Υπογλώσσιο #6 | ||
Τα «υπογλώσσια» ειναι μικρές φράσεις ή λέξεις υπαρκτές στην Ελληνική γλώσσα και που το νόημά τους δεν μας είναι ακριβώς γνωστό, είναι δηλαδή και υπογνώσια. Θα γράφω τέτοια συχνά για να διαβάζονται και μην ξεχνιώμαστε. | ||
Μονάδες Μέτρησης | ||
Διάφορες μονάδες μέτρησης στην ελληνική γλώσσα και διάφοροι σχετικοί επιθετικοί και επιρρηματικοί προσδιορισμοί. Εκφράσεις και προμοιώσεις που δηλώνουν ποσοτικά αλλά και ποιοτικά μεγέθη. Οι κοινοτοπίες παραλείπονται |
βολή | Τακτικό αριθμητικό για το «φορά» Στο δεύτερο βολή (η άνευ άρθρου βολή ηχούσε σαν ουδέτερο) . Οταν θα έρθει η επόμενη φορά. Στην επτανησιακή διάλεκτο χρησιμοποιουν το βολά αντι του φορα. «Να ροκανίσω τα κόκκαλα της νόνας μου!» (κατ΄ιδίαν «Αγκαλά και δεν έχει γιατί της ροκάνισα την προηγούμενη βολά»). |
|
γάτα | Οσο πατάει η γάτα. Ελαφρία, επιδερμική επαφή επαφή. Ακροθιγώς. |
|
γράδο | Απο το gradus Eng. grade, Fr. Grade, It. Grado συνώνυμο του βαθμός. Αν το αφήσεις [το κρασί] στο βαρέλι ανεβαίνουν τα γράδα του [ οινοπνευματικοί βαθμοι]. «Σ΄εστειλε ο πρώτος τα νερά Ν. Καβαδιας - «Θεσσαλονίκη»
|
|
γρόσι | Ελάχιστη ποσότητα χρημάτων και παροιμία Σαν εχεις γρόσι εχεις γνώση. Δεν έχω δεκάρα/δραχμή/φράγκο/ψιλά > άψιλος.
|
|
δεκάρα | Νόμισμα ευτελούς αξιας. Δέκα λεπτά. Ποιοτικά δηλωνει και τον ευτελή ανθρωπο "Ανθρωπος της δεκάρας", "δεκαρολόγος". Μονάδα αδιαφορίας. Δεν δίνω δεκάρα για τη γνώμη του. |
|
διαόλου μάνα | Προς δήλωση μεγάλης απόστασης. "που να τρέχω τώρα του διαόλου τη μάνα" ανάλογες «τέρμα θεού», «ακρη του κοσμου», στου «διαβόλου τον κώλο». | |
δράμι | Το δράμι είναι μονάδα μέτρησης βάρους που χρησιμοποιούταν στην Ελλάδα μέχρι το 1959. Τα 400 δράμια ισοδυναμούσαν με μια οκά. Ένα δράμι στην Ελλάδα ήταν ισοδύναμο με 3,203 γραμμάρια. . Η λέξη είναι αντιδάνειο και προέρχεται από το αραβικό ντιράμ (ή ντιρχάμ), το οποίο με τη σειρά του προέρχεται από τη αρχαία δραχμή. Μεχρι να ανακαλυφθει το ξενοφερτο IQ (Inrelligence quota), η εξυπνάδα και η λογικη μετριώταν με το δράμι: Η έκφραση «τα έχει τετρακόσια» αναφέρεται μεταφορικά σε άνθρωπο που έχει πλήρη επίγνωση και λογική (δεν του λείπει κανένα από τα 400 δράμια που συνθετουν μια οκά). Η λέξη χρησιμοποιείται και μεταφορικά για να δείξει την πολύ μικρή ποσότητα, όπως στην έκφραση "δεν έχει δράμι μυαλό" (δεν έχει σχεδόν καθόλου μυαλό - δεν είναι έξυπνος). Μου δινει κατι με το δράμι θα πει σε μικρές ποσοτητες. |
|
δραχμή | Δραχμή εκτός απο το νόμισμα ονομάζεται και η πρέζα (Δραχμή: απο το αρχαιο δράττομαι). Ο κατέχων 6 οβολούς ή οβελούς (σουβλες=εσχάτη νομισματική μονάδα) ειχε μια (πρέζα, φούχτα) οβελούς ήτοι μια δραχμη (που κατάντησε νομισμα). Το νομισμα ειναι απο τις νομισματικες μονάδες που μπορει κανεις να σκοτώσει. (πρβλ. δραχμοφονιάς). Ως νόμισμα έχει ψυχή αλλά με άγνωστα χαρακτηριστικά γιατι ολοι διερωτώμαστε «τι ψυχή έχει μια δραχμη;*». *Αλλα και ένα ευρώ.
