ΠΑΡΟΙΜΙΕΣ ΠΔ

3 μὴ πρόσεχε φαύλῃ γυναικί· μέλι γὰρ ἀποστάζει ἀπὸ χειλέων γυναικὸς πόρνης, ἣ πρὸς καιρὸν λιπαίνει σὸν φάρυγγα, 4 ὕστερον μέντοι πικρότερον χολῆς εὑρήσεις καὶ ἠκονημένον μᾶλλον μαχαίρας διστόμου. 5 τῆς γὰρ ἀφροσύνης οἱ πόδες κατάγουσι τοὺς χρωμένους αὐτῇ μετὰ θανάτου εἰς τὸν ᾅδην, τὰ δὲ ἴχνη αὐτῆς οὐκ ἐρείδεται· 6 ὁδοὺς γὰρ ζωῆς οὐκ ἐπέρχεται, σφαλεραὶ δὲ αἱ τροχιαὶ αὐτῆς καὶ οὐκ εὔγνωστοι. 7 νῦν οὖν, υἱέ, ἄκουέ μου καὶ μὴ ἀκύρους ποιήσῃς ἐμοὺς λόγους. 8 μακρὰν ποίησον ἀπ᾿ αὐτῆς σὴν ὁδόν, μὴ ἐγγίσῃς πρὸς θύραις οἴκων αὐτῆς, 9 ἵνα μὴ πρόῃ ἄλλοις ζωήν σου καὶ σὸν βίον ἀνελεήμοσιν· 10 ἵνα μὴ πλησθῶσιν ἀλλότριοι σῆς ἰσχύος, οἱ δὲ σοὶ πόνοι εἰς οἴκους ἀλλοτρίων ἔλθωσι 11 καὶ μεταμεληθήσῃ ἐπ᾿ ἐσχάτων, ἡνίκα ἂν κατατριβῶσι σάρκες σωματός σου, 12 καὶ ἐρεῖς· πῶς ἐμίσησα παιδείαν, καὶ ἐλέγχους ἐξέκλινεν ἡ καρδία μου; 13 οὐκ ἤκουον φωνὴν παιδεύοντός με καὶ διδάσκοντός με, οὐδὲ παρέβαλλον τὸ οὖς μου· 14 παρ᾿ ὀλίγον ἐγενόμην ἐν παντὶ κακῷ ἐν μέσῳ ἐκκλησίας καὶ συναγωγῆς. 15 πῖνε ὕδατα ἀπὸ σῶν ἀγγείων καὶ ἀπὸ σῶν φρεάτων πηγῆς. 16 μὴ ὑπερεκχείσθω σοι ὕδατα ἐκ τῆς σῆς πηγῆς, εἰς δὲ σὰς πλατείας διαπορευέσθω τὰ σὰ ὕδατα· 17 ἔστω σοι μόνῳ ὑπάρχοντα, καὶ μηδεὶς ἀλλότριος μετασχέτω σοι· 18 ἡ πηγή σου τοῦ ὕδατος ἔστω σοι ἰδία, καὶ συνευφραίνου μετὰ γυναικὸς τῆς ἐκ νεότητός σου.

Παροιμίαι Σολομώντος - Κεφ. 5 στ. 3-18

ΣΣ. Ο Σολομών είχε 300 γυναίκες και 800 παλακίδες και μετά εγραψε τις παροιμίες. πρβλ. "Δάσκαλε που δίδασκες ..."

 
Κατηγορίες

Του δρόμου

ή του πεζοδρομίου ή τροτέζες ή καλντεριμιτζουδες.

Φρ. Μιλαει σαν είναι καμια του δρομου

Καλντεριμι = Τουρκ. Kaldirim λιθόστρωτον (εβραϊστι γαβαθά)

Δρομάς

η εταίρα (Ησύχιος 2397)

Βιζιτού

Πόρνη που κάνει επισκεψεις κατ΄οικον
Πληθ. Βιζιτούδες από το Ιταλικο visita βίζιτα επισκεψη από το σουπίνο του λατ. Ρημ. VIDERE = ΒΛΈΠΩ, ΚΥΤΤΆΖΩ, ΠΑΡΑΤΗΡΩ, ΕΠΙΣΚΕΠΤΟΜΑΙ.
Ο ορος δεν είναι παντοτε κακοφημος.

καλτάκα

Σύνθετη λέξη, αποτελούμενη από το συνθετικό καρά και τη λέξη καλτάκα, η οποία περιγράφει την πρόστυχη γυναίκα.

kaltak (definite accusative kaltağı, plural kaltaklar)

  1. (slang, vulgar) slut, bitch

απο εκει και το καρακαλτάκα.

