Των Δασκάλων μου οι σκιές |
||
Από τον Άρη Στουγιαννίδη | ||
|
Κι όταν καλή ώρα φεύγουν φίλοι και κοινό Μουσική Στίχοι Διονύσης Σαββόπουλος. Wolf Birman |
Μια φορά που είχαμε βρεθεί οι συμμαθητές σε κάποιο ταβερνάκι, ήταν το προτελευταίο
με τον Αντρέα Βαβαγιάννη, που χάσαμε.
Η κουβέντα γύρισε πάλι στο 2ο Γυμνάσιο Αρρένων Αθηνών και στις ιστορίες του.
Ανάμεσα στα χαχανητά μας για τα καλαμπούρια ο Αντρέας είπε: «Δεν ξέρω τι λέτε
εσείς άλλα εγώ όταν έχω εφιάλτες βλέπω ότι είμαι μαθητής στο Γυμνάσιο. Μάλιστα
πολλές φορές μέσα στον ύπνο μου σκέφτομαι: ’Μα εγώ είμαι καθηγητής στο πανεπιστήμιο,
έχω πάρει διδακτορικό, πως είναι δυνατόν να μην έχω τελειώσει το γυμνάσιο;’».
Του απάντησα «Και εγώ κάτι ανάλογο βλέπω στους εφιάλτες μου» και σχεδόν όλη
η ομήγυρη άρχισε «... και εγώ!» «και εγώ».
Φαίνεται πως ο στρατός και τα σχολικά χρόνια αφήνουν πίσω πους τα καλαμπούρια. Αυτά απέξω από το χορό. Όταν όμως ήσουν μέσα και χόρευες ο εφιάλτης ήταν τρομερός.
Ας κάνουμε ένα σύντομο μνημόσυνο ανατρέχοντας στα καλαμπούρια των καθηγητάδων για να ξορκίσουμε τον εφιάλτη.
Ποιοι ήταν οι Καθηγητάδες;
Από όσους θυμάμαι. Γραπτά μνημεία δεν εντόπισα. Η επετηρίδα του γυμνάσιου
με πολλές ελλείψεις έχει τους μαθητές (και όχι όλους) άλλα όχι τους καθηγητές
της γενιάς μας.
Καθηγητής | Μάθημα | Παρατσούκλι | Σχολείο |
Ατσαβές | Μαθηματικός | Παράρτημα | |
Βουργούρης | Φυσικός | Κεντρικό | |
Γιαννακόπουλος Περικλής | Θεολόγος | Οβδιού | Κεντρικό |
Γιαννόπουλος | Φιλόλογος | Κεντρικό | |
Δερβιτσιώτης | Φιλόλογος-Διευθυντής | Παράρτημα | |
Δωροβίνης | Φιλόλογος | Κεντρικό | |
Ζαϊρης | Φιλόλογος | Κεντρικό | |
Ζαφείρης | Φυσικός | Κεντρικό | |
Θεοδωρόπουλος | Φιλόλογος | Κεντρικό | |
Καλαντζή | Γαλλικά | Μανταμ-Λα-Φωκ | Κεντρικό |
Καραναστάσης | Φιλόλογος | Κεντρικό | |
Καρατζένης | Μαθηματικός | Βλάχος | Κεντρικό |
Κασίμης | Φιλόλογος | Θευδέριχος | Κεντρικό |
Κουβελάκη | Φιλόλογος | Παράρτημα | |
Κόζαρης | Γυμναστής | Κεντρικό | |
Μαντέλος | Φιλόλογος | Κεντρικό | |
Μιχόπουλος | Φιλόλογος | Παράρτημα | |
Μποτεζάγιας | Ωδική | Κεντρικό | |
Μπουρνιά-Καραναστάση | Γαλλικά | Κεντρικό | |
Πανούσης | Φιλόλογος | Μελιτζάνας | Παράρτημα |
Παπαδημητρίου | Φυσικός | Παπαμήτσος | Κεντρικό |
Παπακωνταντινόπουλος | Μαθηματικός | Παράρτημα | |
Πάτρας Πάνος | Θεολόγος Γυμνασιάρχης |
Κεντρικό | |
Ρωινιώτης | Γυμναστής | Κεφτές | Κεντρικό |
Σίδερης | Γυμνασιάρχης | Πλούτο | Κεντρικό |
Σηφακάκης | Φυσικός | Φασίολος | Κεντρικό |
Τερζάκης | Γυμναστής | Κεντρικό | |
Τζαμαλούκας Ηλίας | Μαθηματικός Γυμνασιάρχης |
Κεντρικό | |
Τρίκκας Αθανάσιος | Φιλόλογος | Κεντρικό | |
Τσαγκάνης | Φυσικός | Κεντρικό | |
Τσαρούχης | Μαθηματικός | Κεντρικό | |
Τσίρος | Μαθηματικός | Κεντρικό | |
Χρονόπουλος | Φιλόλογος Υποδιευθυντής |
Κεντρικό |
Πολύ φοβούμεθα ότι οι ημέτεροι καθηγηταί καθιστώσι την κλασικήν αρχαιότητα
ενδιαφέρουσαν και αγαπητήν, όσω και οι παπάδες την ορθόδοξον θρησκείαν.
