Πιέστε με τον δείκτη του ποντικού σας την λουρίδα της φράσης, θα σας δοθούν περισσότερες πληροφορίες σε παραθυρο που εμφαανιζεται αναμεσα στις λουρίδες σαν ακορντεόν. Οταν κτυπάτε μια κλειστή λουρίδα η ανοικτή κλείνει.
Τα τοπωνύμια της Αττικής ορίσθηκαν από τα ονόματα των αρχαίων Δήμων. Τα περισσότερα αρχαία ονόματα είχαν ή έχουν ξεχαστεί. Στην διάρκεια της τουρκοκρατίας οι περισσότεροι χώροι, χωριά, τοποθεσίες είχαν Αρβανίτικα ονόματα. Τα τελευταία χρόνια έγινε μια προσπάθεια αναγέννησης των αρχαίων τοπωνυμίων. Αυτός που πάει στο Μενίδι παίρνει το λεωφορείο που λέει ΑΧΑΡΝΑΙ. Τούτη η γης που την πατούμε κρύβει από κάτω της πάρα πολλούς αρχαιολογικούς θησαυρούς. Στη σελίδα αυτή γίνεται στην αρχή μια συνοπτική περιγραφή. Θα επακολουθήσουν και νέες εκδόσεις.
Για το πως καλουνται οι δήμοι υπάρχουν διαφωνίες. "Δήμος" σημαίνει το συνολο του λαου που ζει σε μια περιοχή. Δεν σημαίνει την περιοχη την ιδια. Λεμε τοπος κατοικιας: Αθήνα, Δημότης: Αθηναίων. Το οτι ο Δήμος ειναι οι ανθρωποι δεν αμφισβητείται. Ελεγαν οι αρχαίοι "Εδοξε τη βουλή και τώ Δήμω" δηλ. "Φανηκε σωστό στη Βουλή και τους Δημότες". Ο Δήμαρχος είναι ο Δήμαρχος των Αθηναίων και οχι ο Δήμαρχος της Αθήνας. Τέτοιοι όροι "επί του εδάφους" ίσχυαν μόνο στι απόλυτες (και απολυτές) μοναρχίες (πρβλ. "Οθων, Ελέω Θεού Βασιλεύς της Ελλάδος" και καταργήθηκαν στις συνταγματικές (πρβλ. Γεώργιος, Βασιλεύς των Ελλήνων).
Συνηθίσαμε οντως να ακουμε ορους οπως Δημος Αλιμου, Κρωπιας, Χολαργου κλπ αντι των ορθων Αλιμουντιων, Κρωπιαίων, Χολαργέων. Κατάντησε η ορθή γραφή να αποτελει εκζητηση. Παραδίδομαι στανικώς στην συνηθεια.
Το σημερινό Πόρτο Γερμενό. Είναι το επίνειο των Βιλίων και ένα όμορφο παραθεριστικό θέρετρο που συνδυάζει τις πευκόφυτες πλαγιές του Κιθαιρώνα με ωραία παραλία. Στα βορειοανατολικά του οικισμού δεσπόζουν τα τείχη των αρχαίων Αιγοσθένων, τα οποία υπήρξαν κατά την αρχαιότητα σημαντικό λιμάνι και οχυρό στον Κορινθιακό κόλπο και το κέντρο της λατρείας του μάντη και θεραπευτή ήρωα Μελάμποδα.
Το φρούριο των Αιγοσθένων χρονολογείται τον 4ο-3ο αιώνα π.Χ. και θεωρείται το καλύτερα διατηρούμενο αρχαίο κάστρο. Λόγω της παραμεθόριας θέσης του, ανήκε κατά καιρούς στους Μεγαρείς και τους Αθηναίους, ενώ υπήρξε μέλος της Αχαϊκής Συμπολιτείας και για σύντομο χρονικό διάστημα του Κοινού των Βοιωτών.
