Σκύλος

Πρόσφατες αλλαγές/Προσθήκες:
23-10-2011Ομηρικές βρισιές Ποντιακή Διάλεκτος  • Σκυλάδικο Σκύλα

Το γνωστό τετράποδο (canis canis), ο πιστός φίλος του ανθρώπου, και προαιώνιος εχθρός της γάτας.
Οχι πάντα βλ. Εικόνα αριστερά.

Ο αρχαίος κύων

ΚΑΤΑΓΩΓΗ


Κατά παράδοση, λέγεται ότι η σχέση μας με τον σκύλο άρχισε πριν από περίπου 15.000 χρόνια, όταν με την ανάπτυξη της γεωργίας οι προγονοί μας άρχισαν να δημιουργούν μόνιμες εγκαταστάσεις. Αν και η χρονολόγηση είναι αβέβαιη, γενετικές εξετάσεις επιβεβαιώνουν ότι ο σκύλος αποτελεί εξέλιξη του Ασιατικού Λύκου. Μια γενιά από λύκους που έζησαν αρμονικά κοντά σε ανθρώπους επέζησε και πολλαπλασιάστηκε. Αυτό το ταίριασμα αποδείχτηκε εξαιρετικά επιτυχημένο και για τις δύο πλευρές και κάποια στιγμή μερικοί από τους απογόνους τους, που ζούσαν σε ανθρώπινους οικισμούς, έπαψαν να ζευγαρώνουν κατά βούληση: Το ζευγάρωμα τους ελεγχόταν από τον άνθρωπο. Για πρώτη φορά σκύλοι αναπαράγονταν επιλεκτικά ώστε να διαιωνίζονται χαρακτηριστικά των προγόνων τους που ο άνθρωπος έβρισκε ωφέλιμα. Ο σκύλος αποτελεί ένα από τα κοινότερα κατοικίδια ζώα.

Η σχέση του με τον άνθρωπο χρονολογείται από τα πολύ παλαιά χρόνια. Έχει υμνηθεί και δοξαστεί πολλές φορές κυρίως για την (έμφυτη) τάση του να δέχεται τον άνθρωπο ως ηγετικό μέλος της αγέλης και να δένεται μαζί του ιδιαίτερα στενά. Έτσι, έχουν υπάρξει περιπτώσεις σκύλων που θυσιάστηκαν για το "αφεντικό" τους στην προσπάθειά τους να το σώσουν ή να το προστατεύσουν.

Το θυλικό του σκύλου ειναι η σκύλα.

Τα μικρά του σκύλου λέγονται κουτάβια. (απο το σλαβικό kut).

KOYTABIA

Στο ποντιακό ιδίωμα η σκύλα λεγεται τσούνα. Απο την γενική του «η κύων», γεν. την κύνα και με τσιτακισμό τσύνα>μετατροπή του ο σε ου : τσούνα.
Η στείρα σκύλα όμως λέγεται σάμα.

Στο κυπριακό ιδίωμα ο σκύλος λέγεται σσύλος (με δασύ σίγμα οπως στο γαλλικό CH (chien).184.1129

Στα Τσακώνικα ο σκύλος λέγεται κούε ή κουνάζι.

Λαογραφία, Τόμος 30 Ελληνική Λαογραφική εταιρεία. - ΕΛΕ., 1976 (Τσακώνικα - Κεφ. Το μεγάλωμα και οι ιδιότητας των σκυλιών. Τα ονόματα των σκυλιών σ. 140)

Υπαρχει ένας πολύ μεγάλος αριθμός από φυλές (ράτσες) σκύλων που σκυλοβαριέμαι να καταγράψω. Επισκεφθείτε το http://www.filozwos.gr/ratses/skylia για να δειτε τις 77 από τις 360 ράτσες!

