Οι υποσημειώσεις, εμφανίζονται με κόκκινους αριθμούς ως εκθέτες. Αν τοποθετήσετε τον δρομέα του ποντικού σας (Hover) πάνω σ' αυτούς θα εμφανισθεί η υποσημείωση. Ετσι δεν χρειάζεται να πηγαίνετε στο τέλος της σελίδας όπου συνήθως τοποθετούνται οι υποσημειώσεις.
Οι εξαιρετικές ιδιότητες της βυζαντινής εξουσίας, το οικονομικό σύστημα, η οργανωμένη κρατική υπαλληλία, χαλαρώνονται βέβαια τα τελευταία χρόνια της βυζαντινής αυτοκρατορίας. Σφαλερή όμως είναι πια η αντίληψη πως όταν έπεσε το Βυζάντιο ήταν σε ηθική και πνευματική παρακμή. Προχωρούσε σε μια Αναγέννηση, που αν και καταδικάστηκε από την 4η σταυροφορία ετοίμαζε δίχως άλλο μιαν εξόρμηση προς νέους ορίζοντες για το καλό του συνόλου, εξόρμηση που βοήθησε αργότερα και επηρέασε αποφασιστικά την τύχη του ελληνισμού. Το άλάνθαστο ελληνικό ένστιχτο χαράζει τον δρόμο του με φρόνηση πάνω σε άλλους νόμους ισορροπίας, όπου την κρατική διοίκηση δεν έχουν μονάχα οι άρχοντες, αλλά και οι εργαζόμενοι. Οι βυζαντινοί νόμοι δεν εμποδίζουν πια να προέρχονται οι δημόσιοι λειτουργοί από την εργαζόμενη τάξη. Παύουν να τηρούνται από τον ΙΔ' ΙΕ' αι. οι απαγορευτικοί κανόνες ακόμη και από τους ζωηρότερους υποστηριχτές του νόμου και της παράδοσης, που δέχονται τη δημιουργία αρχόντων και από τις τάξεις των εργαζόμενων υπό τον όρο να μην ασκούν το επάγγελμά τους κατά το διάστημα της λειτουργίας των καθηκόντων τους.
Τα επαγγελματικά λοιπόν σωματεία, οι συνεταιρισμοί, συνεργατισμοί και συντεχνίες, τα βυζαντινά συστήματα, ή σώματα ή συντεχνίες κ.λ.π., που ο καθαρά επαγγελματικός, τεχνικός και εμπορικός τους σκοπός επισφραγίζεται και από το Επαρχιακό Βιβλίο του Λέοντος του Σοφού, αρχίζουν να μην υπάγονται πια αποκλειστικά στην εξυπηρέτηση του Κράτους. Ξεφεύγουν από το δεσμευτικό κρατικό έλεγχο και στρέφονται και σε διαφέροντα για την εξυπηρέτηση και ενίσχυση των εργαζόμενων. Στη Θεσσαλονίκη π.χ. οι συντεχνίες αποχτούν από τα μέσα του ΙΔ' αι. μεγάλη πρωτοβουλία και δύναμη. Η συντεχνία των ναυτικών παίζει ένα ρόλο από τους πιο σημαντικούς. Στέκεται επί κεφαλής του λαού και επαναστατεί για να επικρατήσει η δημοκρατική παράταξη των Ζηλωτών και να διωχθούν οι άρχοντες. Το 1349 γίνεται στη Θεσσαλονίκη άρχων και αρχηγός του δημοκρατικού κόμματος ο Πρόεδρος της συντεχνίας των ναυτών, ο Πρωτομάστορας Ανδρέας Παλαιολόγος, όπως αναφέρει και ο Καντακουζηνός. Και η Θεσσαλονίκη διοικείται από δύο άρχοντες. Ο ένας εκλέγεται από το λαό και ο άλλος είναι ο αυτοκρατορικός διοικητής. Από τη συνεταιρική ιδέα βγαίνουν και οι αρματωλικοί εκείνοι συνεταιρισμοί, που τον ΙΔ' αι. ανάλαβαν σαν κοινή διαμαρτυρία να προφυλάξουν μόνοι τους τα κοινά συμφέροντα των περιοχών τους ενάντια στους Αρβανίτες, που είχαν φθάσει ίσαμε τον Κορινθιακό κόλπο. Κατόρθωσαν να τους διώξουν πέρα από τον Αώο ποταμό και να απαλλάξουν τον πληθυσμό από την οργή τους.
Ελευθερωμένη η εργαζομένη τάξη από τον ολοκληρωτισμό, που δέσμευε και κατεύθυνε άμεσα τη δράση των συντεχνιών, συστηματικά όμως οργανωμένη πάνω στους νόμους και τις διατάξεις των βυζαντινών συντεχνιών, εξακολουθεί σε όλη την τουρκοκρατία αυστηρά τις παραδόσεις τους [1]. Συνεχίζεται η ίδια κατάταξη σε συντεχνίες σύμφωνα με το ιδιαίτερο επάγγελμα του κάθε εργαζόμενου. Εφαρμόζεται, όπως και στα βυζαντινά χρόνια, το ίδιο σχεδόν σύστημα στη διοίκηση των συντεχνιών, τηρούνται οι ίδιοι περίπου κανόνες και διατάξεις, οι ίδιοι άγραφοι νόμοι. Αμέσως μετά την τουρκική κατάληψη της Αδριανούπολης (1361), οι Έλληνες επαγγελματίες και έμποροι αρχίζουν τη δράση τους. Σφιχτοδένονται ακόμη περισσότερο σωματειακά σχηματίζοντας έτσι και πυρήνες για αντίσταση. Οι σκληρές ανάγκες πον γεννάει η δουλεία αναγκάζουν ολόκληρο τον ελληνικό λαό να οργανωθεί σε οικονομικές αυτονομίες και σιγά σιγά σε διοικητικές και πολιτικές έτσι που να αντιστέκεται δυναμικά στον κατακτητή. Δημιουργείται διοικητικό σύστημα με την κοινότητα, που τα περισσότερά της μέλη είναι βγαλμένα μέσα από τα ισνάφια και που με τον καιρό ανεβαίνει στα πιο συνθετικά σκαλοπάτια χάρις στην παντοδυναμία που αποκτούν με τα χρόνια τα Πατριαρχεία ακτινοβολώντας τα προνόμιά τους σε όλο τον ελληνισμό.
Η κοινότητα και οι συντεχνίες διαδραματίζουν σπουδαιότατο ρόλο από τα πρώτα χρόνια της τουρκοκρατίας. Πετυχαίνουν να καταδυναστεύεται όσο γίνεται λιγότερο, ο ελληνικός λαός, που γερά οργανωμένος διατηρεί την εθνική του συνοχή. Μονάχες τους οι συντεχνίες διαλέγουν τώρα πια τη διοίκησή τους, που τυπικά την επικυρώνει ο τούρκος Μουφτής ή Κατής. Οι Πρόεδροί τους οι πρωτομαστόροι, που κρατούν την οικονομική υπόσταση του ελληνισμού, δεν διορίζονται από τον αυτοκράτορα ή τον έπαρχο, παρά εκλέγονται από το λαό. Είναι οι αντιπρόσωποί του σε όλες τις περιπτώσεις, οι βεκίληδες, καθώς και οι μεσάζοντες μεταξύ των αφεντάδων Τούρκων και των ραγιάδων Ελλήνων. «Οι συντεχνίες, τα ισνάφια, της Πόλης, γράφει ο Μ. Γεδεών [2], πολυπληθεστάτους εργάτας έχουσαι εκ πασών των επαρχιών της τουρκικής αυτοκρατορίας, επιστεύοντο κατά συγκατάθεσιν και επίνευσιν της τουρκικής κυβερνήσεως, υπ’ αυτής, και υπό του «ευσεβούς ημών Γένους» αντιπρόσωποι νόμιμοι του υπό τους σουλτάνους ορθοδόξου έθνους των ρωμαίων... εθεωρούντο ως μεγάλη βουλή, διά το ευσεβές ελληνικόν γένος»...
Το εμπορικό λοιπόν και επαγγελματικό στοιχείο με τους αντιπροσώπους του μετέχει ενεργά μέσα στην κοινότητα και σε κάθε τοπική εξουσία. Γενικότερα εκπροσωπεί το μεγαλύτερο μέρος της κοινωνικής ζωής του ελληνισμού και την εθνωφελή δράση του μετά την Άλωση.
Γνωστές οι συντεχνίες στα χρόνια της τουρκοκρατίας με τις αραβοπερσικές και τουρκικές ονομασίες ισνάφ, ή εσνάφ, ή ενσάφ (ισνάφι-συνάφι) και τις αραβικές ρουφέτ, ή ροφέτ, ή ρουφίτ (ρουφέτι), είναι λιγότερο γνώριμες με τα βυζαντινά τους ονόματα σύστημα, σώμα, σωματείον, τάξις, τάγμα, συντεχνία, που συνήθως αναφέρονται από τους λόγιους.
Οι ποικίλοι αυτοί οργανισμοί, τα ιδιόμορφα ισνάφια, αγκαλιάζουν παράλληλα με τα επαγγελματικά τους συμφέροντα και μια ευρύτερη κοινωνική δράση. Προάγουν τη συνεργατική ιδέα αλλά υπηρετούν και γενικότερα τον κοινωνικό τομέα σύμφωνα με το παράδειγμα των Αδελφάτων. Τα τελευταία, όπως και οι Αδελφότητες, σωματεία ιδρυμένα από τη βυζαντινή εποχή, συνεχίζουν αδιάπτωτα τη δράση τους. Προσκολλημμένα στο έργο της εκκλησίας έχουν σκοπό πιο περιορισμένο από των ισναφιών, καθαρά θρησκευτικό και φιλανθρωπικό. Στα Αδελφάτα μπορεί ελεύθερα να γραφτεί μέλος κάθε ορθόδοξος από οιαδήποτε κοινωνική τάξη και βαθμό, γυναίκα ή άντρας. Τα μέλη τους, που καλούνται αναμεταξύ τους «αδελφοί» ή «αδελφαί», πληρώνουν ανάλογα με την οικονομική τους κατάσταση μια ετήσια συνδρομή. Αν τα έσοδα του Αδελφάτου δεν επαρκούν στους ποικίλους αγαθοεργούς του σκοπούς τότε τα πλουσιότερα μέλη, που ήταν συνήθως πρωτομαστόροι, προσφέρουν περισσότερα χρήματα και σκεπάζουν τα ελλείμματα από εράνους που γίνονται μέσα στα ισνάφια. Αλλά και στα ξένα που ήταν εγκαταστημένοι Έλληνες ιδρύονται παρόμοιες οργανώσεις, όπως στη Βενετία η Αδελφότης της Σκόλας του Αγίου Νικολάου και του Αγίου Γεωργίο των Γραικών, που αναφέρεται από τα πρώτα χρόνια της τουρκοκρατίας. Η δράση των Αδελφάτων συνεχίζεται σε όλο το διάστημα της τουρκοκρατίας και μετά την Επανάσταση στον αλύτρωτο ελληνισμό, ίσαμε τα τελευταία χρόνια. Τα ισνάφια δεν ενοχλούνται, όπως και οι Αδελφότητες, στη φιλανθρωπική και κοινωνική τους δραστηριότητα, γιατί οι Τούρκοι είχαν ομολογουμένα αναπτυγμένο το συναίσθημα της φιλανθρωπίας και κοινωνικής αλληλεγγύης, που και η τουρκική νομοθεσία το επέβαλλε για τους σκλάβους. Έτσι παράλληλα με την επαγγελματική τους δράση τα ισνάφια παίζουνε ενεργετικότατο ρόλο σε κάθε κοινωνικό και αγαθοεργό σκοπό. Στα ισνάφια αποτείνεται όποιος ζητεί βοήθεια και από αυτά ζητούν χρήματα οι Μητροπολίτες του κάθε τόπου για κάθε εκκλησιαστικό, μορφωτικό και αγαθοεργό σκοπό καθώς και για κάθε επείγουσα Εθνική ανάγκη. Τα ισνάφια λοιπόν μαζί με τα Αδελφάτα οργανώνουν την κοινωνική αλληλεγγύη κατά την τουρκοκρατία. Αλλά κατ’εξοχήν από τις συντεχνίες εξαρτιέται η θρησκευτική, φιλανθρωπική, φιλεκπαιδευτική και εθνική ενέργεια που σταθερά προοδεύει κατά την τουρκοκρατία και αποτελεσματικά ξαπλώνεται σε όλον τον ελληνισμό.
Παντού στην ελληνική χώρα υπάρχουν συνεργατισμοί και συντεχνίες φυσικά με διάφορες και ποικίλες μορφές. Ανάλογα με την απασχόλησή του ο κάθε εργαζόμενος, ακόμη και άνθρωπος χωρίς επάγγελμα, ζητιάνος, έχει τη συντεχνία του, όπως και στη βυζαντινή εποχή. Σύμφωνα με τον πληθυσμό της κάθε πόλης και την επίδοση των κατοίκων, σε άλλα μέρη είναι λιγότερες και σε άλλα περισσότερες συντεχνίες. Παντού όμως είναι αυστηρά ορισμένος ο καταμερισμός των εργαζόμενων, σε ειδικότητες επαγγελματικές, βιοτεχνικές, εμπορικές. Έτσι υπάρχουν ισνάφια που τα απαντάμε σε όλα σχεδόν τα μέρη, όπως των ραφτάδων, καποτάδων, πραματευτάδων κ.λ.π. και άλλες συντεχνίες που συναντάμε μόνο σε ορισμένες πόλεις, χωριά ή περιοχές ανάλογα με τις τοπικές συνθήκες και ανάγκες, την ειδίκευση των κατοίκων, το πρόσφορο υλικό, την τεχνική παράδοση κ.λ.π.