Κοντά στην πύλη του βορείου σκέλος, σώζονται τα θεμέλια πεντάκλιτης βασιλικής του 5ου αιώνα μ.Χ., με ψηφιδωτό δάπεδο. Στην Ακρόπολη σώζεται, εν μέρει, σειρά κελιών μοναστηριού των μεσαιωνικών χρόνων καθώς και εκκλησάκι της ίδιας εποχής, που λειτουργεί μέχρι σήμερα, αφιερωμένο στον Άγιο Γεώργιο.
Στη θέση Ασκηταριό οχυρωμένοι οικισμοί της πρώιμης εποχής του Χαλκού (3200 - 2000 π.Χ.). Στον οικισμό της Ραφήνας ανασκάφηκαν προϊστορικά ορθογώνια σπίτια με δίρριχτη στέγη και εγκαταστάσεις για την κατεργασία του χαλκού. Στην κοιλάδα του μικρού τοπικού χειμάρρου, περίπου 1 χλμ. από την παραλία, ανασκάφηκαν οικοδομήματα και λουτρό των ύστερων ρωμαϊκών χρόνων (3 ος - 4 ος αι. μ.Χ.).
Κοντά στην παραλία, στη βόρεια άκρη του οικισμού της Λούτσας, ανασκάφηκε δωρικός ναός της Αρτέμιδος Ταυροπόλου (5 ος αι. π.Χ.) και λίγο νοτιότερα, άλλος μικρότερος ναός με λάκκο («βόθρο») προσφορών, γεμάτο με ειδώλια και αγγεία. Τα οικοδομικά λείψανα είναι σήμερα καταχωσμένα στην άμμο.ή Αφίδναι: Δ. της Αιαντίδας Φυλής. Το σημερινό Καπανδρίτι.Στην περιοχή κοντά στην αρχαία ακρόπολη εντοπίστηκε τύμβος της μεσοελλαδικής εποχής (2000 - 1600 π.Χ.) με κιβωτιόσχημους τάφους, λάκκους και ταφικούς πίθους.
Ο λόφος που υψώνεται βόρεια από το έλος του Μαραθώνα, στο δρόμο Καπανδριτίου-Βαρνάβα, σε μικρή σχετικά απόσταση από τον Ραμνούντα και τη θάλασσα, ονομαζόταν Αφίδναι και στην κορυφή του σώζονται λιγοστά λείψανα κλασικού φρουρίου (4 ος αι. π.Χ.) με έναν πύργο. Στις πλαγιές του λόφου είναι ορατά θεμέλια σπιτιών κτισμένων σε άνδηρα.
Ανακαλύφθηκε εκει μνημειώδης θολωτός τάφος με σημαντικά ευρήματα. Χρονολογείται στην ύστερη μυκηναϊκή περίοδο (13 ος αι. π.Χ.). Διαπιστώθηκε συνέχεια στην τέλεση της ηρωικής λατρείας κατά τους ιστορικούς χρόνους. Τα ευρήματα φυλάσσονται στο Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο Αθηνών.
Ο αρχαίος δήμος των Αχαρνών ήταν ο πιο πυκνοκατοικημένος και από τους σημαντικότερους της Αττικής. Ο πυρήνας του οικισμού εντοπίστηκε σε λόφο δυτικά του Μενιδίου, στους πρόποδες της Πάρνηθας. Εδώ βρισκόταν αρχικά και ο κλασικός δωρικός ναός του Άρεως (450/440 π.Χ.), λείψανα του οποίου σώζονται στην Αγορά της Αθήνας όπου μεταφέρθηκε ολόκληρος και ξαναστήθηκε στα χρόνια του αυτοκράτορα Αυγούστου (31 π.Χ. - 14 μ.Χ.).
