Βόδι
ΣΤΟ ΛΗΜΜΑ ΠΕΡΙΛΑΜΒΑΝΟΝΤΑΙ ΚΑΙ ΤΑ ΑΓΕΛΑΔΑ, ΔΑΜΑΛΑ,
ΤΑΥΡΟΣ, ΜΟΣΧΑΡΙ ΚΑΙ ΒΟΥΒΑΛΙ
Επιστημονική ονομασία: Bos primigenius taurus: Bους ο Ταύρος
Αρχαία ονομασία: Βούς
Ταξινόμηση: Animalia : Chordata : Mammalia
: Theria : Eutheria : Artiodactyla : Bovidae
: Bovinae : Bos primigenius taurus δηλ.
Ζώα:
Χορδωτά : Θηλαστικά : Αρτιοδάκτυλα
: Βοοειδή : βους : Bους ο Ταύρος
Σήμερα υπολογίζεται ότι υπάρχουν σε όλο τον κόσμο περίπου 1,3 δισεκατομμύρια
βοοειδή.
Αγελάδα
Η
αγελάδα είναι το θηλυκό του μηρυκαστικού ζώου του γένους βους.
Εγκυκλοπαιδικά
Σε χώρες όπως η Ινδία η αγελάδα θεωρείται ιερό ζώο.
Η αγελάδα χρησιμοποιείται για το γάλα που παράγει και για αναπαραγωγή.
Παρομοιώσεις
Αγελάδα χαρακτηρίζουμε χοντρή γυναίκα με πλούσιο στήθος.
Επειδή η αγελάδα της Μαλτας ή «Μαλτέζικη
Γελάδα» κάνει πολύ γάλα αλλά μετά δινει μια κλωτσιά στον κουβά του
αρμέγματος και το χύνει, ονομαζουμε έτσι τους αλλοπροσαλλους ανθρώπους που ενώ
κάνουν μια καλή
εργασία, μετά την καταστέφουν με μιά άστοχη και πεισματική τους συμπεριφορά.
Παροιμίες
Μιλάει ισπανικά σάν ισπανική γελάδα (ΓΑΛ)[244.143
]
Νομίσματα
Μισός στατήρας, της Καρίας ή της Λυκίας της
Μικράς Ασίας του 5ο αιώνα π.Χ περίπου. Παράδειγμα μιας περασμένης δουλοκτητικής
εποχής. Στη μία πλευρά του απεικονίζεται μια αγελάδα με γυρισμένο το κεφάλι
προς την ανασηκωμένη ουρά της και ένα μοσχάρι που την βυζαίνει. Στην άλλη πλευρά
υπάρχει το κεφάλι ενός νέγρου άνδρα. Πρόκειται ένα από τα πλέον σπάνια αρχαία
νομίσματα του αρχαίου ελληνικού χώρου. Προέρχεται από ιδιωτική συλλογή Ελβετού
συλλέκτη. Εντυπωσιάζει η καθαρότητα της απεικόνισης και ο ιδιαίτερος τόνος
που του αποδίδεται.
Τοπωνύμια
Γιλαδομουνή:(η) Τοποθεσια στον οικισμο Διασελάκι, στην Περιοχη Δεσκάτης . Το τοπωνύμιο ειναι σύνθετο απ' το αγελάδες και μονή=τὀπος παραμονἠς αλλιώς γιλαδαριά [1089.55] (Ο έχων μόνον ώτα και ακούων, να μην σκέπτεται πονηρά:Honi soit qui mal y pense)
Ταύρος
Το
βαρβάτο αρσενικό του βοός λέγεται ταύρος. Χρησιμοποιείται για αναπαραγωγή.
Είναι άγριο και επιθετικό ζώο και γι΄ αυτό η πάλη με αυτό απαιτούσε δύναμη,
ευλυγισία και θάρρος. Στην Μινωική Κρήτη εκτελούνταν τα ταυροκαθάψια, ήταν
άθλημα της εποχής, στο οποίο ο αθλητής εκτελούσε άλματα πάνω από τον ταύρο.
Έχουν βρεθεί αρκετές παραστάσεις και στην Κρήτη (τοιχογραφίες, αγαλματίδιο,
σφραγίδες) αλλά και σε άλλα μέρη της Ελλάδας (Πύλος, Τίρυνθα) και στη Μικρά
Ασία (Σμύρνη).
Σήμερα επιζούν ακομη στην Ισπανία οι Ταυρομαχίες.
Μία κοινή αλλά λανθασμένη άποψη είναι ότι οι ταύροι ερεθίζονται από το κόκκινο χρώμα.
Τα βοοειδή δε διακρίνουν το κόκκινο από το πράσινο χρώμα
Θέατρο
Η «Ἰφιγένεια ἐν Ταύροις» είναι τραγωδία που έγραψε ο Ευριπίδης. Το έργο
εκτυλίσσεται με σκηνικά «εν Ταύροις» της Σκυθίας όπου ο
Ορέστης και ο Πυλάδης προσορμίζονται προκειμένου να πάρουν το ξόανο της θεάς
Αρτέμιδος και να το μεταφέρουν στην Αττική. Αλλά οι δύο ήρωες συλλαμβάνονται
από βαρβάρους ως σύμφωνα με δικούς τους νόμους ιερόσυλοι καθώς ο βασιλιάς
της Ταυρίδας, Θόας, μισούσε τους ξένους και τους Έλληνες. Προτού λοιπόν θανατωθούν
ως θυσία προς τη Θεά Αρτέμιδα, οδηγούνται για εξαγνισμό, στο ναό της Θεάς,
από την ιέρεια του ναού. Όμως ιέρεια του Ναού της Θεάς τυγχάνει να είναι
η αδελφή του Ορέστη η Ιφιγένεια με την οποία αναγνωρίζονται. Έτσι με τέχνασμα
αυτής οι ήρωες και μαζί τους η Ιφιγένεια καταφέρνουν με την βοήθεια της Θεάς
Αθηνάς να αποδράσουν αποκομίζοντας και το ιερό ξόανο της Θεάς.
Παροιμίες
-
Φυλάξου άπό τά κέρατα τού ταύρου, άπό τά πέταλα τού άλογου κι' άπό τό χαμόγελο
τού Εγγλέζου (Ιρλανδική)[244.97]
- Lupus dentis, taurus cornis [pettat] (Λατινική)
Ο λυκος με τα δόντια
και ο ταύρος με τα κέρατα [επιτίθεται]).
- Ἀλλ᾿ οὔτε, ὅτε ἦλθες, ἔγνων, οὔτε, ἐὰν ἀπέλθῃς, γνώσομαι.
βλ. Μύθο Αισώπου Κώνωψ και ταύρος. Λέγεται για ασήμαντα άτομα που
η έλλειψη
τους δεν αποτελεί προβλημα.