Αν και καρά στα τουρκικά σημαίνει μαύρος, ως γνωστόν, στα νέα ελληνικά χρησιμοποιείται ως ποσοτικό/ποιοτικό πρόθεμα που δηλώνει την υπερβολή (καράπουστας, καραπουτσαριό, καραμαλάκας, κτλ). Η καρακαλτάκα συνεπώς περιγράφει την υπερβολικά πρόστυχη γυναίκα, κοινώς γνωστή και ως καραπουτάνα.
Η έκφραση πρωτοχρησιμοποιήθηκε ευρέως από το Λάκη Λαζόπουλο στους «Δέκα Μικρούς Μήτσους» και ήταν ένας από τους βασικούς χαρακτήρες της σειράς. Κατά πάσα πιθανότητα προέρχεται από τα Καλιαρντά.

Κουφάλα

κουφάλα (η) (λαϊκ.) 1. το φυσικό κοίλωμα που σχηματίζεται σε κορμούς δέντρων ή βράχια (κυρ. με την πάροδο τού χρόνου ή λόγω διαβρώσεις) 2. η κοιλότητα δοντιού που προκαλείται από την τερηδόνα

3. (!-υβριστ.) η πόρνη, η εκδιδόμενη γυναίκα συν. πουτάνα 4. (! ως χαρακτηρισμός και για άντρα) αυτός που χειρίζεται με μεγάλη πονηριά και ικανότητα δύσκολες υποθέσεις, που ξέρει να ελίσσεται και να αποφεύγει τις κακοτοπιές: σε τέτοια κόλπα και συνεννοήσεις είναι μεγάλη κουφάλα! συν. πούστης, καταφερτζής, μαννούλα. -- (υποκ.) κουφαλίτσα (η).

 

σουρτούκω

τουρκικη απο το ρημα sürtmek, σουρτουκευω

 
Αναφορές

1

θωρείς, υιε μου Φραντζεσκή , τα κάμνουν οι πουτάνες·
Τα κάμνουν η πολιτικαῖς με ταῖς πικραῖς των μάνες
Πώς δείχνουσιν καί άγαποΰν, σαν ἔνι μαθημένες,
Και πώς ἐπιβουλεύουνται, διατι ἔν εντροπιασμένες.

Ατακτα 9359.309

2

και άλλοτε ἀπ' ἔξω κατακροῦ, την πόρνην να μιλήση,
και ἄλλοτε μπαίνει κλέπτικα θέλει νά τήν φιλήση.

9359.315

3

Η πολιτική τον καύχον της καλά τον έξανοίγη,
Και αν τον ευρῆ άπονηρον, ώς την τρυγίαν τον πίνει ,
Ωσάν άνέμην xai τροχον, σάν μῦλον τον γυρίζη
Και ώστε να νοιώσει πελελος, ολίγον τότε αξίζει.

ΚΑΥΧΟΣ (amant, galant),ο ερωμένος, ο πελάτης

4

Εύρισεν η λυερη να πάη ς τον óδóv της,
κη ο παἰδιος 'που την άαπᾶ έτρεξε τά πισόν της.
κόρη για δός μου το φιλίν, κόρη, γιά δός μου πόθους.
Ποϋ τάκουσεν ή λυερη άρκώθη και 'θυμώθη
α δε τον γυιον της άνομης, ά δέ τον γυιόν της κούρβας,
ώς και στο σπήτιν τοΰ θεοΰ φιλίν ήρτεν να πάρη.

5

ίσος κιναίδου καί κακής πόρνης ό νοΰς: χαίρουσιν ἄμφω λαμβάνοντες κέρματα κινούμενοι τε και διατρυπώμενοι βινούμενοί τε και διεσπεκλωμένοι γομφούμενοί τε και διασφηνώμενοι.
ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ -ΑΠΟΣΠΑΣΜΑΤΑ 328

6

Κατά τον Αριστοφάνη τρεις πουτάνες έγιναν η αφορμή του Πελοπονησιακού πολέμου:
ταῦτ' ήν Μεγαρικά κάπεπρατ' αυθημερόν, και ταῦτα μεν δη σμικρά κάπιχώρια, πόρνην δέ Σιμαίθαν ίόντες Μεγαράδε νεανίαι 'κκλεπτουσι μεθυσοκότταβοι· κάθ' οί Μεγαρής όδύναις πεφυσιγγώμενοι άντεξέκλεψαν Ασπασίας πόρνα δύο-κάντευθεν άρχη του πολέμου κατερράγη Έλλησι πάσιν έκ τριών λαικαστριών. εντεύθεν όργη Περικλεης ούλύμπιος ήστραπτ', έβρόντα, συνεκύκα την Ελλάδα, έτίθει νόμους ώσπερ σκόλια γεγραμμενους.