Εμμ. Ροϊδης «Ανέκδοτοι σκέψεις». Άπαντα, Ε΄. Ερμής, 1978. 371.
Τρομερός καλλιγράφος, βαρύς και φρυδάτος αλά Καραμανλή (Senior)
Σε πρόβλημα των μαθηματικών είπε: «Έχομε 5 κιλά καφέ ακαμπούρδιγο» έμεινε
σα ρητό του Ατσαβέ χωρίς να είναι κλισέ (μια φορά το είπε ο άνθρωπος). Το τι
ενδιέφερε στο πρόβλημα, αν ο καφές ήταν «καμπούρδιγος» ή «ακαμπούρδιγος» κανένας
δεν το ξέρει.
Ευγενέστατος και απαθής
Eίπε κάποτε «Έχει κανείς ένα μολύβι»; Απάντησε κάποιος πονηρός από τα πρώτα
θρανία «Δεν έχω μολύβι, άλλα έχω κατσαβίδι! Κάνει»; Ο Βουργούρης ατάραχος:
«Δεν μπορώ να αντιληφθώ ποια σχέση έχει το μολύβι με το κατσαβίδι» και συνέχισε
μια μικρή διάλεξη για τις εκτεταμένες διάφορες μεταξύ των δυο αντικείμενων.
Κοντός και Στρουμπουλός με Καράφλα.
Με συνέλαβε να ασχημονώ κατά του συμμαθητή μου «Κούρδου» διότι ο Ολυμπιακός
είχε χάσει από την ΑΕΚ. Εγώ, ως ΑΕΚτζής, κάνοντας το σχετικό σχήμα με το μεσαίο
δάκτυλο, του έλεγα σας σκίσαμε. Μπαίνει ο Οβδιού, που μάλλον δεν καλοείδε
τα τεκταινόμενα και ασφαλώς δεν άκουσε τα λεγόμενα, πιστεύει ότι κάνω την χειρονομία
της ευλογίας, και λέει το αμίμητο: «Εξωλέστατοι, δεν ντρέπεστε να μιμείστε
τας θείας χειρονομίας. Άλλα σας ξέρω τι είσθε! Είσθε πράκτορες της Μόσχας που
σας στέλνει να μου σαμποτάρετε το μάθημα.
Καμάρι εγώ που ασχολήθηκε η Μόσχα μαζί μου ! Ακόμα περιμένω τα ρούβλια!
Βλαχαδερός με ένα μόνιμο καφέ ριγέ κουστουμάκι και πουκάμισο κουμπωμένο μέχρι τον γιακά άλλα χωρίς γραβάτα.
Οντας επιτηρητής διαπιστώνει ότι αντιγράφουν, άλλα μη έχοντας τα ανάλογα κότσια να αντιμετωπίσει τους μαντραχαλάδες, άρχισε τις φωνές με την κλαψιάρικη φωνή του: «κ.Ζαϊρη, κ. Ζαιρη, εδώ αντιγράφουν». Αυτά στο υπόγειο και ο Ζαϊρης στον δεύτερο όροφο.
Είχε την τάση να μας μιλάει σαν να απευθύνεται σε παιδάκια του δημοτικού Σχολείου. Κάθε επώνυμο στην κλητική λέγονταν δυο φορές
Ζαϊρης: Κόκκινε, Κόκκινε μέρα είναι για νύχτα;
Κόκκινος: (Πετιέται, γιατί μισοκοιμόταν
λόγω του ενδιαφέροντος μαθήματος, και βγάζοντας το κεφάλι από το παράθυρο)
: Μέρα κ. Καθηγητά !
Ζαϊρης: Ε! Μπράβο που το κατάλαβες!
Ζαϊρης: Κόκκινε, Κόκκινε που ήσουν χθες;
Κόκκινος: Άρρωστος κ. Καθηγητά !
Ζαϊρης: Έλα τώρα Κόκκινε! Μην μου λες έμενα «άρρωστος»! Αφού σε είδα πάνω σε
ένα ποδήλατο, στη Φωκιωνος Νέγρη και φώναζες «Μαλάκα-Μαλάκα» (το τελευταίο για
να ενισχύσει το αδιάσειστο της μαρτυρίας).
«Θα κατέβω τώρα-τώρα με την ρίγλα να φας και μια αποβολάρα τοοοοόση ... (παράλληλα με έκταση των χειρών για την κατάδειξη του μεγέθους της αποβολάρας.)
«Όλα τα καλά παιδιά θα διαβάσουν και ένα και δυο και τρία κεφάλαια παρακάτω ... και εγώ και 11 θα σας βάλω και 12!» (Άριστα ήταν το 20)
«Ιακωβου-Ιακωβου, το ι με ιώτα κρίμας-κρίμας και σε είχα για καλό παιδί και σου είχα βάλει και το 10» (Άριστα ήταν το 20)
Τρομερή ομοιότητα με τον τότε διάσημο Ιταλό κωμικό Αλμπέρτο Σόρντι. Μιλούσε, σαν να βαριόταν για κάθε λέξη που έλεγε, με μπάσα, μάγκικη φωνή
«Ορισμένοι εξ υμών το έχουν κάνει εδώ μέσα λαϊκό υπνωτήριο. Ιδίως εσύ, στο τελευταίο κρεβάτι.»