Παρομοιώσεις
Λέμε για κάποιον οτι είναι «ταύρος» (στη δύναμη ή υγεία ή
ένταση εργασίας) και είναι τιμητικός και κολακευτικός χαρακτηρισμος, αν τον
χαρακτηρίσουμε με το απόλυτα συγγενικό «βόδι» ο χαρακτηρισμός αποτελεί ύβρη,
που την αντιλαμβάνεται αυτός που είναι ταύρος. Αυτός που είναι πραγματικά «βόδι»
δεν καταλαβαίνει τίποτα.
Οι όροι του Διεθνούς χρηματιστηρίου ταύροι και αρκούδες (bulls
and bears) αφορούν ανοδικούς και καθοδικούς τίτλους της Χρηματιστηριακής
αγοράς στο σύνολό της ή τίτλους σε συγκεκριμένων τομέων.
Παραγωγα - Συνθετα
- Ταυροκαθάψια
- Ταυρομαχία
- Ταυραμπάς (παχύς αββάς, παπάς)
- Τραυώ και τραβάω: Το σωστό τραυώ = σύρω, ελκύω. Από το ταύρος με αντιμετάθεση.
Ο ταύρος (βόδι) χρησημοποιείται ως ζώο έλξης, για να έλκει, να τραυάει
το κάρο, αλέτρι κλπ.
- Αποταυρίζομαι: τεντώνωμαι και χασμουριέμαι [156,101]
Μύθοι Αισώπου
Κώνωψ και ταύρος
Κώνωψ ἐπιστὰς κέρατι ταύρου καὶ πολὺν χρόνον ἐπικαθίσας, ἐπειδὴ ἀπαλλάττεσθαι
ἔμελλεν, ἐπυνθάνετο τοῦ ταύρου εἰ ἤδη βούλεται αὐτὸν ἀπελθεῖν. Ὁ δὲ ὑποτυχὼν
εἶπεν· «Ἀλλ᾿ οὔτε, ὅτε ἦλθες, ἔγνων, οὔτε, ἐὰν ἀπέλθῃς,
γνώσομαι.»
Τούτῳ τῷ
λόγῳ χρήσαιτο ἄν τις πρὸς ἄνδρα ἀδύνατον, ὃς οὔτε παρὼν οὔτε ἀπὼν ἐπιβλαβὴς
ἢ ὠφέλιμός ἐστι.
Ο Γ. Σουρής μεταφραζει τον μυθο στο Ο Φασουλής φιλόσοφος:
Ένα κουνούπι ζωηρό εκάθισε μια μέρα
σ’ ενός βοδιού το κέρατο κι εσφύριζ’ εκεί πέρα,
κι είπε το βόδι με ψυχρόν Εγγλέζου χαρακτήρα:
“Και όταν ήλθες κι έφυγες χαμπάρι δεν σ’ επήρα”.
και προσθετει το διαφημιστικο σχόλιο του:
Αν ημπορείς, βρε άνθρωπε, πες του και συ αυτά,
όταν στ’ αυτιά σου νηστικό σφυρίζοντας πετά.
Με σφύριγμα και δάγκωμα κακά σε ξημερώνει,
αν δεν σκεφτείς δελτάριον ν’ ανάψεις Ζαμπιρόνι.
Τό δελτάριο Ζαμπιρόνι είναι ένα αντικείμενο, κατασκευασμένο από συμπιεσμένη σκόνη από πύρεθρο, που καίγεται αργά, και απελευθερώνει ένα τοξικό καπνό που απώθεί τα κουνούπια ή άλλα έντομα. Εφευρέθηκε από τον Δρ. Giovanni Battista Zampironi το 1862 στο Mestre (Βενετία) .
Σήμερα ο όρος που χρησιμοποιείται είναι εντοποαπωθητικό ή εντομοκτόνο σπιράλ ή φιδάκι ή παρόμοιες εκφράσεις, για λόγους marketing, χρησιμοποουμε τα οικεία κατατεθέντα σήματα των βιομηχανιών.
Λέων και Ταύρος
Λέων ταῦρῳ παμεμγέθει ἐπιβουλεύων ἐβουλήθη δόλῳ αὐτοῦ περιγενέσθαι. Διόπερ
πρόβατον τεθυκέναι φήσας ἐφ᾿ ἑστίασιν αὐτὸν ἐκάλεσε, βουλόμενος κατακλιθέντα
αὐτὸν καταγωνίσασθαι. Ὁ δὲ ἐλθὼν καὶ θεασάμενος λέβητάς τε πολλοὺς καὶ ὀβελίσκους
μεγάλους, τὸ δὲ πρόβατον οὐδαμοῦ, μηδὲν εἰπὼν ἀπηλλάττετο. Τοῦ δὲ λέοντος αἰτιωμένου
αὐτὸν καὶ τὴν αἰτίαν πυνθανομένου δι᾿ ἣν οὐδὲν δεινὸν παθὼν ἄλογος ἄπεισιν,
ἔφη· «Ἀλλ᾿ ἔγωγε οὐ μάτην τοῦτο ποιῶ· ὁρῶ γὰρ παρασκευὴν οὐχὶ ὡς εἰς πρόβατον,
ἀλλ᾿ εἰς ταῦρον ἡτοιμασμένην.»
Νεοελληνική αποδοση: Ενα λιοντάρι εβαλε στο μάτι ένα μεγάλο ταύρο και
θέλησε με πονηριά να τον πιάσει. για αυτό του είπε ότι έσφαξε ΕΝΑ πρόβατο
και θέλει να του κάνει το τραπέζι, ώστε μόλις ξαπλώσει να τον φάει. Ο ταύρος
αφού ήλθε και είδε μεγάλα καζάνια και μεγάλες σούβλες έφυγε χωρίς να πει
τίποτα. Γιατί φεύγεις αφού δεν σου έκανα τίποτα ρώτησε το λιοντάρι. Το
έκανα σκόπιμα γιατί είδα την προετοιμασία να έχει γίνει για ταύρο και όχι
για αρνί απάντησε ο ταύρος.
Τι θέλει να πει ο μύθος: Οι πονηριές δεν πιάνουν σε ανθρώπους με μυαλό.
Σχετική και η συμπεριφορά του Τισσαφέρνη στην Κύρου Ανάβαση [κεφ.2 παρ.4]
[2.4] οὗτοι μὲν εἰς Σάρδεις αὐτῷ ἀφίκοντο. Τισσαφέρνης δὲ κατανοήσας ταῦτα,
καὶ μείζονα ἡγησάμενος εἶναι ἢ ὡς ἐπὶ Πισσίδας τὴν παρασκευήν,
πορεύεται ὡς βασιλέα ᾗ ἐδύνατο τάχιστα ἱππέας ἔχων ὡς πεντακοσίους.
Ταύρος και τράγος
Λέοντα φεύγων ταῦρος εἰς σπήλαιον ἔδυ· τράγος δὲ τοῦτον τοῖς κέρασιν ἐξώθει.
