ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ |
||
ΕΛΛΗΝΙΚΑ ΕΠΩΝΥΜΑ |
18
|
|
ΚΑΒΑΔΙΑΣ - ΚΑΒΑΘΑΣ και ρούχα και πράγματα σχετικά με τοπωνύμια | ||
καβάδιν το· καβάδι· καβάδιον. 1)
2) (Mετων.) αξίωμα: καβάδια του χαρίσασι (Kορων., Mπούας 9). [<τοπων. Kάβαδα της Kαρμανίας + κατάλ. ι(ο)ν. Ο τ. ι κ.ά. στο Βλάχ. και σήμ. ιδιωμ. (Μπόγκας Α´ 143, Β´ 24, Παπαχριστ., κ.ά.). H λ. και ο τ. ιον το 10. αι. (Soph., λ. ιον), στο Meursius ( ββ , λ. καββάδης) και σήμ. κυπρ. (Λουκάς)] Ετσι σχηματιζεται το επώνυμο [Καβαδάς> Καβαθάς ή Καβαδίας.] Αντιθετα η Live-Pedia.gr Το ετυμολογει ή από το τοπωνύμιο, που ανήκει σε μια υποθετική πόλη Κάβαδα της Καρμανίας ή από τη σερβ. λ. Kavad. Υπηρχε μια σατραπεία της Αυτοκρατορίας των Σασσανιδών η Βih-Kavad. Περιλάμβανε τις πόλεις που σήμερα ονομάζονται Νατζάφ και Κούφα και ανήκουν στο Ιράκ. Κοντά στην Νατζάφ υπαρχει η ιστορική πολη Κάρβαλα που θυμιζει λιγο τα «Κάβαδα». Δεν αποκλειεται απο εκει να επαιρναν οι Βυζαντινοι τα καβάδια ατου το Βαγδατί φορεμα το επαιρναν απο την γειτονική Βαγδάτη. Η Καρμανία δεν έχει σχέση με την Τουρκική Καραμανία (πατρίδα των Καραμανλήδων). Η Καρμανία ήταν μια επαρχία (σατραπεία) της Αυτοκρατορίας των Αχαιμενιδών και κατόπιν των Σασσανιδών. Αναφέρεται απο τον Αριανό. Επι Μ. Αλεξάνδρου ηταν μια σατραπεία στον περσικο κολπο Δυτικά του Χουρμούζ. Ανατολικα συνόρευε με την Γερδωσία.
Πολίτικο καβάδι . Πρόκειται για μεταξοβάμβακο φόρεμα που φορούν οι Καλύμνιες με τα σχολιανά πάνω από το πουκάμισο. Ονομάζεται πολίτικο γιατί το ύφασμα ήταν φερμένοαπό την Κωνσταντινούπολη. Από το καβάδι παίρνει την ονομασία της ολόκληρη η φορεσιά και λέγεται " τα καβάδια ". ΣχόλιοΕίναι σύνηθες φαινόμενο το ρούχο να παίρνει το όνομά του απο τον τόπο κατασκευής του έτσι έχουμε ουσιαστικοποιημένα επίθετα:
Αλλά έτσι δημιουργούνται και επίθετα για άλλα αντικείμενα ή Ζώα
Υφάσματα με αναλογη ετυμολογιαΒατίστα Λεπτο και πυκνο λινο υφασμα: Ατο τον Batiste de Cambrais που ανέπτυξε και οργάνωσε την βιομηχανία λινών. Κασμίρ[ι] Από την περιοχή του Κασμίρ (μεταξύ Πακιστάν και Ινδίας) Κρέπ ελαφρύ ύφασμα από μετάξι με ελαφρά πτυχωμένη μορφή,
κατασκευασμένο από σγουρό νήμα. Απο το Γαλ. crepe < Παλ. Γαλ. cresp
< Λατ. crispus. Μηλωτή Πανοφώρι η καλυμα των ομων απο προβειο τριχωτο δερμα.< το αρ.χ μήλον=πρόβατο [171,1097]
Λαμέ Γυαλιστερό ύφασμα του οποίου το στημόνι η το υφάδι είναι απο μεταλικές ίνες (‹ λαμα ‹ ελασμα) Μπροκάρ σγουρό ύφασμα με κεντηματα από χρυσό και μετάξι. από το Γαλ. brocart< Ital. Brocato<Lat Broccus. Απο την ιδια ρίζα το μπροκολο, η προκα, μπροκα, ο Πρόκος (επών) και ο Κατσαπρόκος (εργαλείο της υποδηματοποιίας και γιος του Καγκιόζη). Σατέν Λεπτό ύφασμα με λεια και στιλπνή επιφάνεια. Απο το Γαλ. satin <Παλ. Γαλ. zatouin < αραβ. atlaz ZayTuni < ατλαζι από την Κινέζικη Πόλη Tseu Tpng
|
||
Συναντάται επισης ονοματοδοσια απο την ημερα ή τον τόπο που φοριέται ένα ύφασμα ή ρουχο. κιπούρ (τύπος υφάσματος) μειντανογέλεκο Τι γιλέκο που φοράμε στο μειντάνι (τουρκικό meydan = Ανοικτός Χώρος - Δημόσια Πλατεία) . Το "καλό", της βόλτας. 'Εχουμε και ρούχα "κυριακάτικα","λαμπριάτικα","βαφτιστικά","γαμπριάτικα" |
||
Copyright © - Aris Stougiannidis - All rights reserved |
Η Δαμασκός είναι η πρωτεύουσα της Συρίας με πληθυσμό περίπου 4,5 εκατομμύρια κατοίκους. Είναι χτισμένη στην όαση Γκούτα, που βρίσκεται στην όχθη του ποταμού Μπαρόντα, (του Χρυσορρόα, όπως τον ονομάζουν οι αρχαίοι Έλληνες) σε υψόμετρο 600-700 μέτρα στις αρχές της ερήμου και στους πρόποδες του Αντιλίβανου.
Την Λέξη "δαμασκί" ή "διμισκί" την συναντάμε στο πολύ γνωστό Δημοτικό ποιήμα "του Μικρού Βλαχόπουλου"
"Σαϊτες μου αλεξαντρινές καμιά να μη λυγίσει κι εσύ, σπαθί μου διμισκί, να μην αποστομώσεις, Βοήθα μ' ευχή της μάνας μου και του γονιού μου βλόγια ευχή του πρώτου μου αδελφού, ευχή και του στερνού μου Μαύρε μου, άιντε να μπουμε, κι όπου ο Θεός τα βγάλει!"
«Άλλη δεν το ‘βαλε το λαχουρί φουστάνι μόν’η Φροσύνη τόβαλε και βγήκε στο σεργιάνι».