Κακοχαρακτηριζε τους ατακτους κατα θρανιο. Τους σημειωνε και βαθμολογουσε αναλογως:
«Τσακιρης, Ρήγας, Τουτουντζης! Σας έχω σημειωμένους»
«Πατσούρας, Φίλιος, Χαρωνιτάκης! Σας έχω σημειωμενους»
Αγανακτουσε για τον τροπο που διατυπωναμε τις σκεψεις μας: "Πεντε πραγματα και δεν μπορειτε να τα διατυπώσετε!"
Ψήλος, Κουτσός, Βλογιοκομμένος, Μεταξικός με μετέπειτα δράση. Από την Αρτα, με περίεργη προφορά, το όμικρον του ακούγονταν συχνά «ου»
Για τηράτε του τριγωνακ’. Τι κάνει του τριγωνακ’; (δεν πρόκειται για τρυγόνι άλλα για τρίγωνο εγγεγραμμένο σε κύκλο του οποίου η κορυφή κινείται επί της περιφέρειας). Ματαξαναλει πάλι εκ νέου: «Τι κάνει του τριγωνακ’;» Και απαντήσεως μη ούσης ανακράζει θριαμβευτικά την λύση του αινίγματος: «Σ Α Λ Ε Β» (σαλεύει, κινείται).
Για τον Κόκκινο : «Ου Κόκκινους, ου του πρώτον σφαλιαρισθείς ενταύθα». Τούτο
διότι ο Δημητρης είχε γελάσει μόλις πρωτομπηκε ο Καρατζενης στην τάξη. Ο Βλάχος
μη ειπών ουδεμία λεξιν ούτε καν καλήμερα, κατευθύνθηκε στον Κόκκινο και του
άστραψε ένα χωροφυλακίστικο χαστούκι. Ο Κόκκινος, ακούγοντας τα καλά του λογία
και ενθυμούμενος το χαστούκι, σκέφτηκε ότι θα τον βάλει στο μάτι και φρόντισε
να μελετήσει καλά τα μαθήματα Καρατζενη (Γεωμετρία- Τριγωνομετρία). Στο διαγώνισμα
του εξάμηνου παρέδωσε ο Δημητρης πρώτος την κόλλα του, προκαλώντας την απορία
του Καρατζένη που έβγαλε το συμπέρασμα του, χωρίς να δει ακόμα το περιεχόμενο:
«Κόκκινε μάλλον λευκή κόλλα θα έδωσες!». Όταν όμως τα είδε όλα εντάξει δεν
μπόρεσε να πει τίποτε. Κάποια ίχνη δικαιοσύνης τα είχε.
- «Κάλως! Πήγαινε στον καφετζή να μου φέρει μια Λεμονίτα»,
-«Μάλιστα κ. Καθηγητά»
-«Κοίτα μην τύχει και δεν πας ... θα κουπανηθεις στην Τριγουνομετρια».
Θυμηδία στους υπολοίπους για την καχυποψία και την απειλή. Ου Κόκκινους φεύγει
για την εκτέλεση της παραγγελίας και ο Καρατζένης, με ύφος συνωμοτικό, επεξηγεί
στους υπολοίπους: «Εσείς δεν ξέρετε τι εστί Κόκκινους, άτιμη πάστα! Θα καταλήξει
στας φυλακάς.
Ο Κόκκινος «κατέληξε» γύρω στα 30 του Γενικός Διευθυντής της
Βιομηχανίας Όπλων, μετέπειτα Πρόεδρος Ιδρύματος επαναπατρισμού παλλινοστούντων,
Σύμβουλος του πρωθυπουργού, και νυν Πρόεδρος θυγατρικής της Eurobank!
Διάψευσις λοιπόν του ρηθέντος δια Καρατζένη του Προφήτου λέγοντος «θα
καταλήξει εις τας φυλακάς».
Άλλο κολακευτικό σχόλιο του Καρατζενη στον πατέρα του προοριζόμενου δια της φυλακας Δημήτρη (ο ευυπόληπτος κ. Νικόλαος Κόκκινος ήταν Πρόεδρος του Σώματος Ορκωτών Λογιστών, άνθρωπος επιβλητικός, και με εμφάνιση και παράστημα αληθούς ευπατρίδη): «Κύριε Κόκκινε πρέπει να εντρέπεσθε που έχετε τοιούτου είδους υιον!»
Δεύτερος τη τάξει μεταξύ των εξωλεστάτων ήταν, κατά Καρατζενην, ο Γιώργος ο Ταρναράς νυν πολιτικός μηχανικός και ευφυέστατος ... άλλα λίγο ρέμπελος. Το επώνυμο προφερόταν από τον Καρατζένη πάντοτε με τα προθέματα «Σκατό-», «Παλιό-» εναλλάξ. Έλεγε «Παλιό-Ταρναρά, Σκατου-Ταρναρά, άτιμη πάστα σας ξέρω όλους εσάς, πρέπει να σας έχω εις μιαν ερημική νήσον να σπάτε πέτρες άμισθοι δέκα χρόνια και κατόπιν να σας παραδώσω λευκούς εις την κοινουνίαν.»