ΛΟΓΙΩ ΛΟΓΙΩ ΣΚΥΛΙΑΥπάρχουν τουλάχιστον 360 ράτσες σκύλων που έχουν τις ικανότητες από το είδος κυνηγιού για το οποίο αναπαράχθηκαν (Υπάρχουν τουλάχιστον 360 ράτσες σκύλων που έχουν τις ικανότητες από το είδος κυνηγιού για το οποίο αναπαράχθηκαν ΠΗΓΗ

 

Οι Κανάριοι Νήσοι, που δεν έχουν σχέση με τα καναρίνια. Την ονομασία Κανάρια φαίνεται να την έδωσε ο ιστορικός Πλίνιος από τους άγριους σκύλους (λατινικά «canes») που ζούσαν σε αυτά.

Σκυλήσια Ζωή

Στου Οθωνα τα χρόνιαΟ σκύλος  Ζει μεχρι 21 χρονια.

Στη φωτογραφία ο γηραιότερος γνωστός σκύλος, ο Οττο, ηλικίας 146 σκυλίσιων ετων! (7 σκυλισια έτη κάνουν ένα χρόνο ανθρώπων )

 

Κύων

Ο σκύλος της Αρχαίας Ελληνικής (ο/η)

Το μικρό του κυνός λέγεται σκύλαξ από όπου προήλθε το μεσν. σκύλι<σκυλάκι< σκυλάκιον<σκύλαξ.

Το σκύμνος σημαίνει καί μικρό κουτάβι, είναι όμως γενικότερο και μπορεί να λεχθεί για οποιοδήποτε νεογνό ζώου.

Διογένης ο Κύων

Κύων ήταν το προσωνύμιο του Διογένη του Σινωπέα. Κυνικού Φιλοσόφου. βλ. Ανέκδοτα και βιογραφικά στο ΕΠΙΜΕΤΡΟ.

 

Παράγωγα:

κυνικός, κυνισμός.
κυνικά καύματα = καύσωνες.

Κύων Μέγας ή Μέγας Κύων

(Λατινικά: Canis Major, συντομογραφία: CMa) είναι αστερισμός που σημειώθηκε πρώτη φορά από τον Πτολεμαίο. Ένας από τους 88 επίσημους αστερισμούς που θέσπισε η Διεθνής Αστρονομική Ένωση. Βρίσκεται στο Νότιο ουράνιο ημισφαίριο. Είναι αμφιφανής στην Ελλάδα.Βλ Εικόνα 2

Αρχαίες Φράσεις - Παρομοιώσεις

Κύων επιστρέψας επί τον ίδιον έμετον ή επί το ίδιον εξέραμα [10.73],[10.119]

ώσπερ κύων όταν επέλθη επί τον εαυτού έμετον ... ούτως άφρων τη εαυτού κακία αναστρέψας ...
Παροιμίες 33 11

Αετος : Διός πτηνός κύων. (αρχ)
Ο αετός ειναι ο ιπτάμενος σκύλος του Δια. Το ακολουθει παντου και κανει τα θεληματα του.

Τα άγια τοις κυσί

[6] Μὴ δῶτε τὸ ἅγιον τοῖς κυσίν, μηδὲ βάλητε τοὺς μαργαρίτας ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν χοίρων, μή ποτε καταπατήσουσιν αὐτοὺς ἐν τοῖς ποσὶν αὐτῶν καὶ στραφέντες ῥήξωσιν ὑμᾶς.

Κατά Ματθαίον κεφ. 7 στ.6

Τα κυνάρια της τραπέζης

Ιησους:«Οὐκ ἔστι καλὸν λαβεῖν τὸν ἄρτον τῶν τέκνων καὶ βαλεῖν τοῖς κυναρίοις.»