Ὁ δὲ εἶπεν· Οὐ σέ, ἀλλὰ τὸν λέοντα φοβοῦμαι· ἐπεὶ παρελθέτω, καὶ τότε γνώσῃ
τίς ἡ δύναμις ταύρου καὶ τράγου.
Προσπαθώντας να αποφύγει ένα λιοντάρι ένας ταύρος κρύφτηκε σε μια σπηλιά.
Ένας τράγος που ήταν μέσα προσπαθούσε με τα κέρατά του να τον διώξει. Ο
ταύρος του είπε: δε φοβάμαι εσένα άλλα το λιοντάρι, όταν θα φύγει θα δεις
τη δύναμη του ταύρου και τη δύναμη του τράγου
Τοπωνύμια
Ταύρος: Δήμος της Αττικής
Ταυρίς ή Ταυρίδα ή Κολχίς (Βλ. Θέατρο)
Ταυρασία: Πόλις των Ταυρινών στην Βορειοδυτική Ιταλία. Το σημερινό Τορίνο.
Ταύρος ή Ταυρική: Η χερσομησος της Κριμαίας
Ταυρομένιον: Η σημερινή Ταορμίνα της Ιταλίας.
Φράσεις
Έπιασε τον ταύρο απο τά κέρατα:
Αντιμετώπισε δυναμικά καποιο προβλημα.
Βόδι
Ο ευνουχισμένος ταύρος που τον προορίζουν για εργασία ή για κρεατοπαραγωγή
λέγεται βόδι. Βοδι στην αρχαια Αιγυπτο
Είναι ένα από τα πρώτα ζώα που εξημέρωσε ο άνθρωπος.
Σύμφωνα με μερικά αρχαιολογικά
ευρήματα η εξημέρωση του βοός πρέπει να έγινε πριν από 10.000 περίπου χρόνια.
Στην αρχή ο άνθρωπος το χρησιμοποιούσε μόνο σαν πηγή που του εξασφάλιζε κρέας.
Αργότερα άρχισε να το χρησιμοποιεί και σε διάφορες δουλειές και κυρίως στο
όργωμα. Το βόδι είναι ευνουχισμένο αν οχι τότε είναι Ταύρος.
Βοῦς ἀροτήρ: (αρχ) βόδι για όργωμα. Το ουσιαστικό
αροτήρ (αροτήρ = γεωργος, αυτός που οργώνει) έχει εδώ χαρακτήρα επιθέτου.
Βους κορωνός: Βόδι με καμμπύλα κέρατα. 261.544
Παρομοιώσεις
Προσωνύμια για άνθρωπο βλάκα.
Βους εκλήθη
και ο τέως βασιλιάς Γεώργιος των Γκλύκσμπουργκ, γιός του Κωνσταντίνου, οχι
τόσο γιατί ήταν βλάκας, όσο γιατί λέγοταν Γεώργιος ο Β. (πρβλ. την παιδική
ονομασία του βήτα ως «βου» : βου α βα).
Για το τι κουμάσι ήταν η Α.Μ. δες Γιάννη Κορδάτου «Οι
τρεις Γκλύξμπουργκ» σ. 65
- Τρωω σαν το βόδι
- Ισα μ΄ενα βόδι
- Κοιμάμαι σα βόδι
Παροιμίες
- Μην αγοράσεις το σχοινί πριχού αγοράσεις βόδι
- Αλλα σκέπτονται τα βόδια κι΄αλλα κρένει ο ζευγολάτης
- Για την λαχτάρα του βοδιού γλύφει ο λύκος το ζυγό.[9181.78Γ]
- Εκεί που μας χρωστούσανε μας πήραν και το βόδι.[241.529]
Ζητών γαρ όψον θιμάτιον απώλεσα.Ανάλογη Αρχαία: Ζήταγα φαγητό κι έχασα και
το ρούχο μου.
- Εψόφησε το βόδι μας, πάει η κολλεγιά μας
Κολλεγιά: συνεταιρισμός.
- Ολο το βόδι φάγαμε και στην ουρά απομείναμε
- Οταν ξέπεσε το βόδι, όλοι ακονίζαν μαχαίρια.
- Ο που χει αδελφό καλόγερο έχει ζευγάρι βόδια.
- Σφάζει ο γειτονας το βόδι, κράταγε κι εσύ το πόδι.
- Ο που χει κατάρα γονικιά το Μάη βόσκει βόδια
- Βόδι λαμνάτο αγόραζε και γάϊδαρο καμπούρη, γυναίκα κοντοκάπουλη
και χοίρο μακρομούρη. [9181.55]
- Aπο τ΄αυγό στην όρνιθα κι από τ΄αρνί στο βόδι. (Κεφαλλονιά)
- Bόιδι πήγε, μοσχάρι γύρισε.
- Στο αγελαδοκούρεμα. (=στις καλένδες)
- Tα βόδια τα δένουν απ' τα κέρατα, τον άνθρωπο απ' το λόγο του.
- Το βουβάλι κι αν ξεπέσει πάλι αξίζει ένα βόιδι.
- Βοῦς ἒν αὒλίῳ γέρων (αρχ) [9041]
Το γερικο βόδι παραμένει στήν αυλή. Για τους ασθενείς.
- Γηρᾷ βούς, τὰ δ΄ ἔργα πολλἀ τῷ βοΐ. (αρχ)
Γερνάει το βόδι [γιατί] οι δουλειές του είναι πολλές
(αρχ).
- Ἂμαξα τον βοῦν ἓλκει.(αρχ)
Η άμαξα τραβάει το βόδι.
Για πράγματα ή ενέργειες ανάποδες.
- Βούς εν πόλει(αρχ)[9041.97.70]
- Βοῦς ἐν αὐλίῳ [265]
'Αχρηστος άνθρωπος
- Ει μη δὐναιο βοῦν ἔλαυνε ὂνον(αρχ)
Αν δεν μπορείς να έχεις βόδι πάρε γαϊδούρι
Σύνθετα - Παράγωγα
Βοϊδάγγελος: Η λέξη παραπέμπει σε υβρίδιο βοδιού (βλάκα) = και αγγέλου (αγαθού). Ο Γιάννης Σκαρίμπας έδωσε τον τίτλο Βοϊδάγγελοι σε μια συλλογή ποιημάτων του (1968)
Ο ΓΙΑΝΝΗΣ ΣΟΛΔΑΤΟΣ εγραψε ομώνυμο θεατρικό έργο με υποτιτλο «Όταν ο Σκαρίμπας κήρυξε τον πόλεμο κατά της Χαλκίδας» από τις Εκδόσεις «Αιγόκερως».
Μια κωμωδία με πρωταγωνιστή τον Γιάννη Σκαρίμπα, απολύτως προσαρμοσμένη στο ανατρεπτικό και αναρχικό του πνεύμα. Ο πεζογράφος της Χαλκίδας σε μια σειρά από υπερρεαλιστικές καταστάσεις, που υπενθυμίζουν τον μαγευτικά αποκαθηλωτικό του λόγο.
