ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ |
|||
ΝΗΜΑΤΟΥΡΓΙΑ, ΥΦΑΝΤΟΥΡΓΙΑ ΚΑΙ ΓΛΩΣΣΑ |
|
||
Η υφαντουργία ηταν απο τους αρχαιοτάτους χρόνους μια πολύ διαδεδομένη και χρήσιμη οικιακή δραστηριότητα. Χωρίς όμως να πάυει να είναι επίπονη και κουραστική. Η αρχαία λέξη για την νηματουργία ήταν «ταλασία» και εχει ως ρίζα το επίθετο τάλας = ταλαίπωρος. Στα χρόνια που πέρασαν δημιουργήθηκε ένας μεγάλος κατάλογος απο λέξεις και εκφράσεις με ρίζα τους όρους της υφαντουργίας. |
|||
Μηχανήματα και οργανα | |||
---|---|---|---|
|
αδράχτιΣΗΜΑΣΙΑ:Εργαλείο για τήν δημιουργία νήματος. Η αρχαία άτρακτος. ΕΓΚΥΚΛΟΠΑΙΔΙΚΑ:Αποτελείται απο την δρούγα κσι το σφονδύλι. Στο στέλεχος της δρούγας περιτυλισσεται το νημα που δημιουργείται απο το γνέσιμο του μαλλιού ή βαμβακιού που συγκρατείται στήν ρόκα. Η ιδια λεξη έχει και άλλες σημασίες άτρακτος (ό και ή). Κλωστικόν όργανον έκ μικρας ξύλινης ράβδου, αποληγούσης προς τά άνω εις άγκιστρον ή έγκοπήν κσι φερούσης προς τά κάτω σφόνδυλον. Χρησιμεύει όπως στρεφόμενη περί τόν άξονα της κλώθη τήν έκ της ήλακάτης (ρόκας) έλκομένην ύφαντικήν ύλην (έριον, βάμβακα κλ.) Έν τω κλωστικω μηχανήματι καλείται άνάλογον χαλύβδινον όργανον τό όποιον στρέφει τό νήμα. || (Μηχανολ.) Γενικώς, μεταλλικός άξων περιστροφής μηχανήματος. || (Γεωμ.) Μέρος τής επιφανείας της σφαίρας περιεχόμενον μεταξύ δυο μεγίστων κύκλων αύτης εχόντων κοινήν διάμετρον. |[ (Άστρον.) Ατρακτοι ωριαίοι, oι 24 άτρακτοι είς τούς οποίους διαιρείται ή επιφάνεια τής Γής δι' ημιμεσημβρινών απεχόντων αλλήλων κατά 15° και εντός έκαστου των οποίων (κατά τό «παγκόσμιον σύστημα τών ωριαίων ατράκτων») ισχύει ό αυτός επίσημος «πολιτικός χρόνος» ||Ναυτ. Τό άνώτατον μέρος τοΰ μικρού επιστηλίου του ιστίου ή και αυτού του ιστού (είς τά μή έχοντα επιστήλια μικρά Ιστιοφόρα), ή άλλως «ηλακάτη». ||άτρακτος άγκύρας,ή αποτελούσα τόν κορμόν τής άγκυρας, σιδηρά ράβδος. Επειδή είναι επίμηκες και φαλλόμορφο μπήκε ως φόβητρο στα παραμύθια. Βλ. η «Ωραία Κοιμωμένη» ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ: ΠΑΡΑΔΕΙΓΜΑΤΑ: Σοφολής - Φιλοκτήτης στ.290 ὁ μὲν χρόνος δὴ διὰ χρόνου προύβαινέ μοι, κἄδει τι βαιᾷ τῇδ᾽ ὑπὸ στέγῃ μόνον διακονεῖσθαι. γαστρὶ μὲν τὰ σύμφορα τόξον τόδ᾽ ἐξηύρισκε, τὰς ὑποπτέρους βάλλον πελείας: πρὸς δὲ τοῦθ᾽, ὅ μοι βάλοι νευροσπαδὴς ἄτρακτος, αὐτὸς ἂν τάλας εἰλυόμην, δύστηνον ἐξέλκων πόδα, πρὸς τοῦτ᾽ ἄν: εἴ τ᾽ ἔδει τι καὶ ποτὸν λαβεῖν, καί που πάγου χυθέντος, οἷα χείματι, ξύλον τι θραῦσαι, ταῦτ᾽ ἂν ἐξέρπων τάλας.
