Κατάφρακτοι Ο αυτοκρατορικός Κατάφρακτος ήταν ένας βαριά θωρακισμένος έφιππος τοξότης ή λογχοφόρος, που συμβόλιζε την ισχύ της Κωνσταντινούπολης, όπως ο Λεγεωνάριος αντιπροσώπευε την ισχύ της Ρώμης. Ο Κατάφρακτος φορούσε ένα κωνικό κράνος, με ένα λοφίο από τρίχες αλόγου στην κορυφή, βαμμένο με το χρώμα της μονάδας του. Φορούσε ένα χιτώνιο από δύο στρώσεις πλεκτού ή φολιδωτού θώρακα, που εκτείνονταν ως τους μηρούς του. Δερμάτινες μπότες ή περικνημίδες προστάτευαν τις κνήμες τους, ενώ γάντια προστάτευαν τα χέρια του. Διέθετε μία μικρή στρογγυλή ασπίδα, το θυρεό, που έφερε τα χρώματα και διακριτικά της μονάδας του, δεμένη στον αριστερό του βραχίονα, αφήνοντας και τα δυο του χέρια ελεύθερα για να χρησιμοποιεί τα όπλα του και να χαλιναγωγεί το άλογό του. Πάνω από το θώρακα, φορούσε ένα ελαφρύ, βαμβακερό κάλυμμα και μία βαριά κάπα, επίσης βαμμένα με τα χρώματα της μονάδας του. Επίσης τα άλογα συχνά φορούσαν πλεκτό θώρακα και κάλυμμα, για να προστατεύουν τα τρωτά τους μέρη, όπως κεφάλiι, λαιμό και στήθος.(Wikipedia)

ΜΟΡΑ ΚΑΙ ΚΑΣΣΙΔΑ

Η σελιδα αυτή αναθεωρήθηκε την 15 Φεβρουαρίου, 2011

Όταν κάποιας μας προσφωνεί με την λέξη "μωρέ" εμείς του απαντάμε με την φράση "μόρα και κασσίδα". (Ανάλογη τέτοια αντιφώνηση στο «Α!» λέμε «άξεινος και ξερός»)

μωρέ απο το αρχαίο μωρός: ανόητος, αφρων.
Εκφραση: Μωραίνει Κύριος ον βουλεται απωλέσαι. (μοιάζει εκκλησιαστική ρήση αλλά δεν ειναι.
Ο Χόφμαν το ετυμολογεί απο τον αρχαίο ινδικο μουράχ : αμβλύνους,βλάξ, ανόητος[169, 253] .
Αυτο εξηγεί και την αρκετά δυσνόητη λέξη της αργκό "μουρόχαυλος"[216,333] α)το χαζό ατομο Β) επιτιμητικό επιφώνημα που χαρακτηρίζει διανοητικα πειραγμένο το ατομο στο οποιο αποτεινεται.ι.
Αντιθετα ο Μπαμπινιώτης το ετυμολογεί απο το μωρός και χαύνος

Ας δούμε πρώτα την ετυμολογία της κασσίδας: Η κασσίδα < μεσαιωνική ελληνική, κασσίδα < κασσίδιον, υποκοριστικό του κάσσις < λατινική cassis[181,105](κράνος) Βυζαντινό αλυσιδωτό κράνος.

"cassis"
Η κασσίδα δημιούργησε την λέξη κασσίδης < a cassidis : κρανοφόρος οπως ασηκρίτης < a secretis : ο εξ απορρήτων, ή Σαμπάνης < a sabanis : ο επι των σαβάνων.