Κάθε συντεχνία είχε στην πολιτεία της το μονοπώλιο για το ιδιαίτερό της επάγγελμα, όπως και στα βυζαντινά χρόνια. Αλλά και το κάθε επάγγελμα είχε και διάφορους κλάδους ειδικότητας που η κάθε μια αποτελούσε ιδιαίτερη συντεχνία. Το ίδιο, όπως και στο Βυζάντιο, έτσι και στην τουρκοκρατία μια μεγάλη συντεχνία απαρτιζόταν από ιδιαίτερες ειδικότητες, είχε δηλ. διάφορες υποδιαιρέσεις και διαχωρισμούς, μικρότερα ισνάφια, που και πάλι όλα μαζί σχημάτιζαν ένα μεγάλο. Το ισνάφι π.χ. των χρυσοχών διακρινόταν στην Πόλη σε εικοσιπέντε ειδικότητες, χρυσικούς, που είχαν ειδικευθεί σε μια ορισμένη τεχνική της χρυσοχοϊκής ή ασημουργίας και σε όσους είχαν συναφή επαγγέλματα. Η συντεχνία πάλι κείνων που κατασκεύαζαν τα κεφαλοκαλύμματα είχε εβδομήντα ειδικότητες, μαστόρους που κατασκεύαζαν είτε ιδιαίτερο τυπικό κάλυμμα του κεφαλιού, ή ασχολούνταν με τα υλικά και τον στολισμό των καλυμμάτων καθώς και με το εμπόριό τους. Το ίδιο παντού στην Ελλάδα τα ισνάφια των ραφτάδων, των καποτάδων, των ταμπάκηδων, αλεβράδων κ.λ.π. χωρίζονταν σε ειδικότητες και σε συναφή συχνά και βοηθητικά επαγγέλματα. Περίπτωση σχηματισμού ισναφιών από πολλά μικρά βλέπομε και στο ισνάφι των τεκτόνων, που αποτελούνται από τεχνίτες ειδικευμένους σε όλους τους κλάδους τους σχετικούς με την οικοδομική: χτιστάδες, σοβατζήδες, μαντεμιτζήδες ή νταμαρτζήδες (λατόμονς), μαρμαράδες - πελεκάνους, μαραγκούς, ταβαντζήδες (οσους κάνανε τα ταβάνια), ξυλογλύπτες-ταγιαδόρους, ζουγράφους κ.λ.π. Το ισνάφι των μαστόρων-χτιστάδων στα Γιάννινα ήταν το πολυπληθέστερο απ' όλα της Ηπείρου. Αποτελούνταν από 450 περίπου μέλη μαστόρους.
Η Ελλάδα είχε μεταβληθή σε ένα απέραντο βιοτεχνικό εργαστήρι που το προωθούσαν οι καινούριες συνθήκες της τουρκοκρατούμενης χώρας. Τα μεγάλα ισνάφια ανθίζουν κυρίως στις πόλεις που ήταν όχι μόνο διοικητικά αλλά και επαγγελματικά και εμπορικά κέντρα, κόμποι συγκοινωνιών, που διευκολύνουν τους μαστόρους της υπαίθρου να επικοινωνούν με τις πόλεις και όπου μπορούν να συγκεντρώνονται όλα τα βιοτεχνικά προϊόντα της κάθε περιφέρειας κατ’εξοχήν μάλιστα τα προϊόντα της οικιακής ή εργαστηριακής τέχνης που παράγονταν στα χωριά. Η οικιακή τέχνη βρισκότανε τότε πάνω στην ανάπτυξή της όχι μόνο για την ατομική χρήση, αλλά και σαν επάγγελμα. Ιδιαίτερα η χωρική τέχνη είναι κείνη που τροφοδοτούσε κυρίως τα ισνάφια των πόλεων που πρωτοστατούσαν στην πρόοδο της βιοτεχνίας.
Στην Πελοπόννησο ακμάζουν όλες σχεδόν οι τέχνες και δημιουργούνται ισνάφια σε όλες τις πόλεις. Η Δημητσάνα φημίζεται για τους μύλους της που παρασκευάζουν το μπαρούτι. Οι κάτοικοι της Στέμνιτσας γίνονται ξακουστοί για την κατεργασία του μετάλλου και διατηρούν χυτήρια για καμπάνες, μανουάλια και άλλα εκκλησιαστικά και οικιακά σκεύη. Στα περισσότερα νησιά, Κύπρο, Κρήτη, Ρόδο, Χίο, Μυτιλήνη, Σάμο, Ύδρα, Σπέτσες, Σίφνο, ιδρύονται μεγάλα ισνάφια με εξαιρετική δράση και ορισμένα από αυτά διακρίνονται για την ειδίκευσή τους σε ένα είδος τέχνης. Στην Κύπρο και τη Χίο βρίσκομε μεγάλα εργαστήρια υφαντουργίας, κεντητικής, σταμπωτών υφασμάτων. Ιδιαίτερα η Χίος φημίζεται για τα χρυσοΰφαντα μεταξωτά της και τους ξυλογλύπτες της, η Κύπρος για τα χρυσοχοϊκά είδη και την κατεργασία χρυσών νημάτων και χρυσών κορδονιών (χρυσογάϊτανα και ασημογάϊτανα), ώστε να στέλνονται τα προϊόντα της σέ όλη τη βαλκανική και τη δύση. Στη Θεσσαλία ακμάζει η υφαντουργία. Στην Τσαγκαράδα, την Αγυιά, Ραψάνη, Αμπελάκια, ασχολούνται οι κάτοικοι με διάφορα μπαμπακερά υφάσματα και την βαφή των κόκκινων νημάτων. Στα Αμπελάκια, «συστήνουν συντροφιές για την πραγμάτεια των νημάτων», που βαστούν εμπορικά σπίτια στη Σμύρνη, στην Πόλη, τη Βιέννη, τη Λειψία. Ολόκληρο το Πήλιο καταγίνεται με τις τέχνες. Στην Ήπειρο οι κάτοικοι των περισσότερων χωριών ειδικεύονται στην κατασκευή έργων ορισμένου κλάδου της λαϊκής τέχνης. Tο ίδιο και στη δυτική Μακεδονία. Κει διακρίνεται και η Νιγρίτα με τους περίφημους αλατζάδες· η Καστοριά με την κατεργασία των γουναρικών που φτάνανε ως το Παρίσι και το Λονδίνο· η Νάουσα για τα πολλά και μεγάλα υφαντουργεία της3. Στα Γιάννινα, τη Θεσσαλονίκη, την Τραπεζούντα, εκτός από τις άλλες βιοτεχνίες ακμάζουν και εργαστήρια για εκκλησιαστικά είδη και άμφια με βυζαντινή παράδοση και τεχνοτροπία. Σε πολλές πόλεις της Θράκης ευδοκιμεί η αγγειοπλαστική και κεραμεική, όπως π.χ. στην Αίνο και στις Σαράντα Εκκλησιές, όπου τα μέλη της συντεχνίας, των κεραμιτζήδων, ξεπερνούσαν τα 800. Στον Πόντο καλλιεργείται, η μεταξουργία, μεταλλουργία, χρυσοχοΐα. Πρέπει μάλιστα να σημειωθεί ότι απ’όλους τους βαλκανικούς λαούς οι Έλληνες ήταν οι καλύτεροι χρυσικοί. Ελάχιστα είναι τα επαγγέλματα που επιδίδονται οι Τούρκοι, που εξακολουθούσαν πάντοτε να είναι στρατιωτικοί, ή στρατοκρατικοί παράγοντες, ή δημόσιοι υπάλληλοι, ή εισοδηματίες τσιφλικούχοι με μεγάλα κτήματα. Οι Τούρκοι δε μπόρεσαν να ασχοληθούν με τα περισσότερα από τα επιτηδεύματα, το μεγάλο εμπόριο και τις συναλλαγές που ήταν σχεδόν αποκλειστικό προνόμιο των Ελλήνων. Και δεν υπήρχε πριν από το Εικοσιένα Τούρκος μεγαλέμπορος (εκτός από λιγοστές εξαιρέσεις), ή τραπεζίτης, σαράφης4. Τα ισνάφια των σαράφηδων, πάντα ελληνικά, εκτός από μερικές πόλεις που υπήρχαν και Εβραίοι και Αρμένηδες σαράφηδες, άκμαζαν ως τα μέσα του περασμένου αιώνα και σβύσανε σιγά σιγά μέχρι τα τέλη του, όταν ιδρύονταν οι μεγάλες Τράπεζες, πάνω στα πρότυπα της Δύσης. Οι σαράφηδες κρατούσανε όλη τη νομισματική και πιστωτική συναλλαγή της χώρας. Δανείζανε Τούρκους τσιφλικούχους και μικροκτηματίες, πιστώνανε Έλληνες εμπόρους, εμποροβιοτέχνες και συντεχνίες, αλλάζανε νομίσματα, βγάζανε εντολές πληρωμής και διενεργούσαν γενικά όλη τη χρηματική κίνηση που μεταγενέστερα πήραν οι Τράπεζες.
Έλληνες αποκλειστικά κρατούσαν στα χέρια τους την οικοδομική τέχνη και μόνον Έλληνες τέκτονες, κουδαραίοι ή δουλγκέρηδες, χτιστάδες, αρχιμάστοροι και μαστόροι χτίζανε όλα τα σπίτια και τα μέγαρα, τα τζαμιά, τις εκκλησιές, τα δημόσια χτίρια, τους μιναρέδες, τα γεφύρια. «Ουδείς αυτών (των Τούρκων) επαγγέλεται τον αρχιτέκτονα, γράφει ο Σκαρλάτος Βυζάντιος [5], εις δε και μόνος, ο Σινάν, αφήκεν όνομα ως τοιούτος, όλα δε σχεδόν τα εν Κωνσταντινουπόλει σουλτανικά τζαμιά αρχιτεκτονήθησαν υπό γραικών». Υπήρχε μόνο στις περισσότερες μεγάλες πόλεις ένας Τούρκος, τέκτονας, ο Μεϊμάρ-μπασης, που περιοριζόταν στο να δίδει τις άδειες για τις οικοδομές και να εισπράττει τους φόρους από τον πρωτομάστορα. Ολόκληρη λοιπόν σχεδόν η οικονομική της χώρας κατεύθυνόταν από τους Έλληνες γιατί οι Τούρκοι περιφρονούσαν κιόλας το εμπόριο και τη χειροτεχνία αφοσιωμένοι το περισσότερο στη γεωργία από καταγωγή και από παράδοση. Έτσι, μόνο σε εξαιρετικές περιπτώσεις τρέπονταν στα επαγγέλματα. Η σωματειακή οργάνωση εννοείται από το δυνάστη γιατί τον διευκολύνει. Επιδιώκεται από τους ραγιάδες γιατί κι αυτούς σημαντικά βοηθεί. Στους Τούρκους άρεσε να είναι οργανωμένοι σε συνάφια οι εργαζόμενοι, για να διοικούν ευκολώτερα το λαό και να συνεννοούνται αποτελεσματικότερα με τους υπεύθυνους αρχηγούς και ιδιαίτερα με τον πρωτομάστορα, που πίστευαν πως ποτέ δε θα τους γελάσει. Η εύνοια μάλιστα αυτή, πολλές φορές, προχωρούσε ίσαμε την υποστήριξη και την ενίσχυση των ισναφιών από τους Τούρκους. Από την άλλη μεριά, οι μαστόροι προσπαθούσαν πάντοτε για το συμφέρον της δουλειάς τους και της ολότητας να κρατούν αμείωτη την εμπιστοσύνη των Τούρκων και εκτός από λιγοστές εξαιρέσεις όλες οι εσωτερικές διαφορές βρίσκανε τη λύση τους μέσα στα πλαίσια του ρουσφετιού. H διαχείριση όλη ήταν έργο των μαστόρων σε τρόπο ώστε οι Τούρκοι να μη γνωρίζουν ποτέ την αληθινή περιουσία των ισναφιών. Μόνα τους τα ισνάφια εισπράττουν από τους μαστόρους τους φόρους που όριζε ο Τούρκος Μουφτής ή Κατής κατά την εκτίμησή του στο κάθε ισνάφι χωριστά. Στην περίπτωση που η φορολογία ήταν βαριά ή χρονιά κακή, συζητούσαν οι πρόεδροι ισναφλήδες με τον Τούρκο φορολόγο και συχνά πετύχαιναν μείωση για το συμφέρον των μελών της συντεχνίας. Τα ισνάφια διευκόλυναν τον Τούρκο κυρίαρχο και σε διάφορες άλλες περιπτώσεις, όπως π.χ. για να εκτελεσθούν γρήγορα και καλά διάφορα οικοδομικά έργα, γεφύρια, τείχη, δρόμοι ή και πολλά άλλα χειροτεχνικά προϊόντα, χρυσαφικά, κεντήματα, κιλίμια, γουναρικά για τους ίδιους τους Τούρκους ή και για δώρα πολύτιμα. Και τα ισνάφια ζητούσαν, στις δημόσιες τελετές, να παρελάσουν οργανωμένα, το καθένα χωριστά με το λάβαρό του, το μπαϊράκι, με τους μαϊστόρες ντυμένους με τις καλύτερες φορεσιές, για να εμφανίσει η Αυτοκρατορία στους ξένους πρέσβεις τη μεγάλη ακμή της οικονομικής της ζωής. Ενωμένοι γερά με τις συντεχνίες οι υπόδουλοι Έλληνες σφιχτοδεμένοι γύρω σε αυτές αποκτούν δύναμη, πλούτη, γίνονται σεβαστοί στον κατακτητή και επιβάλλονται χάρις στην οικονομική τους ανεξαρτησία που επιτρέπει την ηθική, πνευματική και πατριωτική τους υπόσταση.
