Τούμπανο  

 

ΣΗΜΑΣΙΑ:

Κρουστο μουσικο οργανο που παραγει ήχο με το κτυπημα της μεμβράνης του. Το Αρχαίο Τύμπανον.

ΕΓΚΥΚΛΟΠΑΙΔΙΚΑ:

Κρουστό μουσικό όργανο, άποτελούμενο συνήθως από ένα ξύλινο ή μεταλλικό κυλινδρικό κιβωτίο, που έχει μια ή και τις δύο βάσεις καλυμμένες με καλά τεντωμένο δέρμα, γαιφουρινού ονείου κατά προτίμηση, που οταν χτυπιέται με κόπανο ή ραβδί ή με το χέρι, ήχεΐ βουερά κν. τούμπανο, ντα-(β)ούλι.
Η χρήση τών τύμπανων είναι πανάρχαια. Τύμπανων παραστάσεις ευρίσκονται έπί ασσυριακών καΐ αίγυπτιακών μνημείων οί Εβραίοι με τύμπανα και χορούς δόξασσν τον Γιαχβέ μετά τήν διάβαση της Ερυθράς θάλασσας. ΟΙ άρχαϊοι "Ελληνες και Ρωμαίοι έκρουαν κατα τις λατρευτικές τελετές της Κυβέλης αλλά ιδίως του Βάκχου μικρά τύμπανα. Τά στρατιωτικά τύμπανα, κν. ταμπούρλα. που τά δέρματά τους τεντωνονται με κοχλιες τυπου πεταλουδας, φερόνται με άορτήρες απο τον ώμο, τα εφεραν στην τήν Εύρώπη από τους Σαρακηνούς πουμετεχειρίζονταν άντί γιά σάλπίγγες. Ο τρεμουλιαστος ήχος τους επαυξάνεται με διπλή χορδή τεντωμένης κατά τήν διάμετρον τοΰ δερματίνου κύκλου της βάσης.

ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ:

Απο το αρχ. Ελληνικο τύμπανον < τύπανον  < ρήμα τύπτω κτυπώ (πβ. Τύψεις )΄
τύμπανον (και τυπ-), το "ο,τι και νυν, το τύμπανον, «τούμπανο»· το ξύλον, με το οποιο κρούεται το τύμπανο, πλήκτρον, ρόπαλον, ή ράβδος", τυμπανίζω "κρούω τύμπανον, ξυλοκοπώ, ραβδίζω" : μάλλον έκ του *tump-eno-, συγγ. τω τυπτω "κτυπώ" (δ ίδέ)' το -μ- άνεπτύχθη ώς έν τω άρχ. ίνδ. pra-stum-pati (παρά Γραμμ.), tum pati=ώθεΐ, κρούει.

196,452

ΠΑΡΑΔΕΙΓΜΑΤΑ:

τύμπανον 111, Hero Spir.2.36; = τύμπανον 1.1, dub. in AP6.220 (Diosc.).

ΟΜΟΡΡΙΖΑ:

τυμπανάριος      τυμπανιστής,
τυμπανεύς         βερελοειδές τύμπανο, γκρανκάσα,
τυμπανίας         πρησμένος [από το ξύλο, αρρώστια]
τυμπανιαίος       αμαρτ.  φρ. οδωδώς και τυμπανιαίος
τυμπανικός        υποφέρων από τυμπανισμό (πβ. έκανε την κοιλιά του νταούλι)
τυμπάνιον          κάλυμμα κεφαλής, [ρίζα του τ[ο]υ[ρ]μπάνιον με επίδραση από το τυρβλαζω σημαίνει περιστρέφω ? εξ ού και το turban άλλα και το τούρμπο
τυμπανισμός      παίξιμο του τυμπάνου,
τυμπανιστής      ο παιζων το τύμπανο
τυμπανίζω         κτυπώ το τύμπανο αλλά και κάνω κάποιον τούμπανο στο ξύλο.
τυμπανοειδής    με μορφή τυμπάνου,
τυμπανόομαι     τεντώνεται το δερμα μου οπως το δέρμα του ταμπούρλου, τουμπανιάζομαι

ΕΚΦΡΑΣΕΙΣ:

Κολοκύθια τούμπανα

Ανόητες διαδόσεις. Διατυμπανίζεις ανοησίες.

Το «κολοκύθια» συμβολιζει σε όλες τις παροιμίες του την ανοησία (πβ. «κολοκύθια στο πάτερο» και «κολοκυθια με τη ρηγανη» αλλα και το μονολεκτικο «κολοκύθια!») και το τούμπανο την διάδοση οπως εκτενεστατα αναφερεται παρακάτω.

Ο κόσμος το έχει  τούμπανο κι εμείς κρυφό καμάρι.

Ο κόσμος το έχει [ακούσει από το]  τούμπανο [του κήρυκα που καλεί για την διαπόμπευση]
κι εμείς [το έχουμε, δηλ. υπολογίζουμε σαν] κρυφό καμάρι.

Κατ΄επίδρασιν από τις  παρακάτω φράσεις

Γίναμε βούκινο

Γίναμε [καταγέλαστοι γιατί μας διαπομπεύσαν με το ] βούκινο.

Γίναμε θέατρο

Γίναμε [καταγέλαστοι στο Αμφί]θέατρο [διαπομπευόμενοι].