Στην ακρόπολη υπήρχε εγκατάσταση με μακρά κατοίκηση από τη νεότερη νεολιθική έως τη μυκηναϊκή περίοδο (5 η - 2 η χιλιετία π.Χ.). Στους γύρω λόφους, εκτεταμένα νεκροταφεία θαλαμωτών τάφων της μυκηναϊκής εποχής (1400 - 1200 π.Χ.). Στην εκβολή του χειμάρρου Ερασίνου βρίσκεται το ιερό της Βραυρωνίας Αρτέμιδος , που εγκαταλείφθηκε λόγω πλημμύρας τον 3 ο αι. π.Χ. Η ζωή του ιερού ξεκινά από τους γεωμετρικούς χρόνους (10 ος - 8 ος αι. π.Χ.), αλλά ο πρώτος ναός πρέπει να χτίστηκε στους αρχαϊκούς χρόνους (7 ος - 6 ος αι. π.Χ.). Σήμερα σώζονται τα ερείπια του κλασικού δωρικού ναού (αρχές 5 ου αι. π.Χ.) επάνω σε ισχυρό βαθμιδωτό αναλημματικό τοίχο. Κοντά στο ναό, μέσα στο βράχο, βρέθηκαν τα θεμέλια μικρού κτιρίου, θεωρούμενου ως τάφου της Ιφιγένειας. Στο τελευταίο τέταρτο του 5 ου αι. π.Χ. κτίστηκε μεγάλη στοά σχήματος Π. Σήμερα έχει αναστηλωθεί και ταυτίστηκε με το «Αμφιπολείον», δηλαδή το ενδιαίτημα των μικρών κοριτσιών (ονομάζονταν «Άρκτοι») που υπηρετούσαν στο ιερό. Στην είσοδο του χώρου, λείψανα λίθινης γέφυρας επάνω σε πεσσούς. Στο τοπικό Μουσείο εκτίθενται αντιπροσωπευτικά αναθήματα από το ιερό (ειδώλια, ανάγλυφοι πίνακες, αγγεία) καθώς και τα ευρήματα των μυκηναϊκών νεκροταφείων της Περάτης και της Χαμολιάς, και του γεωμετρικού νεκροταφείου της Αναβύσσου. Στην περιοχή υπάρχουν τα ερείπια τρίκλιτης παλαιοχριστιανικής βασιλικής με μικρό κυκλικό βαπτιστήριο (5 ος αι.). Πλούσια διακόσμηση: μαρμάρινα δάπεδα, τοίχοι με πολύχρωμη ζωγραφική διακόσμηση που μιμείται ορθομαρμάρωση, λείψανα ορθομαρμάρωσης στο βαπτιστήριο.
H Κηφισιά στην αρχαιότητα αποτελούσε τον ομώνυμο αττικό δήμο της Ερεχθηίδος φυλής που τοποθετείτο στη μεσόγαια χώρα, σύμφωνα με τη διοικητική διαίρεση του Κλεισθένους. Σήμερα συνιστά εύρωστη πόλη της Αττικής και ιστορική έδρα των βορείων προαστίων των Αθηνών.
Η περιοχή εντοπίζεται ανάμεσα στους ορεινούς όγκους Πεντέλης και Πάρνηθος σε υψόμετρο κέντρου 280 μέτρων, οικοδομημένη σε πευκόφυτη πεδιάδα. Τα όρια του δήμου εκτείνονται από τις δασόφυτες ρεματιές του Κηφισού στα δυτικά μέχρι τους ορεινούς όγκους του Πεντελικού και τη ράχη του Κοκκιναρά στα ανατολικά. Τοποθετείται δε στο βόρειο άκρο του λεκανοπεδίου της Αττικής, 15 χιλιόμετρα βορειοανατολικά των Αθηνών. Βρίσκεται δε μόλις 3 χιλιόμετρα βόρεια του μητροπολιτικού κέντρου του Αμαρουσίου και 5 χιλιόμετρο νότια του Άγίου Στεφάνου.