Τα ισνάφια λειτουργούν, όπως αποδείχνεται από διάφορες πηγές κείμενα, καθώς και από την προφορική παράδοση, παντού στον τουρκοκρατούμενο ελληνισμό, σε όλες σχεδόν τις πόλεις, και σε όλα τα μεγαλονήσια. Ακόμη και σε περιοχές που δεν ήταν αστικά κέντρα, παρά αποτελούνταν μόνο από χωριά ή κωμοπόλεις, οι συντεχνίες γνώρισαν μεγάλη ακμή. Σε πολλά μάλιστα μεγαλοχώρια βρίσκομε και συνεργατικούς συνεταιρισμούς. Παράδειγμα, οι συντεχνίες της Χίου για την παραγωγή του μεταξιού, που οι μαστόροι-μέλη των ισναφιών φαίνεται πως εργάζονταν συνεταιρικά. Επίσης και στο Αφκάρι Β.Α. στις Σαράντα Εκκλησιές, που αφού καταστράφηκε μετονομάστηκε Βαφειοχώρι (Μπογιατζίκιοϊ), και οι κάτοικοί του εγκαταστάθηκαν γύρω στο Βόσπορο, άκμασε καθώς φαίνεται με συνεργατικούς συνεταιρισμούς η βιοτεχνία της νηματουργίας και της βαφικής. Το ίδιο αναπτύχτηκε και στα Κούλα, χωριό 35 χιλ. μακριά από τη Φιλαδέλφεια. Γνωστότατα όμως έχουν γίνει τα περίφημα Αμπελάκια χάρις στα καταστατικά τους, που δείχνουν το θαυμάσιο τρόπο που ήταν οργανωμένοι συνεταιρικά έμποροι, κεφαλαιούχοι και τεχνίτες μαστόροι, καθώς και γενικότερα οι επιχειρήσεις της νηματουργίας και της βαφικής. Συνεργατικούς συνεταιρισμούς βρίσκομε και στην εμπορική ναυτιλία που με αυτούς μπόρεσαν οι Έλληνες καραβοκύρηδες γεμετζήδες, να ανταγωνισθούν τους Βενετσιάνους, Γενοβέζους και άλλους Φράγκους, τους λεγόμενους λεβαντίνους, έποικους της Τουρκίας, και να εξασφαλίσουν και οι γραικοί ειδικά προνόμια.
Τα περισσότερα μεγάλα ρουφέτια τα βρίσκομε φυσικά στην Πόλη, όπου το 1750, όπως αναφέρουν αξιόλογοι συγγραφείς6 ανθούσαν περίπου 150. Ο Α. Πασπάτης[7] ομως τα αναγράφει ως λιγότερα, περισσότερα από 100. Ο Μαν. Γεδεών στο έργο του[8] αριθμεί τα ισνάφια της Πόλης μονάχα σε 70, ενώ σε άλλο έργο του[9] τα ανεβάζει σέ 100 και σε άλλο [10], τ’αριθμεί 120. Μεγάλα ισνάφια βρίσκουμε στη Θεσσαλονίκη[11], όπου ακμάζουν πάνω από 40. Στα Γιάννινα, ένα από τα σημαντικότερα κέντρα εργαστηριακής χειροτεχνίας και εμπορίου, όπου αναφέρονται 100 περίπου επαγγέλματα και 40 τουλάχιστο μεγάλα ρουφέτια, έχομε από τα κείμενα, από όσο ξέρομε, τις ακόλουθες πληροφορίες. Ο Ι. Βηλαράς12, γράφει, πως εκτός από τα άλλα μικρά, τα μεγάλα ρουφέτια των «Γιαννίνων όπου σηστένουν το παζάρη ήνε» 18. Σ’ένα κατάστιχο του Αρχείου του Σταύρου Ιωάννου13 σημειώνονται 22 μεγάλα ρουφέτια, καθώς και τα ποσά που πλήρωνε το εξάμηνο το καθένα από αυτά ως φορολογία «στήμα» για το βαρούσι (τον χριστιανικό πληθυσμό των Γιαννίνων), στο ταμείο του Αλήπασα. Σε ένα πάλι έγγραφο14 του 1840 γινομένο ύστερα από συνέλευση συγκροτημένη από όλους τους πρόκριτους και όλη την κοινότητα «των πολιτών Ιωαννιτών» βρίσκομε να υπογράφουν για τον διορισμό των επίτροπων των τεσσάρων εκκλησιών και του Νοσοκομείον «ταύτης της πόλεως των Ιωαννίνων» 37 πρωτομαΐστορες των ισναφιών. Στη Μοσχόπολη αναφέρονται πως λειτουργούσαν πρίν από την Επανάσταση, άλλοτε 15 20, άλλοτε 16 13 και άλλοτε 1717. Ξέρομε επίσης πως στην Αθήνα διακρίνονταν 12 μεγάλες συντεχνίες γύρω στα χρόνια της Επανάστασης[18]. Στην Ύδρα, μεγάλο κέντρο εμπορίου και ναυτιλίας, φανερώνονται για την ώρα μόνο 8 μεγάλα ισνάφια με τις διατάξεις τους[19]. Στην Ζάκυνθο20 λειτουργούν 20 συντεχνίες με αξιολογώτατους κανονισμούς και έγγραφα 20 συντεχνιών, που από αυτούς ο παλιότερος χρονολογείται από το 1537. Στην Αδριανούπολη, την πρωτεύουσα πόλη της βιοτεχνικότατης Θράκης, που πολλοί συγγραφείς αναφέρουν πως τα εργαστήριά της[21] ήταν πολύ περισσότερα από 6.000-8.000, λειτουργούσαν το 1760, όπως γράφει ο Ι.Σαράφογλου 32 ενσάφια, ενώ άλλοι τα αριθμούν σε 80. Στη Φιλιππούπολη[22], όπου σώθηκαν κανονισμοί περίφημοι των μεγάλων ισναφιών των αμπατζήδων (καποτάδων) και των δουλγκέρηδων (χτιστάδων μαστόρων) άκμασαν 25 μεγάλες συντεχνίες. Στο Διδυμότειχο λειτουργούσαν 10, στην Αίνο 17. Γενικά σε όλη τη Θράκη, την Ανατολική Ρωμυλία, ακόμη και στα νησιά της Προποντίδας και τη Μικρασία, οι τέχνες και το εμπόριον ανθίζουν στα χέρια των Ελλήνων. Αλλά η ιδιότυπη μορφή του συνεταιρισμού προχωρεί και σε συστήματα πιο σύνθετα δίνοντας τον τύπο της ομοσπονδίας που αποδείχνει πόσο δημιουργικό ήταν το ελληνικό συνεταιριστικό πνεύμα, τόσο που να θυμίζει τις αρχαίες συντέλειες, τις συμπολιτείες και αμφικτυονίες. Παραδείγματα δίνομε, τη συμπολιτεία των 44 χωριών του Σουλιού τα 46 χωριά του Ζαγοριού της Ηπείρου που σχημάτιζαν μια ομοσπονδιακή πολιτεία ονομαζόμενη «το Κοινόν των Ζαγορισίων»· τα 24 χωριά του Πήλιου, τα 5 χωριά της περιφέρειας του Μετσόβου και άλλα κουτσοβλαχικά χωριά της Πίνδου που ανάμεσά τους ξεχωρίζουν η Αβδέλλα, το Ματσούκι, το Συρράκο, οι Καλαρρύτες. Όλα αυτά σχηματίζουν ιδιαίτερες κοινότητες που αυτοδιοικούνται με πνεύμα δημοκρατικό και συνεταιρικό και όπου τα ισνάφια παίζουν σημαντικό ρόλο. Χάρις μάλιστα στα προνόμια που τους παραχωρούν κατά καιρούς τα σουλτανικά φερμάνια τα μέρη αυτά ευημερούν και αυξάνουν τον πληθυσμό τους. Στη Χαλκιδική ανθίζουνε δύο γερές ομοσπονδίες, τα Χάσικα και τα Μαδεμοχώρια, που διοικούν 360 χωριά και καλοζούν από την εκμετάλλευση του μαντεμιού. Και η Κοινότητα του Άθω, που μολονότι τα μοναστήρια της δεν ήταν όλα ελληνικά, διοικούνταν ωστόσο από ένα κοινό συμβούλιο.
Μια από τις ανώτατες μορφές που έφτασε το συνεταιριστικό σύστημα στην τουρκοκρατούμενη Ελλάδα ήταν π.χ. το περίφημο Κοινό του Μελένικου, βυζαντινό εμπορικό και βιοτεχνικό κέντρο από τα μεγαλύτερα της Βαλκανικής. Το κοινό αυτό, που θυμίζει τα συστήματα των Δήμων, βασιζόμενο όχι μόνο στα κοινά συμφέροντα, αλλά και σε βαθύτερες κοινωνικές αρχές, θεμέλιωσε ένα καθεστώς πλατειάς φιλανθρωπικής δράσης με την Αδελφότητα που διαχειριζόταν την εκκλησιαστική και σχολική περιουσία.
Μα, αν και σε τόσο σύνθετες και ολοκληρωμένες μορφές έφτασε το ελληνικό συνεταιριστικό πνεύμα, παράλληλα λειτουργούσαν και κατώτεροι πρωτόγονοι σχηματισμοί. Στο τσελιγκάτο της νομαδικής και ημινομαδικής κτηνοτροφίας βρίσκομε αποκρυσταλλωμένο συνεταιρικό σχηματισμό στην πρωτόγονη μορφή του. Πρωτόγονους επίσης κτηνοτροφικούς συνεταιρισμούς συναντάμε σε πολλά χωριά της Ελλάδος με τους σμίχτες για το νοίκιασμα των λειβαδιών. Υπάρχουν όμως και άλλοι τύποι κτηνοτροφικών συνεταιρισμών, όπως οι λεγόμενοι, σερμπιές, στην Ακαρνανία, καθώς και τα μιτάτα, τα παραδιάρικα και τα κοινάτα στην Κρήτη. Δεν πρέπει να παραλείψομε τις συνεταιριστικές των ψαράδων που ευδοκίμησαν στις πολιτείες της Μαύρης Θάλασσας (Μεσημβρία, Αγχίαλος, Σωζόπολη, Πύργος κ.λπ.), όπως και τις συνεργατικές των σφουγγαράδων που λειτούργησαν στην Αίγινα, την Ύδρα, τα Δωδεκάνησα και πολλές τους λειτουργούν ακόμη σήμερα. Αξιοσημείωτες ήταν οι συνεργατικές πολλών χωριών, τα συνάφια της δουλειάς, όπως τα λέγανε, δηλ. μικρότερες ή μεγαλύτερες ομάδες από τεχνίτες συντρόφους, που άλλοι απ’αυτούς είχαν την ίδια ειδικότητα και άλλοι συναφή επαγγέλματα. Δούλευαν μαζί κάτω από ένα μάστορα ή πρωτομάστορα-τέκτονα που ήταν και εργολάβος και εργοδότης και συχνά συνεταιρος. Ο πρωτομάστορας φρόντιζε να βρίσκει τις δουλειές, να διαχειρίζεται κάθε ζήτημα και να κανονίζει κάθε χρηματική και εμπορική συναλλαγή του συνεργατισμού. Η ομάδα του κάθε μάστορη αποτελούνταν συνήθως από 10-20 τεχνίτες. Οι μεγάλες όμως συντροφιές είχαν και 100 τεχνίτες από όλες τις ειδικότητες και πήγαιναν μπουλούκια μπουλούκια σε όλα τα μέρη της Ελλάδας και κυρίως στις πόλεις. Κατέβαιναν ως την Πελοπόννησο τραβούσανε στη Μακεδονία, στη Θράκη, ίσαμε την Πόλη και σε όλη τη Βαλκανική και Μικρασία.
