Υπογλώσσιο #4 | ||
Τα «υπογλώσσια» ειναι μικρές φράσεις ή λέξεις υπαρκτές στην Ελληνική γλώσσα και που το νόημά τους δεν μας είναι ακριβώς γνωστό, είναι δηλαδή και υπογνώσια. Θα γράφω τέτοια συχνά για να διαβάζονται και μην ξεχνιώμαστε. | ||
καρούμπαλο (το) ή (σπαν. ο καρούμπαλος)[1] | ||
Σημασία | οίδημα που δημιουργείται απο κτύπημα κυρίως στο κεφάλι.[2] | |
Ετυμολογία 1 | Πιθανόν από το Ελληνιστικό Κορύμβηλος (κότσος, κρώβυλος) που αυτο προέρχεται απο το αρχαίο κόρυμβος= κορυφή, άκρο.[3] | |
Ετυμολογία 2[4] | Από το Αραβικό Algaroba It. Carrubo, Fr. Caroube - το χαρούπι που πέρασε και στα Τουρκικα ως harub [5] Το χαρούπι προρχεται απο το ελληνικό κέρας, υποκ. κεράτιον* > κέρατ[ι]ον> κέρατον. Ας μην ξεχνάμε οτι μια αλλη ονομασία του χαρουπιού είναι «ξυλοκέρατο» , και οτι το κέρατο φυέται επί της κεφαλής (οπως και το καρούμπαλο) συναρτήσει της συμπεριφοράς του/της συζύγου. Δες και Υπογλώσσιο Νο 2 |
|
[*] το κεράτιον εγινε καράτι πβ. χρυσός 24 καρατιων | ||
Βιβλιογραφία |
|
|
Copyright 2011© Αρης Στουγιαννίδης www.stougiannidis.gr |