Το 1880 δημιουργείται το πρώτο καταστατικό της κοινότητος των Κηφισιωτών, με σκοπό την οικονομική τους ανεξαρτητοποίηση. Σε αυτό συμβάλλει το ατμοκίνητο τρένο Θηρίο το οποίο διέρχεται από το άλσος της Κηφισιάς όπου διοργανώνονται στα χρόνια που ακολουθούν οι διάσημες ανθοκομικές εκθέσεις από τους κατοίκους. Στα προσεχή έτη η περιοχή καθίσταται δημοφιλές παραθεριστικό κέντρο Αθηναίων, Χιωτών, Αιγυπτίων, Κωνσταντινουπολιτών, αλλά και Τούρκων μεγαλοτσιφλικάδων κατά την τουρκοκρατία, μέχρι το 1925 που αναγνωρίζεται και επισήμως ως αυτόνομη κοινότης της Αττικής. Αργότερα αναγνωρίζεται ως προάστιο της Ανατολικής Αττικής, ενώ το 1942 ξεπερνά τους 10.000 κατοίκους και προάγεται σε δήμο. Η θέση δε της περιοχής μέσα στη φύση, στο πέρασμα μεταξύ Αττικοβοιωτίας την ώθησε γρήγορα σε δημοφιλές παραθεριστικό και οικιστικό κέντρο, με πληθώρα μεγαλοπρεπών ξενοδοχείων να ξεπηδούν σε δροσερές περιοχές του πεντελικού τοπίου.
Ο δήμος καταλαμβάνει έκταση 25.937 στρεμμάτων, στα οποία έχουν θεσμοθετηθεί οικιστικές, δασικές, εμπορικές και βιομηχανικές ζώνες. Το κέντρο της πόλης εντοπίζεται στην καρδιά του δήμου επιδεικνύοντας μια πλούσια και πολυτελή αγορά, ενώ πέριξ τούτου εκτείνονται οι φιλύσηχοι συνοικισμοί, ορισμένοι από τους οποίους είναι η Νέα Κηφισιά, το Κεφαλάρι, η Πολιτεία, ο Κοκκιναράς, αλλά και πολλοί από τους οποίους αργότερα αποσπώνται ως ανεξάρτητες κοινότητες, όπως η Νέα Ερυθραία μαζί το Καστρί και το Μορτερό, καθώς και η Εκάλη.
Κατά την απογραφή του 2001 η Κηφισιά συγκεντρώνει 43.929 κατοίκους και εμφανίζει μια πυκνότητα δόμησης 1.694 κατοίκων ανά τετραγωνικό χιλιόμετρο δόμησης. Λόγω δε των υψηλών τιμών των οικοπέδων και των περιορισμών στη δόμηση, η πληθυσμιακή εξέλιξη της πόλεως παρουσιάζει ήπιες αυξήσεις με ποσοστά της τάξεως του 22,87% και 10,84% ανά απογραφή.
Στα χαρακτηριστικά γνωρίσματα της πόλεως συγκαταλέγονται το δροσερό κλίμα, η πολυτελής αρχιτεκτονική και τα μεγάλα ποσοστά δημοτικού αλλά και ιδιωτικού πρασίνου, ενώ συνδυάζονται οι φιλήσυχες γειτονιές με μια δραστήρια αγορά και σχετικά έντονη νυχτερινή διασκέδαση. Το οικιστικό κέντρο έχει αναπτυχθεί πέριξ της Πλατεία Πλατάνων και του Άλσους της Κηφισιάς, όπου τοποθετείται και το σύγχρονο εμπορικό κέντρο του Δήμου που έχει επεκταθεί μέχρι το Κεφαλάρι μέσω της οδού Κολοκοτρώνη, που σήμερα ανάγεται στον πιο ακριβό εμπορικά δρόμο των βορείων προαστίων.