Βοιωτία, Βοιωτός: Η περιοχή των Θηβαίων. Η φράση «Βοών ώτα
έχετε» (έχετε βοδιού
αυτιά) λέγεται γιά αυτούς που δεν προσέχουν τι τους λένε.
Οταν ο Ανταγόρας διαβαζε κάποιο σοβαρό κείμενο στους Βοιωτούς, δεν τον πρόσεχε κανείς, τοτε εκείνος έκλεισε το βιβλίο και είπε: «Καλά σας
λένε Βοιωτούς (λογοπαίγνιο από το βους+ους)
γιατί έχετε αυτιά βωδιού». [9041.379]
βουδόρος:Αυτός που γδέρνει βόδια (Απο το Βους+δέρω) και το μαιχαίρι με το οποίο γδέρνουν τά βόδια. [216.218] πρβλ. Επώνυμο Βουδούρης,
βούκρανον: Κρανίο βοός. Ως σημάδι πάνω σε άλογο σήμαινε
ότι το αλογο ηταν Θεσσαλικής προέλευσης. πρβλ. στο Άλογο
βουκέντρα: Κεντρί για το τσίγκλισμα του βοδιού. Αρχ. βούπληξ.
Βουκένταυρος: Ονομασία ειδικού πλοίου του Δόγη της Βενετιάς.
Το όνομα Βουκένταυρος (Βοucentoro) κάποιοι, παραδεχονται οτι είναι κατά παραφθορά τοϋ Ducentorum (διακoσίων). έπειδη τό 1310 οταν εκδόθηκε διαταγή της ναυπηγήσεως του από περιείχε και τήν υποδειξη: “να κατασκευασθεί πλοίο διακοσίων ανδρών”
Αλλοι το ετυμολογουν Βicentauro (Δικένταυρος), έπειδή κατά τό μέγεθος ητο διπλάσιον του πλοίου “Κένταυρος” που αναφέρει ό Βιργίλος περίγραφοντας τους επικηδείους αγώνες που οργάνωσε ο Αίνειας προς τιμή του πεθαμένου πατέρα του. Αρα δε συσχετίζεται με το βόδι όπως φαἰνεται αρχικά αλλά με το υβρίδιο .
βούκερως: Εξωτικό πουλί με περίεργο ράμφος (σαν κέρατο βοδιού βλ. εικόνα)
βουκόλος: Βοσκός βοδιών (βλ. παρακάτω το επίγραμμα του Ανακρέοντος).
βούνευρον : Μαστίγιον απο νεύρα βοδιού. Το «νεύρα» λέγεται
κατ΄ ευφημισμόν γιατί συνήθως
κατασκευάζεται από το σηραγγώδες σώμα του πέους του βοδιού. κν. βοϊδόπουτσα*. [348.651] Πρβλ. παροιμία: ἐξ
ημῶν τέτμηται ὁ ἵμάς.[9041.453].
Την
φράση υποτίθεται ότι την λέει το βόδι βλέποντας το μαστίγιο που είναι φτιαγμένο
απο βωδινό δέρμα.
*Μερικά χαρακτηριστικά μεγέθη πέους: ταύρος = 91 cm, ελέφαντας = 152 cm, η γαλάζια φάλαινα = 213 cm με 244 cm, και χοίρος, κατοικίδιος ή άγριος = 46 cm.
βούπαις: Μεγάλο παιδί παλληκαράκι πρβλ. Δημ. παιδοβούβαλος
βουστάσιον: Σταύλος για βοοείδη. Τα «Ηνωμένα Βουστάσια» διατηρούσαν
αξιόλογο πρατήριο -
ζαχαροπλαστείο στην οδό Πανεπιστημίου.
Βοώπις: Αυτη που έχει μεγάλα και στρογγυλά
μάτια. Συνηθισμένος
κολακευτικος προσδιορισμός για την Ήρα απο τον 'Ομηρο.
Στα Αγγλικά bull's eye
(μάτι του βοδιού) σημαίνει το κέντρο του στόχου (πρβλ. το νεωτ. «πέτυχα Διάνα» =
Άρτεμη η Θεά
του κυνηγίου).
εκατόμβη: Η λέξη παράγεται από το εκατό + βόες. Η εκατόμβη ήταν θυσία από 100 βόδια ή ταύρους και στη συνέχεια εκατόμβη λεγόταν κάθε δημόσια ή μεγαλοπρεπής θυσία, ανεξάρτητα από τον αριθμό και το είδος των ζώων που θυσιάζονταν. Η εκατόμβη, όπως ήταν φυσικό, προσφέρονταν σ' εντελώς ξεχωριστές και έκτακτες περιστάσεις, όπως όταν συνέβαινε κάποιο ευτυχές γεγονός ή σε θεμελίωση πόλης ή σε μεγάλες θεομηνίες κλπ. Στους ρωμαϊκούς χρόνους, όταν η εκατόμβη προσφέρονταν απ' τον αυτοκράτορα, θυσίαζαν κατά προτίμηση 100 αετούς ή 100 λιοντάρια. Ονομαστές εκατόμβες έμειναν στην Ιστορία εκείνη που πρόσφερε ο Κόνων στους θεούς, μετά την ανοικοδόμηση των τειχών της Αθήνας μετά τον πελοποννησιακό πόλεμο, αλλά κυρίως εκείνη που πρόσφερε ο Πυθαγόρας, όταν ανακάλυψε το πυθαγόρειο θεώρημα (ότι δηλ. το τετράγωνο της υποτείνουσας κάθε ορθογώνιου τριγώνου είναι ίσο με το άθροισμα των τετραγώνων των 2 άλλων πλευρών).
Παρεμπίπτον σχόλιο.
Ο αριθμός 100 είναι τεράστιος όσο και τα ερωτηματικά που γεννώνται:
- Πόσο θα διαρκούσε μια θυσία 100 βόδιων;
- Που θα τα εύρισκαν και ποιοί θα έτρωγαν τα 100 βόδια;
- Τι κόστος είχαν 100 βόδια, ποιος διέθετε τόσα χρήματα;
Μήπως τελικά ήταν μία θυσία κόστους 100 βοδιών; (βλ. παρακάτω το νόμισμα με το βόδι)
Τοπωνύμια
Βόσπορος (Βοός πόρος, περασμα βοδιού) αποτελεί ένα στενό πορθμό που χωρίζει το Ευρωπαϊκό τμήμα (Rumeli-Ρωμυλία) της Τουρκίας από το Ασιατικό της τμήμα (Anadolu - Ανατολία), συνδέοντας την λεκάνη της Προποντίδας (Τουρκιστί: Marmara Denizi = θάλασσα του Μαρμαρά) με τον Εύξεινο Πόντο (Τουρκιστί: Karadeniz). Έχει μήκος 30 χλμ. με μέγιστο πλάτος 3,700 μ στη βόρεια είσοδο, και ελάχιστο πλάτος 750 μ. μεταξύ του Anadoluhisar (Κάστρο της Ανατολίας) και του Rumelihisar (Κάστρο της Ρωμυλίας). Το βάθος κυμαίνεται από 36 έως 124 μέτρα.
