ΖΩ ΚΑΙ ΖΕΝΟΜΑΙ
Η ερώτηση «τι κάνεις; ζεις;» εχει βέβαια ρητορικό χαρακτήρα γιατί προφανώς
απευθύνεται σε κάποιον με τον οποίο συνομιλούμε και είναι ζωντανός.
Ο απαντών προσπαθεί ν' απαντήσει με ομόηχο τρόπο. Το ζένομαι πιθανόν να ήταν
«ζέομαι» = απο το Αρχ. Ελληνικό ρήμα ζέω=βράζω στην παθητική φωνή. Ζω και
βράζομαι=βασανίζομαι. Το βράσιμο είναι χαρακτηριστική έκφραση μαρτυρίου και απηχεί το μαρτυρικό
τρόπο που ζει ο ερωτώμενος. Με επιδραση από το «ζεύομαι» (ειμαι δεμενος στόν ζυγό)
Η καταδίκη σε μαρτυρική αναμονή περιγράφεται ετσι «αστον να βράσει στο ζουμι
του».
Για κάτι το οποίο εχει ουσιαστικά χειροτερέψει λεμε «Βράσ(ε) το».
Λέμε επίσης για καποιον πολύ θυμωμένο : «Βράζει απ το κακό
του.»
Αρα ειναι αρκετά εμπεδωμένο το βράσιμο ως βασανιστήριο.
Παρατηρήστε τά δύο λήμματα ζέω και βράζω απο το «Λεξικό Μεσαιωνικής
Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας» του Ε. Κριαρά.
ζέω.
- (Μεταφ.) φλέγομαι, «βράζω», κατέχομαι υπερβολικά από κάπ. συναίσθημα:
- πελεκυφόρους πεζούς αρεϊκῴ θυμῴ ζέοντας (Δούκ. 22725).
- Η μτχ. ενεστ. ως επίθ. =
- 1) Ζεστός:
- στάκτην … ζέουσαν (Ταμυρλ. 56).
- 2) Μεταφ.
- α) θερμός, φλογερός, έντονος:
- επιθυμίας … ζεούσης (Δούκ. 40117)·
- β) έκφρ. ζέουσα καρδία = θερμά, καλά αισθήματα:
- Το ουδ. της μτχ. ενεστ. ως ουσ. = ζεστό νερό που προστίθεται στο ιερό δισκοπότηρο πριν από τη θεία κοινωνία:
[αρχ. ζέω. Τ. σήμ. ιδιωμ.]
βράζω.
- Α´ Μτβ.
- 1) Υποβάλλω κ. σε βρασμό, το κάνω να βράσει:
- 2) Θερμαίνω κ.:
- Β´ Αμτβ.
- 1) Βράζω:
- (Σταφ., Ιατροσ. 249), (Προδρ. III 116)·
- (μεταφ.):
- τους εναντίους να ποιώ ως εκ πυρός να βράζουν (Ριμ. Βελ. ρ 643).
- 2) Είμαι θερμός ή θερμαίνομαι πολύ:
- (μεταφ.):
- Όταν ουν έλθει το θέρος και να βράσουσιν οι μέρες (Πτωχοπ.
P 184).
- 3) (Προκ. για μέταλλο) πυρακτώνομαι:
- Σαν βράζει και το σίδερο αντάμα με την λάβρα (Ch. pop. 376).
- 4) Αναδεύομαι, αναταράσσομαι:
- εκ την βοήν η θάλασσα ελέγασιν πως βράζει (Σκλάβ. 136).
- 5) Σκιρτώ, πάλλω:
- αναγνωρίζει τον και βράζει η καρδιά της (Απολλών. 802).
- 6) (Μεταφ.) αγανακτώ, οργίζομαι:
- εβράσαν και εκοντέψαν και αππηδήσαν εις τους τοίχους (Μαχ. 46225).
- 7) Φρ. βράζει η χολή (κάπ.) = οργίζεται (κάπ.):
[μτγν. βράζω. Η λ. και σήμ.]
Ανάλογος ποντιακός αντίλογος
- «Ντο εφτάς»; (Τι ειναι αυτο που ευθειάζεις=Τι κάνεις;) ή «Πως
(τα) πάς»;
-«Σουρουνεύκομαι (137,302) και
πάω;»