Για το ντύσιμο ήταν κάθετος: «τα μαύρα πουκάμισα[1] και
τα μαύρα παντελόνια δεν κάνουν καλούς ανθρώπους». Όταν κάποιος μας έκανε
κάτι στραβό και φορούσε μαύρο παντελόνι το συμπέρασμα του Καρατζενη έβγαινε
αβίαστα : «Αμ’ τι περιμένετε από άνθρουπο που φουράει μαύρα παντελόνια».
Έλα όμως που ένας από τους καλύτερους και επιμελείς μαθητές, ο φίλος Τάκης
Ταβανιώτης σηκώθηκε στο μάθημα με μαύρο πουκάμισο, μαύρο παντελόνι, μαύρες
κάλτσες, μαύρα παπούτσια και ρολόι με μαύρη πλάκα και άσπρο λουράκι.
Εδώ δεν σήκωνε δυσμενές σχόλιο. Ο Τάκης ήταν καλός και αναγνωρισμένος μαθητής.
Αλλά ο Καρατζένης δεν μπορούσε να το αφήσει ασχολίαστο: «Αμ΄βρε Ταβανιώτη
δεν ξέρς ότι υπάρχουν κι μαύρα λουράκια;» είπε παιχνιδιάρικα.
1. Για τα πουκάμισα δεν επέμενε τόσο πολύ όσο για τα παντελόνια.
Ισως γιατί δεν ήθελε να θίξει τους προσφιλείς του Μελανοχίτωνες του Μουσολίνι.
Μιλούσε και επαιζε, τσιμπώντας ενα λίπωμα που είχε στο μάγουλό του. Μας έκανε Ιστορία.
Μουστακάκι τύπου «παραλία», βαμμένο μαλλί, αεικίνητος, περιφέρονταν διάμεσου
των παρατεταγμένων μαθητών και τραβούσε τσιμπιές, η την φαβορίτα προς τα
επάνω όσων ατακτούσαν.
Όταν περνούσε ανάμεσα μας στο διάλειμμα, κάποιος του φώναζε «Τα βάφεις!», και
συνέχιζε ο συνεργός του «Α! Αυτός που έγραψε το ποίημα 'Ιθάκη'» για να μπορέσει
να πείσει ότι δεν είπαν «τα βάφεις» άλλα «Καβάφης»
Μην κουνιέσαι μην ξυέσαι ήταν τα συνεχή προστάγματα του, που μας ήθελε στρατιωτάκια
ακούνητα και ασάλευτα.
Ψήλος και χοντρός, δίδασκε και στο 8Ο Γυμνάσιο.
Είχε γράψει τον ύμνο του σχολείου «Του δευτέρου γυμνασίου οι λεβέντες παν μπροστά,
προχωρούν γιατί πιστεύουν στα μεγάλα ιδανικά» Αυτός τουλάχιστον δεν έλεγε ότι
θα καταλήξουμε εις τας φυλακας.
Μας χαρακτήριζε συλλήβδην «Κουραδομηχανές» συνοδεύοντας την βιβλική ρήση «Φάε,
πιε και ευφραίνου» με παλινδρομική κίνηση της γροθιάς από το ύψος της ζώνης
και λοξώς προς τα κάτω κατά την εκφοράν του «ευφραίνου».
Στρεφόμενος κατα Μπάρλα τινος, οχι υποδειγματος επιμελειας, ελεγε: «Αμ βεβαια Μπάρλα, δεν προσέχομεν, δεν διαβάζομεν, μονον κλωτσωμεν την μπάλαν και παιζομεν κλωτσοσκούφιον και εκστομίζομεν και ενα φρικτον υβρεολόγιον: "Βρε ποιξιε, βρε δειξιε ... Βρε Μαλάκα" φωναζομεν! και θέλωμεν να μάθωμεν γράμματα, Μπάρλα!»
Το επισοδειο εγινε αφορμη για συνθεση σκωπτικου ασματος με τους παρακατω στιχους
Προσέχομεν, Διαβάζομεν
δεν μιλωμεν,
δεν γελωμεν,
δεν φωνάζομεν.
Τραγουδιωταν στον σκοπο του Δημοτικου "Σου 'πα μανα παντρεψε με"
Το παρατσούκλι «μελιτζάνας» το πήρε λόγω της μύτης του. Η κλασική προτροπή του ήταν να κοιμόμαστε με τα χέρια όξω από τα σκεπάσματα (αποφυγή της επονείδιστης συνήθειας του αυνανισμού).
Το παρατσούκλι παπα-Μήτσος ήταν τόσο διαδεδομένο που πολλές μανάδες ζητούσαν
τον κ. Παπαμήτσο όταν ερχόντουσαν στο σχολείο για την ενημέρωση τους επί της
προόδου.
Άκουγαν τότε τα έξης παρηγορητικά για το γιόκα τους:
«Καλός! Σταθερός! Τρία γραπτά, τρία προφορικά!» (Άριστα το 20).
«Καλός! Δε λέω μο’ γραψε ένα τρία, του έβαλα ένα τέσσαρα για να τον ενθαρρύνω.»
«Καλός! Καλός ... (ψάχνει το τεφτεράκι του) ... άλλα δεν μο’ ρθε (μου ήρθε)[1].»