μια δραχμή αλάτι = μια πρέζα αλάτι presa από το Λατινικό. prensa (θηλ.) από το prensus— prehensus . Απαρέμφατο του prehendere ή prendere = παίρνω, λαμβάνω, οικειοποιούμαι. Η λήψη, το άδραχμα. πρβλ. πρίζα: απο οπου παίρνουμε ηλεκτρικό ρεύμα.
|
|
ζαμάνι | Ο αιώνας αλλά και η εποχή. Γενικά μεγάλη χρονική περίοδος. Χρόνια και ζαμάνια έχουμε να σε δούμε. Ο Μουσταφάς έγινε κάτωχρος, αλλά δεν είπε τίποτε. Ο Παπαδογιάννης όμως εξηκολούθησε την πρόκλησιν την οποίαν ήρχισεν η μαχαίρα: - Και πώς σου φαίνονται, Μουσταφ’ αγά, τα καινούργια ζαμάνια; Γ. Κονδυλάκη - Διήγημα «Η καμπάνα»
|
|
καθησιά | Τακτικο αριθμητικο. Το φαγητό η ποτό που τρωει ή πίνει κάποιος καθήμενος
μιά φορά στο τραπέζι, (στο γεύμα του ή στο δείπνο του) πρβλ. «τρια κρασιά στην καθησιά» ή «τρώει ένα αρνί στην καθησιά του». |
|
καρεκλοπόδαρα | Μέτρο βροχόπτωσης, εκτός των προβλεπομένων απο την επίσημη μετεωρολογική ορολογία. Το «βρέχει καρεκλοπόδαρα» ειναι συνώνυμο του βρέχει ραγδαίως. Παρόμοιο «βρέχει παπάδες»* ή «βρέχει καλαπόδια.» *Ισως και μέτρο συμφοράς, σαν να μην μας φθάνανε οι παπάδες που έχουμε και που πληρώνουμε και από τον πολύπαθο κρατικό προϋπολογισμό. |
|
καρτίνι | Μέτρηση γωνίας. 1 καρτίνι είναι ένα τέταρτο της μοίρας. Μας έσφιξε το kuro siwo σαν μια ζώνη Ν. Καβαδίας - kuro siwo |
|
κάρτο | Από το Ιταλικο quarto = ένα τέταρτο (1/4) Μονάδα βάρους ειν΄αλαφρύ για πιάσε το δεν πάει ουτ΄ενα κάρτο . Ν. Καβαδίας - Μαχαίρι |
|
κερατάς | Συντασσόμενο με τα αναμονής σημαντικά σημαίνει: «επι πολύ χρόνο» περίμενα τρείς ώρες σαν κερατάς με πληρωμης σημαντικα σημαίνει αδίκως πληρωσα και το προστιμο σαν κερατάς. (πρβλ. κερατιάτικα)
|
|
κλειδιά | κρικοι σύνδεσης της αλυσσιδας της αγκυρας - Μέτρο μήκους «πέντε κλειδιά κάτω» | |
κόμβος | Μοναδα ταχύτητας πλοίου, μετριέται με το δρομόμετρο.