Κατά Ματθαίον Κεφ 15 στ.6

Συροφοινισσα: η δε ειπεν ναι κυριε και γαρ τα κυναρια εσθιει απο των ψιχιων των πιπτοντων απο της τραπεζης των κυριων αυτων
Κατά Ματθαίον 15 27

ή κατ΄αλλην έκδοσιν

η δε απεκριθη και λεγει αυτω κυριε και τα κυναρια υποκατω της τραπεζης εσθιουσιν απο των ψιχιων των παιδιων
Μάρκος 7 28

Εδω ως "τράπεζα" εννοεί το τραπέζι που τρώμε. Ως γνωστον οι άλλες ΤΡΑΠΕΖΕΣ δεν δινουν ουτε ψιχια αν δεν βεβαιώσετε εσεις οτι δεν τα χρειάζεσθε και οτι συμφωνείτε με τους σκυλίσιους τόκους που σας επιβάλλουν.

 

Αρχαία Ελλ. Γραμματεία

ὄναρ διώκεις θῆρα, κλαγγαίνεις δ᾽ ἅπερ κύων μέριμναν οὔποτ᾽ ἐκλείπων πόνου. τί δρᾷς; ἀνίστω, μή σε νικάτω πόνος, μηδ᾽ ἀγνοήσῃς πῆμα μαλθαχθεῖσ᾽ ὕπνῳ.

Αισχύλος Ευμενίδες 135

ἀλλ᾽ ἔστι φήμη τοὺς λύκους κρείσσους κυνῶν εἶναι: βύβλου δὲ καρπὸς οὐ κρατεῖ στάχυν.

Αισχύλος Ικετίδες 760


 

Αγοράκριτος (αλαντοπώλης)

ἔγωγε νὴ τοὺς κονδύλους οὓς πολλὰ δὴ 'πὶ πολλοῖς ἠνεσχόμην ἐκ παιδίων, μαχαιρίδων τε πληγάς, ὑπερβαλεῖσθαί σ᾽ οἴομαι τούτοισιν, ἢ μάτην γ᾽ ἂν ἀπομαγδαλιὰς σιτούμενος τοσοῦτος ἐκτραφείην.

Κλέων (Παφλαγών)

ἀπομαγδαλιὰς ὥσπερ κύων; ὦ παμπόνηρε πῶς οὖν κυνὸς βορὰν σιτούμενος μαχεῖ σὺ κυνοκεφάλλῳ;

Αγοράκριτος: Μά τα χαστούκια τ' «πείρα, πού άπο παιδί έχω φάει, μά τις πολλές τις μαχαιριές, θα σε καταπονέσω, θα σέ νικήσω σ' δλ' αύτά' του κάκου, βρέ, Έχω γίνει έγώ ενας τέτοιος άντρακλας μασώντας άποφάγια;
Κλέων : Πώς; Άποφάγια, σα σκυλί; ΚαΙ πώς, σαν τρώς σκυλίσια θροφή, θα παραβγείς, μωρέ, μ' Ιμέ το σκυλομούρη;

Αριστοφάνης - Ιππείς 415



Καλονίκη: τί δ᾽ ἢν ἀφιῶσ᾽ ἅνδρες ἡμᾶς ὦ μέλε; Λυσιστράτη: τὸ τοῦ Φερεκράτους, κύνα δέρειν δεδαρμένην.

Φράση του κωμικου Φερεκράτη που σημαίνει γδέρνω γδαρμένη σκύλα, ο μεταφραστής (Θρ. Σταύρου 655) το αποδίδει: «Ατομική (μοναχική) παρηγοριά θα βρούμε».

Υπονοώντας τον αυνανισμό. Συνήθως σημαινε "κάνω κάτι επί ματαίω" 9041.540.
Ανάλογο το Αγγλικό " beating a dead horse" (Μαστιγώνω ψόφιο άλογο). Το ενδιαφέρον είναι οτι και αυτή αγγλικη φράση στηρίζεται στα λόγια του Τειρεσία πού στήν Αντιγόνη του Σοφοκλή λέει:"Οχι, επιτρέψτε το παράπονο των νεκρών! Μη τους ρίχνετε α΄λλη Μαχαιριά. Τι λογής ανδρεία είναι να σκοτώσεις τον σκοτωμένο εκ νέου;"

Αριστοφάνης - Λυσιστράτη 158


 

CAVE CANEMπρός γε μέντοι τὴν θύραν
προαγορεύω μὴ βαδίζειν
τὴν ἐμήν, ἀλλ᾽
εὐλαβεῖσθαι τὴν κύνα.