1. Παραμενει μυστηριο πως ηξερε οτι ειναι καλός αφού δεν εξετάσθηκε ποτέ.
Σπάνιο φαινόμενο κακού ανθρώπου και εκπαιδευτικού. Έγινε Γυμνασιάρχης αν και
θεολόγος. Έβγαινε περιπολία στα σφαιριστήρια και γύριζε τους μαθητές στο σχολεία
σαν γαλόπουλα κυνηγώντας τους με τη στέκα του μπιλιάρδου. Απαγόρευε να έχουμε
λεφτά μαζί μας. Αν εύρισκε επάνω μας πάνω από 5 δρχ. τα κατεσχε και έλεγε «Πες
στον πάτερα σου να έρθει να του τα δώσω». Αν εσύ τα είχες κλέψει από τον πάτερα
σου, δεν του έλεγχες τίποτα ή αν ο πατέρας σου βαριόταν να πάει για να ακούσει
τα παιδαγωγικά κηρύγματα του Πάτρα, τότε ο Πάτρας σφετεριζόταν τα λεφτά προς
δόξαν της Πατρικής παιδαγωγικής.
Ηταν φοβερά είρωνας με ένα επίπλαστο καθωσπρεπισμό, έλεγε:
Ηχεί ο κώδων για την πρωινή προσευχή. Κάποιος μαθητής κατεβαίνει την σκάλα για να πάει στην αυλή. Ο Πάτρας καραδοκεί στο κεφαλόσκαλο. Από την κωλότσεπη του μαθητή περισσεύει ένα πορτοφόλι. Με ταχυδακτυλουργική επιτηδειότητα ο Πάτρας τσιμπάει το πορτοφόλι και φωνάζει «Για έλα εδώ! Τι έχουμε εδώ; Μπα 50 δρχ. !» (Τις τσεπώνει).« Α! Και Φωτογραφίες!» (Βλέπει την πρώτη με πορτραίτο μιας κοπέλας και γυρίζει στην επομένη που είναι πορνό της εποχής δηλαδή μια ολόγυμνη γυναίκα). «Ποια είναι αυτή εδώ κύριε;» ρωτά ο Πάτρας, «Η αδελφή μου κύριε Γυμνασιάρχα». Και ο Πάτρας ειρωνικά: «Χάθηκε κανένα φουστανάκι να της φορέσεις της αδελφής σου;»
Είχε πολλούς που τον αναγνωρίζαν ως μέγα παιδαγωγό, το δικό του το παιδάκι, ο Λάμπρος Π. Πάτρας έγινε υπουργός παιδείας της χούντας. Ο νοών νοείτω.
Το παρατσούκλι το κέρδισε γιατί όταν κλήθηκε να εκδικάσει μια διάφορα μαθητών δεν μπορούσε να αποδώσει πλήρη ευθύνη στον κατηγορούμενο, που τελούσε εν αμύνη, του έλεγε όμως, εν μέσω άλλων παραινέσεων, «και φταις και δε φταις»
Σήμα κατατεθέν του ένα σκουπόξυλο μακρύ όσο το χέρι του που το έκρυβε μέσα στο μανίκι του. Η συνήθης απειλή του ήταν: Φρόνιμα! Γιατί θα σας επισκεφθεί το ξυλάκι⇂, και με μια παράλληλη κίνηση έβγαζε από το μανίκι του το σκουπόξυλο.
Μιλούσε πολύ περίεργα με κοφτές φράσεις και κουνωντας δεξιά - αριστερά το κεφάλι του μέχρι την τελευτίια λέξη την οποία πρόφερε κουνώντας το κεφάλι από πάνω πρός τα κάτω. Σημειωτέον οτι δεν είχε καμία πάθηση γιατί όταν δε μιλούσε ήταν απολύτως φυσιολογικός. 'Ομως όταν ένας καθηγητής έχει τέτοιες παραξενιές δεν γλυτώνει την πλάκα.
«Εσείς κοιτάτε τι θα κάνετε, εγώ την δουλίτσα μου την έχω, την Πιπίτσα μου
την έχω και είναι σπιτωμένη»
«Εγώ στην αρχή ήταν να γίνω γιατρός άλλα μετά είδα ότι δεν έχει ψωμί κι έγινα
γυμναστής»
«Άντε να χαθείς χαμένε!»[1]
1) Αφου ως γνωστόν «ο βρεμένος την βροχή δεν την φοβάται», ο χαμένος πως μπορεί κα χαθεί;
Ο Τερζάκης καυχησιολογεί για το έργο που έχει κάνει για το Γυμνάσιο και καταλήγει
«ενώ εσείς τι κάνετε;» Ο Κόκκινος απαντάει: «εγώ κύριε παίζω σάλπιγγα» (στην
Σχολική μπάντα).
Ο Τερζάκης γίνεται θηρίο ανήμερο που η προσφορά του μπαίνει στο ίδιο επίπεδο
με το παίξιμο της σάλπιγγας και αποτείνει στον Κόκκινο την προσφιλή του φράση
«Άντε να χαθείς χαμένε»
Όταν ο κ. Νικόλαος Κόκκινος πάει να μάθει για τον γιο του ρωτάει τον Τερζάκη
πως τα πάει ο γιος του. Ο Τερζάκης αγριεύει από την ανάμνηση του επεισοδίου
και λέει «Ξέρεις τι μου είπε ο γιος σου; Ότι παίζει σάλπιγγα!», «Ναι παίζει!»