Η συνεταιριστική αυτή μορφή είχε και μικρότερους σχηματισμούς. Όλοι όμως, μικροί και μεγάλοι σχηματισμοί της δουλειάς είχαν, μια ορισμένη ελαστικότητα στους κανόνες της εργασίας τους. Ανάλογα με την κάθε περίπτωση άλλαζαν οι λεπτομέρειες και οι όροι της συμφωνίας ανάμεσα στους συνεταίρους σύμφωνα βέβαια με τις συνθήκες της κάθε εργασίας. Τα ισνάφια διοικούνταν, όπως και στα βυζαντινά χρόνια, με άγραφους νόμους και διατάξεις, που καθόριζαν όμως με σαφήνεια τα δικαιώματα και τα καθήκοντα τόσο των αρχηγών του ισναφιού όσο και όλων των άλλων μαστόρων και τεχνιτών. Αλλά από το ΙΗ' αιώνα καθώς η δράση των ισναφιών γίνεται σε πολλά πολυσχιδής, τα μέλη τους πληθαίνουν και κατά συνέπεια δημιουργούνται και μερικές παραβάσεις, αρχίζουν να συντάσσονται καταστατικά, ενώ πολλά ισνάφια και στα τέλη του ΙΘ' αιώνα ακόμη, ρυθμίζουν την πορεία τους με άγραφες διατάξεις. Τα καταστατικά των διάφορων ισναφιών, που φυσικά είχαν πολλές ομοιότητες και άλλα μερικές διαφορές μεταξύ τους, εγκρίνονταν πρώτα στη γενική συνέλευση της συντεχνίας και ύστερα επικυρώνονταν μονάχα και τυπικά από την Εκκλησία χωρίς την τουρκική επέμβαση. Συχνά στις μεγάλες πόλεις βρίσκομε και ένα κοινό κανονισμό ανάμεσα στις συντεχνίες χρήσιμο για να λαβαίνουν όλες μαζί, χωρίς δυσκολία και χρονοτριβή, κοινές αποφάσεις στα σοβαρά ζητήματα της πολιτείας. Tον κοινό κανονισμό των συντεχνιών της Θεσσαλονίκης βλέπομε επικυρωμένο από τον Μητροπολίτη και γραμμένο στον Κώδικα της Μητρόπολης (1830).
Η οργάνωση, νόμοι και κανόνες των ελληνικών ισναφιών αποδείχνουν πως κύριο μέλημα είχε κάθε ισνάφι τη φροντίδα και την περιφρούρηση των επαγγελματικών και εμπορικών συμφερόντων καθώς και την ενότητα των παραγωγικών τάξεων. Παράλληλα εξασφάλιζε στους εργαζόμενους ενιαία, γρήγορη και συμφέρουσα προμήθεια των αναγκαίων ειδών από τους τόπους της παραγωγής τους. Σύγχρονα όμως μεριμνούσε και για την δίκαιη κατανομή των πρώτων υλών, ώστε όλοι να βρίσκονται στο ψηλότερο επίπεδο της παραγωγικής τους εργασίας και να αναπτύσσεται η παραγωγική ικανότητα και απόδοση και του πιο φτωχού μάστορη.
Άλλες βασικές αρχές των ισναφιών ήταν η προάσπιση της συντεχνιακής ελευθερίας των μαστόρων, η διατήρηση των ηθικών αρχών τους, το αυθυπεύθυνον και αλληλεύθυνον. Η συσσωματωμένη κοινωνία τους απομάκρυνε κάθε εγωϊστικό συμφέρον και είχε για αξίωμα την υποταγή στο καλό του κοινωνικού συνόλου. Όργανα αποκλειστικά τήη εργασίας, αλλά και όργανα της αγάπης για τον άνθρωπο, φρόντιζαν να αποφεύγονται οι αταξίες, τα αθέμιτα κέρδη, οι κερδοσκοπίες στον κάθε κλάδο, να αποκλείονται οι εκμεταλλεύσεις στην παραγωγή και στη διάθεση και να περιορίζεται σε λογικά όρια το εμπορικό κέρδος. Οι αρχές τους βασίζονταν στο να θεραπεύουν όχι μόνον οικονομικά τον κάθε εργάτη, αλλά και να τον τονώνουν ιδεολογικά και να τον ανυψώνουν κοινωνικά. Γι’αυτό οι νόμοι της δουλειάς των μελών των ισναφιών στηρίζονταν πάντα σε μια συνεταιρική ιδέα που περιόριζε την εκμετάλλευση του εργάτη από τον εργοδότη, του παραγωγού από τους μεσάζοντες. Έτσι ο ίδιος ο παραγωγός ή ο κατασκευαστής ήταν και εμπορευόμενος ή ερχόταν σε άμεση επαφή είτε με τον έμπορα, είτε με τον καταναλωτή.
Μέλη στα ισνάφια ήταν, όπως και στα βυζαντινά χρόνια, μονάχα οι αποκαταστημένοι μαστόροι που κατοικούσαν μόνιμα σε μια πόλη. Όλοι είχαν τα εργαστήριά τους που σύγχρονα ήταν και μαγαζιά.
Οι μάστοροι του κάθε ισναφιού αλληλοκαλούνταν, μαστόροι. Ο κάθε μάστορης μαζί με τους τεχνίτες του σχημάτιζαν μια ομάδα, ένα οργανωμένο πλαίσιο κοινωνικών θεσμών, πατριαρχικής ιεραρχίας και τάξης. Καταντούσε έτσι η τέχνη να συνεχίζεται αδιάκοπα μέσα στις ίδιες οικογένειες από πατέρα, σε γυιο και εγγόνι. Οι μαστόροι βγάζανε τους γυιους τους μαστόρους και οι καλφάδες μάθαιναν στα παιδιά τους την ίδια τέχνη.
Ποτέ κανείς δεν μπορούσε να βγει τεχνίτης αν δεν πήγαινε από πολύ μικρός να γίνει, μαθητούδι, να μαθητέψει ή να υπηρετήσει (σε εργαστήρι, μαγαζί, γραφείο ή και στο σπίτι) κοντά σε μάστορα, που συνήθως δεν τον πλήρωνε τον πρώτο καιρό αλλά μόνο τον έτρεφε, τον έντυνε και συχνά τον στέγαζε. Με τον καιρό, πάνω στα δύο χρόνια περίπου, το μαθητούδι, γινόταν τσιράκι και έπαιρνε μισθό, ρόγα, στην αρχή πολύ μικρό, ίσαμε ένα γρόσι τη μέρα, ρόγα που κάθε χρόνο αύξανε. Άμα περνούσαν τέσσερα πέντε χρόνια και έπαιρνε, μεριάτικο, πέντε γρόσια περίπου και γινόταν βοηθός, παραγιός, του τεχνίτη, του κάλφα, τότε ο μάστορης συμφωνονσε με το χρόνο. Τούδινε το μεριάτικο τον αλλά και μια λίρα τη χρονιά καθώς κι ένα ζευγάρι παπούτσια είτε τη Λαμπρή, είτε τα Χριστούγεννα. Σα μάθαινε καλά την τέχνη γινόταν πια, κάλφας ή μπασκαλές και αργότερα, αν η δουλειά του μάστορη το απαιτούσε, είχε ανάγκη από μεγαλύτερο τεχνίτη, γινόταν πρώτος τεχνίτης, πρωτόκαλφας. Ο πρωτόκαλφας ή ο κάλφας διεκδικούσαν πάντα τα συμφέροντα όλων των άλλων τεχνιτών. Κάθε αίτηση προς τον μάστορα ή κάθε παράπονο των άλλων καλφάδων και των τσιρακιών γινόταν πάντα διά μέσου του πρωτόκαλφα ή του γεροντότερου κάλφα. Οι καλφάδες πέρνανε εχτός από το μεριάτικο και το χρονιάτικο, δύο λίρες κατ’αποκοπή και δύο ζευγάρια παπούτσια. Εχτός όμως από το χρονιάτικο οι καλοί τεχνίτες πρωτοκαλφάδες και καλφάδες, κάνανε και άλλες συμφωνίες με το μάστορη, που ποίκιλλαν κατά την αξία τους και την ικανότητά τους στη δουλειά. Συνήθως ζητούσαν και μια άλλη αμοιβή, τη διάβα, ένα ποσό δηλ. που τόδινε ο μάστορας σαν τέλειωνε η δουλειά. Όλοι οι τεχνίτες, όπως και τα τσιράκια, σπάνια αλλάζανε μάστορα γιατί το είχαν ντροπή να πηγαίνουν από τον έναν μάστορη στον άλλο. Το ίδιο και οι μαστόροι δεν το θεωρούσαν τιμή τους να παίρνουν τους τεχνίτες του άλλου μάστορα.
Για να γίνει μάστορας και ισναφλής, μέλος στο ισνάφι, ένας πρωτόκαλφας ή κάλφας, έπρεπε πρώτα να πάρει την συγκατατάθεση του δικού του μάστορα, που αυτός πάλι ζητούσε στον πρωτομάστορα του ισναφιού την άδεια για να αναγορευτεί ο κάλφας του σε μάστορη. Ο πρωτομάστορας τόλεγε στο συμβούλιό του και όλοι μαζί ξετάζανε αν είναι δόκιμος τεχνίτης, έμπειρος μάστορας, τίμιος άνθρωπος, μπορεί να. έχει όλη την ευθύνη της δουλειάς και αν στο επάγγελμα της συντεχνίας μπορούσε να προστεθεί ένας καινούριος μάστορης και μαγαζί. Ο κάλφας γύρευε την προαγωγή του σαν είχε μαζέψει αρκετό ποσό για να πληρώσει το δασμό, τη μαστοριά, ή το μπασκαλίτικο, στο ισνάφι της συντεχνίας. Τότε ο πρωτομάστορας τον ανάδειχνε στη συνέλευση σε μάστορη ενώ οι άλλοι τον αναγνώριζαν για συνάδελφο. Πάντα με την ανάδειξη του κάθε μάστορη γινόταν λειτουργία και ακολουθούσε μεγάλο τραπέζι και γλέντι. Σ’αυτό λάβαινε μέρος όλη η σύναξη των μαστόρων, που αυτοί το πρόσφερναν στο νέο σύντροφο. Στο κεφάλι του τραπεζιού καθόταν πάντα ο γεροπρωτομάστορας, ο πατριάρχης της οικογένειας των μαστόρων. Το διοικητικό συμβούλιο του κάθε ισναφιού απαρτιζόταν συνήθως από πέντε-έξη μέλη μαστόρους. Σε ελάχιστα ισνάφια, στα πολυμελή, βρίσκομε και δώδεκα μέλη, τη δωδεκάρα. Στη γενική συνέλευση, τη σύναξη, διάλεγε κάθε ισνάφι ανάμεσα στους μαστόρους του τον τιμιότερο και πιο σεβαστό νοικοκύρη για Πρόεδρο, αρχηγό του, τον πρωτομάστορα ή πρωτομαΐστρο, ή μαγίστορα κ.λπ. Η ψηφοφορία γινόταν κάθε χρόνο ή κάθε δυο χρόνια με προφορικό λόγο και δυνατά, με βουή, για να ξέρουν όλοι τη διάθεση που είχε ο καθένας και ποιον διάλεγε για αρχηγό του. Συχνά ο ίδιος ο πρωτομάστορας, αν ήταν ευχαριστημένο το ισνάφι, έμενε είκοσι και τριάντα χρόνια. Με τον ίδιο τρόπο, δηλαδή με βουή, διαλέγανε οι μαστόροι και όλους τους άλλους που θα διοικούσαν το ισνάφι και στις απαιτήσεις των οποίων θα υποτάσσονταν: Το γραμματέα, πού κρατούσε τα κατάστιχα της συντεχνίας, το τεφτέρι για όλες τις δοσοληψίες της, τις συνδρομές, τις εισφορές, τις δωρεές, τα κληροδοτήματα, τους φόρους κ.λπ. Τον ταμία, τον κασσιέρη, και τους τρεις συνήθως συμβούλους, που όλους αυτούς τους λέγανε συχνά και πρωτομαστόρους και θεωρούνταν οι μεγαλύτεροι ισναφλήδες γιατί είχαν τιμηθεί πάνω από όλους τους άλλους ομοτεχνίτες τους για να εφορεύουν μαζί με τον πρόεδρο τους θεσμούς και κανονισμούς που σχετίζονταν με το επάγγελμά τους. Ήταν δηλ. σα να πούμε, οι Jurés, των συντεχνιών του δυτικού μεσαίωνα.
Αμέσως ύστερα από τις εκλογές στέλνανε έγγραφο στον Κατή για να τον πληροφορήσουν ποιος βγήκε πρωτομάστορας και από ποιους αποτελούνταν το συμβούλιο. Και μόνο όταν λάβαιναν απάντηση από την τουρκική αστυνομία πως τους αναγνώριζε έπαιρνε τον τίτλο του και την αρμοδιότητά του ο πρωτομάστορας και όλα τα άλλα μέλη του συμβουλίου.