“ἄτρακτον
στρέφειν” Ηρόδοτος.5.12,Περιφραστικά, αντι του γνέθω, κλώθω. σκευάσαντες τὴν ἀδελφεὴν ὡς εἶχον ἄριστα, ἐπ᾽ ὕδωρ ἔπεμπον
ἄγγος ἐπὶ τῇ κεφαλῇ ἔχουσαν καὶ ἐκ τοῦ βραχίονος ἵππον ἐπέλκουσαν καὶ κλώθουσαν
λίνον. Βλ. Η γριά η βαβά μ’ Ποίημα: του Ζαχαρία Παπαντωνίου Η γρηά η βαβά μ’, καλά ύστιρ’
να,
ΟΜΟΡΡΙΖΑ:ατρακτοειδής ΠΑΡΟΙΜΙΕΣ: Στην πλειονότητά τους είναι ειρωνικές και αφορούν οκνηρές γυναίκες.
[349],333 - 335 ΕΠΩΝΥΜΑ ΣΥΓΓΕΝΙΚΑ:Αδρακτάς ΠΗΓΕΣ: |
||
ανέμηΣΗΜΑΣΙΑ:Συσκευή που χρησιμοποιείται για το τυλιγμα ή ξετύλιγμα του νηματος [[171,178]] ΕΓΚΥΚΛΟΠΑΙΔΙΚΑ: Περίτεχνη ή απλή η ανέμη ήταν ποδοκίνητη ή χειροκίνητη, μετέφερε συνήθως το νήμα απο το αδράκτι στο καρούλι της σαϊτας. ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ: Κατ΄επιδραση απο τον ανεμόμυλο λόγω της ομοιότητας της. ΟΜΟΡΡΙΖΑ: ανεμόμυλος, ανεμοδούρα. ΕΠΩΝΥΜΑ: Ανεμάς Κατασκευαστής ή πωλητή Ανεμών, δεν έχει σχέση με τον «άνεμο». Γνωστή η Φυλακή του Ανεμά στην Κωνσταντινούπολη.
Η Θεοδώρα Κομνηνή, παντρεύτηκε τον Μανουήλ Ανεμά (~1146) και ή Άννα Κομνηνή Δούκαινα, κόρη του Ανδρονίκου Κομνηνπού παντρεύεται τον Αλέξιο Κομνηνό Ανεμά. Ανεμοπράτης [165,452.] ΕΚΦΡΑΣΕΙΣ: Κόκκινη κλωστή δεμένη στην ανέμη
τυλιγμένη ΣΥΝΩΝΥΜΑ: ροδάνι [1] ο κλώτσος (κλωτσιά) είναι απαραίτητος στην ποδοκίνητη ανέμη.
|
|||
ανεμέα ενδύματα | Αέρινα. Ελαφρά και διαφανή. Δεν εχουν σχέση με την ανέμη αλλά με τον άνεμο. | ||
|
αργαλειόςΣΗΜΑΣΙΑ: Εργαλείο για την κατασκευή υφασμάτων (ύφανση) ΕΓΚΥΚΛΟΠΑΙΔΙΚΑ:Ο αργαλειός ως οικιακό
εργαλείο είναι αρχαιότατο και αναφέρεται από τον Όμηρο ως ιστός. Η Πηνελόπη
ύφαινε τη μέρα και ξεΰφαινε τη νύχτα για να ξεγελά με τον τρόπο αυτό
τους "μνηστήρες" ώστε να την περιμένουν ώσπου να τελειώσει
το "διασίδι" της.