Γίναμε ρόμπα

ρόμπα: Από το ιτσλ. robo < γαλλ. robe, αρχική σημ. «ένδυμα, ρουχισμός (που αρπάζεται ως λεία ή μένει λάφυρο για τους νικητές)», < ηαλ. δυτ. γερμ. 'raubo- «λεία. λάφυρο», από όπου διάφορες λ. με σημ. «ληστεύω», π.χ. γερμ. rauben, αγγλ. rob, γαλλ. (dé)rober. Η γαλλ. λ. robe σήμαινε «ρουχισμός» και κατόπιν πέρασε στη σημ. «μονοκόμματο ένδυμα, συνήθως πολυτελές, που ράβεται από το ίδιο ύφασμα», για να περιοριστεί στο «γυναικείο ένδυμα για όλο το σώμα».    ròba ή ròbba /ad. e prov. rauba; fr. robe, ant. reube; a. sp. rouba, mod-ropa; a. port, rouba-o, mod. roupa: dal b. lai. rauba, απο το γερμανικό roub, kaup, mèd. roub, mod. raub, a. frisone ròf ecc. spoglia, [συγγενές προς το  Ruba] (v. Rubare κλέβω, ληστεύω,  αντίστοιχο του ελληνικού λωποδύτης, αφού λώπη είναι το ρούχο).
Κυριολεκτικά σήμαινε κουρέλια ή λάφυρα πολέμου στην σύγχρονη Ιταλική όμως κατάντησε να σημαίνει πράγμα  που κατέχουμε ή μπορούμε να αποκτήσουμε ιδιαίτερα ρούχο.  Συνήθως λέγεται με μειωτική σημασία  "Che roba è questa?", Τι [απαράδεκτα] πράγματα είναι αυτά! Η φράση roba da cani = [φαγώσιμο] πράγμα για σκύλους (σκυλο-φαγο, σκατόφαγο!)

 DIZIONARIO ETIMOLOGICO ONLINE
http://www.etimo.it/?term=roba&find=Cerca

 

Στο επτανησιακό ιδίωμα το "ρόμπα φατούρα" λέγεται επί αντικείμενων κακής ποιότητας ή εργασίας. και η λέξη 'ρομποβούλωμα ' είναι ύβρις προς γυναίκα (άγνωστης σημασίας).

[178] σ. 412-413

Τυμπανοκρουσία

Μεταφορικα σημαίνει την, σε τελετή,  επίσημη ανακοινωση πβ. Εκανε σεμνα το εργο του χωρις πολλες τυμπανοκρουσίες.

Βούκινο

Είδος σάλπιγγας που κατά τους Βυζαντινούς χρόνους χρησιμοποιούνταν ως κάλεσμα στην μάχη αλλά και ως τρόπος να δίνονται διαταγές κατά την διάρκεια της μάχης, μια και ο θόρυβος απαγόρευε την χρήση άλλου μέσου.

Τούβα

τούβα, αρ, η, tuba = σάλπιγξ.    Maurte. 3, 5.
7, 10.   Leo. Tact- 7, 31.
τουβάτωρ, ορος, Λ, tubicen ~ σαλπιγκτής·Mauric. 12, 22.
τουβικινες> οί, tubicines = σαλπιγκτταί πεζών-Lyd. 157, 15.
Η Σημερινη Τούμπα

ΣΥΝΩΝΥΜΑ:

Ταμπούρλο, Νταούλι, Γκρανκάσα

ΣΥΓΓΕΝΙΚΑ:


Ντέφι, Κρουστά, τουμπερλέκι,

Όχι όμως ο Ταμπουράς που μπορεί εύκολα να μας παραπλανήσει με την ηχητική ομοιότητα του προς το ταμπούρλο .
Ο ταμπουράς είναι νυκτό όργανο όπως το μπουζούκι και το μαντολίνο.
πβ.
Πάρε  Τζανή τη λύρα σου
κι εγώ τον ταμπουρά μου
και πάμε να γλεντήσουμε
κάτω στης πεθεράς μου.

Τα 10 παλικάρια (Στίχοι Λ. Παπαδόπουλου, Τραγούδι: Γ. Νταλλάρας)
Και το βράδυ βράδυ ήρθαν με τα μας
Μάρκος Βαμβακάρης με Τσιτσάνη
σμίξαν τα μπουζούκια και ο μπαγλαμάς
με τον ταμπουρά του Μακρυγιάννη

Τύμπανο ονομάζονταν επίσης και το ξύλο με το οποίο κτυπούσαν το τύμπανο οι τυμπανιστές (συν. Ματσούκα, ρόπαλο, ραβδί). Το κτύπημα με το τύμπανο λέγονταν τυμπανισμός ή αποτυμπανισμός

Ή δεύτερη μέθοδος εκτελέσεων στην Αθήνα των κλασικών χρόνων ήταν ο μυστηριώδης αποτυμπανισμός. Βασανισμός άγριος και θάνατος αποτρόπαιος. Ή εκτέλεση του καταδίκου γινόταν με το«τύμπανο», πού κατά τήν αρχαιότητα σήμαινε μουσικό όργανο ή το ξύλο με το όποιο κρούεται, καθώς και το ρόπαλο πού χρησιμοποιόταν για την εκτέλεση καταδίκου. Τυμπανίζω: δέρνω αγρίως. Άποτυμπανΐζω: ξυλοκοπώ μέχρι θανάτου.

Το ότι άποτυμπανΐζω σημαίνει θανατώνω και αποτυμπανισμός εκτέλεση δεν υπάρχει αμφιβολία. Ό Λυσίας το αναφέρει  στον λόγο του«Κατά Άγοράτου ενδείξεως». [154,43]

ΣΥΝΘΕΤΑ:

Διατυμπανίζω   Διακηρύττω κάτι δημοσίως [αφου συγκεντρώσω πλήθος κτυπώντας το τύμπανο]. 
Η επιβίωση αυτής τής έκφρασης επιβεβαιώνει την άποψη για αυτή την χρήση του τυμπάνου

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ:


 
 Copyright 2010 © Α. Στουγιαννίδης