Κάθε πρωτομάστορας αρχηγός, επαγρυπνούσε για τα συμφέροντα του ισναφιού. Φρόντιζε για τα έσοδα, μάζευε τους φόρους για το επιτήδευμα, καθώς και τον κεφαλικό φόρο, που τους πλήρωνε ύστερα όλους μαζί στους Τούρκους. Εκπροσωπούσε παντού το ισνάφι και είχε μεγάλο κύρος και εξαιρετική θέση στην κοινωνία. Πρωτοστατούσε στις συμφωνίες που κάνανε ανάμεσά τους οι μαστόροι. Φρόντιζε αδιάκοπα να ρυθμίζει τις τιμές στα είδη που κατασκεύαζαν ή εμπορεύονταν οι μαστόροι. Γενικά ενδιαφέρονταν για την παραμικρότερη λεπτομέρεια, αν π.χ. οι πήχες και τα ζύγια ήταν σωστά. Κύριο μέλημά του είχε ο πρωτομάστορας, να καθορίζει μαζί με το συμβούλιό του με δικαιοσύνη και ακρίβεια τα ημερομίσθια, τα μεριάτικα, των τεχνιτών που ποικίλλαν ανάλογα με τις συνθήκες της ζωής και της αγοράς. Είχε κάθε εξουσία πάνω στους συντεχνίτες και τους παρακολουθούσε στη ζωή και τη δουλειά τους. Άγρυπνα εξέταζε αν κάθε μέλος γνώριζε καλά τα καθήκοντα, τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις του αν εφάρμοζε τους κανόνες και τις διατάξεις του ισναφιού, αν εργαζόταν ειλικρινά και τίμια. Σ’αυτόν γινόταν κάθε παράπονο για οποιαδήποτε υπερβασία και είχε δικαίωμα να τιμωρεί μόνος του ή ύστερα από απόφαση του συμβουλίου, κάθε παραβάτη με πρόστιμα ή με βαρύτερες ποινές.
Τα περισσότερα ισνάφια είχαν μεγάλα οικονομικά μέσα. Οι πρόσοδοί τους προέρχονταν από την μηνιαία ή ετήσια συνεισφορά των μελών τους που κι αυτή ποίκιλλε κατά τη δύναμη και την τάξη του κάθε μάστορη· από το δασμό, τη μαστοριά, που πλήρωνε ο κάθε κάλφας σα γινόταν μάστορης και άνοιγε δικό του μαγαζί· από τα ποσά που δίνανε το μήνα οι καλφάδες, τα τσιράκια, στο μάστορά τους για εθνικούς και φιλανθρωπικούς σκοπούς. Σαν πέθαιναν οι μαστόροι άφηναν απαράβατα στις συντεχνίες τους δωρεές και κληροδοτήματα για αγαθοεργούς, κοινωνικούς, εκπαιδευτικούς σκοπούς και μάλιστα οι πλουσιότεροι ισναφλήδες. Άλλη είσπραξη του ταμείου ήταν οι τόκοι που παίρνανε από τους εμποροβιοτέχνες όταν η συντεχνία τους δάνειζε χρήματα. Πρόσοδος ήταν τα πρόστιμα που πλήρωναν, δέκα δεκαπέντε γρόσια, όσοι μαστόροι δεν πήγαιναν αδικαιολόγητα στις κηδείες των συντεχνιτών τους και όσοι δεν πήγαιναν στη γενική συνέλευση, στη σύναξη, όπως και αρκετά ποσά δίνανε κείνοι που απειθαρχούσαν στην τάξη και στις διαταγές της συντεχνίας.
Από το ταμείο των συντεχνιών τον κορβανά, συντηρούσαν γιατρούς, φαρμακεία, βοηθούσαν άρρωστους συντεχνίτες, γέροντες. Είχαν ταμείο προνοίας, για να περιθάλπουν με την ίδια στοργή χριστιανούς, χήρες, ορφανά, Τούρκους, Εβραίους. Δανείζανε με τόκο μετριότατο ή και άτοκα όσους γίνονταν μαστόροι ,και δεν μπορούσαν να πληρώσουν, τη μαστοριά. Δίνανε μηνιαία χρηματικά βοηθήματα σε κείνους που δεν είχαν δουλειά, φρόντιζαν όσους ατυχούσαν, προικοδοτούσαν και πάντρευαν κορίτσια, μάζευαν τα έκθετα παιδιά, μεριμνούσαν για τα νόθα, κάνανε κηδείες, μνημόσυνα φτωχών συντεχνιτών τους. Ελευθερώνανε από τις φυλακές όσους κρατούνταν για χρέη, ή και παραπτώματα, τους προμηθεύανε κατάλληλα ρούχα, τους τρέφανε. Δίνανε φιλοδωρήματα σε Τούρκους διοικητικούς υπαλλήλους για να εξαγοράζουν τους χριστιανούς που σκλάβωναν οι Τούρκοι. Χτίζανε και συντηρούσαν σχολειά, διόριζαν και πλήρωναν δασκάλους. Οικοδομούσαν και διορθώνανε εκκλησιές, νοσοκομεία και κάθε είδος ευαγή καθιδρύματα. Τυπώνανε βιβλία, σπουδάζανε παιδιά, τα στέλνανε σε οικοτροφεία ή υπότροφους σε ανώτερες σχολές και σε πανεπιστήμια στην Ευρώπη. Από τους εράνους που κάνανε για κάποια επείγουσα ανάγκη, όπως σε περίπτωση πυρκαϊάς, δίνανε αμέσως την άλλη μέρα στα θύματα οι ταμίες των ισναφιών, χρήματα και μοιράζανε ρούχα, τρόφιμα. Το ίδιο γινόταν σα φυλακίζανε ομαδικά πολλούς μαζί οι Τούρκοι που για μήνες ολόκληρους τους ντύνανε και τους τρέφανε τα ρουφέτια.Υποδειγματική και θαυμαστή είναι η συμπεριφορά των ισναφιών απέναντι στην Εκκλησία, τη θρησκεία, τα εκκλησιαστικά καθιδρύματα. Γι’αυτό και είχαν μεγάλο κύρος στον Πατριάρχη και στους Μητροπολίτες. Σημαντικά ποσά προσφέρουν για την ανέγερση, την επισκευή, συντήρηση, διακόσμηση και αγιογράφηση των εκκλησιών καθώς και για την ανοικοδόμηση των ναών, που καίγονταν στις πυρκαϊές ή για την ανακαίνισή τους. Έτσι τιμητικά διορίζονται από τον Πατριάρχη και τους Μητροπολίτες των επαρχιών ως επίτροποι των εκκλησιών και των νοσοκομείων. Όταν μια εκκλησιά ή μοναστήρι για λόγους οικονομικούς πρόκειται να πουλήσει τα ιερά της σκεύη και κειμήλια ή να δανεισθεί χρήματα για την ανακαίνισή της πάντα στις συντεχνίες προστρέχουν. Αυτές αναλαμβάνουν να συναχθούν τα χρήματα, είτε για να ματαιωθεί η πώληση των ιερών κειμηλίων, είτε για να καταβάλουν το δάνειο και να απαλλάξουν από την υποθήκη την εκκλησιά που πρόκειται να ανοικοδομηθεί ή να ανακαινισθεί. Αλλά και οι ίδιοι οι πρωτομαΐστορες των ισναφιών, από την ατομική τους περιουσία, χορηγούν δωρεές στις εκκλησιές, στα μοναστήρια ή αφήνουν μέρος της περιουσίας τους μετά θάνατο. Φιλοτιμούνται να κοσμούν, με δικά τους χρήματα, τους ναούς με τοιχογραφίες, ξυλόγλυπτα τέμπλα, φορητές εικόνες, προσκυνητάρια, προσφέρουν ιερά σκεύη, άμφια και κάθε εξάρτημα που πλουτίζει τον εσωτερικό διάκοσμο των ναών, όπως τρανά μας διδάσκουν οι διάφορες κτητορικές επιγραφές.
Παντού σε όλες τις πόλεις, πρωτοστατούν στην εποπτεία των νοσοκομείων οι πρωτομαστόροι των μεγάλων συντεχνιών, στα Γιάννινα, στην Καστοριά, Θεσσαλονίκη, Πόλη, Αδριανούπολη κ.λπ. Στους πρωτομαΐστορες των ισναφιών ως τίμιους και ευυπόληπτους και πάνω από όλους τους αρχιγουναράδες, σαν αρχηγούς του ισχυροτέρου ισναφιού εμπιστεύονται ο Πατριάρχης και οι Μητροπολίτες των πόλεων «το κουτί της ελεημοσύνης» ή «το κιβώτιον ελέους». Η ευεργετική του χρήση, που καθιερώνεται από τον μέγα Χρυσόστομο, συνεχίζεται στη βυζαντινή εποχή και εξακολουθεί να εφαρμόζεται και στην τουρκοκρατία. Οι πρωτομαστόροι, ως επίτροποι, εισπράττουν τις προσόδους του κιβωτίου που απαρτίζονται από τον οβολό του κάθε χριστιανού, καθώς και από τις συνεισφορές των εκκλησιαστικών, πολιτικών και λοιπών συστημάτων, όπως και από τις συνδρομές πλουσίων Ελλήνων φιλανθρώπων. Τις διαθέτουν για να ελευθερώνουν τους σκλάβους, να πληρώνουν τους φόρους των φτωχών φυλακισμένων και γενικά να περιθάλπουν κάθε φτωχό και δυστυχισμένο. Η περίθαλψη και μέριμνα για τους φυλακισμένους, όπως και η απαλλαγή τους από τα τουρκικά κρατητήρια θεωρούνταν από όλους τους Έλληνες, και κατ’εξοχήν από τους επαγγελματίες, όπως πιστοποιείται από διάφορα κείμενα, σαν ύψιστο χριστιανικό και εθνικό καθήκον. Γι’αυτό πολλοί και από τους εμπορευόμενους ξενητεμένονς στέλνουνε ταχτικά χρήματα για το σκοπό αυτό και μεγάλοι ευεργέτες αφήνουν με τις διαθήκες τους σημαντικά ποσά για τη συντήρηση και απελευθέρωσή τους. Παράδειγμα ο περιώνυμος Επιφάνιος ηγούμενος της οικογένειας των μεγάλων γουναράδων Ζωσιμαδών, ο ιδρυτής της Επιφανείου Σχολής στα Γιάννινα, που στη διαθήκη του (1647 εν Ενετία) εκτός από τα ποσά που κληροδοτεί για αγαθοεργούς και εκπαιδευτικούς σκοπούς αφήνει και 1000 δουκάτα «ίνα με το διάφορόν των αποφυλακίζωνται από τας φυλακάς της Γιάννινας πτωχοί χριστιανοί».23 Αργότερα στις αρχές του ΙΘ' αιώνα που οι φυλακισμένοι πολλαπλασιάζονται και οι ανάγκες τους γίνονται επείγουσες και επιταχτικές το Πατριαρχείο ιδρύει μόνιμη 8μελή επιτροπή από αντιπρόσωπους των τριών μεγαλυτέρων συντεχνιών, τρεις αντιπρόσωπους από τους γουναράδες, τρεις από τους μπακάληδες και δύο από τους τακιαντζήδες (εμπόρους υφασμάτων και κατασκευαστές ενδυμασιών). Στους οχτώ αυτούς ισναφλήδες αναθέτει το Πατριαρχείο σαν εθνική αποστολή τη φροντίδα και απελευθέρωση των φυλακισμένων χριστιανών24.
Η μεγαλύτερη όμως εθνική υπηρεσία των συντεχνιτών παντού σε όλο τον ελληνισμό στάθηκε η ανεκτίμητη προσφορά τους στην εκπαίδευση της νεολαίας, στην ίδρυση και υποστήριξη των σχολείων, στη δωρεάν εκπαίδευση απόρων, στην εκτύπωση βιβλίων.
Στο θεσμό που ιδρύει ξανά ο Κύριλλος Ε' (1752), με τους Επιτρόπους του κοινού, που αναλαμβάνουν τα έσοδα του Πατριαρχείου, τη φροντίδα για την πνευματική εξύψωση της εκκλησίας και τις ανάγκες της γενικότερα, πάλι οι συντεχνίες μαζί με τον κλήρο λαβαίνονν μέρος. Η Επιτροπή αποτελεί το Σώμα της αντιπροσωπείας του Γένους και συνεργάζεται με τον Πατριάρχη για την επίλυση σοβαρών εθνικών ζητημάτων. Στο «Επιτροπικό των Αρχιερέων και Αρχόντων»25, που αναγράφονται «τα καθήκοντα των Επιτρόπων του κοινού», οι αντιπρόσωποι του λαού εκλέγονταν, ως επί το πλείστον, εκ του χρησίμου ρουφετίου των γουναράδων και σπάνια από τις λοιπές συντεχνίες, ύστερα από κοινή σύσκεψη του Οικουμενικού Πατριάρχη, των αρχόντων, της πολιτείας, της Ιεράς Συνόδου και των εγκρίτων γερόντων των ρουφετίων26.
Πάμπολλα είναι τα παραδείγματα που αποδείχνουν ότι τα ρουφέτια σαν αντιπροσωπεία του λαού είχαν σημαντική και ισχυρή θέση στη διοίκηση της κάθε κοινότητας και πολιτείας και σ’αυτήν την Πόλη. Στενά συνεργάζονται, όπως αναφέρθηκε, με την Εκκλησία. Οι πρωτομαΐστορες γίνονται μέλη στα εκκλησιαστικά δικαστήρια και σ’αυτούς απευθύνεται η Εκκλησία για κάθε θρησκευτικό και φιλανθρωπικό σκοπό, καθώς και για κάθε σοβαρό κοινωνικό και εθνικό ζήτημα. Τα ισνάφια των επαρχιών παίρνουνε από την Πόλη και τα Πατριαρχεία τη γενική καθοδήγηση και έχουν για πρότυπα τα μεγάλα ρουφέτια της Πόλης. Οι θεσμοί τους επιτρέπανε, όπως και στις κοινότητες, να αυτοδιοικούνται κάτω από την εξουσία του Πατριάρχη. Έτσι σιγά-σιγά δημιουργήθηκε ένα σύστημα αυτοδιοίκησης, στο οποίο δεν ανακατώνονταν οι Τούρκοι. Γνωστό είναι πως σε όλη περίπου την Ελλάδα διοργανώθηκε η κοινοτική ζωή με τη δημογεροντία και τους προεστούς27 που το Οθωμανικό κράτος την ευνόησε γιατί έτσι ήταν απαλλαγμένο από όλα τα διοικητικά βάρη, τις φροντίδες των φόρων, ακόμη και του κεφαλικού. Το ίδιο και τα ισνάφια ήταν γι’αυτούς μια διοικητική απλοποίηση, μια ευκολία, αφού ο προϊστάμενός τους είχε και την ευθύνη απέναντι των τούρκων για ολόκληρη τη δράση της συντεχνίας και την ατομική εισφορά του κάθε τεχνίτη.