Βοιδομάτης :Ποταμι. Ο Βοϊδομάτης (ποτάμι του Βίκου) είναι ποταμός του νομού Ιωαννίνων, παραπόταμος του Αώου. Οι κύριες πηγές του βρίσκονται κάτω από το χωριό Βίκος. Στην διαδρομή του δέχεται και άλλα υδάτινα ρεύματα που σχηματίζονται στις πλαγιές της Τύμφης ή προέρχονται από το Φαράγγι του Βίκου και τελικά συμβάλει στον Αώο κοντά στην Κόνιτσα. Ο ποταμός έχει συνολικό μήκος 15 χιλιόμετρα.
ΠΡΟΣΟΧΗ:Η ονομασία του Βοϊδομάτη προέρχεται από το σλάβικο Μπόντε - Ματ, που σημαίνει καλό νερό και οχι από το βοϊδι (βόδι)
Βούδορον: Ακρωτήριο με φρουριο στην Σαλαμινα, απεναντι απο τα Μέγαρα. Προφανώς πήρε το όνομα απο το σχήμα του. Βλ. βούδορος
Βοϊδοκοιλιά: Ακρωτήριο της Αργολίδας
Βουλκεφαλία: Πόλη της Ινδικής χτισμένη από τον Μεγαλέξαντρο εις μνήμη του αλόγου του.
Βουκολίων: Κωμόπολη της Αρκαδίας Νοτιως της Μαντινείας.
Βουνόμεια: Η αρχαιότερη ονομασία της Μακεδονικής Πέλλας.
Βουφάγειον: Χωριό της Αρκαδίας.
Ονοματα - Επώνυμα
Οδυσσέας Βουδούρης, Ιατρός Χειρουργός, Βουλευτής Μεσσηνίας(*). Απο το Βουδόρος : Αυτος που γδέρνει βόδια.
*) Θέλει θάρρος για να χειρουργηθεί κάποιος από κάποιον που γδέρνει βόδια
Βουργούρης (ως Βουδούρης με επίδραση απο τη βούργια)
Η βούργια είναι πέτσινο σακούλι. Απο το Λατινικό Vulgus (Δυτικο κρητικό ιδίωμα)[156.135]
Βουκιδης (ισως Βουκήδης =αυτός που κήδεται, φροντίζει τα ζώα)
Βουκούτης (ισως απο βους και κοίτη)
Φράσεις
Βοῦς ἀροτήρ
οἶκον μὲν πρώτιστα γυναῖκά τε βοῦν τ᾽
ἀροτῆρα, κτητήν, οὐ
γαμετήν, ἥτις καὶ βουσὶν ἕποιτο, χρήματα δ᾽ ἐν οἴκῳ πάντ᾽ ἄρμενα ποιήσασθαι,
μὴ σὺ μὲν αἰτῇς ἄλλον, ὃ δ᾽ ἀρνῆται, σὺ δὲ τητᾷ, ἡ δ᾽ ὥρη παραμείβηται, μινύθῃ
δὲ τὸ ἔργον.
Ησίοδος - Εργα και Ημέραι 405
Βοῦς ἀροτήρ: βόδι για όργωμα. Το ουσιαστικό αροτήρ (γεωργος,
αυτός που οργώνει) έχει εδώ χαρακτήρα επιθέτου.
Μύρωνος βοϊδιον
Ο Μύρων (έδρασε περ. 480-440 π.Χ.) ήταν ο αρχαιότερος ονομαστός γλύπτης της αρχαίας Ελλάδας (από τις Ελευθερές, Βοιωτίας). Είναι ο αρχαιότερος Έλληνας γλύπτης. Τα έργα του φημίζονται για την τελειότητα, την αρμονία και την πρωτοτυπία τους. Ο Παυσανίας αναφέρει ότι έργα του Μύρωνα ήταν ακόμα στην θέση τους τον 2ο αι. μ.Χ. Δούλευε σχεδόν αποκλειστικά σε μπρούντζο και δημιούργησε πολλούς ανδριάντες θεών και ηρώων. Τα πιο φημισμένα του έργα όμως παριστάνουν αθλητές την στιγμή της επίδοσής τους, με τελειότητα στάσης, λεπτομερειών και αναλογίας (Βλ. εικονα αριστερά:«Ο Δισκοβόλος». Οι διασημότερες εργασίες του σύμφωνα με τον Πλίνιο απεικόνιζαν τον Μινώταυρο, τον Κέρβερο, τον Περσέα, τον σάτυρο Μαρσύα, τον Ηρακλή, έναν αθλητή της δισκοβολίας και τον Απόλλωνα της Εφέσου. Ο Μύρων πρέπει να ήταν σύγχρονος, αλλά και γηραιότερος του Φειδία και του Πολύκλειτου. Ενα μικρό μοσχαράκι υπήρξε ένα απο τα αριστουργήματά του, που ενέπνευσε το παρακάτω επίγραμμα του Ανακρέοντος:
Βουκόλε ταν αγέλαν πόρρω νέμε, μη το Μύρωνος βοϊδιον ως
έμπνουν βουσί συνεξελασεις.
Ανακρέων- Επίγραμμα εις την Μύρωνος βουν
Βους επέβη ή Βους επι γλώσσης (Αρχ)
Eπί
των εξαίφνης γινομένων άφωνων είρηται η παροιμία' πάρ' όσον οι άργυρίω ζημιούμενοι
ήναγκάζοντο σιωπάν. Βούν γαρ ενταύθα το άργύριον, δια το τους Αθηναίους εν
τω νομίσματι βούν έγχαράττειν.
Πάτησε πάνω βόδι
Η παροιμία έχει διατυπωθεί γι' αυτούς που
ξαφνικά χάνουν την φωνή τους· κι αυτό, γιατί, όσοι τιμωρούνταν με πρόστιμο,
αναγκάζονταν να μη μιλούν. Βόδι λοιπόν εδώ (ονομάζουν) το ρευστό, εξαιτίας
του ότι το νόμισμα των Αθηναίων είχε χαραγμένο πάνω του ένα βόδι. Βλ. και
προηγουμένη.
τὰ δ᾽ ἄλλα σιγῶ: βοῦς ἐπὶ γλώσσῃ μέγας
βέβηκεν: οἶκος δ᾽ αὐτός, εἰ φθογγὴν λάβοι, σαφέστατ᾽ ἂν λέξειεν: ὡς
ἑκὼν ἐγὼ μαθοῦσιν αὐδῶ κοὐ μαθοῦσι λήθομαι.
