ξεκουμπίζομαι – ξεκουμπίσου

Φεύγω βιαστικά και ολοκληρωτικά.

Το  "ξε" είναι στερητικό πρόθεμα, κάτι σαν το στερητικό "α" (άγονος,άσχετος, αθάνατος). Έτσι λέμε "είπα και ξείπα", αλλά και "Ξέπαπα" λένε στην Κρήτη τον αποσχηματισμένο παπά. Υπάρχει και επώνυμο Ξεπαπαδάκης.

Το "ξε" είναι έχει και επιτατικό (ενισχυτικό) χαρακτήρα. Προέκυψε απο την προθεση εκ/εξ με αντιμετάθεση των γραμμάτων. Πχ. ξεπέφτω< αρχ. εξεπεσα, ξεδινω < αρχ. εξέδωσα.

 

Το δεύτερο συνθετικό δεν έχει σχέση με το κουμπί. Όταν φεύγω δεν ξεκουμπώνομαι μάλλον κουμπώνομαι αφού θα βγω έξω.

 

Ο Φ. Κουκουλές (Αθηνά 56,313) πιθανολογεί ότι η  λέξη προέρχεται από το αρχ. εκκομιζω > ξεκομιζω >ξεκομ[π]ίζω> ξεκουμπίζω>ξεκουμπίζομαι. Πολύ τραβηγμένη ερμηνεία όμως.

Ο Σταματάκος (Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής σ. 317)ερμηνεύει εκ-κομίζω= κομίζω, φέρω άγω έξω. Μεταφέρω εις τόπον ασφαλή. Πουθενά δεν βρήκα τι σημαίνει η παθητική φωνή (εκκομιζομαι). Θα σήμαινε κάποιος τρίτος με εκκομίζει πράγμα που δεν ταιριάζει με το σημερινό "ξεκουμπίσου".

 

Εμένα μου φαίνεται ότι δημιουργείται από το ξε (στερητικό) +[α]κουμπίζω<μεσν. ακουμπίζω <λατ. accumbo κατακλίνομαι. Άρα παύω να κάθομαι κάπου, δηλαδή αναχωρώ.

βλ. "Ν.Π. Ανδριώτη Ετυμολογικό λεξικό της κοινής Νεοελληνικής"

Πρβλ. "Δεν έχω πια που να ακουμπίσω".

Συχνός είναι επίσης ο διάλογος:

- Που να το βάλω το μπουκάλι

- Ακούμπισέ το στο τραπέζι (αν ο απαντών διαθέτει την απαιτούμενη ευπρέπεια).

 

Ο Εμμ. Κριαράς στο "Λεξικό της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας" (Τομ. Α σ. 168) αναφέρει οτι το αμετάβατο "ακουμπώ" σημαίνει:

Στο Βυζάντιο υπήρχε η αίθουσα των ιθ ακουβίτων (19 τρικλίνων, ράντζων) οπου ο Αυτοκράτορας δεξιώνονταν επίσημους προσκαλεσμένους. Το ακούβιτον παράγεται απο το ακουμπώ=Ξαπλώνω. (βλ. Π. Καλλιγά "Περί του τυπικού της Βυζαντινής Αυλής ":Περί της του Βασιλείου Τάξεως")