|
|
κόμπος | Ελάχιστη ποσότητα υγρού (βλ. και στάλα) έτρεχε το νερο κόμπο-κόμπο |
|
κοντά | Συνηθέστατη - απο το ακόντιο ακοντίζω > κοντός > κονταίνω> κοντεύω κυρ- Κωστάκη έλα κοντά (πλησίασε) Του κόστισε κοντά ένα εκατομμύριο (περίπου, κατά προσέγγιση) Οι αρχαιοι έλεγαν λίθου βολή |
|
κουκούτσι | ελαχιστο ποσο Πχ.« εχει μυαλό [όσο ένα] κουκούτσι » (πρβλ. το κερατιον=ξυλοκερατο που εγινε καράτι και χρησιμοποιειται για μετρηση βαρους χρουσου. δηλ. για λιγες ποσοτητες). |
|
λάου-λάου | Με αργο χρονο ή ρυθμο Λάου-λάου το πηγαίνεις Στίχοι: Γιώργος Μουφλουζέλης |
|
μύγα | Μετρο ευαισθησίας. Ο υπέρμετρα ευαίσθητος λεγεται "Μυγιάγγιχτος". Αλλά και για τον φίλερι, τον καβγατζή λέμε : "δεν σηκώνει μύγα στο σπαθί του". Δημιουργει καβγάδες με το παραμικρο. Μέτρο εντάσης μάχης, συμπλοκής, καβγά με πυροβολισμούς: «Θα φάει η μύγα σίδερο και το κουνούπι ατσάλι» |
|
λεπτό | ένα λεπτό ειναι το 1/60 της ώρας διαιρειται σε δευτερόλεπτα.(που λεγονταν στο Μεσαίωνα και λεπτεπίλεπτα)> μυγιάγγιχτος Σημαίνει μικρό χρονικό διάστημα Λέγεται και λεφτό. «Για περιμενε ενα λεπτό» (ήτοι 60 δευτερολεπτα).
|
|
λεπτό - ΜΜ γωνίας | Το 1/60 της μοίρας. Η μοίρα ειναι το 1.360 του κύκλου. Η μοίρα γράφεται έτσι 45°, το λεπτό γράφεται έτσι «30'» Χωρίζεται σε δευτερα, που ετσι «24"». | |
λεπτό - νομισμα | Μικρό πάχος: λεπτό= αδύνατο Νομισματική υποδιαιρεση (σεντ, εκατοστό). Η δραχμή εχει εκατό λεπτά. Το όνομα τους το πήραν γιατί ήταν πραγματικά λεπτά, δεν είχαν το πλαχος των συνήθων νομισμάτων. Το ευτελές της αξίας τους δεν επέτρεπε την χρήση μεγάλης ποσότητας μετάλλου. Χρήματα : Βγάζει λεφτα. Βγάζει λεφτά με ουρά = κερδίζει πολλά. Πρβλ. Παιδικό ομαδικό παιχνιδι «Ενα λεπτό κρεμμύδι, γκεο βαγγεω.» |
|
μόδι | Ο αρχαιος μόδιος. μοναδα μετρησης σιτηρων αλλα και εκτασης χωραφιου
που αντιστοιχει στη καταναλωση ενος μοδιου σπορου. |
|
μοίρα | Μετραει γωνιες (ο κυκλος έχει 360 μοίρες) Μετα τις εκλογές έκανε στροφή 180 μοιρών (τελείως αντίθετη κατεύθυνση) |
|
μπουκιά | Μετρο για λίγο φαγητό, ο αρχαίος βλωμός ή ψωμός Bucca Bocca lat. > Βουκελλάριος > Βούκινο Δεν μ΄αφήνεις να φάω μια μπουκία ψωμί! |
|
μπράτσο | Ανάλογο με τον πήχη σαράντα μπράτσα δίμιτο |
|
να | Δεικτικό μόριο. Οταν συνοδευεται με την επιδειξη μήκους τινός δια του πήχεως ή του δακτύλου σημαίνει ικανοποιητικό μήκος. Γι΄αυτο το λόγο προτάσσεται ή έπεται συνήθως και η φράση "με το συμπάθειο". πρβλ. το γνωστό ανέκδοτο του Μπόμπου «Νάνος, αλλά τι νάνος με μια ψ$%^#&άρα να!» Φαίνεται μάλιστα ότι ο Μπόμπος είχε διαβάσει τον Ησύχιο* που στο λεξικό του αναφέρει Νάνος: επί των μικρών, ως νάνον και αιδοίον έχοντα μέγα.