Οι πρωτομαστόροι λοιπόν των ισναφιών φτάσανε σε όλη την Ελλάδα στα ανώτερα αξιώματα τόσο που στην Πόλη είχαν και ψήφο ισχυρή στα πράγματα του εκκλησιαστικού θρόνου. Ήταν όχι μόνο μέλη του Πατριαρχικού δικαστηρίου, αλλ’ είχαν και το δικαίωμα της εκλογής του Πατριάρχη, μαζί με την Ιερά Σύνοδο και τους Φαναριώτες προεστούς. Επίσης στη δωδεκαμελή Επιτροπή που εμπιστευόταν ο Πατριάρχης, το ταμείο της Εκκλησίας οι τέσσερεις ήταν αντιπρόσωποι των ισναφιών. Αλλά και οι γενικές συνελεύσεις που συγκαλούνταν στα πατριαρχεία για τις κοινές υποθέσεις, αποτελούνταν, το περισσότερο, από μέλη των ισναφιών.
Δεν ανατρέχομε σε άλλα παραδείγματα, όπου παντού αναφαίνονται τα ισνάφια σαν εκλογικός παράγοντας με συμβουλευτική ψήφο σε όλες τις σπουδαίες υποθέσεις της Εκκλησίας ή της πολιτείας. Αυτά μαζί με τον κλήρο και τους «λογάδες του Γένους» διάλεγαν τους δημογέροντες κι αυτά είχαν το μερτικό της ευθύνης για κάθε βλάβη και ζημία που γινόταν στο διάστημα της διαχείρισης του δημογέροντα. Ο πρωτομάστορας αντιπροσωπεύοντας το ισνάφι του ψήφιζε μέ την έγκριση της ολομέλειας της κάθε συντεχνίας για κάθε σοβαρό ζήτημα. Όποτε διαλέγονταν νέοι προεστώτες παρουσιάζονταν στις τουρκικές αρχές οι προεστοί μαζί με τους μαστόρους των ρουφετιών, για να επικυρωθεί η εκλογή τους και κει, στο έγγραφο της αναγνώρισης, αναλάβαιναν οι προεστοί την ευθύνη να διοικούν νόμιμα αλλά και την υποχρέωση να συμβουλεύονται τους έξω τίμιους ανθρώπους και τα ισνάφια, σε κάθε αναγκαία υπόθεση.
Τα ισνάφια λοιπόν ήσαν, σα να πούμε, ένα είδος κοινοβουλίου που αντιπροσώπευε όλο τον επαγγελματικό κόσμο με τον καλύτερο τρόπο, γιατί η αντιπροσωπεία αυτή προερχόταν από νόμιμη γενική εκλογή. Με την εξουσία που παίρνανε τα ισνάφια από τη λαϊκή τους αυτή διαμόρφωση αποχτούσαν δύναμη και βαρύτητα για να διευθετούν και γενικότερα κοινωνικά και εθνικά προβλήματα.
Από τα πολλά γνωστά και φημισμένα ισνάφια, μνημονεύομε λεπτομερέστερα και υποδειγματικά ένα, το ρουφέτι των γουναράδων, έτσι που να δοθεί μια πιο παραστατική εικόνα της δραστηριότητας των συντεχνιών και να κατανοηθεί καλύτερα η σπουδαιότητα της αποστολής τους, καθώς και η αποτελεσματικότητα της ενέργειάς τους.
Από τα βυζαντινά χρόνια ακμάζει το σύστημα των γουναρίων και γνωστά ήταν τα μαγαζιά-αργαστήρια για τις γούνες, τα γουνάρια, ή τά γουναρεία, όπου πουλούνταν όλων των ειδών τα γουναρικά και τα πιό εκλεκτά και βαρύτιμα για τους εξωτερικούς επενδύτες και την επένδυση των εσωτερικών φορεμάτων των βυζαντινών. Παράδοση αιώνων έκανε να φημίζονται ως έμποροι και άριστοι τεχνίτες οι βυζαντινοί για την επεξεργασία και την λεπτότητα της συρραφής των μικρών κομματιών των γουναρικών. Ακόμη από το 1204 στην περιγραφή του Βιλεαρδουίνου για την άλωση της Πόλης από τους Φράγκους, αναφέρονται και τα γουναρικά ανάμεσα στα πολύτιμα λάφυρα. Ευρύτατη επίσης και μεγάλη ήταν η χρήση της γούνας σε όλη την περίοδο της τουρκοκρατίας όπως και στη βυζαντινή. Συνηθίζονταν στο εσωτερικό σε όλη την Οθωμανική επικράτεια από τους Μουσουλμάνους, Εβραίους, Χριστιανούς και αυτούς τους κληρικούς, ως δείγμα πλούτου και πολυτέλειας και στο εξωτερικό από τους πλούσιους ηγεμόνες και όλους τους κοσμικούς. Τη συνήθεια να φορούν και οι κληρικοί γούνες ψέγει ο Πατριάρχης Προκόπιος (1789) βλέποντας διακόνους και Αρχιερείς «με γούναις ακριβαίς και χονδραίς»[28].
Τα ισνάφια των γουναράδων ξαπλώνονται από τα πρώτα χρόνια της σκλαβιάς και μάλιστα ακμάζουν από τον ΙΣΤ' αι., κυρίως στά Γιάννινα, στη Μοσχόπολη, τη Λάρισσα, την Καστοριά, Μπιτόλια (Μοναστήρι), Σιάτιστα, Κοζάνη, Σαλονίκη, Σέρρες, Πόλη, Αδριανούπολη, Φιλιππούπολη κ.λπ. Στην Πόλη μάλιστα το ισνάφι των γουναραίων ήταν το πρώτο από όλα τα ισνάφια της Βασιλίδας των Πόλεων, τόσο που να εξελιχθεί σε αυτόνομο τραπεζικό οργανισμό. Εκπροσωπούσε την εμπορική και οικονομική κίνηση όχι μόνο της Πόλης αλλά και ολόκληρης της Χώρας. «Οι έμποροι των γουναρικών και αυτοί οι σισυρορράπται[29], Γραικοί ως επί το πλείστον30, γράφει ο Σκαρλ. Βυζάντιος31, επροχώρουν αείποτε επί μέγα δυνάμεως παρά τοις Κρατούσι. Και ευρίσκομεν, ακόμη επί των Αυτοκρατόρων Σελήμ του Β΄ και Μουράτ του Γ' , ισχύοντας τα μέγιστα εν ΚΠ, διά το μετά της Ρωσίας εμπόριον των γουναρικών, τους αδελφούς Καντακουζηνούς, Μιχαήλ και Κωνταντίνον, υιούς ίσως του ενδοξοτάτου άρχοντος, καθώς τον τιτλοδοτεί ο Μαλαξός, Δημητρίου του Καντακουζηνού. Των αδελφών τούτων, ο μεν Κωνσταντίνος κατώκει εν τω Γαλατά και ήτον Μέγας Πραγματευτής ή επί του Τελωνείου (Μπαζιργκιάνμπασης)· ελάμβανε δε κατ’ έτος 60.000 φλωρία, ίνα προμηθεύη τα αναγκαία πολύτιμα υφάσματα και πετράδια, ιδίως δε τα εκ της Ρωσίας γουναρικά, ως είπομεν, εις τό Σαράι. Ο δε Μιχαήλ διέτριβε το πλείστον εν τη παρά τον Εύξεινον Πόντον Αγχιάλω... Ο υιός αυτού ενυμφεύθη θυγατέρα των Ραλαίων, ιδιοπραγούντων εν Αδριανουπόλει· την δε θυγατέρα του υπανδρεύσας τω 1576, έδωκεν αυτή προίκα 20.000 φλωρίων, εκτός των φορεμάτων και άλλων πολυτίμων κειμηλίων και επροσκάλεσεν εις τους γάμους τον Πατριάρχην, Ιερεμίαν τον Β', τον επιλεγόμενον Τρανόν...».
Τους Καντακουζηνούς βρίσκομε να συνεχίζουν την τέχνη του γούναρη και με τους απογόνους τους, όπως και ένα Μουσελίμη από την οικογένεια των Κομνηνών. Το επάγγελμα του γούναρη δεν ήταν μόνο επικερδέστατο, αλλά θεωρούνταν και κατ’ εξοχήν τιμητικό. Οι γουναράδες είχαν τα πρωτεία παντού σε όλην τη χώρα. Όπως και στο Φανάρι έτσι και σε όλες τις άλλες πόλεις ήρχονταν στην τάξη μετά τους πρώτους άρχοντες του κάθε τόπου. Είχαν παντού την υπεροχή, την υπόληψη, την εκτίμηση Ελλήνων και Τούρκων. Έτσι μπόρεσαν να επενεργούν επωφελέστατα σε όλα τα γενικά και εθνικά ζητήματα. «Η γουναρική (στα Γιάννινα) απηρίθμει, γράφει, ο Δημ. Χασιώτης,[32], εκατό βιομηχανικά καταστήματα ων έκαστον απησχόλει σαράντα ως πενήντα εργάτας και μετεκόμιζεν εκ Ρωσίας τα πολύτιμα γουναρικά, τα οποία κατεργαζόμενα εν μηλωταίς βαρυτίμοις απεστέλλοντο εις άπειρα μέρη». Πολλοί αρχιγουναράδες είχαν εγκατασταθεί από το ΙΖ' αι. στη Μολδοβλαχία και κατά προτίμηση στη Ρωσία, όπου ανάπτυξαν σε μεγάλο βαθμό το εμπόριο των γουναρικών με την Τουρκία και ίδρυσαν σημαντικούς εμπορικούς εξαγωγικούς και εισαγωγικούς οίκους. Σ’ένα γράμμα του Ι.Ρούβελα από το Βραδέτο του Ζαγοριού της Ηπείρου (14 Νοεμβρ. 1710) αναφέρεται ότι ο παππούς του (1647) έκανε το εμποριο των γουναρικών στη Ρωσία με άλλους Ζαγορίσιους από τους οποίους μερικοί είχαν γίνει και βογιάροι. Αλλά και στα Γραμμενοχώρια της Ηπείρου το εμπόριο των γουναρικών αναπτύχθηκε κατ’εξοχήν και πολλοί γίνανε πάμπλουτοι, όπως οι πρόγονοι των Ζωσιμάδων, ο Κρομμύδας, οι Λέγγαροι, ο Ζώης Καπλάνης, ο Γ. Γοργόλης [33]. Φυσικά και σε όλες τις άλλες περιοχές της τουρκοκρατούμενης χώρας και στις πόλεις που άκμαζε η γουναρική έχομε παρόμοια παραδείγματα γουναράδων, που, αν και ξεκινάνε από το μικρό τόπο τους, αναπτύσσουν στις πόλεις το εμπόριο και την τέχνη του γουναρά σε μεγάλο βαθμό. Όλα τα ισνάφια παντού είχαν πλατειές συναλλαγές με την Καστοριά, όπου άκμασε σαν αποκλειστική ειδικότητα των Καστοριανών και απασχολούσε όλους σχεδόν τους κατοίκους η βιοτεχνική επεξεργασία των γουναρικών που φτάνει σε μεγάλη εμπορική ακμή κατά τον ΙΖ' και ΙΗ' αι. Πολλοί ισναφλήδες γουναράδες στις περισσότερες πόλεις της Τουρκίας και σ’αυτήν την Πόλη κατάγονται από την Καστοριά. Άλλοι πάλι Καστοριανοί είναι εγκατεστημένοι από πολλά χρόνια στη Βιέννη, τη Βουδαπέστη και αλλού, όπου αναπτύσσουν σε σημαντικό βαθμό τον κύκλο των εργασιών τους και αποχτούν μεγάλο πλούτο. Γεμάτη είναι ακόμη σήμερα η Καστοριά με τα πλούσια και μεγάλα αρχοντικά και το μεγαλοπρεπή εσωτερικό διάκοσμο, που οι πλούσιοι Καστοριανοί γουναράδες οικοδομούσαν στους χρόνους της ευημερίας της Καστοριάς και μάλιστα οι ξενιτεμένοι, όταν παλλινοστούσαν στην πατρίδα τους[34].
