Υπογλώσσιο #36 ΧΟΡΗΓΕΙΤΑΙ ΧΩΡΙΣ ΙΑΤΡΙΚΗ ΣΥΝΤΑΓΗ |
||
ΠΡΟΣΟΧΗ(Σ υμπ) Προκειμενου να διαφυλαχθουν τα χρηστά ηθη της Ελληνικής νεολαίας η παρούσα μελέτη συνετάγη εις την ακατάληπτον δια τους νέους συνθηματικήν γλώσσαν καλουμένην καθαρεύουσαν και αποτείνεται σε άρρενα κυρίως, άτομα με μειωμένες πλέον ανάγκες των εν τη μελέτη ταυτη διαλαμβανομένων υπηρεσιών. |
||
η πουτάνα κάνει τόσα ... | ||
Εισαγωγή
|
Γνωστή η παροιμία: "Η πουτάνα κανει τόσα κι΄έχει και μεγάλη γλώσσα". Το ευαγές αυτο επαγγελμα είναι το αρχαιότερον και έχει τροφοδοτήσει την ελληνική λαογραφίαν με πλείστα οσα. Θα αποτολμήσουμε λοιπον μιαν μικράν περιήγησιν εις τους σχετικους χώρους (κν. μπουρδελότσαρκα) προς τερψιν του ειδικου ακροατηρίου. Το παρον συμπληροί το Υπογλώσσιον 29 |
|
πόρνη | Πόρνη, γυνή εκδιδομένη έπι χρήμασι ή επί άλλοις περιουσιακοίς ανταλλάγμασι. Απο το αρχ. ρήμα πέρνημι. = πωλούμαι , προσφερομαι πρός πωλησιν. κν. πουτάνα (πόρνη. Γαλλικα putain, Ισπανικά putaña. πόρνη: = πολύ. από το Puta=κορίτσι , με την καταληξη -ana ητις εις τα αρχαια Γερμανικά έχει τώρα υποτιμητικήν σημασίαν, ην κατ' αρχας δεν είχε (βλέπε putto - a, pullus κάθε νεαρό ζώο απ΄οπου κατά τινας προέρχονται και τα εις "-πούλος" Ελληνικά επώνυμα). Αρχικως εσημαινε κορίτσι, και εξ΄αυτου πόρνη. (πρβλ. Την φράση "Κορίτσια ο Στόλος!", περι ης γεννήσεται λόγος κατωτέρω). Συνώνυμα: πολιτική Αποτελεί την πρωταγωνίστριαν της μελέτης μας. |
|
Ετυμολογία | Απο το αρχ. ρήμα πέρνημι. = πωλούμαι, πουλά, αγοραζω, προσφέρομαι πρός πωλησιν. το Liddell-Scott-Jones Greek-English Lexiconτο επεξηγει : πιθανον απο περνημι γιατι συνηθως οι Ελληνιδες πορνες ηταν αγορασμές δούλες. (because Greek prostitutes were commonly bought slaves). |
|
Συνώνυμα | Βασάρα Κυριολεκτικά σημαινει αλεπού ||
|
|
Επιδέξα Την λεξη την βρισκουμε στα Απομνημονευματα του Μακρυγιάννη Τομ. Α. σελ. 216. (*) επιδέξα= πόρνη από το επίδειξη; |
||
ιερόδουλος δούλα ειδικά αγορασμένη (πέρνημι = αργοράζω > πορνη) και αφιερωμένη στην Αφροδίτη ώστε να εκδίδεται προς όφελος του ναού. Κάθε συνουσία μαζί της αποτελούσε σεβάσμια ιεροπραξία προς τιμή της Θεάς και υπέρ της γονιμότητας της οικογένειας και της περιουσίας του λατρευτή* [ιερόδουλος = ιερά + δούλος] 1077 *Αλλά και του Ναού (διάβαζε ιερατείου ήγουν παπάδων) |
||
Λαικάς ή λαικάστρια βλ. Αριστοφάνη |
||