Οι γουν νάνοι μεγάλα έχουσιν αιδοία. Ο Ησύχιος ο Αλεξανδρεύς ή Αλεξανδρινός ήταν Έλληνας γραμματικός που άκμασε κατά τον 5ο αιώνα (μ.Χ.) και συνέγραψε το γνωστό «Λεξικό Ησυχίου» που θεωρείται απ΄ όλα τα σωζόμενα το πλουσιότερο και σπουδαιότερο. «Μιά τσιπούρα τόοοοση, με το συμπάθειο» |
|
ξάι | Ποντική διάλεκτος*. 1) Αν συνεκφέρεται με το αριθμητικο «ένα» πχ «ένα ξάι» σημαίνει «κάτι λίγο» 2) Σε ερωτηματικες και αρνητικές προτάσεις σημαίνει «καθόλου» πχ «Ξάι θέλεις να ελέπ'ς άτον;» (θέλεις να τον δείς λίγο;) ή «Ξάι φαείν κ΄έχω». (δεν εχω καθόλου φαγητό). Από το βυζαντινό εξάγιον (μέτρο στερεών χύδην) . Εξάγιον απο το Λατ. sextula: 1/6 της ουγκιάς * Α. Παπαδόπουλου - «Ιστορικόν Λεξικόν της ποντικής
Διαλέκτου»
Στο Κρητικό Ιδίωμα, χρησιμοποιείται η λέξη σκιαουλιάς ή σκιά ολιάς, σκια+γουλιας = λίγο (χρονικά κυριώς) |
|
οβολός | Νόμισμα αλλά και ελάχιστο χρηματικό ποσό «δώστε τον οβολόν σας για την ανακαίνιση του ναού» λενε οι παπάδες εννοώντας: «λίγα χρήματα». Φυσικα δέν κυριλεκτουν γιατι ενας οβολος δεν ειχε ποτε μεγαλη αξια. Ειναι σχημα λόγου. Απο τη στιγμή που θα τον δώσετε, πάντως, η τυχη του οβολού σας ειναι άδηλος και τα λεφτα πανε Κύριος οίδε που. Ο οβολός ξαναέζησε στα χόονια 1818 -1833 στα Επτάνησα. Στην Επανησιακή διάλεκτο λενε «τα όβολα» αντι τα λεφτά ή τα χρήματα. |
|
οκά | Μονάδα μέτρησης βάρους. Αλλά και σημαντική ποσότητα. Μονάδα μετρησης της αποτελεσματικότητας του ξυλοκοπήματος «τον εκανε διακοσιες οκαδες στο ξυλο». Επειδή μετρούσε και τα αγαθά που πουλιώνταν χύμα η έκφραση "της οκάς" σημαίνει κακής ποιότητας. Η φραση "με την οκά" σημαίνει άφθονο. Πρβλ. Ρεμπετικο Στην Περσία το χασίσι Σημαίνει και το δοχείο μετρησης κρασιού, μια οκα κρασί το οποιο ονομάσθηκε και σκέτο «κρασί». πρβλ. «Παιδί! Πιάσε ένα κρασί» = μια οκα κρασί.