Επί τρεις περίπου αιώνες, από τα μέσα του ΙΣΤ' ως τα μέσα του ΙΘ' αι., η αίγλη των γουναράδων είναι αμείωτη και τα ισνάφια τους τα πλουσιότερα και ισχυρότερα στην κάθε πολιτεία, καθώς και τα πιο ευεργετικά στο έθνος. Σημαντικό ρόλο παίζουν παντού, πρωτοστατούν και έρχονται αρωγά σε κάθε εκκλησιαστικό, εκπαιδευτικό, κοινωφελές και αγαθοεργό ζήτημα. Η συντεχνία των γουναράδων στην Πόλη, η πρώτη ανάμεσα σε όλες τις άλλες περιβάλλεται με τόσο κύρος που συνήθως στο δικό της το ταμείο καταθέτουν δωρητές και ευεργέτες όχι μονάχα αρχιγουναράδες, αλλά και άλλοι πλούσιοι Έλληνες, σημαντικά ποσά για να προστατεύονται χήρες, ορφανά και να επιτελούνται διάφοροι άλλοι αγαθοεργοί και κοινωνικοί σκοποί. Τους γουναράδες της Πόλης ορίζουν κριτές οι Αγιορίτες για να ρυθμίζουν και κανονίζουν τις υποθέσεις τους. Χάρις στη δραστηριότητα των γουναράδων απολυτρώνεται το 1750 στην Πόλη, ο ναός των Βλαχερνών, από τη δεσποτία των μωαμεθανών Τσιγγάνων για να τον ξαναπάρουν οι Έλληνες ορθόδοξοι. Γι’αυτό η συντεχνία των γουναράδων της Πόλης κρατάει έναν αιώνα την Επιτροπεία της Εκκλησίας και τα έσοδα του αγιάσματος του Ναού των Βλαχερνών που ανέρχονταν σε διακόσιες χιλιάδες γρόσια και με τα οποία συντηρούνταν πολλές φτωχές οικογένειες γουναράδων[35].
Η συντεχνία των γουναράδων διαθέτει σημαντικό ποσό στον Πατριαρχικό οίκο όταν ανακαινίζεται το 1792, επί Πατριάρχου Γρηγορίου του Ε'. Αναλαμβάνει τα έξοδα της υδραυλικής εγκατάστασης, που μεταφέρει το νερό στην εκκλησιά του Χριστού, όπως πιστοποιείται και από οχτάστιχο επίγραμμα36. Με δική τους πρωτοβουλία η συντεχνία των γουναράδων της Πόλης καθορίζει φορολογία μισό γρόσι, πάνω σε κάθε σαμουροκαλπάκι, υπέρ του Παναγίου Τάφου και όταν το 1718 αρχίζει να ελαττώνεται η εισφορά του ισναφιού στον Πανάγιο Τάφο, γιατί όσο πάει και σβύνει η συνήθεια να φορούν οι προύχοντες σαμουροκαλπάκια, επιθυμεί όμως σύγχρονα και να αυξήσει την εισφορά της, φορολογεί με δύο γρόσια κάθε παλιά καλή σαμουρόγουνα που κατασκευάζουν οι γουναράδες. Τη φορολογία αυτή υπογραμμένη από τους γουναράδες επικυρώνει ο Πατριάρχης της Κωνσταντινούπολης Ιερεμίας Γ' με Συνοδικό γράμμα37. Με τη συνδρομή των γουναράδων ξαναπαίρνει η Μητρόπολη της Αδριανούπολης στις αρχές του ΙΖ' αι. τα ιερά σκεύη, τα άμφια, τα βιβλία, που είχε δώσει ως ενέχυρο38. Δείγμα του πλούτου και της ευεξίας των γουναράδων της Πόλης είναι και το περίφημο βαρύτιμο Εγκόλπιο το επιλεγόμενο «των Γουναράδων», το πολυτελέστερο από όλα τα εγκόλπια που βρίσκονται σήμερα στο Πατριαρχικό σκευοφυλάκιο. Διακοσμημένο με πολύτιμα πετράδια -διαμάντια και σμαράγδια- και με σμαλτωμένες παραστάσεις είναι προφανέστατα δώρο των γουναράδων της Πόλης προς τον Πατριάρχη Καλλίνικο Δ' (1801-1809)[39].
Το ισνάφι των γουναράδων της Πόλης ξαπλώνει την εθνική του δράση και για την πρόοδο των γραμμάτων. Αναλαμβάνει τις δαπάνες για την ίδρυση και συντήρηση σχολείων που βρίσκονται σε άλλα μέρη της χώρας. Διορίζει στις σχολές αυτές επιτρόπους όπως: στα Γιάννινα, στην Αμάσεια, στην Πάτμο, Σίφνο, Παλαιστίνη, Αδριανούπολη, Σηλυβρία. Ο οργανισμός των γουναράδων της Πόλης ήταν τόσο ισχυρός, είχε τόση υπόληψη και κύρος, που δωρητές και ευεργέτες στο έγκριτο ισνάφι των γουναράδων εμπιστεύονταν τις περιουσίες τους που κληροδοτούσαν στα σχολειά. Ο Πατριάρχης Ιεροσολύμων Χρύσανθος (1715), αναγγέλλει στους ισναφλήδες των γουναράδων της Πόλης την ίδρυση της Ιεράς Σχολής της Καστοριάς και αναθέτει να κανονίζουν αυτοί την μισθοδοσία των δασκάλων της Σχολής. Τα σχολειά της Παλαιστίνης συσταίνονται, το 1720, με την κοινή γνώμη του φιλοχρίστου ρουφετίου των γουναράδων και τρεις απ’αυτούς άρχοντες εκλέγονται για επίτροποι. Στη συντεχνία των γουναράδων αναθέτει ο Πατριάρχης Νεόφυτος Ζ' με σιγίλλιο τη διαχείριση της περιουσίας των σχολών της Σηλυβρίας που ιδρύονται το 1799, γιατί πολλοί γουναράδες της Πόλης κατάγονταν από τη Σηλυβρία. Η περίφημη Σχολή της Πάτμου όχι μόνο συντηρείται ως τα τελευταία χρόνια από τη συντεχνία των γουναράδων της Πόλης, αλλά και η εφορευτική επιτροπή που φροντίζει για την εξεύρεση δασκάλων και επιλύει κάθε ζήτημα της Σχολής αποτελείται από τους χρήσιμους γουναράδες. Ένας από τους πολλούς γουναράδες δωρητές της Σχολής της Πάτμου ορίζει με διαθήκη του (1785) να μοιράζονται τα χρήματα «διά χειρός των εν τη βασιλευούση ευρισκομένων χρησίμων γουναράδων επιτρόπων του αυτού μοναστηρίου και της εκείσε σχολής». Η συντεχνία των γουναράδων της Πόλης μεταβιβάζει με τη διάλυσή της περί τα τέλη του ΙΘ' αι. την περιουσία της στή Μεγάλη του Γένους σχολή, στην οποία συνήθως επίτροποι ήταν οι αντιπρόσωποι των γουναράδων, (όπως ο Καστοριανός Κυρίτσης, Μιχαλάκης) και σπάνια από άλλη συντεχνία. Δεν είναι δυστυχώς δυνατόν να δοθούν στο μικρό αυτό άρθρο και άλλα παραδείγματα από τη δράση, τόσο της συντεχνίας των γουναράδων της Πόλης, όσο και όλων των άλλων συντεχνιών των γουναράδων στις διάφορες πόλεις. Η συμμετοχή τους στην κάθε τοπική εξουσία δεν είναι λιγότερο αξιόλογη. Πρωτοστατούν στην εκλογή των προεστών και δημογερόντων και συμμετέχουν ενεργά στη διοίκηση του κάθε τόπου. Πλείστοι αρχιγουναράδες εκλέγονται προεστοί κοινοτήτων και δημογέροντες. Γενικά από τον ΙΖ' αι. ευεργετούν με κάθε τρόπο την ορθόδοξη ελληνική κοινότητα τόσο οι συντεχνίες τους όσο και οι ίδιοι ατομικά και μάλιστα τις γενέτειρές τους. Ο πρωτομάστορας των γουναράδων της Πόλης, Κυρίτζης Αθανασάκης (1700), προσφέρει σημαντικό χρηματικό ποσό στη Μονή της Θεοτόκου Καμαριωτίσσης της Χάλκης. Από τις πολλές δωρεές του σημαντική είναι η επίστρωση του δαπέδου του Πατριαρχικού Ναού του Αγίου Γεωργίου (1720): «Το παρόν έδαφος εστρώθη διά δαπάνης του τιμιωτάτου άρχοντος κυρίου Αθανασάκη κιουρκτσήμπαση (αρχιγουναρά) εις μνημόσυνον αυτού εν έτει ΑΨΚ» Ο μεγάλος προστάτης των ελληνικών γραμμάτων, αρχιγούναρης του ισναφιού της Πόλης Μανωλάκης ο Καστοριανός, ιδρύει στο Φανάρι την πρώτη ελληνική Σχολή40 και είναι κατά τον Μ. Γεδεών[41] «ο διά τας συστάσεις των εν Άρτη, Χίω και Ανατολικώ σχολείων κατά την τελευταίαν τριακονταετίαν τον ΙΖ' αι. κληθείς περιώνυμος Μανωλάκης ο εκ Καστορίας». Ο ίδιος πιθανότατα δωρίζει εις τον πατριαρχικό ναό το μέγα και καλλιτεχνικά επεξεργασμένο ελεφαντοκόλλητον παγκάριον42, με την επιγραφή «Μανουήλ υιός Πέτρου εκ Καστορίας αφοσιοί έτει ΑΧΞΘ'» (1669). Προστάτες των γραμμάτων είναι και οι Καστοριανοί, Δημήτριος Κυρίτζης και ο γιός του Γεώργιος, που με τις διαθήκες τους (1697, 1715, 1721) καταθέτουν χιλιάδες δουκάτα και φλωρία για να ιδρυθεί ιδιόκτητη ελληνική Σχολή στην Καστοριά και πληρώνονται οι δάσκαλοι, να αυξάνονται οι υπότροφοι καθώς και να εξαγοράζονται σκλάβοι. Αρχιγούναρης ήταν και ο Μανουήλ Ιωάννου Υψηλάντης, ο κατά τον Σκαρλ. Βυζάντιον[43] μέγας θείος του ηγεμόνα Αλεξάνδρου Υψηλάντου, ισχύσας από του 1700 μέχρι του 1730. Επίσης ο Ιωάννης Καρυοφύλλης, που εχρημάτισε λογοθέτης της μεγάλης εκκλησίας της Πόλης, καθώς και γιος γούναρη από τη Λάρισσα ήταν και ο γνωστός ιστορικός Κωνστ. Κούμας. Αρχιγουναράδες μεγαλέμποροι ήταν και οι πρώτιστοι αρχηγοί της Φιλικής Εταιρείας Νικόλαος Σκουφάς, Αθανάσιος Τσακάλωφ (και ο πατέρας του Αθ. Τσακάλωφ έκανε το εμπόριο των γουναρικών στη Μόσχα και στη Νίζνα). Αλλά και οι περισσότεροι από τους πασίγνωστους μεγάλους εθνικούς Ευεργέτες, που η μνήμη τους είναι ζωντανή γύρω μας και μέλη της Φιλικής Εταιρείας, ο Ζώης Καπλάνης, οί Ζωσιμάδες και οι πρόγονοί τους, ο Μ. Τοσίτσας και ο πατέρας του καθώς και τόσοι μεγάλοι άνδρες που τίμησαν τήν Ελλάδα με τις ευεργεσίες τους και τις ανεκτίμητες πράξεις τους.
Αναμφίβολα λοιπόν, τα συνάφια είναι κατά την τουρκοκρατία οι σημαντικότεροι δημιουργοί όχι μόνο στην οικονομική και επαγγελματική ανάπτυξη της χώρας, αλλά και στη θρησκευτική και κοινωνική υπόσταση του έθνους. Οι Έλληνες με ανεπτυγμένο το συναίσθημα για τις τέχνες, προικισμένοι με εμπορικό και οργανωτικό πνεύμα, μπόρεσαν και σ’αυτές ακόμη τις δυσχερέστατες μέρες της σκλαβιάς όχι μόνον να αποζήσουν από τα επαγγέλματα και το έμπόριο και να ευημερήσουν, αλλά να συνάξουν και μεγάλα πλούτη. Μα και κάτι παραπάνω. Αυτά τα ισνάφια που κρατήσανε στα χέρια τους τα περισσότερα επαγγέλματα και όλες σχεδόν τις τέχνες και το διαμετακομιστικό εμπόριο των προϊόντων της εποχής εκείνης, ανάδειξαν πλείστες πόλεις της χώρας σε μεγάλα εμπορικά κέντρα (Γιάννινα, Μπιτώλια, Σκόδρα, Καστοριά, Κοζάνη, Θεσσαλονίκη, Σέρρες, Κωνσταντινούπολη, Αδριανούπολη, Φιλιππούπολη, Σμύρνη, Προύσα κ.λπ.), που από τις αρχές του ΙΖ' ίσαμε τα μέσα περίπου τον ΙΘ' αί: συγκεντρώνουν όλες σχεδόν τις τέχνες και τα επαγγέλματα της εποχής εκείνης. Ο Spοn (1666) και ο Garnier (1702), π.χ. εγκωμιάζοντες την εμπορική δραστηριότητα των Γιαννίνων, που συγκέντρωναν από την εποχή εκείνη μεγάλες αποθήκες με εμπορεύματα, τη συγκρίνουν με την εμπορική κίνηση της Μασσαλίας. Ο Π. Αραβαντινός44 γράφει, πως το 1705 στέλνονταν από την Ήπειρο στο εξωτερικό, εκτός από τα διάφορα άλλα προϊόντα, μπαμπάκι 2.000 καντάρια, λινάρι πρώτης καί δεύτερης ποιότητας καντάρια 15.000, καπότες δέματα 600, ρούχα κατεργασμένα, δέρματα, χρυσά νήματα, χρυσές ταινίες, φυτικές ουσίες, γούνες, φλοκάτες βελέντζες, ενδυμασίες κεντητές ή απλές, όπλα διάφορα κ.λπ. Τα ρουφέτια απλώνουν τα δίχτυα τους όχι μόνο στα κέντρα της Ανατολής ίσαμε την Αλεξάνδρεια, Τύνιδα, Αραβία, Αβυσηνία, Ινδίες, Κίνα και στις συγκροτούμενες εμποροπανηγύρεις, αλλά καλλιεργούν και σχέσεις σημαντικές με όλες τις αγορές της Ευρώπης αναπτύσσοντας το εξαγωγικό και εισαγωγικό εμπόριο με τα περισσότερα λιμάνια και τις εμπορικές πόλεις της εποχής εκείνης (Ιταλία, Αυστρία, Ολλανδία, Ισπανία, Γερμανία, Γαλλία, Αγγλία, Ρωσία). Ιδρύονται στις μεγαλύτερες πόλεις της ελληνικής χώρας και της Βαλκανικής στην Ανατολή και στη Δύση διάφοροι ελληνικοί «εμπορικοί οίκοι» και οι περίφημες «εμπορικές κομπανίες». Τούτες ξαπλώνονν παντού την πολύμορφη ελληνική βιοτεχνική παραγωγή, που η εργαστηριακή της ανάπτυξη φτάνει σε πολλά ελληνικά κέντρα σε σημείο να μη διαφέρει από τη βιομηχανική.