Αργύρη Εφταλιώτη «Ο Αργαλειός» Πέρνα, σαΐτα μου γοργή, μὲ τὸ ψιλὸ μετάξι, Μαντήλι ἀπὸ τὸ δάκρυσμα δὲν τοὔμεινε στὰ ξένα. Ἐγὼ τὸ φάδι θὰ γενῶ κι ἐκεῖνος τὸ στημόνι, Πέτα, σαΐτα μου γοργή, χτύπα, χρυσό μου χτένι,
ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ: Ελληνιστικό «εργαλείον» > ενα εργαλείον > ενα(ε)ργαλείον> αργαλείον> αργαλειός. ΣΥΝΩΝΥΜΑ: Ιστός, Ιστάρι ΠΗΓΕΣ:
|
||
αντίΣΗΜΑΣΙΑ: Εξαρτήματα του αργαλειού ΕΓΚΥΚΛΟΠΑΙΔΙΚΑ:Δεν ηταν ο σύνδεσμος «αντί», αλλά αντιθέτως ηταν δύο αντικείμενα στρογγυλά ξύλα με διάμετρο 10-15 εκατοστών που στο ένα άκρο έχουν τετράγωνη κατάληξη με τέσσερες τρύπες. Στο μπροστινό (προστάντι), που το συγκρατεί η κουρούνα, τυλίγεται το υφαντό καθώς φτιάχνεται , ενώ το άλλο στο πίσω μέρος (πισάντι), πάνω στο οποίο τυλίγεται το στημόνι, το συγκρατεί η ποταμίστρα. ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ:Δεν είναι ο σύνδεσμος «αντί»,
αλλά αντιθέτως ηταν δύο αντι-κείμενα
στρογγυλά ξύλα.
ΟΜΟΡΡΙΖΑ:αντίπαλος, ενάντιος, απέναντι ΕΚΦΡΑΣΕΙΣ: πβ. το Δημοτικά Τραγούδι Γιατι με δέρνεις μάνα ... και μετα, δικαιολογημένα : πωπώ πωπώ τρομάρα μου [1] αντιον =εναντίον αυτο που βρίσκεται απέναντι στο
άλλο.
|
|||
γνέθωΣΗΜΑΣΙΑ:Φτειάχνω κλωστή ή νήμα από τις ίνες οπουδήποτε υλικού ΕΓΚΥΚΛΟΠΑΙΔΙΚΑ:Το λαναρισμενο (ξασμένο) μαλλί τοποθετειται στην ροκα μια ακρη του στριβεται με τά δακτυλα, το νήμα που προκύπτει τυλίγεται στο αδράκτι. Αλλα εργαλεία δέν απαιτούνται. Οι γυναίκες παίρνουν την ροκα τους και γνεθουν στις αυλές, στις εξώπορτες. ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ:Από το αρχαίο Ελληνικό ρήμα νέω σε συμφυρμό με το νήθω (γνέθω, κλώθω). ΠΑΡΑΔΕΙΓΜΑΤΑ: ΠΑΡΟΙΜΙΕΣ: ΣΥΝΩΝΥΜΑ:κλώθω ΠΑΡΑΓΩΓΑ: Νεραϊδογνέματα, νήμα |
|||
δρούγαΣΗΜΑΣΙΑ: Αξονας, Εξάρτημα του αδρακτιού. ΕΓΚΥΚΛΟΠΑΙΔΙΚΑ:βέργα που στην άκρη της πρός το κάτω μέρος συγκρατούσε το σφοντύλι, που βοηθούσε στο στρίψιμο για την παρασκευή του νήματος. ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ: ΠΑΡΑΔΕΙΓΜΑΤΑ: ΟΜΟΡΡΙΖΑ: ΕΚΦΡΑΣΕΙΣ: ΣΥΝΩΝΥΜΑ ΣΥΓΓΕΝΙΚΑ: ΠΗΓΕΣ:
ΕΠΩΝΥΜΟ : Δρούγας, Δρούγα |
|||
|