|
|
ολημερίς οληνυκτίς |
Όλη την ημέρα πρβλ. και οληνυκτίς αντί ολονυκτίς «Τριάντα πέμπει καθ' άργά 306, Ο ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΣ, Β. ΚΟΡΝΑΡΟΣ, ΓΑΛΑΞΙΑΣ, 1968. σ.30 |
|
ολιά | Συν. ουλιά Στο Κρητικό ιδίωμα πάντοτε ως «μια ουλιά» = σε μιά στιγμή, σε λιγο,
υστερότερα. Απο τό γουλιά. «Να θέσω μιά ολιά» και
σκιαουλιάς |
|
παρασάγγης | Περσική μονάδα μηκους 6.500 μ. περιπου Μεταφορικά: Οι αποψεις του απέχουν παρασαγγας απο τις δικές μας |
|
πατ-κιούτ | Διαρκεια ελαχιστου χρονου. Η δουλειά πρέπει να γίνει στο πατ-κιουτ, δεν υπαρχουν χρονικα περιθωρια. τουρκ. Συνών. πιτς-φυτίλι. |
|
πεθερά | Μόνον τα εμφανή. χρήση κυρίως σε θέματα καθαριότητας, επιπόλαιο καθάρισμα χάριν συντομίας ή λόγω οκνηρίας. Καθάρισε μόνο όσα βλέπει η πεθερά |
|
πενιά | Μουσικό κομμάτι ελάχιστης διάρκειας όπως η πενιά του εγχορδου, λίγη μουσική Πάμε ν΄ακούσουμε μια πενια. «Δέκα παλικάρια στήσανε χορό Στίχοι: Παπαδόπουλος Λευτέρης |
|
πετριά | Μέτρο απόστασης οσο που μπορεις να πετάξεις μια πετρα. Αρχ. λίθου βολή. | |
πήχυς | Μπόι δυο πήχες, κόψη κακή Το ανακοινωσε η ΑΘΛΗΤΙΚΗ με πηχυαίους τίτλους. |
|
πόδι | Η γνωστή Βρετανική μονάδα μήκους. Αλλα στην έκφραση «με το ένα πόδι στον τάφο / λάκο» είναι μέτρο μεγάλης ηλικίας. Με αυτήν δηλώνεται ο εσχατόγηρως, ο κρονόληρος.* * Κρονοληρος ειναι αυτός που ξεγέλασε (λήρος= κοροιδια) τον Χρονο-Κρόνο και δεν πέθανε ακόμα. |
|
πούστης, σαν ~ | Ποσοτική μονάδα επιθυμίας, ορέξεως «πεινάω σαν πούστης» συνώνυμο του «πεινάω σαν λύκος» * δεν ξέρω γιατί οι πουστηδες πεινάνε περισσότερο απο τους άλλους ανθρώπους. Πιθανόν να προήλθε από «το θελω σαν πούστης». Επίσης δεν νομίζω να αναφέρονται ομοφυλόφιλοι λύκοι στην Ζωολογία. |
|
πράμα | Από το πράγμα < πράττω Στο κρητικό ιδιωμα σημαινει: 1. περιουσία: Το πράμα της νύφης = η περιουσία
της νύφης. Αλλά και τα πρόβατα (νοούμενα ως βασικό περιουσιακό στοιχείο,
πρβλ. pecus,
pecunia) > «σφίγγουν
τά πράγματα» > τα πρόβατα παύουν να είναι τρυφερά, το κρέας
τους σκληραίνει = αρχίζουν
οι δυσκολίες. - Πε πράμα και για τ’ άλλα παιδιά. Γ. Κονδυλάκη - Διήγημα «Ο επικήδειος»Δηλ. Πες κάτι και για τα άλλα παιδιά 4. Μέτρο ποιότητας «Πρώτο πράμα». Αλλά και «Δεύτερο πράμα». Λεγεται και για το φύλο : παιδάκι πράμμα, και γω που λες παιδακι πράμα Λ. Παπαδόπουλου - Καφενείο Επιτρέπεται εσύ, κοριτσι πράμα, να μιλάς έτσι; |
|
πρατικό | Στο Κρητικό ιδίωμα ειναι μέτρο δημητριακων, το 1/4 μουζουριού. Στην ουσία είναι το δοχείο αυτής της χωρητικότητας απο πράττω, πράσσω = πουλάω (πρβλ. πρατήριο, μεταπράτης) η κατάληξη -ικο παραπεμπει σε δοχείο κατά το λαδ-ικό. Πρβλ. και σχετική μαντινάδα Τσεκίνια με το πρατικό να ρίξεις στημ ποδιά μου ... Κρητική μαντινάδα Τσεκίνια = χρυσά νομίσματα. Τα τσεκίνια ενος πρατικού = 3 οκάδες = 1,28 * 3 = 3,84 κιλά . |