λέει ο κ.Ν. Κόκκινος, που δεν είχε καμιά ενημέρωση για το συμβάν. «Α! Καλός
πατέρας είσαι κι΄ελόγου σου!» άπαντα ο Τερζάκης και αφήνει τον άνθρωπο σύξυλο.
Έξω βρέχει. Η γυμναστική αναβάλλεται. Μέσα όλοι και διαβάστε το μάθημα της
επομένης ώρας. Ο Τερζάκης διαβάζει την εφημερίδα του άλλα οι φασαρία στα
τελευταία θρανία παίρνει ενοχλητικές διαστάσεις για τον Τερζάκη που μας θέλει
στρατιώτες. Πατάει τις φωνές «Το τελείτο θρανίο να βγει έξω». Τα μούτρα,
οι ορεινοί των έδρανων, μαγκώνουν το θρανίο και πάνε να το βγάλουν έξω, ΕΝΑ
καλαμπούρι που έχω ακούσει και από αλλού, έλα όμως που το θρανίο δεν έβγαινε
από την πόρτα. Ο Τερζάκης αντιδρά παράδοξα, αντί να αγριέψει μα το φτηνό
χιούμορ των ορεινών, τα βάζει με το θρανίο. «εσύ σηκωσετο λοξά», «τράβα
το εσύ αριστερά», «όχι στο πλάτος» δίνει οδηγίες για όλες της μανούβρες άλλα
το θρανίο δεν λέει να βγει. Βγάζει το σακάκι του και σπρώχνει και αυτός.
Μην παιδεύεστε κ. Καθηγητά, δεν βγαίνει του λέει κάποιος. Ο Τερζάκης θυμωμένος
τον πιάνει από τον γιακά «ΚΑΙ ΠΩΣ ΕΜΠΗΚΕ;» τον ρωτάει. Πράγματι όλοι απορούν!
Ο Ρούσος σηκώνει το χέρι:
-
«Να πω! Να πω!;»
- «Λέγε ρε!»
- «Εγώ νομίζω κ. καθηγητά πως πρώτα
έβαλαν το θρανίο και μετά έκτισαν γύρω-γύρω το σχολείο».
28η Οκτωβρίου! Πρέπει να ετοιμασθεί ο πανηγυρικός της ημέρας. Ο Τερζάκης προσφέρεται εθελοντικά και οι Φιλόλογοι τον ευχαριστούν ενδομύχως. Ασφυκτικά γεμάτη η αυλή του Γυμνάσιου (600τμ για 2500 μαθητές). Άκρα σιγή. Ο ρήτορας-Τερζάκης, έμπλεος εθνικής εξάρσεως, ξεκινά με την ιταμή πρόκληση της Ιταλίας και καταλήγει ... «και τότε ο Ιωάννης Μέταξας, είπε το ιστορικόν, το αμίμητον, το ανεξήτηλον εις τους αιώνας, το υπερήφανον, το ανδρείον ...» , και δεν θυμάμαι πόσα άλλα επίθετα. Η αγωνία του κοινού στο κατακόρυφο. Δειλά μουρμουρίζονται και σχόλια «Πέστο! Μας έσκασες!» , όποτε μέσα στην κατανυκτική σιγή του ακροατηρίου ακούγεται μια ψιλή αλλά δυνατή φωνή «Αρμένης είναι! Βαράτε του!». Η φράση δεν έχει ούτε σχέση ούτε νόημα. Αλλά ήταν τόσο γελοία μέσα στην ένταση, που ξεκαρδιστήκαμε όλοι στα γελοία, ακόμα και οι καθηγητές υπομειδιούσαν. Κάνεις δεν κατέδωσε τον ένοχο άλλα το ΟΧΙ του κ. Μεταξά πήγε κατά καπνό κι αντάρα!
Μάθημα: Υγιεινή. Διδάσκων: ο Τερζάκης (ήταν να γίνει γιατρός βλέπεις αλλά
δεν είχε ψωμί το επάγγελμα). Θέμα: Η αντίδραση του οργανισμού στα μικρόβια.
Αρχίζει ο Τερζάκης «όταν ο οργανισμός δέχεται επίθεση μικροβίων, αμύνεται (τώρα
ξυπνάει μέσα του το 1940) όπως δηλαδή ημαστον στα τρία αυγά (σχέδιο στον πίνακα)
καταιγιστικό πυρ οι Ιταλοί (άπειρες γραμμές στον πίνακα) εμείς, το τάγμα Κρητών,
ήμαστονε μέσα στα χαρακώματα, με κρύο πολύ ετρέχονε τα σίελα και τα πτύελα
... και περιμέναμε τους Ιταλούς να έρθουν σε απόσταση βολής (εδώ κρύβεται πίσω
από την έδρα με προτεταμένο τον χάρακα αντί όπλου) και ...». Και μπαίνει μέσα
ο Γυμνασιάρχης Ηλίας Τζαμαλούκας, μια πολύ εκφραστική φάτσα σαν του Γράουτσο
Μαρξ. Μένει ενεός! Ο Τερζάκης (βγαίνοντας από την έδρα-χαράκωμα): ΕΝΑ λεπτό
κύριε Γυμνασιαρχα γιατί τως εξηγώ πως επιτίθενται τα μικρόβια στον οργανισμό.