Η Κηφισιά γνωρίζει από τον 20ο κιόλας αιώνα μ.Χ. απρόσκοπτη ανάπτυξη και αποτελεί το όνειρο των περισσοτέρων Αθηναίων ως οικιστικός προορισμός. Το τελευταίο διάστημα έχει επιβαρυνθεί πολύ από την εμπορική ανάπτυξη, όπως επίσης κι από την επέκταση της οικιστικής ζώνης των Αθηνών πέραν των ορεινών όγκων που την καθιστούν πέρασμα με έντονο κυκλοφοριακό φόρτο. Η πόλη μέχρι και τα τέλη του 20ου αιώνα θεωρείτο προνομιούχος συγκοινωνιακά καθώς εξυπηρετείτο από την Εθνική Οδό Αθηνών-Λαμίας, την κομβική Λεωφόρο Κηφισίας αλλά και τον ομώνυμο τερματικό σταθμό του Ηλεκτρικού "Κηφισιά". Παρά ταύτα σήμερα, με τον οικιστικό κορεσμό της πρωτεύουσας τα συγκοινωνιακά αυτά μέσα έχουν σε μεγάλο βαθμό απαξιωθεί, με αποτέλεσμα να ακινητοποιούνται πολλές φορές οι μετακινήσεις στην πόλη. Σε αυτά τα προβλήματα φιλοδοξούν να δώσουν λύση η υπογειοποίηση του σταθμού της πόλης και η επέκταση του ηλεκτρικού προς τα βόρεια, σε συνδυασμό με λοιπές κυκλοφοριακές ρυθμίσεις, ενώ συγκοινωνιολόγοι συχνά προτείνουν την κατασκευή μιας περιφερειακής οδού Πεντέλης.
Στη θέση Τσέπι, εκτεταμένο νεκροταφείο της πρώιμης Εποχής του Χαλκού (3200 - 2000 π.Χ.). Οι τάφοι, κτιστοί ορθογώνιοι, προορίζονταν για πολλαπλές ταφές. Μερικοί περιβάλλονται από λίθινο περίβολο. Τα ευρήματα περιλαμβάνουν μαρμάρινα ειδώλια και κεραμική που φανερώνουν στενές σχέσεις με τις Κυκλάδες. Εκτίθενται στο Μουσείο Μαραθώνα. Στη θέση Βρανά, νεκροταφείο τύμβων της μεσοελλαδικής εποχής (2000 - 1600 π.Χ.). Τρεις τύμβοι με πεταλόσχημο τάφο στο κέντρο και λίθινο μανδύα περιμετρικά, περιείχαν τάφους με μεμονωμένες ταφές. Τα ευρήματα εκτίθενται στο Μουσείο Μαραθώνα. Μεγάλος θολωτός τάφος της μυκηναϊκής εποχής (15 ος - 14 ος αι. π.Χ.) σώζεται σχεδόν ακέραιος. Αποτελείται από μακρύ δρόμο και θάλαμο, όπου είχε ταφεί και το ζεύγος αλόγων που έσυραν τη νεκρική πομπή. Στη θέση Πλάσι, οχυρωμένη πρωτοελλαδική εγκατάσταση (3 η χιλιετία π.Χ.) και μεσοελλαδικός οικισμός (2000 - 1600 π.Χ.), από τον οποίον ερευνήθηκαν οικοδόμημα, κεραμικός κλίβανος και τάφοι. Γνωστή είναι η αποφασιστικής σημασίας μάχη που έγινε στον Μαραθώνα το 490 π.Χ. ανάμεσα στους Αθηναίους, με την υποστήριξη των Πλαταιέων, και τους Πέρσες. Στη θέση Σωρός υψώνεται ο ταφικός τύμβος των 192 Αθηναίων που έπεσαν στο πεδίο της μάχης (ευρήματα στο Μουσείο Μαραθώνα). Δεύτερος τύμβος στην περιοχή του Βρανά (κοντά στο Μουσείο) θεωρείται ότι περιέχει τα οστά των νεκρών Πλαταιέων.