Κασσίδα είναι όμως και πάθηση του τριχωτού της κεφαλής. Τα μαλλιά παίρνουν μια φολιδωτή εμφάνιση σαν του αλυσιδωτού κράνους. Αυτή την κασσίδα ξέρει ο λαός, και δημιούργησε και τη λέξη κασσιδιάρης (κατα το μαραζιάρης, χτικιάρης, μισαφορμάρης, κλπ που δηλώνουν ασθένεια).
Βλέπε σχετικές εκφράσεις και παροιμίες

Η έκφραση «μαθαίνω στου κασσίδη το κεφάλι» χρησιμοποιείται αρχικά για αρχάριους επαγγελματίες (αρχικά για μαθητευόμενους κουρέες) και εν συνεχεία για αρχάριους ή γενικότερα άπειρους, οι οποίοι μαθαίνουν εις βάρος άλλων χωρίς να αναλογίζονται τις συνέπειες. Στην καθημερινή ζωή, όταν κάποιος αποπειραθεί να μάθει ή να κάνει κάτι χωρίς να είναι σίγουρος για το αποτέλεσμα της πράξης του, χρησιμοποιείται η αυτή η έκφραση.
Δες και Πανώρια Γ. Χοτρτάση (16αιων. Τομ. Γ´ σ. 366):
«κανένα νιο ανοστότερο, φτωχό και κασιδιάρη»

Παροιμία: Οσο καιρό θερίζαμε «Βασίλη», «Κυρ-Βασίλη»
και σαν αποθερίσαμε «που σ' ειδα βρέ κασσίδη;»

Αν κάτεχε ο κασσίδης φάρμακο θα τόκανε (της κεφαλής του).[3,83]

Εκφραση: Τρίψτο στήν κασσίδα σου

Παροιμιόμυθος: Εκαλέσαν τον κασσιδιάρη να παει στο γάμο και τους ρώτησε:
Θα ΄ναι έτσι διαλεχτοί ένας-ένας κι οι άλλοι;

Μόρα

Τι είναι όμως ή μόρα; Είναι η λακωνική προφορά του «μοίρα» που σημαίνει μερίδιο, (πρβλ. η νόμιμος μοίρα), σημαίνει και το πεπρωμένο (το μερίδιο σου στα καλά και τα κακά, αυτό που σε περιμένει (πρβλ. «να σου πω τη μοίρα σου, να σου πω το ριζικό σου», «κακομοίρης» κλπ).

Το ουσιαστικό «μοίρα» σημαίνει και τμήμα στρατού (ο γράφων υπηρέτησε στην 135 Μοίρα Πεδινού Πυροβολικού) (πρβλ. Μοίραρχος).

Τελείως ανεξάρτητα βρίσκει κανείς στη λαϊκή βιβλιογραφία την λέξη «Μόρα» (κύριο όνομα) να σημαίνει μια ξωθιά, ξωτικό , νεράιδα κατάλοιπο ίσως της αρχαίας Μορμώς. Αυτό το Μόρα ήξερε ο λαός όταν τα αρχαία περάσαν στην αχρηστεία. Μ' ολα αυτά μόριο και η συμμορία εξακολουθούν να υπάρχουν στο λεξιολόγιο του Νεοέλληνα.

Μορμολύκειον ή μορμολυκείον λεγόταν το σκιάχτρο στην αρχαιότητα. Κατασκευαζόταν όπως και σήμερα. Η λέξη προέρχεται από τη Μορμώ,κακοποιό, δαιμονικό πνεύμα, με μορφή και ιδιότητες ακαθόριστες που συγχέεται με τις Νεράιδες. Το μορμολύκειο, που κοινά σημαίνει φόβητρο, σκιάχτρο, μπαμπούλας, στην αρχαιότητα ήταν προσωπίδα που παρίστανε την Μορμώ και φοβέριζαν με αυτήν τα μικρά παιδιά. Από το μορμολύκειο βγήκαν οι λέξεις μορμολύπτω που σημαίνει φοβερίζω, μορμολύκη και μορμολυκία που σημαίνει φοβιτσιάρα, μορμορωπός και μορμωτός που είναι ο δύσμορφος, ο φοβερός, ο τρομερός, μόρμορος και μόρμος που σημαίνει φόβος, μορμόνα ή μορμή η καταπληκτική στην όψη, μορμύνω και μορμύσσομαι που σημαίνουν, φοβερίζω, τρομάζω κάποιον, φοβούμαι, τρέμω, σκιάζομαι.