Κόκαλο ο Γυμνασιάρχης κάνει μεταβολή και φεύγει δρομαίως, με την έκφραση του
προσώπου του να λέει «Σε τι τρελοκομείο έχω μπλέξει!»
Γυμναστική[1]. Το κρύο φαρμακερό. Ο Τερζάκης ήταν ο μόνος από τους γυμναστές που απαιτούσε να φοράμε σορτ και φανελάκι, πράγμα που εγώ δεν έκανα ποτέ. Εμφανίσθηκα με μαύρο παντελόνι και ΕΝΑ ναυτικό επενδύτη με πελώριο γιακά που ήταν μάλιστα σηκωμένος. Έφριξε ο Τερζάκης μόλις έδωσε το παράγγελμα «ανάτασις των χειρών». Εγώ ήμουν σαν ήρωας του γουέστερν που σηκώνει ψηλά τα χέρια. Αφού επανέλαβε τρεις με τέσσερις φορές το κλισέ του «Για δε νιό!» (για δες νεαρό άτομο) πρόσθεσε: «άντε να χαθείς χαμένε θα σου βάλω ένα δώδεκα και να μην σε ξαναδώ μπροστά μου». Εγώ καταχάρηκα γιατί αν με εξέταζε θα μου έβαζε τρία.
1 Είναι γνωστή η απέχθεια μου προς την γυμναστική και τα σπορ. Το τελευταίο παιχνίδι ανοικτού χώρου που έχω παίξει ήταν σκάκι στο μπαλκόνι ενός φίλου μου στα 1974. Η τελευταία σωματική άσκηση ήταν πριν πετάξω το κουρδιστό ρολόι μου και πάρω ρολόι μπαταρίας.
Κοντούλης με βαμμένο μαλλί σε χρώμα κομοδινί. Μόλις έμπαινε στην τάξη έβαζε την τσάντα του πάνω στην έδρα και μέσα στην έδρα έχωνε το βιβλίο ανοιχτό στην σελίδα του μαθήματος της ημέρας. Κρυφο-διαβάζοντας από το βιβλίο παρέδιδε το μάθημα και εξέταζε και πίστευε ότι εμείς τρώμε κουτόχορτο. Μέχρι που χώσαμε μια γάτα στην έδρα που πετάχτηκε μόλις ο Τσαγκάνης σήκωσε το καπάκι για να κρύψει το βιβλίο.
Χονtρός και φαλακρός. Είχε το συνήθειο να βάζει το χέρι του μέσα στην τσέπη του παντελονιού του και να ξύνει τ΄αχαμνά του κυριολεκτικά, ενώ οι περισσότεροι συνάδελφοι του το έκαναν με την μεταφορική έννοια. Όταν κάποιος τον δυσαρεστούσε έλεγε «είσαι μαθητής παιδί μου, εσύ;» που φορές το έλεγε και βραχυλογικά : «Τι είσαι βρε;» και τότε μια φορά ο Δημητρης ο Περδικάρης του είπε: «ΑΕΚ» ! Ο Τσαρούχης ξέσπασε «Ορίστε μας! Οχι σας ερωτώ, όχι πείτε μου, είναι μαθητής αυτός; Εγώ τον ερωτώ αν είναι μαθητής και αυτός μου λέει ‘ΑΕΚ’»
Όντως Τσίρος όνομα και πράγμα! Αδύνατος ψήλος με λεπτά δάκτυλα με λεπτή
φωνή, μιλούσε γρήγορα σαν τον Διακογιάννη που περιέγραφε τότε αγώνες
ποδοσφαίρου. Τα έβαζε με τον συνώνυμο του, τον συμμαθητή μας Παναγιώτη Τσίρο,
που ήταν παχύσαρκος (ίνα μη ειπώ παχύτατος). «Τσίρε, όνειδος του ονόματος,
εσύ έπρεπε να λέγεσαι 'Σκόμβρος'»[1].
Ήταν κρυπτοαριστερός. Όταν καιγόντουσαν τα φώτα η πλημυρούσε η «υπόγα» (και
συνηθως πλημμυρουσε για αυτό η αίθουσα αυτή του υπογείου ονομαζόταν «Βενετία»)
ή το βιβλίο είχε λάθη ή γενικά κάτι πήγαινε στραβά, ο Τσίρος το απέδιδε στο
«σάπιο καθεστώς». Μια φορά πήγε να γράψει κάτι στον πίνακα και η κιμωλία έσπαγε
συνεχώς και δεν έγραφε γιατί είχε ποτιστεί από τα νερά της πλημμύρας ή γιατί
κάποιος φρόντισε να την ποτίσει. Στο τρίτο σπάσιμο ο Τσίρος αγανάκτησε: «Μα
γιατί σπάει αυτή η κιμωλία;», φώναξε. Και το ανώνυμο πειραχτήρι από κάτω πάτησε
ψιλή φωνούλα: «Φταίει το σάπιο καθεστώς».