Σημαντικά ιερά υπήρχαν στην περιοχή, όπως το Ηράκλειον, προς τιμήν του Ηρακλέους, και το ιερό τέμενος της Αθηνάς. Στην περιοχή του μικρού έλους της Μπρεξίζας ανασκάφηκε μεγάλο ιερό των Αιγυπτίων θεών (2 ος αι. μ.Χ.) με μνημειακό πρόπυλο και ναό. Τα ευρήματα στο Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο. Δίπλα του βρέθηκε συγκρότημα λουτρών με πολλούς χώρους θερμών λουτρών (2 ος αι. μ.Χ.). Και τα δύο συγκροτήματα ανεγέρθηκαν με δαπάνη του πλούσιου φιλοσόφου Ηρώδη του Αττικού (γεννήθηκε και πέθανε στον Μαραθώνα, 103 - 177 μ.Χ.). Στη θέση Μάνδρα της Γριάς (περιοχή Οινόης) υπάρχει περίβολος με ερείπια διάφορων κτισμάτων που ανήκαν στην έπαυλη του Ηρώδη (γλυπτά και επιγραφές στο Μουσείο Μαραθώνα). Στο Αρχαιολογικό Μουσείο εκτίθενται ευρήματα από τους ταφικούς τύμβους, τα σπήλαια και τα υπόλοιπα μνημεία της περιοχής.
Στη Λίμνη Μαραθώνος, τρίκλιτη παλαιοχριστιανική βασιλική στη θέση του νεότερου ναού της Αγίας Τριάδας. Αρχιτεκτονικά μέλη από τη βασιλική εντοιχισμένα στο νεότερο κτίσμα
Στη βορειοανατολική ακτή της Αττικής βρίσκεται ο δήμος του Ραμνούντος. Η τοπογραφία της περιοχής δεν έχει αλλάξει αισθητά από την αρχαιότητα και ο επισκέπτης κερδίζει μια άμεση εικόνα ενός αρχαίου αττικού δήμου. Κατά μήκος της κεντρικής οδού εντυπωσιάζουν οι αναστηλωμένοι ταφικοί περίβολοι (κυρίως από τον 4 ο αι. π.Χ.).
Διάσημο ήταν το ιερό της Νεμέσεως, στο κέντρο της κάτω πόλης, περιτριγυρισμένο από λείψανα σπιτιών. Προϋπήρχε αρχαϊκός ναός (αρχές 6 ου αι. π.Χ.). Σήμερα σώζονται τα ερείπια δύο ναών του 5 ου αι. π.Χ. Ο μικρός δωρικός ναός (αρχές 5 ου αι. π.Χ.) χρησιμοποιήθηκε αργότερα και ως θησαυροφυλάκειο (αγάλματα στο Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο). Ο μεγάλος δωρικός ναός (440/30 π.Χ.) στέγαζε το λατρευτικό άγαλμα της Νεμέσεως, έργο του διάσημου γλύπτη Αγοράκριτου. Η ανάγλυφη βάση του αγάλματος, καθώς και τμήμα της ανωδομής του ναού με το δυτικό αέτωμα έχουν αναστηλωθεί και εκτίθενται σε ειδικά διαμορφωμένο κλειστό χώρο. Πάνω στο λόφο προβάλλει το φρούριο του Ραμνούντος με στρατιωτικές εγκαταστάσεις, δημόσια και ιδιωτικά κτίρια της πόλης. Ορίζεται από ισχυρό περίβολο με πύλες και πύργους. Εδώ ανασκάφηκαν το γυμνάσιο, το θέατρο και ιερό του Διονύσου. Τα δύο λιμάνια είναι επίσης ορατά από το ύψωμα. ΒΔ. της εισόδου στο φρούριο, ανασκάφηκε το Αμφιάρειον, ιερό του ήρωα-θεραπευτή Αμφιάραου.