ΑΙΣΧΥΛΟΥ - ΑΓΑΜΕΜΝΩΝ 1.36
Η σημασία είναι: «πληρώθηκε για να μη μιλήσει»
Βουστροφηδόν γράφειν
Τρόπος γραφής με εναλλασσόμενες γραμμές
κειμένου όπου η μεν μια γράφεται εξ αριστερών προς τα δεξιά, η δε επομένη
εκ δεξιών προς τα αριστερά και ούτω καθεξής. Κυριολεκτικά το επίρρημα «βουστροφηδόν»
σημαίνει «Με τον τρόπο που στρίβει το βώδι οργώνοντας».
Αλλος
μυστήριος τρόπος γραφής ήταν ο «ελικηδόν». Στήν εικόνα ο δίσκος της Φαιστού.
«ελικηδόν» : αρχαίο ελληνικό επίρρημα που
σημαίνει κίνηση της έλικας. Ελικηδόν έχει χαρακτηρισθεί κάποια ιδιάζουσα
αρχαία ελληνική γραφή όπου η σειρά των γραμμάτων σχηματίζει ελικοειδή γραμμή
με ανάγνωση που άρχιζε από την περιφέρεια πρός το κέντρο.
σχήματα δὲ ἄλλα τῶν γραμμάτων βουστροφηδὸν καλοῦσιν
Ἕλληνες. τὸ δέ ἐστι τοιόνδε: ἀπὸ τοῦ πέρατος τοῦ ἔπους ἐπιστρέφει τῶν ἐπῶν
τὸ δεύτερον ὥσπερ ἐν διαύλου δρόμῳ.
Παυσανίας -Ελλάδος Περιήγησις - Leipzig, Teubner. 1903.
Ψώνισε από σβέρκο
Η φραση σημαίνει ότι κάποιος
έκανε τη χειρότερη δυνατή επιλογή σε μια αγορά του: Να ψωνίσει δέρμα
ή κρέας βοδιού «από
το μέρος του σβέρκου*»,
δηλαδή απο τον τράχηλο του ζώου. Λόγω της συνεχούς τριβής του σβέρκου
των ζώων με το αλέτρι το δέρμα και το κρεας στο συγκεκριμένο σημείο γινόταν
ιδιαίτερα σκληρό και δύσκολο στην κατεργασία** και στήν κατάποση.
Σήμερα το κρέας απο το σβέρκο
του μοσχαριού και βωδιού αποτελεί βρώσιμο μέρος και χρησιμοποιείται
κυρίως για σούπα.
Αλλη εκδοχή είναι οτι η φράση προέρχεται από αυτόν που ψωνίζει καβάλα και
αρπάζει ή επιλέγει βλέποντας μόνον το σβέρκο το πληρώνει και φεύγει. Δηλαδη
δεν προηγείται ποιοτικός έλεγχος.
*) Από την αλβανική Zverk, που σημαίνει τράχηλος.
**) Γι' αυτό, το δερμα το χρησιμοπούσαν
συχνά για την κατασκευή παπουτσιών, σολόδερμα.
Το βοδι της Ευρώπης
Σύμφωνα με το μύθο των Ελλήνων η Ευρώπη ήταν αδελφή του Κάδμου, ιδρυτή της Θήβας και κόρη του Αγήνορα και της Τηλεφάσσας, ηγεμόνων της Φοινίκης. Όταν μεγάλωσε, μια μέρα πήγε στα λιβάδια της παραλία, για να παίξει με τις φίλες της και να μαζέψει λουλούδια. Εκεί συνάντησε το θεό Δία. Εκείνον αμέσως τον χτύπησε ο Έρωτας και για να την πλησιάσει μεταμορφώθηκε σε ήρεμο, εύσωμο και δυνατό ταύρο και πήγε δίπλα της κάνοντας δήθεν ότι βόσκει, σκεπτόμενος με τι τρόπο θα την κατακτούσε. Εκείνη τότε πλησίασε τον ταύρο - Δία και άρχισε να τον χαϊδεύει γοητευμένη από την ωραία κορμοστασιά του και τη μυϊκή του δύναμη. Σε λίγο δε δίστασε και να τον ιππεύσει. Τότε αυτός άρχισε να τρέχει με αστραπιαία ταχύτητα. Η Ευρώπη έκλαιγε, μα δεν μπορούσε να πηδήσει, γιατί φοβόταν μη σκοτωθεί. Ο μεταμορφωμένος σε ταύρο θεός διέσχισε τη θάλασσα συνοδευόμενος από Τρίτωνες και Νηρηίδες και έφτασε στην Κρήτη. Όταν επιβιβάστηκε στο νησί, ο ταύρος δεν φαινόταν πια, αλλά ο Δίας πήρε από το χέρι την Ευρώπη και την οδήγησε στο Δικταίον άντρο. Η συνέχεια επι της οθόνης ...
Επειδή υπήρξε κάποια εταίρα ονόματι Ευρώπη, ο Λυρικός Ατίπατρος έγραψε τους παρακάτω στίχους:
Δραχμής Εύρώπην την Ατθίδα, μήτε φοβηθείς μηδένα, μήτ' άλλως άντιλέγουσαν, έχε, και στρωμνήν παρέχουσαν άμεμφέα, χώπότε χειμών, άνθρακας, ή ρα μάτην, Ζεῦ φίλε, βοῦς έγένου
Μετάφραση:Μέ μιά δραχμή μονάχα πάς μέ τήν Ατθίδα Ευρώπη, χωρίς τό φόβο κανενός, χωρίς νά σέ παιδέψει, κι έχει σεντόνια καθαρά καί τό χειμώνα ζέστη· άδικα, Δία φίλε μου, πήρες βοδιού τήν όψη
1048 - Σωτήρη Κακίση - Μικρά λυρικά - Αντίπατρος ό Θεσσαλονικεύς
Του βοδιού το κέρατο
Μέρος δυσπρόσιτο λόγω της επικινδυνότητάς του. λέγεται : «και στου βοδιού το
κέρατο [να κρυφθείς] θα σε βρώ». Δεν ειναι σωστό «το να κρυφθείς» (σωστό: «να
καθήσεις» ) γιατι
το κερατο του βοδιου είναι εμφανέστατο. Είναι ομως επικίνδυνο να το πλησιάσεις.
Ομως ένα
κέρας (κατα συνεκδοχήν : κύπελο ή βούκινο) είναι ενα μέρος στο οποίο μάλλον μπορεί κατι
κρυφθεί αποτελεσματικά. (πρβλ. το κερας της Αμαλθείας*, Cornu copiæ που μέσα του έκρυβε ολα τα αγαθά).
Το ρήμα κουρνιάζω, αφορά τα πουλιά, και σημαίνει κάθομαι σε ειδική βέργα κλουβιού ή κλάδο δέντρου. Απο το Τουρκικο κορουνάκ = καταφύγιο αλλα cornu γεν. cornis ειναι το κέρατο στα Λατινικά.
Βλ. και Κώνωψ και Ταύρος του Αισώπου όπου το κουνούπι κούρνιαξε στο κέρατο του βοδιού. (πρβλ. Επώνυμο Κουρνούτος)
* Δεν ξερω αν απο εκει προήλθαν οι εκφράσεις "τα κερατά του" και της «Αμαλθείας σου το κέρατο»
Τι λέει μωρέ το ζώον
Το βόδι μυκάται η φωνή του λέγεται μύκημα ή μυκηθμός []
Δαμάλι - Δαμάλα
Νεαρή μεγαλόσωμη αγελάδα.