Μα κάτι νέοι πού κότταβο είχαν παίξει, πιωμένοι, παν στα Μέγαρα καΐ κλέβουν μιά τους πουτάνα, τή Σιμαίθα' τότε οί Μεγαρίτες, ξαναμμένοι, κλέβουν.. τής Ασπασίας κι εκείνοι δυο πουτάνες. Κι άπ' αφορμή τρεις πόρνες ξέσπασε έτσι πόλεμος στήν Ελλάδα πέρα ώς πέρα. Ό ολύμπιος Περικλής μέ οργή από τότε άστραφτε, βρόνταε, κι όλη τήν Ελλάδα τήν έφερνε ανω κάτω, έβαζε νόμους σαν τραγούδια τής τάβλας συνταγμένους

ΑΡΙΣΤΟΦΑΝΗΣ ΑΧΑΡΝΗΣ 529

 
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

1022 - Π. Παπαζαφειρόπουλος - Περισυναγωγή γλωσσικής ύλης και εθίμων του Ελληνικού Λαού ιδια του της Πελλοπονήσου, παραβαλλομένων έν πολλοίς πρός τα των Αρχαίων Ελλήνων - ΚΑΔΜΟΣ -1907

1024 - Ηλίας Πετρόπουλος - Το μπουρδέλο - 1980

1031 - Περιοδ. Κραπουγιό - Τα μπορντέλα στή Γαλλία - ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ- 1980

9205 - Σπυρίδων Ζαμπέλιος - Άσματα Δημοτικά της Ελλάδος - 1852

9359 : Τίτλος: ΑΤΑΚΤΑ - ΔΟΚΙΜΙΟΝ ΓΛΩΣΣΟΓΡΑΦΙΚΗΣ ΥΛΗΣ ΑΤΑΚΤΑ,ΗΓΟΥΝΠΑΝΓΤΟΔΑΠΩΝ ΕΙΣ ΤΗΝ ΑΡΧΑΙΑΝ ΚΑΙ ΤΗΝ ΝΕΑΝ ΕΛΛΗΝΗΚΗΝ ΓΛΩΣΣΑΝ ΑΥΤΟΣΧΕΔΙΩΝ ΣΗΜΕΙΩΣΕΩΝ , ΚΑΙ ΤΙΝΩΝ ΑΛΛΩΝ Ν ΥΠΟΜΝΗΜΑΤΩΝ , ΑΥΤΟΣΧΕΔΙΟΣ ΣΥΝΑΓΩΓΗ. ΤΟΜΟΣ ΔΕΥΤΕΡΟΣ, ΠΕΡΙΕΧΩΝ ΓΛΩΣΣΟΓΡΑΦΙΚΗΣ ΥΛΗΣ ΔΟΚΙΜΙΟΝ, ΑΛΦΑΒΗΤΟΝ ΠΡΩΤΟΝ. Συγγραφέας: ΑΔΑΜΑΝΤΙΟΣ ΚΟΡΑΗΣ Εκδότης:ΕΚ ΤΗΣ ΤΥΠΟΓΡΑΦΙΑΣ Κ. ΕΒΕΡΑΡΤΟΥ. Έτος:1829

2013 Τίτλος: ΧΡΟΝΟΛΟΓΙΟ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑΣ Συγγραφέας: ΡΟΒΗΡΟΣ ΜΑΝΘΟΥΛΗΣ Εκδότης:ΕΞΑΝΤΑΣ Έτος:2007

2017 Τίτλος: ΓΑΜΟΣ, ΕΤΑΙΡΕΣ ΚΑΙ ΠΑΙΔΕΡΑΣΤΙΑ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΑΔΑ Συγγραφέας: CAROLA REINSBERG Εκδότης:ΠΑΠΑΔΗΜΑΣ Έτος:2008

2036 Τίτλος: Η ΠΟΡΝΕΙΑ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ ΚΑΙ ΣΤΗ ΡΩΜΗ Συγγραφέας: VIOLAINE VANOYEKE Εκδότης:ΠΑΠΑΔΗΜΑ Έτος:2006

324 Τίτλος: ΒΥΖΑΝΤΙΟ -ΤΑ ΕΡΩΤΙΚΑ ΕΓΚΛΗΜΑΤΑ ΚΑΙ ΟΙ ΤΙΜΩΡΙΕΣ ΤΟΥΣ Συγγραφέας: ΓΙΩΡΓΟΣ ΚΑΟΥΡΑΣ Εκδότης:ΠΕΡΙΠΛΟΥΣ Έτος:2003

758 Θ. Σ. ΠΑΝΑΓΟΠΟΥΛΟΣ - ΤΑ ΨΙΛΑ ΓΡΑΜΜΑΤΑ ΤΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ

 

Copyright 2011© Αρης Στουγιαννίδης www.stougiannidis.gr

6/06/13