Λύκαινα: θηλυκός λύκος || μεταφορικά πουτάνα (σχετίζεται με τά χρήματα, pecunia που σημαίνει και πρόβατα ) = η λύκαινα τρώγει τα πρόβατα και η πουτάνα τρώγει (αναλώνει) τα χρήματα. Λατ. Lupa. Loupa με την μεταφορική εννοια σημαίνει «περιπλανωμένη πόρνη». Αρα ειναι πολύ πιο λογικοφανες να περιμαζεψε τα παιδια μια περιπλανώμενη πόρνη και να τα θήλασε παρά μια κανονική λυκαινα. Διατί ομως αυτο το ονομα; Οι Λύκαινες, ορεσίβιες πόρνες της Ρωμαικής αρχαιότητας, ικανοποιούσαν τους βοσκούς. Αυτοί τας επληρωναν δια πρόβατων. Επειδή η ηυξημένη σεξουαλική στέρησις των βοσκών απαιτούσε συχνά την παροχή υπηρεσιών τοιούτου είδους, οι πόρνες αυτές είχαν παρομοίας επιπτώσεις εις την ποίμνην οιας είχον και αι επιδρομαί λύκων. Εξηφάνιζαν δηλα δη τα προβατα εν ριπη οφθαλμού. Διά τουτο τους απένειμαν το προσωνύμιον «λύκαιναι». Μια τοιαυτη «λύκαινα» είχε βρεί και θηλάσει τον Ρωμύλο και τον Ρέμο, τους μετέπειτα ιδρυτάς της Ρώμης. Οι μεταγενέστεροι Ρωμαιοι δεν ήξευραν την σημασία του «λύκαινα» και το ηρμήνευσαν κυριολεκτικως. Το αγαλμα της κυριολεκτικής λυκαίνης που θηλάζει τους δύο ιδρυτάς έγινε το συμβολον της Ρωμης.
|
||
κούρβαΑπο το Λατινικό curvus = στρεπτός || μεταφορικά διεστραμένη = Ήγουν πουτάνα, πόρνη. Την λεξιν απαντούμε εις την Δημοτικήν ποίησιν.1 ΟΙ ΔΥΟ ΑΔΕΛΦΟΙΑπ' τα μαλλιά την άρπαξε, λίανά λίανά την κὀβει, Την έλιασε, την ξέλιασε, στο μύλο την παγαίνει Διοτι η εν λόγω κούρβα τα έφτειαξε με τον κουνιάδον της και τον προέτρεψε να σκοτώση τον αδελφόν του και συζυγόν της. Πλην ομως ουτος. οψίμως λογικευθείς και ενδεχομένως συντόμως βαρυνθείς την κουνιάδαν, προετίμησε να σφάξη αυτήν ει τον αγαθόν και κερασφόρον αδελφόν του. |
||
Κάσσα ἡ, = κασαλβάς, Lyc.131: κασσαβάς, EM493.28.
Ό κασσίτερος είναι μέταλλο πού μοιάζει μέ τό μόλυβδο άλλ' είναι ανοξείδωτο και λίγο πιο σκληρό κι ελαφρό, τ' ' όνομά του, όπως φαίνεται από την κατάληξη, είναι επίθετο συγκριτικού βαθμού και σημαίνει «λαμπρότερος»- βρίσκεται σάν πρώτο συνθετικό στα ονόματα Κάσσανδρος και Κασσιόπεια ή Κασσιόπη μαρτυρεϊται καΐ σάν επίθετο θετικού βαθμού ή ουσιαστικό κάσσα (- ή ώραία. 'Επειτα ή πόρνη), ή σύγκριση γίνεται πρός τό μόλυβδο, ό όποιος υστερεί σέ μεταλλική λάμψη. και στή λατινική ό κασσίτερος έκτος άπό stagnum λέγεται και plumbum candidum ή album (= λαμπρός ή λευκός μόλυβδος ), ένω ό μόλυβδος λέγεται plumbum nigrum (= μόλυβδος μαύρος) ή απλώς plumbum'. 358.2 §34 Αναφορά Screen clipping taken: 20/10/2012 8:43 πμ κασαλβάς (η) Ησύχιος Κασαύρα Κασαυράς Ησύχιος Κασωρίς Στεφανος ο Βυζάντιος *) Η ριζα κασ- από τη λεξη κασά που περιγράφει ο ιστορικός και Γεωγράφος Αγαθαρχιδης (~2ο π.Χ. αι. ) σε ένα αποσπασμα για τα "περι την Ερυθράν Θάλασσαν" :
Πιλημα=τσοχα, κετσες.
