Ο αντίλογος αυτός αποτελεί την απάντηση στο «όχι» που μας λέει κάποιος.
Το νόημα είναι η απρριψη της αρνητικής απόφασης του άλλου. Επειδή και τα δύο ουσιαστικά της φράσης ειναι φίδια και μάλιστα δηλητηριώδη΄, υπονοείται η συνέχεια "... να σε φάνε, αφού δεν συμφωνείς".
Το φίδι γενικά, ήταν πάντα σύμβολο του κακού και εχθρός του ανθρώπου. (φίδι: από το Αρχαίο Ελληνικό ουσιαστικό «όφις»> υποκοριστικο οφίδιον> φίδιον> φίδιν>φίδι)
πρβ. «Με ζωσανε τα φίδια», «Μαύρο φίδι που σ' έφαγε», «Τι φίδι ζέσταινα στον κόρφο μου», «Το καταραμένο φίδι», «Φίδι κολοβό», «Ποιος θα βγάλει το φίδι απ την τρύπα.»
H οχιά είναι γένος ιοβόλων φιδιών, που ανήκουν στην οικογένεια Βιπερίδες και στην τάξη Λεπιδωτά. Πρόκειται για το μοναδικό ιοβόλο (και γι’ αυτό επικίνδυνο) φίδι στην Ελλάδα. Συχνάζει σε παλαιούς τοίχους, ακαλλιέργητα μέρη με κλαδιά και πέτρες, ενώ μερικές φορές βρίσκεται κοντά σε κατοικίες. Η γεωγραφική της εξάπλωση περιλαμβάνει όλα τα μέρη του κόσμου, εκτός από την Αυστραλία και τη Μαδαγασκάρη. Όλα τα είδη έχουν δόντια που συνδέονται με ιοβόλους αδένες.
Συνωνυμα: οχέντρα και έχιδνα (Αρχ. Ελλ. και σύγχρονο λόγιο).
Η έχιδνα απαντάται συχνά στην Αρχαία Ελληνική Γραμματεία (Ηρόδοτος, Σοφοκλης, Πλάτων), και στην Καινή Διαθήκη (Πράξεις). Μεταφορικά σημαίνει το δόλιο άνθρωπο, και την άπιστη σύζυγο.
Η μονομερίδα είναι ένα μικρό αλλά θανατηφόρο φίδι (300, ΜΕΓΑ ΛΕΞΙΚΟΝ ΟΛΗΣ
ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΗΣ, Δ. ΔΗΜΗΤΡΑΚΟΣ, ΔΟΜΗ Τόμος 09-430 σ.4747) Την μονομεριδα
τήν αναφέρει ο Αριστοτέλης Βαλαωρίτης στο ποιήμα του «Αθανάσιος Διακος» 3
σ. 78
:
«και σα μονομερίδα από ν΄ αρμό στον άλλονε, κρυφά-κρυφά
χωνεύει».