Ετυμολογία
Απο το αρχαίο Δάμαλις < ρ. δαμάζω
Παρομοιώσεις
Η Μαριάμ ως μητέρα του Ιησού παρομοιάζεται στόν Ακάθιστο ύμνο ως «Δάμαλις
η τεκούσα τον άμωμον μόσχον»
Παροιμίες
Αν σου χαρίζουν δαμάλι δένετο από το λαιμό, αν σου χαρίζουν δακτυλίδι άπλωνε
το δάκτυλο.[9181.245]
Τοπωνύμια
Οικισμός Δαμαλά, Το 1845 (νόμος ΚΕ 5-12-1845) στο Δήμο Τροιζήνος καταγράφηκαν
μόνο οι οικισμοί Δαμαλά, Βαλαριού, Δάρας, Μαζωμάτων και Πασιά. Το 1912 έγινε
Κοινότητα Δαμαλά. Το 1928 η κοινότητα Δαμαλά είχε 564 κατοίκους. πρβλ. και παροιμιακό ποιήμα
Επίσκοπε του Δαμαλά
Δίχως νου δίχως μυαλά
Τα λιανά δεν ήθελες
τα χοντρά εγύρευες
γύρνα το χερόμυλο
κούνα τ΄αραπόπουλο
Ο επίσκοπος του ποιήματος ήταν και ερασιτέχνης ψαράς με δικό του σκάφος που δεν αρκέσθηκε στα λιανόψαρα της ακτής και ξανοίχθηκε στο πέλαγος για μεγαλύτερα. Επεσε όμως θύμα πειρατών που τον ανάγκαζαν σε διάφορες αγγαρείες. Λέγεται γι αυτούς που, απο πλεονεξία, ξεπερνούν τις δυνατότητές τους.
Ονοματα - Επώνυμα
Αριστείδης - Ζακ Δαμαλάς. Συζυγος τής Διάσημης ηθοποιού
Σαρας Μπερνάρ. Το
1881 η Σάρα Μπερνάρ, σε ηλικία 37 ετών, την εποχή που είχε πλήθος εραστών γνώρισε
το νεαρό (26 ετών -γεν 1855) Πειραιώτη διπλωμάτη Αριστείδη- Ζακ Δαμαλά.
Ερωτευμένη μαζί
του την εποχή εκείνη, η Σάρα τον παντρεύτηκε το 1882, και ήρθαν στην Αθήνα
και στον Πειραιά. Στον Πειραιά έμεναν στο σπίτι του.
Ο γάμος τους κράτησε δυο χρόνια, χώρισαν φιλικά αλλά δεν πήραν διαζύγιο.
Το Δαμαλάς είναι επαγελματικο επώνυμο και σημαίνει τον εμπορευομένο ή βόσκοντα
δαμάλες
Μοσχάρι
Το μικρό της αγελάδας λέγεται μοσχάρι. Ο αρχαίος
Μόσχος. Η ιδια λέξη σημαίνει και του κρέας του μοσχαριού (πρβλ. Μοσχαρίσιες μπριζόλες), αλλά
και το φαγητό απο το κρέας αυτό (πρβλ.
- Τι φαγητό έχουμε; - Μοσχάρι κοκκινιστό).
Εγκυκλοπαιδικά
Ο χρυσός μόσχος ήταν ειδωλο, made by Aaron, που λατρεψαν οι Εβραίοι
καὶ περιείλαντο πᾶς ὁ λαὸς τὰ ἐνώτια τὰ χρυσᾶ τὰ ἐν τοῖς
ὠσὶν αὐτῶν καὶ ἤνεγκαν πρὸς ᾿Ααρών. 4 καὶ ἐδέξατο ἐκ τῶν χειρῶν αὐτῶν καὶ ἔπλασεν
αὐτὰ ἐν τῇ γραφίδι καὶ ἐποίησεν αὐτὰ μόσχον
Εξοδος 32.4
αυτό έκανε τον Πανάγαθο Ιεχωβά έξω φρενών και ...
τάδε λέγει Κύριος ὁ Θεὸς ᾿Ισραήλ· θέσθε ἕκαστος τὴν ἑαυτοῦ
ρομφαίαν ἐπὶ τὸν μηρὸν καὶ διέλθατε καὶ ἀνακάμψατε ἀπὸ πύλης ἐπὶ πύλην διά
τῆς παρεμβολῆς καὶ ἀποκτείνατε ἕκαστος τὸν ἀδελφὸν αὐτοῦ
Εξοδος 32.27
... και επανήλθαν οι εβραίοι στον δρόμο του μονοθεϊσμού και μειώθηκαν οι
κληρονομικές διαφορές.
(πρβλ.
« - Ποιός σουβγαλε το μάτι;
- Ο αδελφός μου!
- Γι΄αυτο είναι έτσι βαθιά βγαλμένο;» )
Απο τήν Παραβολή του Ασώτου στην καινή διαθήκη έγινε γνωστός ο μόσχος
ο σιτευτός, το καλοθρεμένο μοσχάρι (ΒΙΟ θα λέγαμε σήμερα) . Και
λεμε «έθυσε τον μόσχο τον σιτευτό» για να δηλώσουμε την
μεγάλη χαρά κάποιου γιά ένα συμβάν. Το αντίστοιχο αρνί (το σιτευτό) λέγεται
μανάρι.
καὶ ἐνέγκαντες τὸν μόσχον τὸν σιτευτόν θύσατε,
καὶ φαγόντες εὐφρανθῶμεν, ὅτι οὗτος ὁ υἱός μου νεκρὸς ἦν καὶ ἀνέζησεν, καὶ
ἀπολωλὼς ἦν καὶ εὑρέθη. καὶ ἤρξαντο εὐφραίνεσθαι. Ἦν δὲ ὁ υἱὸς αὐτοῦ ὁ πρεσβύτερος
ἐν ἀγρῷ· καὶ ὡς ἐρχόμενος ἤγγισε τῇ οἰκίᾳ, ἤκουσε συμφωνίας καὶ χορῶν, καὶ
προσκαλεσάμενος ἕνα τῶν παίδων ἐπυνθάνετο τί εἴη ταῦτα. ὁ δὲ εἶπεν αὐτῷ ὅτι
ὁ ἀδελφός σου ἥκει, καὶ ἔθυσεν ὁ πατήρ σου τὸν μόσχον τὸν
σιτευτόν, ὅτι ὑγιαίνοντα αὐτὸν ἀπέλαβεν.