Η κασωρις πιθανον να εφερα η να μετεφερε μια κασά. Κατι αντιστοιχο με τον τουρκικο κετσέ το λεγομενο σαμαροσκούτι. Χρησιμευε ως προχειρο στρωμα για συνουσιες εν υπαιθρω. Αρα πιθανον ο Βυζαντιος να σφάλει θεωρωντας ότι η κασωρις προερχεται από το κασωρειον. Μαλλον συμβαίνει το αντιθετο: η κασωρις (πλανοδια) που απεκτησε επαγγελματικη στέγη εδωσε και το ονομα στο οικημα. Ο Ησύχιος δινει εμμεσως και μια άλλη συγγενική λεξη που ισως δημιουργησε ή επεδρασε στην δημιουργια της κασάλβης ή κασωρίδος: καστορνῦσα = καταστρωννύουσα Γιατι πραγματικα ή περιφερομενη, αστεγος πορνη στρωνει κατω για να συνουσιασθει : είναι καστορνῦυσα> κασσορνύσα> κασορνυσα > κασορνυς > κασορνις> κασωρίς -ιδος . Ισως απο εδω το νυν Κασόμπρα Πόρνη αδέσποτη 216.217
|
||
meretrix Λατινικα η πορνη. Από το ρ Merere> ουσ merces Η κερδαίνουσα αυτή που κερδιζει Πβλ commerce, merchant, merchandise |
||
μπαγάσα Σημερα εγινε ο μπαγασας η το μπαγασικο. Από το Ιταλικό bagascia prov, baguassa; Αρχ. Γαλλ. bagasse, bajasse (με ην σημασία fantesca = υπηρετριούλα ); Ισπανικα. bagasa; Πορτογαλικά. bagaxa: Vocabolario Etimologico della Lingua Italiana - Ottorino Pianigiani. Πβλ. σχ. παραδοσιακο ρεμπετικο : |
||
παστρικιάΕνοειται η πορνη, ητις λούεται τακτικότερον του συνήθους. Λέγανε τοτε για κάποιες υπόπτου ηθικής : "είναι απ΄αυτές τις παστρικές". παστρα = καθαριότης εκ του σπαρτευω =σκουπιζω με σκούπα απο σπάρτα. |
||
Πέζα Συνώνυμο του πέδη (fetter, shackles) δεσμα πβλ χειροπεδη.
Η πιο γνωστη στα συμποσια ηταν η Αυλητρίδα, που επαιζε τον αυλο και … ο,τι άλλο σχετικο. Σημερα την λέμε αρτιστα (γραφε πουτάνα) Οι πέζες φαινεται ότι ηταν απροκάλυπτα πόρνες χωρις να έχουν άλλη επαγγελματική ενασχόληση.