ιστόςΣΗΜΑΣΙΑ: Εργαλείο για την κατασκευή υφασμάτων (ύφανση), αργαλειός αλλα και το ιδιο το ύφασμα. Γενικά καθε τι που έχει μορφή υφάσματος, πλέγματος ή δικτύου. ΕΓΚΥΚΛΟΠΑΙΔΙΚΑ: ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ: Απο το αρχ. ελλ. ρήμα ίστημι, στέκομαι. ΠΑΡΑΔΕΙΓΜΑΤΑ: ΟΜΟΡΡΙΖΑ: ΕΚΦΡΑΣΕΙΣ: ΣΥΝΩΝΥΜΑ: Αργαλειός ΠΗΓΕΣ:
Aπο το αρ. Ελληνικό ρήμα ίστημι. Κάθετος Αργαλειος αλλά και το ύφασμα (ιστός αράχνης, απο οπου και τα παραγωγα του διαδικτύου: ιστοχώρος, ιστοτόπος, ιστοθέσιον) «Μή σε, γέρον, κοίλῃσιν ἐγὼ παρὰ νηυσὶ κιχείω ἢ νῦν δηθύνοντ᾿ ἢ ὕστερον αὖτις ἰόντα, μή νύ τοι οὐ χραίσμῃ σκῆπτρον καὶ στέμμα θεοῖο· τὴν δ᾿ ἐγὼ οὐ λύσω· πρίν μιν καὶ γῆρας ἔπεισιν ἡμετέρῳ ἐνὶ οἴκῳ ἐν Ἄργεϊ, τηλόθι πάτρης, 30 ἱστὸν ἐποιχομένην καὶ ἐμὸν λέχος ἀντιόωσαν· ἀλλ᾿ ἴθι, μή μ᾿ ἐρέθιζε, σαώτερος ὥς κε νέηαι.» Ομήρου Ιλιάς - Α στ. 26-32 «Μη σ’ απαντήσω, γέροντα, σιμά στα κοίλα πλοία ή τώρα
εδώ ν’ αργοπορής ή πάλιν να γυρίσης και μη θαρρεύης στου θεού το σκήπτρο
και το στέμμα. Αυτήν δεν θ’ απολύσω εγώ. Το γήρας θα την έβρη στο Άργος
μες στο σπίτι μου μακράν απ’ την πατρίδα να υφαίνη αυτού και σύντροφον
της κλίνης να την έχω. Μη μ’ ερεθίζης, σύρ’ ευθύς αν θέλης να μην πάθης». |
||
κλώθωΣΗΜΑΣΙΑ:Συνώνυμο του γνέθω. ΕΓΚΥΚΛΟΠΑΙΔΙΚΑ: ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ:Αγνωστη. (κ[ά]λαθος>κλάθος>κλωσσα;) ΠΑΡΑΔΕΙΓΜΑΤΑ: κλώθω , aor. A. “ἔκλωσα” Ηρόδοτος., Λουκιανός.: τὰ κλωσθέντα = το πεπρωμένο κάποιου, ΟΜΟΡΡΙΖΑ:κλωστή, Κλωθώ (κύριο όνομα, μια απο τις 3 Μοιρες), κλωστή, ΕΚΦΡΑΣΕΙΣ:«Τι το κλώθεις;» : Γιατί καθυστερείς να το πείς, γυρνάς γύρω απο τό θέμα. Πολλές φορές με τήν ίδια σημασία λέγεται και «τι το κλωσσάς» απο το ουσ. κλώσσα. ΣΥΝΩΝΥΜΑ ΣΥΓΓΕΝΙΚΑ: Κύριο όνομα Κλωθώ, μία απο τις τρείς Μοίρες, οντότητες της αρχαίας ελληνική μυθολογίας, παριστάνονταν
συνήθως, ως τρεις γυναικείες μορφές που κλώθουν. Η κλωστή που κρατούν στα χέρια
τους, συμβολίζει την ανθρώπινη ζωή, δεικνύοντας έτσι το πόσο μικρή και αδύναμη
μπορεί αυτή να είναι. Η πρώτη Μοίρα, η Κλωθώ (συμβολίζει και το παρόν), γνέθει
το νήμα της ζωής, η δεύτερη, η Λάχεσις (.. το μέλλον), μοιράζει τους κλήρους,
καθορίζει τι θα "λάχει" στον καθένα (εξ ού και λαχείο) . Η τρίτη Μοίρα,
τέλος, η Άτροπος (.. το παρελθόν), κόβει χωρίς τον παραμικρό δισταγμό, όταν
έρθει η ώρα, την κλωστή της ζωής των ανθρώπων.