|
πρέζα | βλ. δραχμή | |
ρούμπος | Απο το Λατ. Rubus ή το Ελληνικό ρόμβος απο τους ρόμβους (σφαιρίδια) του αβακα, αριθμητηριου που χρησιμοποιείται μεχρι και σημερα στο μπιλιάρδο. Μετρηση βαθμολογιας σε παιχνίδι συνώνυμο του βαθμος ή ποντος. «Τον περνάω τρεις ρούμπους.» «Όποιος πετύχει κέντρο παίρνει τρεις ρούμπους». (Στοχος με Βελακια) |
|
ρούπι | Οκτώ ρούπια κάνουν ένα πήχυ. Κυρίως για να δηλώσει ένα μικρό διάστημα και την ούτε κατ' ελάχιστο κίνηση. «Δεν κουνάω ρούπι απ΄ έδω» | |
σπάτιο | Πλήρης περιφορά του στίβου του ιπποδρομίου (Βυζ) συνώνυμο μίσος (missio) (πρβλ. space, espace, spazzio). Ο Ηνίοχος για να κερδισει ένα βάϊον επρεπε να συμπληρώσει 7 σπάτια. 161, ΒΥΖΑΝΤΙΝΩΝ ΒΙΟΣ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ ΤΟΜΟΣ Γ, |
|
στάδιο | Ο στάδιος ή το στάδιον ήταν αρχαία μονάδα μετρήσεως (100 ὀργυιές
ή 6 πλέθρα ή 600 πόδες, 1/8 το Ρωμαικού μιλλίου). Ετυμολογείται από το
ίστημι και σημαίνει σταθερος. Η αρρώστια βρίσκεται στο πρώτο της στάδιο. Παράγωγα: Σταδιοδρομία. Ομόρριζα: σταθερά, στάθμη, στάσις, στατήρ, σταλίκι, στάμνα,σταυρός κλπ Στάδιον σήμαινε και τον αγώνα δρόμου ενός σταδίου(> σταδιοδρομώ), και το κτήριο (πρβλ. Παναθηναϊκό Στάδιο) |
|
στάλα | σταγών < στάζω <σταλάζω Δειγμα ελάχιστης ποσότητας. «Δωσ μου μιά στάλα νερό» |
|
στρέμμα | Μονάδα μετρησης εμβαδου. Απο το στρέφω (οταν το βωδι που οργωνε εστρεφε κατα 180 μοιρες) αλλα και τα αρόσιμα εδαφη γενικως. Όργωνα στα ρέμματα τ΄αφεντός τα στρέμματα. Κ. Βάρναλης - Η μπαλάντα του κυρ-Μέντιου |
|
τιμάριθμος | Πολύ ψηλός. Ο τιμάριθμος παρίστατο στις γελοιογραφίες του ΄50 ως ενας πανύψηλος και αδύνατος άνθρωπος, σαν ξυλοπόδαρος. Συνώνυμο: «Κατέβα-να-φάμε» | |
τσακ | Ελάχιστος χρόνος πριν από κάποιο συμβάν. Τον πρόλαβα στο τσάκ. Συνών. στο παρά πέντε |
|
τσουβάλι | Μεγάλη ποσότητα. Εχει λεφτά με το τσουβάλι. Αλλά και το παράδοξο «βρεχει με το τσουβάλι» | |
ώρα | Μονάδα χρόνου. Η ώρα είναι από τις μονάδες χρόνου που μπορεί κανείς να σκοτώσει, ή να του τήν φάνε. «Λύνει σταυρόλεξα για να σκοπώνει την ώρα του» «Τι μου τρώς την ώρα με τις ανοησίες σου» Εκτος απο το γνωστο 1/24 της ημερας. Σημαινει, ιδιως στον πληθυντικο, μεγαλο χρόνο. Κυρίως χρόνο αναμονής. Περιμενα πολλή ώρα*. Με είχε και περίμενα με τις ώρες. Βεβαια σημαίνει και τον κατάλληλο καιρό «πέθανε πριν της ώρας του», ή ακατάλληλο «βρήκες την ώρα να ζητήσεις αύξηση.» * Μια συγκεκριμενη μοναδα χρονου δεν μπορει να ειναι πολλή ή λίγη. Η φαινομένη διάρκεια είναι μεγαλύτερη όταν περιμένεις. |
|
Copyright 2011© Αρης Στουγιαννίδης www.stougiannidis.gr |