Οι πέζες ηταν και οι ακρες κάθε πραγματος, του ρουχου (Βυζ. Ποδέα) , της θαλασσας (πβλ. Ποδιζω) και του δρομου (εις οδου πεζαν στενή αναφέρει ο Λουκιανος στο Ποδάγρα. Από εδω το πεζοδρομιον, το πεζούλι και τα παραπέζουλα). Μηπως λοιπον αι πεζαι ηταν οι γυναίκες του πεζοδρομιου, χυδαιοτερες των αυλητριδων; 'Η Ισως επειδη φορουσαν ένα βραχιολι στα σφυρά, στους αστραγάλους, την περισφυρον πέδη*. Οι πέζες κατ αντιθεσιν προς τις αυλητριδες δεν επαιζαν μουσική. Ισως από εδώ ο πεζός λογος, ο χωρις μουσικη ο μη εμμετρος. ______________________________________________________________ *) Την περιγραφει ο Λεωνίδας ο Ταραντίνος [η ανήλικη ] Όταν όμως έγινε γυναίκα και ωρίμασε, άρχισε να απασχολείται με το θέατρο κι αμέσως έγινε το είδος της πόρνης που οι παλιοί τις έλεγαν «πεζήν», δηλαδή παρακατιανές, ταπεινές. Ούτε αυλό έπαιζε, ούτε τραγουδούσε, ούτε καν έκανε τη χορεύτρια, αλλά μόνον πρόσφερε τα τρυφερά της νιάτα στον πρώτο τυχόντα ασκώντας το επάγγελμα μ'ὀλο της το σώμα.324.41 |
||
πολιτικήειναι η εταιρα (courtisanne), ουτως ονομασθεισα, διοτι ως λέγει ο ποιητης, ουδεν ιστηκει εις ενα, δεν ευχαριστειται εις ενα μονον εραστην, αλλα ειναι κοινη εις ολους τους πολιτας. 9359.304 [430] |
||
Σκρόφα : Θηλυκό γουροὐνι || μεταφορικά πουτάνα Την μεταφορά γουρούνα=πουτάνα χρησιμοποίησεν ο Αριστοφάνης ως αναφερει ο Χορός Γυναικών εις την Λυσιστράτην στ.684-685: εἰ νὴ τὼ θεώ με ζωπυρήσεις, λύσω τὴν ἐμαυτῆς ὗν ἐγὼ δή, καὶ ποιήσω τήμερον τοὺς δημότας βωστρεῖν σ᾽ ἐγὼ πεκτούμενον. Μετάφρασις: Μή με φουρκίζεις, είδεμή τή σκρόφα πού 'χω μέσα μου θά λύσω, θα σου περάσω ένα ξυστρί, πού θα κράζεις, «χωριανοί μου, χάνομαι, γλιτώστε με» |
||
Σποδησιλαύρα 1148.198
Ετυμολογία : Από το σποδέω=γαμὠ + λαύρα = στενωπός, δρὀμος, σοκάκι,αγυιά. Δηλαδή αυτή που γαμιεται (κατ΄ακριβειαν που αναζητει πελατες) στο δρόμο, η γυναίκα του δρόμου, η τροτέζα, καλντεριμιτζού.
Σποδέω Κονιορτοποιώ , κἀνω σκόνη, μετατρέπω σε σποδό, κοπανιζω, τριβω. Η σημασια γαμώ είναι μεταφορικη και μαλλον προηλθε από την την παλινδρομική κινηση του κοπανισματος. Αγγλικά:Pound, smite, crush,
Σποδός Κυριολεκτικα κονις, κονιορτος, σκονη. Πβλ. Το του Ιωαννου του αποκεφαλιστή :εγω ειμι γη και σποδος. Το συνανταμε στην Νεκρώσιμη ακολουθία Ἐμνήσθην τοῦ Προφήτου βοῶντος· Ἐγώ εἰμι γῆ καὶ σποδός, καὶ πάλιν κατενόησα ἐν τοῖς μνήμασι καὶ εἶδον τὰ ὀστᾶ τὰ γεγυμνωμένα καὶ εἶπον: Ἄρα τὶς ἐστι, βασιλεύς ἢ στρατιώτης, πλούσιος ἢ πένης, δίκαιος ἢ ἁμαρτωλός;