πβ. Α. Ραγκαβή «Διονύσου πλούς » στ. 23 Εις σε προσπλέκει η Κλωθώ
|
|||
κτένι ή χτένιΣΗΜΑΣΙΑ:Εξάρτημα του αργαλειού όμοιο με κτένι. Μέσα του περνούν τά στημόνια. Πιέζει με κτύπημα το υφάδι μιας σαϊτιάς πανω στο υφάδι της προηγούμενης και κάνει σφικτή την ύφανση. ΕΓΚΥΚΛΟΠΑΙΔΙΚΑ: Στα αρχαία ελληνικά ονομαζόταν «κτείς υφαντικός». Εξάρτημα του αργαλειού. Αποτελείται από μια σειρά λεπτά καλάμια σε μικρές αποστάσεις μεταξύ τους («θύρες»),από τις οποίες περνάνε τα κλωνιά του στημονιού, και οι οποίες προσαρμόζονται σε ξύλινο πλαίσιο («ξυλόχτενο»). Το χτένι διαιρείται σε «δεκάδια» (10 θύρες το καθένα) ή σε «στράτες» (11 θύρες η κάθε μια). Ανάλογα με την χρήση για την οποία προορίζεται το χτένι ή την πυκνότητα των καλαμιών του, παίρνει διαφορετικά ονόματα (πανίτικο, κιλιμίσιο, ταγαρίσιο, δωδεκάρι, δεκαεξάρι, εικοσάρι και το μεγαλύτερο εξηντάρι). Για το κάθε είδος υφάσματος χρησιμοποιείται διαφορετικό χτένι. Αν υπάρχει κόμπος στο νημα του στημονιου απαιτείται σταματημα της υφανσης και ανθρώπινη παρέμβαση. ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ:Απο το Αρχαιο Ελληνικό ουσιαστικό ο κτεις, του κτενός. κν. κτένι λόγω ομοιότητας προς το κομμωτικό αυτό εργαλείο. ΠΑΡΑΔΕΙΓΜΑΤΑ: Πέτα,
σαΐτα μου γοργή, χτύπα, χρυσό μου χτένι, ΟΜΟΡΡΙΖΑ:χτένι, χτενίζω ΕΚΦΡΑΣΕΙΣ: «Εφθασε ο κόμπος στο κτένι» Οξύνθηκαν οι δυσκολιες στο απροχώρητο. «Εδώ ειναι ο κόμπος». Εδω βρισκεται το δύσκολο σημείο. ΕΠΩΝΥΜΑ: Χτενάς ΠΗΓΕΣ:
|
|||
λαναρίζωΣΗΜΑΣΙΑ:ξένω (ξεω, ξύνω) μαλλί. ΕΓΚΥΚΛΟΠΑΙΔΙΚΑ:Το μαλλί ζεματίζεται, μετά πλένεται στη βρύση ή στον ποταμό, το στέγνωναν και το λανάριζαν (= έξαιναν).[α] ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ: ριζα λάνα < απο το λατινικο lana = ΜΑΛΛΊ ΠΑΡΑΔΕΙΓΜΑΤΑ: ΕΠΩΝΥΜΑ: Λαναράς ΕΚΦΡΑΣΕΙΣ: «Βρήκαμε μαλλί να ξάνουμε» Εκμεταλλευθήκμε ασήμαντη αφορμή για έναρξη συζήτησης ή άσκοπης εργασίας, από την παροιμια «Ήρθα για να ξανασάνω κι΄ εύρηκα μαλλιά νά ξάνω». 170,51 ΣΥΝΩΝΥΜΑ:ξένω ή ξαίνω (το ξαινω ισως απο το αυξαίνω αφου το λανάρισμα έκανε το μαλλι ΣΥΓΓΕΝΙΚΑ: Λανάρι ή λανάρα. Το εργαλείο για το λανάρισμα. Αποτελείται από μια ξύλινη βάση, περίπου ορθογώνια,που έχει επιμήκη, ενιαία χειρολαβή. Πάνω στην βάση αυτή είναι καρφωμένα και στις δύο πλευρές, δυο ελάσματα λαμαρίνας. Στην πάνω πλευρά είναι στερεωμένες δυο σειρές χοντρές βελόνες που χρησίμευαν για να ξαίνουν το μαλλί ΠΗΓΕΣ:
|
|||
Ροδάνι βλ. ΑΝΕΜΗ ΕΚΦΡΑΣΕΙΣ:Πάει ή γλώσσα του ροδάνι. (Μιλάει με άνεση και βιαστικά) |
|||