Αντιγράφω από το http://sxeseis.gr/viewthread.php?tid=9546

Η λέξη μόρα είναι σλαβική και σημαίνει ερωμένη, πολλοι πιστεύουν ότι η καταγωγή της είναι ελληνική και προέρχεται από την «Μορμώ» το θηλυκό μυθολογικό τέρας με το οποίο φόβιζαν τα παιδιά οι αρχαίοι. Ούτως ή άλλως η Μόρα είναι ένας από τους πιο αμφιλεγόμενους μύθους του οποίου η ιστορία χάνεται στο βάθος των αιώνων. Παρόλα αυτά αρκετοί είναι εκείνοι οι οποίοι πιστεύουν πως η Μόρα δεν είναι μύθος παρά μια ζωντανή πραγματικότητα...

Τι είναι τελικά η Μόρα (ή Μορούζι); Η Μόρα είναι ένα ανεξάρτητο πνεύμα. Σύμφωνα με τις περιγραφές είναι μία γυναίκα μαυροφορεμένη, η οποία εμφανίζεται στον ύπνο κάποιου συνήθως όταν κοιμάται ανάσκελα, του κρατάει τα χέρια και προσπαθεί να του πάρει την ανάσα.

Για την ακρίβεια, δεν μπορείς να κουνήσεις ούτε το μικρό σου δαχτυλάκι και ο πόνος στο στήθος σου όπου κάθεται, σου κόβει την ανάσα σε σημείο που αισθάνεσαι ότι αργοπεθαίνεις και όντως αργοπεθαίνεις, εκτός αν την νικήσεις. Αν την γλιτώσεις, για τις επόμενες περίπου 3 μέρες εξακολουθείς να αισθάνεσαι έναν αρκετά ενοχλητικό οξύ πόνο στο στήθος και δεν μπορείς να πάρεις βαθιά ανάσα. Από τα λεγόμενα ανθρώπων που έχουν σπάσει τα πλευρά τους, υποθέτω ότι το συναίσθημα είναι παρόμοιο.

Εμφανίζεται με πολλές μορφές η πιο συνηθισμένη είναι αυτή της άσχημης γριάς, αλλά πολύ είναι αυτοί που την έχουν δει σαν όμορφη κοπέλα ή ακόμα και με την μορφή φωτεινής σφαίρας ή μικροσκοπικού νάνου κ.α.

Η Μόρα φοράει ένα μαύρο σκουφάκι, ο μύθος λέει πως όποιος καταφέρει να της το πάρει θα έχει τρεις ευχές (κάτι παρόμοιο με τον μύθο των Νεράιδων), στην περίπτωση που η Μόρα καταφέρει να του το ξαναπάρει πίσω τότε αυτός πεθαίνει. Από όσα γνωρίζουμε μέχρι σήμερα μόνο ένας είχε καταφέρει να της πάρει το σκουφάκι, η ευχή του ήταν, η Μόρα να γίνει πραγματική γυναίκα. Έτσι κι έγινε, αυτός παντρεύτηκε αυτή την γυναίκα και έκανε παιδιά μαζί της. Φρόντισε να κρύψει το σκουφάκι κάπου πολύ καλά. Ώσπου μια μέρα η Μόρα ξαναβρίσκει το σκουφάκι της και μετά εξαφανίστηκε πάλι.