Όμως η σποδος μεταφορικως και σε συνδυασμό με τις λεξεις κύλιξ (κύπελο) και πιθος (πιθάρι) στις φράσεις «κυλίκων σποδός» ἠ «πίθων σποδός» , είναι προσωυμία της μπεκρούς (οινόφλυγος, bibulous) γραίας με την έννοια ρουφήχτρας, σφουγγάρι, AP 6.291, Και σε επιτύμβιο επιγραμμα του Λεωνίδου
7.455 (Leon.). |
||
Τσόλι Το τσόλι είναι ευτελες πλεκτό και φλοκωτό χαλί σαν κουρελού που ο Κουκουλές 165. 292 περιγραφει λεπτομερως. Τσουλάκι λεμε και το ποδόμακτρο. Αλλα και την τσούλα. |
||
τσούλα (n) η γυναίκα ελευθερίων ηθών, η πόρνη, η πουτάνα 2. κάθε ανήθικη γυναίκα. (υπο.) τσουλάκι κ. τσουλi (το) κ. τσουλίτσα (η) Μεγεθυντικό τσουλάρα (η). ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ: Από το Ιταλ. ciulla, που αποσπάστηκε από τη λ. fanciuΙΙa ·κoριτσάκι προεφηβικης ηλικίας · (αρσ. fanciullo). άλλος τυπος τού fancello. υποκ.τού fante μωρό. Παιδάκι από το λατ. Infans infantis). Το Ιταλ. Ciula δεν φαίναιται να υπαρχει παρα μονο στην φαντασια του συνακτη υπουργου παιδειας, Το fanciuΙΙa χρησιμοποιειται στα Ιταλικα όπως το "κοριτσι" σε εμας, Δεν είναι υποχρεωτικα προεφηβικης ηλικιας. Η προσφώνηση " βρε φαντσούλα" εγινε βρε την τσούλα. |
||
Χαλκιδιτις Αρχαιο παρωνυμιο για πορνη του δρομου που εκδιδεται για ένα χαλκουν (το μικρότερο νομισμα της εποχής) 2013.185 |
||
παροιμίες |
|
|
ΣΥΓΓΕΝΙΚΑ |
Αναγεννησιακόν πορνείον Πορνεἰο (απο το αρχ. Πορνη)
Μπουγέλο
Μαστροπός
Νταβατζής
Ρουφιάνος
Μαντάμ
Τσατσά
Επωνυμο:. Κων. Τσάτσος τ. Προεδρος της Ελλ. Δημοκρατίας.
|
|
Τοπωνύμια | ΑθηνώνΤα πορνεία των Αθηνών συνεκεντρώνωντο εις την περιοχήν Μεταξουργείου, ιδία δε επί της οδού Ακομινάτου. Ισως διότι εκεί πήγαιναν οι α+γκομενάτοι , όσοι δήλα δή δεν διέθεταν ερωτικόν δεσμόν (κν. γκόμενα). Η λεξις παρετυμολογείτο εκ του στερητικού "α"+γκομενα. Ο Μιχαήλ Χωνιάτης ή Ακομινάτος (περίπου 1138 - περίπου 1222), υπήρξεν Έλλην λόγιος και ορθόδοξος Μητροπολίτης Αθηνών. Λάτρης του ένδοξου παρελθόντος των Αθήνωνς, ήτο εκείνος οστις την υπερησπίσθη ου μονον από τους εχθρούς και τας πολιορκίας, αλλά και από την ασυδοσίαν των κρατικών υπαλλήλων. Οι επιστολές του αποτελούν πλούσια πηγή πληροφοριών δια την Αττικήν του τέλους του 12ου αιώνος. Εις τας επιστολάς αυτάς, διακρίνει τις ουσιαστικήν και βαθείαν αγάπην, τόσον πρός τήν πόλιν όσον καί πρός τόν λαόν της. Ειναι προφανές οτι τά οστά του του μακαριστού και σεβασμίου αρχιερέως Ακομινάτου θα τρίζουν μέχρι σήμερον από τήν ατιμωτικήν αυτήν απόδοσιν του ονόματός του εις περοχήν χαμαιτυπείων. ΠειραιεύςΤα πορνεία του Πειραιώς ευρίσκοντο εις την Τρούμπα, κυρίως επί της οδού Φίλωνος (φιλώ = αγαπω+όνος = προνομοιούχον σεξουαλικώς ζώον) και της οδού Νοταρά.