1) Σκομβρος = σκουμπρί , ο τσίρος είναι αποξηραμένο σκουμπρί)
Αυτά ήταν οι χαριτωμενιές της μαθητικής μας ζωής, όταν όμως σου έβαζαν τέσσερα για να σε ενθαρρύνουν και επί πέντε μέρες το γυμνάσιο μπορεί να μην χρειαζόταν τις υπηρεσίες σου, όταν για να θεωρηθείς άξιος του 10 έπρεπε να διαβάσεις 3 κεφάλαια παρακάτω τότε γιατί να μην γίνει το σχολείο ο εφιάλτης μέχρι να εγκαταλείψουμε το μάταιο τούτο κόσμο. Ας πιστέψουμε πως τουλάχιστον στον άλλο κόσμο, στην «ζωή μετά», δεν θα υπάρχουν καθηγητάδες, ρίγλες και σκουπόξυλα, αποβολάρες τοοοοόσες και εξετάσεις με βαθμολογίες. Από Τάρταρα ή τα Ηλίσσια πεδία δεν γίνεται ομως το σκασιαρχείο στο πεδιο του Αρεως που απολαμβάναμε σαν γυμνασιόπαιδες.
Κλείνει τώρα ο κύκλος κι είναι ο θάνατος πολύς, θάνατος στη μέση της ζωής και πονώ για σένα που ήρθε η ώρα να το δεις δόξα είν´ η ευθύνη της δικής μας αλλαγής.
Διονύσης Σαββόπουλος Πάνω από τριάντα χρόνια λόγια ηχογραφώ. Ήμουν "Νέο Κύμα" έναν καιρό. Πόθησα τον κόσμο σαν αχόρταγο παιδί. Κάθε του αναγνώριση για μένα ήταν γιορτή. Μα όπως μεγαλώνουμε κι όμορφα παλιώνουμε θα 'θελα η καρδιά μου να κριθεί από τους δασκάλους μας μικρούς μας και μεγάλους μας, όσους προπαντός έχουν για πάντα κοιμηθεί. Κι όταν καλή ώρα φεύγουν φίλοι και κοινό και μονάχος μένω στο κενό νοιώθω να μου φέγγουν απ' τις όχθες τις πλαϊνές κάτι φαναράκια· των δασκάλων μου οι σκιές. Φέγγουν οι αθάνατοι σ' ένα βυσσινί βαθύ,. Χαίρε η ελληνίς ανατολή. Κι από το σκοτάδι πλάι η μορφή τους μας κοιτάει και χαμογελάει βουρκωμένη, θεϊκή. Βρήκα τ' όνειρό σου σε γραμμές πολιτικές μα το πήγα πέρα απ΄αυτές όπου μ' οδηγούσε δίχως να το αντιληφθώ η καταγωγή μου και η τέχνη που εξασκώ. Κλείνει τώρα ο κύκλος κι είναι ο θάνατος πολύς, θάνατος στη μέση της ζωής και πονώ για σένα που ήρθε η ώρα να το δεις δόξα είν´ η ευθύνη της δικής μας αλλαγής. Φτάσαμε στ' ανείπωτα: μη πετάξεις τίποτα. Μας μεταμορφώνει μια πνοή. Τώρα ένα παιδί αρκεί να μας εντοπίσει εκεί, κι όμορφος ο κόσμος, θα 'ρθει πάλι να μας δει.
Τις κρύες γυναίκες που με χαϊδεύουν, τους ψευτοφίλους που με κολακεύουν, που απ τους άλλους θεν παλικαριά κι οι ίδιοι όλο λερώνουν τα βρακιά, σ αυτήν την πόλη που στα δυο έχει σκιστεί, τους έχω βαρεθεί.
Και πέστε μου αξίζει μια πεντάρα, των γραφειοκρατών η φάρα, στήνει με ζήλο περισσό, στο σβέρκο του λαού χορό, στης ιστορίας τον χοντρό το κινητή, την έχω σιχαθεί.
Και τι θα χάναμε χωρίς αυτούς όλους, τους γερμανούς τους προφεσόρους, που καλύτερα θα ξέρανε πολλά, αν δεν γεμίζαν ολοένα την κοιλιά, υπαλληλίσκοι φοβητσιάρηδες, δούλοι παχιοί, τους έχω βαρεθεί.
Κι οι δάσκαλοι της νεολαίας γδαρτάδες, κόβουν στα μέτρα τους τους μαθητάδες, κάθε σημαίας πλαισιώνουν τους ιστούς, με ιδεώδεις υποτακτικούς, που είναι στο μυαλό νωθροί, μα υπακοή έχουν περισσή, τους έχω βαρεθεί.
Κι ο παροιμιώδης μέσος ανθρωπάκος, κέρδος ποτέ μα από παθήματα χορτάτος, που συνηθίζει στην κάθε βρωμιά, αρκεί να έχει γεμάτο τον ντορβά κι επαναστάσεις στ όνειρά του αναζητεί, τον έχω βαρεθεί.
Κι οι ποιητές με χέρι υγρό, υμνούνε της πατρίδας τον χαμό, κάνουν με θέρμη τα στοιχειά στιχάκια, με τους σοφούς του κράτους τα χουνε πλακάκια, σαν χέλια γλοιώδικα έχουν πουληθεί, τους έχω σιχαθεί.