Επειδή υπάρχει βαθύ χασμα μεταξύ της γλώσσας της εκκλησίας (κοινή αλεξανδρινή, Αττικίζουσα, αρχαΐζουσα) και της Γλώσσας που μιλάει ο λαός (δημοτική) είναι αναπόφευκτο να δημιουργηθούν παραφθορές στην προφορά και την κλίση των λέξεων. Το χάσμα οδηγεί στην αλλαγή της γραφής ή του τονισμού ή της προφοράς. Η κύρια αιτία είναι ότι ο λαός δεν διαβάζει τα κείμενα αλλά μόνο τα ακούει.
Παραθέτω ορισμένα παραδείγματα που φυσικά δεν εξαντλούν την περιπτωσιολογία.
Στα ψαλτικά κείμενα της εκκλησίας αναφέρεται στην προμετωπίδα πότε ψάλλεται το κάθε άσμα: Γράφεται λοιπόν «Τῷ Σαββάτῳ ἑσπέρας: Θ´ ΩΡΑ» δηλ. Να ψαλεί κατά την εσπέρα του Σαββάτου. Δοτική του «Σάββατον» με καταβίβαση του τόνου στην επομένη συλλαβή. Η δοτική πέρασε σε αχρηστία και οι Νεοέλληνες άρχισαν να αντιλαμβάνονται τη δοτική «τω Σαββάτω» ως ονομαστική : «Το Σαββάτο». Λέμε λοιπόν «το ερχόμενο Σαββάτο θα ΠΑΜΕ εκδρομή». Ο Γιάννης Ξανθούλης περιπαίζοντας την παρετυμολογία έχει μια εκπομπή στο ραδιόφωνο του ΣΚΑΪ που εκπέμπεται κάθε Σάββατο και την ονομάζει «Σα βάτο είσαι και φαίνεσαι».
Έλεγαν οι αρχαίοι, Βυζαντινοί και λόγιοι : «Δος τω παιδί φαγείν» τουτέστιν «Δώσε εις τον παίδα να φάγει».
Τώρα γράφουμε και λέμε «Δωσ’ στο παιδί φαΐ».
Ο παις, του παιδός δοτ. τω παιδί εκλήφθηκε σαν αιτιατική «το παιδί» και φυσικά η αιτιατική «διορθώθηκε» αφού συντάσσεται με «εις το» δηλ «στο».
Ουσιαστικοποιήθηκε το απαρέμφατο «φαγείν» και εγινε το γνωστο «φαϊ».
Παρετυμολογήθηκε και η προστακτική από «Δος» σε «δώσε» και καταλήξαμε στο υπέροχο αυτό αλαλούμ.
Οι Ρωμαίοι κάθε σκοτεινό πράγμα, χρώμα και κατάσταση το χαρακτήριζαν obscurus. Ακόμα λέμε Camera obscura τον σκοτεινό θάλαμο. Στην τάση των Αμερικάνων για απλοποίηση οφείλεται ότι ο σκοτεινός θάλαμος, Camera obscura, έχασε τον χαρακτηρισμό του obscura και παρέμεινε κάμερα. Όμως όλοι μας λέμε «σκούρος», σκούρο χρώμα, τα βρήκε σκούρα (σκοτεινά, δύσκολα) επειδή το «ο» του obscurus το θεωρήσαμε άρθρο: «ο σκούρος».
Λατινικά cisterna= (Αγγλικά cistern) που το αντιληφθήκαμε από την φράση «εδώ είναι κιστέρνα» και μεταφέρθηκε ακουστικά «κι΄η στέρνα» Στην Κωνσταντίνου Πόλη κοντά στο τέμενος του Σουλτάνου Αχμέτ, δυτικά της Αγίας Σοφίας, υπάρχει μια υπόγεια δεξαμενή του έκτου αιώνα, μια βασιλική κιστέρνα φτιαγμένη μάλλον από τον Ιουστινιανό...
Το βασιλεύω είχε πάντοτε την έννοια «είμαι στην ακμή μου», «μεσουρανώ». Πρβλ. «Ζει ο Βασιλιάς Αλέξανδρος; Ζει και βασιλεύει» και «Εδώ βασιλεύει (κυριαρχεί) αταξία». Η Δύση, το βασίλεμα και ήλιο-βασίλεμα σημαίνει ακριβώς το αντίθετο του «μεσουρανώ»;
Η ερμηνεία που δίνει ο Μένος Φιλήντας στην Γλωσσογνωσία και Γλωσσογραφία» του είναι ότι η λέξη προέρχεται από το «μπασήλεμα», το μπάσιμο δηλαδή του ήλιου στο τέλος το ορίζοντα και όχι από το βασιλεύω όπως θέλουν βασιλόφρονες. Ευφυές!