Το Τρούμπα δεν προέρχεται απο το σύγχρονον "τρομπάρω" ούτε από το" τούμπα" αλλά από μίαν αντλίαν = τρόμπα ή τρούμπα* πυροσβεστικής χρήσεως ήτις ευρίσκετο εις την περιοχήν. Η εκδοχή ότι δια της Τρούμπας (πυροσβεστικής αντλίας) έσβυναν τον πόθον τους οι Αμερικανοί ναύται στερείται μεν επιστημονικής τεκμηριώσεως δεν παύει όμως να περιέχει αρκετόν αττικόν άλας. *Οσοι τον τρομπάριζαν, οι λεγόμενοι «σεξουαλικώς αυτάρκεις», δεν είχαν αναγκη της Τρούμπας. |
|
φράσεις | Της πουτάνας το κάγκελο
Της πουτάνας
Πουτάνες στα κρεβάτια σας πλακώσαν οι μπασκίνες
Κορίτσια ο στόλος!
Είναι παλιά πουτάνα
Φράσεις επί συγγενικών λέξεων.
|
|
Καρτ-ποστάλ 1031 Διαφήμιση Γαλικου μπουρδέλου στα 1906 | ||
Μια μέρα πριν το κλείσιμο των μπουρδέλων στη Γαλλία Γελοιγραφία του Ντυμπού του 1946 [1031] |
||
ΠΑΡΟΙΜΙΕΣ ΠΔ | 3 μὴ πρόσεχε φαύλῃ γυναικί· μέλι γὰρ ἀποστάζει ἀπὸ χειλέων γυναικὸς πόρνης, ἣ πρὸς καιρὸν λιπαίνει σὸν φάρυγγα, 4 ὕστερον μέντοι πικρότερον χολῆς εὑρήσεις καὶ ἠκονημένον μᾶλλον μαχαίρας διστόμου. 5 τῆς γὰρ ἀφροσύνης οἱ πόδες κατάγουσι τοὺς χρωμένους αὐτῇ μετὰ θανάτου εἰς τὸν ᾅδην, τὰ δὲ ἴχνη αὐτῆς οὐκ ἐρείδεται· 6 ὁδοὺς γὰρ ζωῆς οὐκ ἐπέρχεται, σφαλεραὶ δὲ αἱ τροχιαὶ αὐτῆς καὶ οὐκ εὔγνωστοι. 7 νῦν οὖν, υἱέ, ἄκουέ μου καὶ μὴ ἀκύρους ποιήσῃς ἐμοὺς λόγους. 8 μακρὰν ποίησον ἀπ᾿ αὐτῆς σὴν ὁδόν, μὴ ἐγγίσῃς πρὸς θύραις οἴκων αὐτῆς, 9 ἵνα μὴ πρόῃ ἄλλοις ζωήν σου καὶ σὸν βίον ἀνελεήμοσιν· 10 ἵνα μὴ πλησθῶσιν ἀλλότριοι σῆς ἰσχύος, οἱ δὲ σοὶ πόνοι εἰς οἴκους ἀλλοτρίων ἔλθωσι 11 καὶ μεταμεληθήσῃ ἐπ᾿ ἐσχάτων, ἡνίκα ἂν κατατριβῶσι σάρκες σωματός σου, 12 καὶ ἐρεῖς· πῶς ἐμίσησα παιδείαν, καὶ ἐλέγχους ἐξέκλινεν ἡ καρδία μου; 13 οὐκ ἤκουον φωνὴν παιδεύοντός με καὶ διδάσκοντός με, οὐδὲ παρέβαλλον τὸ οὖς μου· 14 παρ᾿ ὀλίγον ἐγενόμην ἐν παντὶ κακῷ ἐν μέσῳ ἐκκλησίας καὶ συναγωγῆς. 15 πῖνε ὕδατα ἀπὸ σῶν ἀγγείων καὶ ἀπὸ σῶν φρεάτων πηγῆς. 16 μὴ ὑπερεκχείσθω σοι ὕδατα ἐκ τῆς σῆς πηγῆς, εἰς δὲ σὰς πλατείας διαπορευέσθω τὰ σὰ ὕδατα· 17 ἔστω σοι μόνῳ ὑπάρχοντα, καὶ μηδεὶς ἀλλότριος μετασχέτω σοι· 18 ἡ πηγή σου τοῦ ὕδατος ἔστω σοι ἰδία, καὶ συνευφραίνου μετὰ γυναικὸς τῆς ἐκ νεότητός σου. Παροιμίαι Σολομώντος - Κεφ. 5 στ. 3-18 ΣΣ. Ο Σολομών είχε 300 γυναίκες και 800 παλακίδες και μετά εγραψε τις παροιμίες. πρβλ. "Δάσκαλε που δίδασκες ..." |