Κατά Λουκάν 15 23-27
Ετυμολογία
Από την πελασγική ριζα μχσ που σημαίνει και βλαστάρι. Ετσι λέμε και τωρα
το παιδί
μας : «το
βλαστάρι μου», αλλά και το αρχαίο μόσχευμα σημαίνει «βλαστάρι». Στην Φυτολογία
λέμε «το φυτο χ πολλαπλασιάζεται με μοσχεύματα».
Συνήθης η επικληση των Ποντίων προς τά παιδιά τους : «ρίζα
μ'»
Ομόηχα
Ασχετο με τον μόσχο-μοσχάρι είναι ο μόσχος ένα ακριβό μυρωδικό (musk ambrette)
Είναι ουσία με έντονο άρωμα (moschus moschiferus) προερχόμενη από ένα θηλαστικό
ζώο που μοιάζει με ελάφι. Η ουσία αυτή εκκρίνεται από τους αδένες του ζώου
και συγκεκριμένα από ένα μικρό σάκο που βρίσκεται κάτω από το υπογάστριο του
(musk bag). Βεβαίως την ίδια ουσία μπορούμε να βρούμε και από άλλα ζώα αλλά
πλέον παρασκευάζεται συνθετικά.
Απο αυτόν τον μόσχο βγαίνει το ρήμα «μοσχοπουλώ» που σημαίνει
πουλάω σε υψηλή τιμή και η ευχή προς βρέφος ρευόμενον: «μόσχος και
ξερά σκατά»
(δηλ. αρωματικη αναπνοή και έλλειψη διάρροιας) ή «μόσχος και κανέλλα»
(σκέτη αρωματικη αναπνοή και πλήρης αδιαφορία για τα εντερικά προβήματα).
Αλλα παράγωγα:
«μοσχοβολώ», «μοσχομυρίζω» , «μοσχομυρωδάτος»., μοσχοσάπουνο.
Παροιμία:
Ο γύφτος την πορδίτσα του μοσχοβολιά τήν
έχει.
Εδω το «την έχει» = την θεωρεί, την λογίζει.
Παροιμίες
- Ο ύπνος θρέφει το παιδί κι΄ο ήλιος το μοσχάρι.[170.1049]
- Ο ύπνος θρέφει το παιδί κι΄ο ήλιος το μοσχάρι
και το κρασί τον γέροντα τον κάνει παλληκάρι.[9181.938]
- Βόιδι πήγε, μοσχάρι γύρισε.
Επώνυμα
Μόσχος : απο παρατσούκλι που δηλώνει άνδρα σωματώδη.
Μοσχανδρέου
Μοσχομάγκα (η) / μοσχομάγκας (ο) / μοσχομαγκίτης
/ μοσχομαγκιτικός / μοσχομαγκιτισμός: Προσωνυμίαι ταύτα των
εν Ελλάδι τη νεωτέρα πολιτικώς Γαλλοφρονούντων, δοθείσαι αυτοίς ως εκ τινος
μάγκα (αρσ. δηλ. αρχηγού) μάγκας (θηλ. συμμορία) συγκειμένης εκ 10 συμμοριτών,
όστις εκαλείτο Μόσχος τω ιδίω ονόματι και ήτο φανατικός οπαδός
του Ιω. Κωλέττη.
Επ. Κ. Κυριακίδου Ιστορίαν του συγχρόνου Ελληνισμού
τόμ. α΄. σελ. 188».
Τοπωνύμια
Μοσχονήσια: Τα Μοσχονήσια είναι συστάδα νησίδων και σκοπέλων
της Μικράς Ασίας που βρίσκονται στη νότια είσοδο του Αδραμυττηνού κόλπου, έναντι
της νήσου Λέσβου. Πρόκειται για τις αρχαίες «Εκατόνησους» ή «Ασκανίους νήσοι».
Μόσχα(ομόηχο):
Η ονομασία της πόλης προέρχεται από τον ποταμό Μόσκβα (και
οχι απο το Μοσχάρι), που τη διαρρέει, ενώ η πρώτη αναφορά στη ρωσική ιστορία
για την πόλη χρονολογείται το 1147, όταν ο Γιούρι Ντολγκορούκι, πρίγκηπας του
Ροστόβ, αναφέρεται στον πρίγκηπα του Νοβγκόροντ-Σεβέρσκι και τον προσκαλεί
στη Μόσχα.
Λιόπεσι
Στα αρβανίτικα «λιόπε» σημαίνει αγελάδα. Το τοπωνύμιο Λιόπεσι προέρχεται από αυτή τήν λέξη. ειναι οι αρχαιες Εχελίδες και σήμερα Παλήνη.
(Σουρμελή -Ιστορια των Αθηνών -Υποδειξη Αναγνώστη Γ. Δούσκου)
Συγγενείς
Λέξεις
Στα βοοειδή, για να έλκουν και να κατευθύνονται μπαίνει ο ζυγός στον τράχηλο (σβέρκο).
Ο ζυγός με μεταφορική έννοια σημαίνει την υποδούλωση. πρβλ. «Του Έλληνος ο τράχηλος ζυγόν δεν υποφέρει». Το ζώο του δεν είναι «υπό ζυγόν» (υποζύγιο) λεγεται εκτραχηλισμένο. Το ρήμα εκτραχηλίζομαι μεταφορικώς σημαίνει γίνομαι ασύδοτος και υπερβαίνω τα όρια της ηθικής και της ευπρέπειας. Σύζυγοι λέγονται δυο άτομα υπο κοινο ζυγό. Συνηθως βόδια. Ετσι συνηθίστηκε να τα λέμε ζευγάρι* και τον άνθρωπο που τα χρησιμοποιεί τον λέμε ζευγά. Για τους ανθρώπους λέμε ο Α και η Β ειναι ζευγάρι (βόδια;). Ζεύω (χαμουρώνω**) σημαίνει βάζω ηνία (χάμουρα) στο άλογο ή προσαρμόζω το βοδι στο ζυγό, δηλ. προσδένω βοδι στην άμαξα ή το αλέτρι. Όταν τα ζώα συνουσιάζονται λέμε οτι ζευγαρώνουν. Απο την λέξη ζυγός και σύζυγος προκύπτει η συζυγία, που δηλώνει ομάδα και οχι κατ΄αναγκη δύο μόνο ἀτομα. πχ. Τα ρηματα της πρώτης συζυγίας.
*) Ζευγάρι λεμε και το όργωμα
πρβλ. δεν παω στο ζευγάρι=δεν πάω να οργώσω.
**) δεν ειναι τυχαίο οτι λέμε την καβαλημένη γυναίκα χαμούρα.
Ζωα
GNU
ANTILOPE
ΒΙΣΩΝ
ΒΙΣΩΝ Ο ΒΟΝΑΣΣΟΣ
ΣΥΚΕΡΩΣ Ο ΚΑΦΡΟΣ
ΒΟΥΒΑΛΟΣ Ο ΒΟΥΒΑΛΟΣ
ΜΟΣΧΟΒΟΥΒΑΛΟΣ
ΤΑΥΡΟΤΡΑΓΟΣ
Φυσιογνωμική LeBrun
|