Λίγα λόγια για τον μύθο. Μία εκδοχή είναι ότι η Μόρα είναι η Λίλιθ (Lilith) η πρώτη γυναίκα του Αδάμ, ή μια από της τρεις κόρες της. Όπως αναφέρουν τα γνωστικά κείμενα και τα απόκρυφα της Παλαιάς Διαθήκης η Λίλιθ αποχώρισε από τον κήπο της Εδέμ γιατί

Ο Αδάμ, λυπήθηκε για την φυγή της Λίλιθ και ζήτησε από τον Θεό να του την φέρει πίσω. Εκείνος έστειλε τους 3 αγγέλους να την βρούν και να την φέρουν πίσω, όπου την βρήκαν κάπου στην Μεσοποταμία. Την παρακάλεσαν επανειλημμένα να επιστρέψει αλλά εκείνη αρνήθηκε. Τους είπε επίσης ότι για τους αιώνες των αιώνων, θα επισκέπτεται τα μικρά παιδιά στον ύπνο τους και θα τα πνίγει, για να εκδικηθεί. Οργισμένοι οι άγγελοι, την απείλησαν ότι θα ξεσηκώσουν την θάλασσα να την πνίξουν. Η Λίλιθ άρχισε να κλαίει και να τους παρακαλάει να την λυπηθούν. Όντως οι άγγελοι υπέκυψαν στα παρακάλια της και εκείνη για «ανταμοιβή» ορκίστηκε ότι δεν θα πειράζει τα παιδιά που θα έχουν τα ονόματα των 3 αυτών αγγέλων γραμμένα πάνω στην κούνια

Τώρα, γιατί την άφησαν να φύγει παρόλο που δεν πήρε τον λόγο της πίσω (ότι δηλαδή θα εκδικηθεί), είναι ένα ερώτημα χωρίς απάντηση. Αλλά η Βίβλος βρίθει από τέτοια ερωτήματα έτσι κι αλλιώς. Για να ολοκληρώσω την ιστορία, στην συνέχεια λέγεται ότι ο Σατανάς την έκανε γυναίκα του και αρχόντισσα όλων των σκοτεινών υπάρξεων. Λέγεται επίσης ότι η Λίλιθ είναι και το πρώτο Βαμπίρ. Από τότε στοιχειώνει τα όνειρα των ανδρών και κάνει έρωτα μαζί τους, επιτίθεται στις έγκυες γυναίκες και τελικά τις σκοτώνει. Σύμφωνα με τα κείμενα εμφανίζεται και αυτή μαυροφορεμένη.

Μία πιο ορθολογική εξήγηση είναι πως η Μόρα είναι "ψυχικός βρικόλακας" δηλαδή μια σκεπτομορφή που δημιουργεί κάποιος και την στέλνει στον ύπνο κάποιου άλλου. Μία μορφή ενέργειας που προσπαθεί να πάρει την ενέργεια του θύματος (ή το αίμα του όπως γνωρίζουμε στις γνωστές ιστορίες με τους βρικόλακες) και τελικά το θύμα πεθαίνει. Μία μορφή Voodoo ή κάτι τέτοιο.

Το να προστατευτεί κάποιος από την Μόρα είναι πολύ δύσκολο. Για προστασία υπάρχουν πολλά ξόρκια, αλλά λέγεται ότι το πιο αποτελεσματικό είναι να γράψεις σε ένα χαρτί τα ονόματα των τριών αγγέλων που έστειλε ο Θεός να την καταδιώξουν (την Λίλιθ) όταν έφυγε από τον Παράδεισο, ο Σανβί, ο Σανσαβί και ο Σαμενγκελάφ. Τα ονόματά τους γράφονται κατά προτίμηση σε ενοχιανή ή αγγελικανή γραφή, με καθαγιασμένη πένα σε παρθένα περγαμηνή. Την περγαμηνή την βάζεις πάνω από το κρεβάτι. Υπάρχει και μία προσευχή που σε προστατεύει. Η προσευχή αυτή δεν έχει γραφτεί σε κανένα βιβλίο και η διάδοσή της γίνεται από στόμα σε στόμα εδώ και πολλούς αιώνες. Η προσευχή είναι η εξής:

Μόρα - Μόρα κακαβού μέτρα τ' αστρα τ' ουρανού, την φακή του κιλού, τα βότσαλα της θαλάσσας και τις πέτρες της γης και μετά έλα σ' εμένα

Την προσευχή αυτή την λες τρεις φορές όταν πέσεις για ύπνο και ως που να τα μετρήσει όλα αυτά η Μόρα, εσύ έχεις ξυπνήσει. Πάντως, άπαξ και σε επισκεφτεί, κανένα ξόρκι δεν πρόκειται να πιάσει. Το μόνο που θα σε σώσει είναι το θάρρος και το θράσος. Πρέπει να την κοιτάξεις ίσια στα μάτια και να της δείξεις ότι δεν την φοβάσαι.