|
Κατηγορίες | Του δρόμουή του πεζοδρομίου ή τροτέζες ή καλντεριμιτζουδες. Φρ. Μιλαει σαν είναι καμια του δρομου Καλντεριμι = Τουρκ. Kaldirim λιθόστρωτον (εβραϊστι γαβαθά) Δρομάςη εταίρα (Ησύχιος 2397) ΒιζιτούΠόρνη που κάνει επισκεψεις κατ΄οικον καλτάκαΣύνθετη λέξη, αποτελούμενη από το συνθετικό καρά και τη λέξη καλτάκα, η οποία περιγράφει την πρόστυχη γυναίκα. kaltak (definite accusative kaltağı, plural kaltaklar) απο εκει και το καρακαλτάκα. Αν και καρά στα τουρκικά σημαίνει μαύρος, ως γνωστόν, στα νέα ελληνικά χρησιμοποιείται ως ποσοτικό/ποιοτικό πρόθεμα που δηλώνει την υπερβολή (καράπουστας, καραπουτσαριό, καραμαλάκας, κτλ). Η καρακαλτάκα συνεπώς περιγράφει την υπερβολικά πρόστυχη γυναίκα, κοινώς γνωστή και ως καραπουτάνα. Κουφάλακουφάλα (η) (λαϊκ.) 1. το φυσικό κοίλωμα που σχηματίζεται σε κορμούς δέντρων ή βράχια (κυρ. με την πάροδο τού χρόνου ή λόγω διαβρώσεις) 2. η κοιλότητα δοντιού που προκαλείται από την τερηδόνα 3. (!-υβριστ.) η πόρνη, η εκδιδόμενη γυναίκα συν. πουτάνα 4. (! ως χαρακτηρισμός και για άντρα) αυτός που χειρίζεται με μεγάλη πονηριά και ικανότητα δύσκολες υποθέσεις, που ξέρει να ελίσσεται και να αποφεύγει τις κακοτοπιές: σε τέτοια κόλπα και συνεννοήσεις είναι μεγάλη κουφάλα! συν. πούστης, καταφερτζής, μαννούλα. -- (υποκ.) κουφαλίτσα (η).
σουρτούκωτουρκικη απο το ρημα sürtmek, σουρτουκευω |
|
Αναφορές | 1 θωρείς, υιε μου Φραντζεσκή , τα κάμνουν οι πουτάνες· Ατακτα 9359.309 2 και άλλοτε ἀπ' ἔξω κατακροῦ, την πόρνην να μιλήση, 9359.315 3
Η πολιτική τον καύχον της καλά τον έξανοίγη, 4 Εύρισεν η λυερη να πάη ς τον óδóv της, 5 ίσος κιναίδου καί κακής πόρνης ό νοΰς: χαίρουσιν ἄμφω λαμβάνοντες κέρματα κινούμενοι τε και διατρυπώμενοι βινούμενοί τε και διεσπεκλωμένοι γομφούμενοί τε και διασφηνώμενοι. 6
Κατά τον Αριστοφάνη τρεις πουτάνες έγιναν η αφορμή του Πελοπονησιακού πολέμου:
Μα κάτι νέοι πού κότταβο είχαν παίξει, πιωμένοι, παν στα Μέγαρα καΐ κλέβουν μιά τους πουτάνα, τή Σιμαίθα' τότε οί Μεγαρίτες, ξαναμμένοι, κλέβουν.. τής Ασπασίας κι εκείνοι δυο πουτάνες. Κι άπ' αφορμή τρεις πόρνες ξέσπασε έτσι πόλεμος στήν Ελλάδα πέρα ώς πέρα. Ό ολύμπιος Περικλής μέ οργή από τότε άστραφτε, βρόνταε, κι όλη τήν Ελλάδα τήν έφερνε ανω κάτω, έβαζε νόμους σαν τραγούδια τής τάβλας συνταγμένους ΑΡΙΣΤΟΦΑΝΗΣ ΑΧΑΡΝΗΣ 529 |
|
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ |
1022 - Π. Παπαζαφειρόπουλος - Περισυναγωγή γλωσσικής ύλης και εθίμων του Ελληνικού Λαού ιδια του της Πελλοπονήσου, παραβαλλομένων έν πολλοίς πρός τα των Αρχαίων Ελλήνων - ΚΑΔΜΟΣ -1907 1024 - Ηλίας Πετρόπουλος - Το μπουρδέλο - 1980 1031 - Περιοδ. Κραπουγιό - Τα μπορντέλα στή Γαλλία - ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ- 1980 9205 - Σπυρίδων Ζαμπέλιος - Άσματα Δημοτικά της Ελλάδος - 1852 9359 : Τίτλος: ΑΤΑΚΤΑ - ΔΟΚΙΜΙΟΝ ΓΛΩΣΣΟΓΡΑΦΙΚΗΣ ΥΛΗΣ ΑΤΑΚΤΑ,ΗΓΟΥΝΠΑΝΓΤΟΔΑΠΩΝ ΕΙΣ ΤΗΝ ΑΡΧΑΙΑΝ ΚΑΙ ΤΗΝ ΝΕΑΝ ΕΛΛΗΝΗΚΗΝ ΓΛΩΣΣΑΝ ΑΥΤΟΣΧΕΔΙΩΝ ΣΗΜΕΙΩΣΕΩΝ , ΚΑΙ ΤΙΝΩΝ ΑΛΛΩΝ Ν ΥΠΟΜΝΗΜΑΤΩΝ , ΑΥΤΟΣΧΕΔΙΟΣ ΣΥΝΑΓΩΓΗ. ΤΟΜΟΣ ΔΕΥΤΕΡΟΣ, ΠΕΡΙΕΧΩΝ ΓΛΩΣΣΟΓΡΑΦΙΚΗΣ ΥΛΗΣ ΔΟΚΙΜΙΟΝ, ΑΛΦΑΒΗΤΟΝ ΠΡΩΤΟΝ. Συγγραφέας: ΑΔΑΜΑΝΤΙΟΣ ΚΟΡΑΗΣ Εκδότης:ΕΚ ΤΗΣ ΤΥΠΟΓΡΑΦΙΑΣ Κ. ΕΒΕΡΑΡΤΟΥ. Έτος:1829 2013 Τίτλος: ΧΡΟΝΟΛΟΓΙΟ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑΣ Συγγραφέας: ΡΟΒΗΡΟΣ ΜΑΝΘΟΥΛΗΣ Εκδότης:ΕΞΑΝΤΑΣ Έτος:2007 2017 Τίτλος: ΓΑΜΟΣ, ΕΤΑΙΡΕΣ ΚΑΙ ΠΑΙΔΕΡΑΣΤΙΑ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΑΔΑ Συγγραφέας: CAROLA REINSBERG Εκδότης:ΠΑΠΑΔΗΜΑΣ Έτος:2008 2036 Τίτλος: Η ΠΟΡΝΕΙΑ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ ΚΑΙ ΣΤΗ ΡΩΜΗ Συγγραφέας: VIOLAINE VANOYEKE Εκδότης:ΠΑΠΑΔΗΜΑ Έτος:2006 324 Τίτλος: ΒΥΖΑΝΤΙΟ -ΤΑ ΕΡΩΤΙΚΑ ΕΓΚΛΗΜΑΤΑ ΚΑΙ ΟΙ ΤΙΜΩΡΙΕΣ ΤΟΥΣ Συγγραφέας: ΓΙΩΡΓΟΣ ΚΑΟΥΡΑΣ Εκδότης:ΠΕΡΙΠΛΟΥΣ Έτος:2003 758 Θ. Σ. ΠΑΝΑΓΟΠΟΥΛΟΣ - ΤΑ ΨΙΛΑ ΓΡΑΜΜΑΤΑ ΤΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ |
|
Copyright 2011© Αρης Στουγιαννίδης www.stougiannidis.gr
6/06/13 |