Οι ζωηρές και σπουδαιότατες εμπορικές αυτές συναλλαγές αναδείχνουν τους Έλληνες την εποχή εκείνη και μεταξύ των πρώτων μεγαλεμπόρων στη διεθνή αγορά. Μέσα στα πλαίσια λοιπόν της εμπορικής τους αυτής δραστηριότητας οι εμπορευόμενοι και βιοτέχνες όλων ανεξάρτητα των μεγάλων ισναφιών, διαθέτουν τον πλούτο τους για τους ευγενέστερους και πατριωτικότερους σκοπούς. Δίνονν την πολυτιμότερη ενίσχυση στη σκλαβωμένη χώρα και συντελούν στη διάσωσή της. Κρατούν ακμαίο και αλύγιστο το φρόνημα του ελληνισμού και μετέχουν ενεργά και κατ’εξοχήν πατριωτικά στις βαρυσήμαντες στιγμές του ελληνικού έθνους. Ενωμένοι όλοι μαζί οι Έλληνες κάτω από το ιδανικό που τους συγκρατεί, τον Χριστιανισμό, έχουν και «Ένα» ιερό μυστικό σκοπό, «τον Εθνικό», το «πώς θα ελευθερωθεί το Έθνος, από τον Τούρκο». Μέσα από τα ισνάφια βγαίνουν και συνωμοτικοί συνεταιρισμοί με τους αρματωμένους, ιδρύονται μυστικές εταιρίες με προεστούς κληρικούς αρματωλούς, που ορκίζονται αμοιβαία πίστη, αμοιβαία αλληλοβοήθεια στη βία και στους διωγμούς. Να θυσιάσουν τα πάντα για «τη Λευτεριά». Τον «όρκο για τη Λευτεριά» τον κληροδοτούσαν και στα παιδιά τους οι μαστόροι ως την Απελευθέρωση. Στις ίδιες αυτές μυστικές εταιρίες, στα Αδελφάτα, στις συντεχνίες, στους συνεργατισμούς, τη σωματειακή γενικά οργάνωση των Ελλήνων, στηρίζεται και ρίχνει τον πρώτο μεγάλο σπόρο για την Ανάσταση του Έθνους, ο Ισαπόστολος Κοσμάς ο Αιτωλός, που τον γονιμοποιεί ο Ρήγας ο Φερραίος, για να φουντώσει το 1814 σε ένα γιορτάσι μεγάλου εθνικού μυστικού συναγερμού, τη Φιλική Εταιρεία. Συνεταιρικά διαθέτουν στο βωμό της Λευτεριάς περιουσία, τιμή και ζωή μικρότεροι και μεγαλύτεροι εμποροβιοτέχνες ισναφλήδες πρωτομαστόροι και μαστόροι μαζί με τους ιερούς παμπάλαιους άγραφους νόμονς του ισναφιού, πάνω στο βασικό του θεμέλιο, στο ψηλότερο των νόμων του, στο λόγο του μάστορα, στην τιμή του, που αποκλείει και την πιο ασήμαντη απάτη και ασυνέπεια. Και αν θυσιάζουν τα πάντα και την ίδια τους ακόμη τη ζωή, κανείς δεν σκέπτεται νάχει και την ελάχιστη ανταμοιβή. Πολλοί τους μαρτυρουν και θανατώνονται για να γίνουν τα μεγάλα σύμβολα του Εθνικού Αγώνα που εγκαινιάζει την Απελευθέρωση της Ελλάδας. Πολύτιμες και αργότερα είναι οι υπηρεσίες που προσφέρουν, οι πλούσιοι αυτοί εμποροβιοτέχνες σε όλη τη χώρα και κυρίως στην πρωτεύουσα του απελευθερωμένου ελληνισμού, με σειρά ολόκληρη από πλουσιοπάροχα κληροδοτήματα για ανέγερση και συντήρηση εθνικών και φιλανθρωπικών ιδρυμάτων. Για το αξιοθαύμαστο αυτό έργο τους, οι μεγάλοι ισναφλήδες ανυπολόγιστα συμβάλλουν με τις δωρεές τους στην πρόοδο του ελεύθερου ελληνικού κράτους και δίκαια αποχτούν τον τίτλο του μεγάλον Εθνικού Ευεργέτη.
Κατ’εξοχήν συνοπτικά και παραλείποντας πολλά και ουσιώδη δόθηκε μια σκιαγραφία του συνεργατικού και συνεταιρικού θεσμού, όπως έδρασε και αναπτύχθηκε στην Ελλάδα κάτω από τις πιο δυσμενείς ιστορικές συνθήκες. Οι διάφορες μορφές του, οι τρόποι των ποικίλων οργανώσεών του, η πολυσχιδής του δράση, η τεράστια επαγγελματική και εμπορική του ανάπτυξη και εξάπλωση, αποτελούν γόνιμο και ευρύτατο θέμα. Η σωματειακή και συνεταιριστική οργάνωση στάθηκε μια από τις πιο χαρακτηριστικές κοινωνικές εκδηλώσεις του τουρκοκρατούμενου ελληνισμού.
Μέσα σ’αυτήν τα συνάφια, σαν γνήσια αντιπροσωπεία του ελληνικού λαού, σαν μοναδικά πρότυπα συνεργατικού, ηθικοκοινωνικού και εθνικού προορισμού, θα μένουν τα φωτεινότερα σημεία, μεγάλοι σπινθήρες της υπόδουλης Ελλάδας.
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
1. Lοuis Enault, Cοnstantinοple et lα Turquie, 1855, σ. 408. «Τας συντεχνίας ταύτας (cοrps de métier cοrpοratiοns) συσταθείσας παρά των Βυζαντινών Αυτοκρατόρων διετήρησαν οι Οθωμανοί».2. Μανουήλ Γεδεών, Μνεία των προ εμού, 1934, μέρος Β', σ. 182.3. Αθαν. Ψαλίδα, Η Τουρκία κατά τας αρχάς του ΙΘ' αιώνος, Ηπειρ. Χρον., τ.6, 1931, σ.56.4. Σκαρλάτος Βυζάντιος, Κωνσταντινούπολις, τομ. 3, σ. 414.5. Σκαρλάτος Βυζάντιος, Κωνσταντινούπολις, τομ. 3, σ. 419.6. Ο Ν. Παπαδόπουλος, (Ερμής Κερδώος, Βεν. 1817, Λεξ. Εμπορ. Γεωγραφ., τ. 4, σ. 427), τα αριθμεί πάνω από 150. Ο Hammer (Charles Rοlland, La Turquie Cοntempοraine, Paris 1948, σ. 311, σημ.1) σ. 148.
Ο Β. Μυστακίδης (Τα εσνάφια ή ρουφέτια της Θεσσαλονίκης. Ημερολ. Θεσσαλονίκης 1932, σ.12), τα ανεβάζει σε 150.7. Υπόμνημα περί του Γραικικού Νοσοκομείου, Αθ. 1862, σ. 141.8. Μανουήλ Γεδεών,Αι φάσεις του παρ’ημίν εκκλησιαστικού ζητήματος, 1910, σ. 68.9. Μανουήλ Γεδεών,Μνεία των προ εμού, μέρος Β', 1934, σ. 18110. Μανουήλ Γεδεών,Αλληλεγγύη συντεχνιτών, Ν. Ποιμήν, 1919, σ. 382-4.11. Β. Μυστακίβης,Τα εσνάφια ή ρουφέτια της Θεσσαλονίκης. Ημερολ. Θεσσαλονίκης 193212. Ονομαστικό της Ρωμέϊκης γλώσσης για τα παιδιά, 1822.13. Σ.Β. Κουγέα, Ηπ. Χρον., τ. 14, 1939, σ.16.14. Φ. Σαγκούνη, Ανέκδοτος αλληλογραφία των Ζωσιμάδων Ηπ. Χρον., τ. 8, 1933, σ. 7.15. Κουτσονίκα, Γεν.Ιστ. της Επαναστ., τ. Ι, σ. 96.16. Κωνσταντά, Επιτομή, τ. 1, σ. 262.17. Κ. Σκένδερη, Ιστορία της Μοσχοπόλεως, Αθ. 1928, σ. 10-11.18. Δ. Καμπούρογλου, Ιστορία των Αθηνών, τομ. 2, σ. 96, τόμ. 3, σ. 179.19. Αντ. Ν. Μανίκη, Τα συνάφια της Προεπαναστατικής Ύδρας, το Μέλλον της Ύδρας, 1937, σ. 189-193.20. Λ. Ζώη, Αι εν Ζακύνθω Συντεχνίαι, Ζακ. 1893.21. Ελ. Βουραζέλη, Αι εν Θράκη Συντεχνίαι των Ελλήνων κατά την Τουρκοκρατίαν, Θεσαλ. 1950, σ. 58.22. Μυρτίλου Αποστολίδου, Αρχ.Θρακ. Λaογp. Θησαυρού, τ. Ι, 1934-5, σ. 102-130, τ. 3, 1936-7, σ. 145-195 και τ. 7, 1940-41, σ. 9-65.23. Κ. Μέρτζιου, Το εν Βενετία Ηπειρ. Αρχείον, Ηπειρ. Χρον. 1936, τ. 2. σ. 38.24. Ελλην. Φιλολογ. Συλλ. Κωνσταντινουπόλεως, τ. 21, σ. 83.25. Μανουήλ Γεδεών, Εκκλ. Αληθ., τ 4, 1844, σ. 283.26. Μανουήλ Γεδεών,, Χρον.Πατρ.Οίκου και Ναού, σ. 166.27. D.A. Zakythinοs, Lα Cοmmune Grecque, extr. de l’Hellen. Cοntemp., Athènes, 1948.28. Υψηλάντου, Τα μετά την Άλωσιν, σ. 707.29. Σισυρορράπτες, ή σισυροποιούς ράπτες, λέγανε οι λόγιοι τους γουναράδες τεχνίτες, γιατί συνέρραβαν τα μικρά κομματάκια από τις γούνες.30. Στην Πόλη δούλευαν κοντά τους μαστόρους γουναράδες ως εργάτες και μερικοί Αρμένηδες και Τούρκοι.31. Κωνσταντινούπολις, τ. 1, σ. 537-539 και 2.2, σ. 388.32. Διατριβαί και Υπομνήματα, Αθ. 1887, σ. 29.33. Λαμπρίδου, Ηπειρ. Μελετ., τευχ. 8, σ. 72-73 και τευχ. 3, σ. 54.34. Αναστ. Ορλάνδου, Αρχ. Βυζ. Μνημ. 1938, τ. Δ., τευχ. 2. Τα παλιά αρχοντόσπιτα της Καστοριάς, σ. 197 ακ.35. Α. Πασπάτης, Γραικ. νοσοκ., σ. 211 και Μ. Γεδεών, Εορτολ., σ. 248.36. Μ. Γεδεών, Χρον.του Πατριαρχ.οίκου και Ναού, σ.110.37. Μ. Γεδεών, Νέος Ποιμήν, 1919, σ. 374.38. Θρακικά, Θρακ. κώδικες, 1938, τ. 9, σ. 123-124.39. Γεωργ. Α. Σωτηρίου, Κειμήλια Οικουμεν. Πατρ., 1937, σ. 56, πιν. 41β.40. Σκαρλ. Βυζαντίου, ε.α., τ. 1, σ. 540.41. Μανουήλ Γεδεών,Χρονικά του Πατρ. Οίκον, σ.160, 17242. Γ.Α. Σωτηρίου, ε.α., σ. 21, 22, πιν. 7β.43. Ε.α., τ.1, σ. 540.44. Χρονογραφία, τ. 1, σ. 233 και 403.