Η Μόρα δεν εμφανίζεται μόνο μία φορά αλλά για πολύ μεγάλο χρονικό διάστημα ή ακόμα και για μια ολόκληρη ζωή. Γνωρίζουμε ακόμα ότι το φαινόμενο αυτό είναι κληρονομικό και μπορεί να εμφανιστεί σε άτομα της ίδια οικογένειας και στους απογόνους τους.

Μιά δική μου εξήγηση

Υποθέτω, λέω υποθέτω, ότι θα υπήρχε στον βυζαντινό καιρό κάποια παροιμία ή έκφραση που θα έλεγε «μόρα και κασίδα» και θα σήμαινε "κατά τη μο(ι)ρα [του στρατού είναι και] η κασίδα". Είναι απόλυτα λογικό οι στρατιώτες κάθε μοίρας να έχουν κάποιο διακριτικό κάλυμα της κασσίδας με λοφίο ίσως (βλ. εικόνα). Εμείς σήμερα έχουμε μαυροσκούφηδες (Τεθωρακισμένα), Πρασινοσκούφηδες (ΛΟΚ), κοκκινοσκούφηδες (Αεροπορία Στρατού) και αλογοσκούφηδες (άσχετο, αλλά με μεγάλη οικονομική σημασία) κλπ. Τότε λοιπόν η έκφραση "κατά τη μόρα και η κασσίδα" θα σήμαινε σημάδια ή και συμπεριφορές ανάλογα με την παράταξή του. Κάτι ανάλογο προς το σημερινό «κοψε φάτσα και βγάλε συμπέρασμα».

"cassis
Εικόνα: Δερμάτινο βυζαντινό κάλυμμα της κασσίδας. Την μόνη πρακτική χρήση που βλέπω είναι ως διακριτικό. [ Διάκριση με το χρώμα της αλογοουράς].

 

 

 

 

 

Το λοφίο ως χαρακτηριστικό της αρματωσιάς των πολεμιστών διατηρήθηκε επί αιώνες. Τα πρόσωπα ηταν κρυμμένα μέσα στο, κλειστό απο παντού κράνος, και οι Ιππότες του 12ου αιώνα φορούσαν λοφία-εμβλήματα στις περικεφαλαίες τους και σύμβολα πανω στους μανδύες τους για να διακρίνονται. Από εκεί προήλθαν και τα οικόσημα.[130,13].

cassis4

Ο λαός ξέχασε, με την πάροδο του χρόνου, την Μοίρα του Στρατού και την κασσίδα. Στο μυαλό του υπήρχε η αρρώστια και η ξωθιά. Επειδή οι αντίλογοι αυτού του είδους έχουν χαρακτήρα κατάρας, η μόρα (ξωτικιά που σου κόβει την ανάσα) και η κασσίδα (δερματική νόσος) έρχονταν ο,τι πρέπει ως απάντηση στο "μωρέ".

Ο συνειρμός μωρέ και μόρα είναι κατανοητός αλλά από πού τους ήρθε να προσθέσουν μια δερματική νόσο με μια ψυχική επίθεση χωρίς κάποια λογική; Το πιό λογικό θα ήταν να λέγανε «μόρα και ψώρα» που τουλάχιστον ομοιοκατληκτούν. Ομως ο συνδυασμός αυτών των δύο (μόρα + κασσίδα) πρέπει να κρύβει την ανάμνηση αυτής της έκφρασης που πιστεύω πως υπήρχε.