νήμαΣΗΜΑΣΙΑ: κλωστή, προϊον του γνεσίματος που αποτελεί το υφάδι και το στημόνι του αργαλειου. ΕΓΚΥΚΛΟΠΑΙΔΙΚΑ:Σε μια κατακορυφη διαδικασία υφαντουργίας το νήμα κατασκευάζεται μετά από τις δύο πρώτες φάσεις : Συλλογή, Πλύσιμο, λαναρισμα, γνεσιμο, ύφανση ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ: απο το αρχ. Ελληνικό ρήμα νέω (γνέθω) ΟΜΟΡΡΙΖΑ: δίμιτον ΠΑΡΑΔΕΙΓΜΑΤΑ: Σαράντα μπράτσα δίμιτον ΕΚΦΡΑΣΕΙΣ:Ο μίτος της Αριαδνης. Το νήμα της σκέψης. ΣΥΝΩΝΥΜΑ:Διασίδι, μιτάρι (μιτάριον υποκ. του μίτος) , μίτος ΠΑΡΑΓΩΓΑ: |
|||
ρόκαΣΗΜΑΣΙΑ: η αρχαία ηλακάτη. Ξυλο για το γνέσιμο ου μαλλιού ΕΓΚΥΚΛΟΠΑΙΔΙΚΑ:Ένα ραβδί που το ένα άκρο του καταλήγει σε δύο κύκλους σε σχήμα Φ που μέσα τους έμπαιναν και συγκρατούνταν οι τουλούπες (μαλλί) για το γνέψιμο. Όλες οι νοικοκυρές στο χωριό αν δεν κρατούσαν πλεχτό ή κέντημα κρατούσαν την ρόκα. ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ: Σκοτεινή. Στα Ιταλικα (στην διάλεκτο του Piemonte) το roca έχει δύο σημασίες : Πρώτα φρούριο χτισμένο σε υψηλή και απότομη θέση και δευτερο εργαλείο που και μεις λεμε ροκα. ΠΑΡΑΔΕΙΓΜΑΤΑ: ΟΜΟΡΡΙΖΑ: ΕΚΦΡΑΣΕΙΣ: ΣΥΝΩΝΥΜΑ :Ρόκα: Μονοετές, ποώδες φυτό, η ρόκα ανήκει στο γένος έρουκα της οικογένειας των σταυρανθών. ΠΗΓΕΣ: |
|||
σαϊταΣΗΜΑΣΙΑ:Εξαρτημα του αργαλειού που περιέχει μασούρι με το υφαδι. ΕΓΚΥΚΛΟΠΑΙΔΙΚΑ: ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ: Από το σαϊτα με την σημασία του βέλους < Λατ. sagita ΠΑΡΑΔΕΙΓΜΑΤΑ: Πέτα,
σαΐτα μου γοργή, χτύπα, χρυσό μου χτένι, ΟΜΟΡΡΙΖΑ: ΕΚΦΡΑΣΕΙΣ: Πετάχτηκε σάν σαϊτα ΠΑΡΑΓΩΓΑ: Όλα τα παραγωγα σχηματίζονται από το «σαϊτα» με την σημασία του βέλους: Σαιτολογος, σαϊτια, σαϊτευτής, ΠΗΓΕΣ:
|
|||
στημόνιΣΗΜΑΣΙΑ:Το στημόνι ήταν κόκκινο ή λευκό βαμβακερό νήμα του εμπορίου που τοποθετούταν κατά μήκος του αργαλειού τεντωμένο. Πάνω του γινόταν η ύφανση. Το στημόνι το τυλίγονταν στο «αντί». ΕΓΚΥΚΛΟΠΑΙΔΙΚΑ: ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ: ΠΑΡΑΔΕΙΓΜΑΤΑ: ΟΜΟΡΡΙΖΑ: ΕΚΦΡΑΣΕΙΣ: ΣΥΝΩΝΥΜΑ ΣΥΓΓΕΝΙΚΑ: ΠΗΓΕΣ:
|
|||
σφοντύλιΣΗΜΑΣΙΑ:Εξάρτημα του αδρακτιού. ΕΓΚΥΚΛΟΠΑΙΔΙΚΑ:Στρογγυλό πέτρινο εξάρτημα με τρύπα που τοποθετείται στην δρούγα για να διευκολύνει, με την μάζα του, την περιστροφή και να αυξάνει την διάρκειά της. ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ: ΠΑΡΑΔΕΙΓΜΑΤΑ: ΟΜΟΡΡΙΖΑ:Σφοντυλιά ΕΚΦΡΑΣΕΙΣ:«Ειδε τον ουρανό
σφοντίλι» Είδε τον έναστρο ουρανό να περιστρέφεται γρήγορα
μετά από κάποιο κτύπημα. ΕΠΩΝΥΜΑ:Σπονδυλίδης,(Θανάσης Σπονδυλίδης
Υποψήφιος Περιφερειακός Σύμβουλος Αττικής ) ΠΗΓΕΣ:
Σπονδυλίδης
|
|||
Βιβλιογραφία | 171, ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΝΕΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ, Γ. ΜΠΑΜΠΙΝΙΩΤΗΣ, ΚΕΝΤΡΟ ΛΕΞΙΚΟΛΟΓΙΑΣ,
2009.
|