Αριστοφάνης - Λυσιστράτη 1215

ΠΡΟΣΟΧΗ ΣΚΥΛΟΣΣημαινει «προσέχετε τη σκύλα». Αναλογη η περίφημη επιγραφή CAVE CANEM που βρέθηκε στήν Πομπηία στο λεγόμενο "σπίτι του Τραγικού Ποιητή" (κλικ στήν εικόνα για μεγέθυνση). Εκπληκτικη ομοιότητα με τις σημερινες επιγραφές "ΠΡΟΣΟΧΗ ΣΚΥΛΟΣ".


 

 

Στην παλαιά διαθήκη.

19 οὐ προσοίσεις μίσθωμα πόρνης οὐδὲ ἄλλαγμα κυνὸς εἰς τὸν οἶκον Κυρίου τοῦ Θεοῦ σου πρὸς πᾶσαν εὐχήν, ὅτι βδέλυγμα Κυρίῳ τῷ Θεῷ σού ἐστι καὶ ἀμφότερα.

Δευτερονόμιον κεφ. 23 στ. 19

Εδώ ἄλλαγμα κυνὸς = πούστης (πιθανότατα εβραισμός που μεταφράσθηκε επι λέξει απο τους εβδομήκοντα) Στα ελληνικα χρησιμοποιείται το ηχητικά παρόμοιο κίναιδος, που ομως ετυμολογείται από το κινώ το αιδοίο (πρβλ. κουνιστός) ή ο κενός αιδούς (ο αναιδής, ο ξενδιαντροπος)[641.249]

Ετυμολογία του «Κύων»

Κύων: Tò κάτω της πόσθης συμπεφυκός τω δέρματι παρά το κεκυνώσθαι και άναδίδοσθαι ή συνδεδέσθαι.

Κύων λέγεται έπι μεν του αλόγου ζώου,

  1. παρά το κυνείν και σαίνειν ή
  2. παρά το ώκύς, (το γαρ ζωον ταχύ έστιν) ύπερβιβασμώ, και άναδόσει του τόνου.
  3. Ή παρά το όξυ είναι το ζωον, κατά μετάθεσιν των στοιχείων.
  4. Ή παρά το κίω, το κινώ· κινούνται γαρ οί δεσπόται υπό της ύλακής αύτοΰ.
  5. Ή παρά το κύω, το φιλώ, κυνώ· έξ αύτου κύων φιλοδέσποτον γαρ το ζωον, και φιλοτιμείται προς τους έαυτοΰ δέσποτας.
  6. 'Η παρά το συνεχώς κύειν (τίκτειν).

Το δε κύω σημαίνει τρία: το φιλώ, το προσκυνώ, και το τίκτω.

Κύων δε έπι του φιλοσόφου, ό κυσίν όμοια ποιών.

Έπι μεν του ύλακτικοΰ ζώου, «Ώς δε κύων άμαλήσι περί σκυλάκεσσι βεβώσα».

Έπι δε τών αναιδών, «Έξελάαν ένθένδε κύνας κηρεσσιφορήτους».

Και έπι τών τετορνωμένων, «Χρύσειοι δ' έκάτερθε και άργύρεοι κύνες ήσαν», και έπι του άστρου, «'Όντε κύν' Ώρίωνος έπίκλησιν καλέονται»· και

Επι του θαλασσίου, «Δέλφινας τε κύνας τε».

641 Μεγα Ετυμολογικόν

 

Παράγωγα του κύων

ἀπόκυνον: Φόλα. Δηλητήριο για σκύλους απο το φυτο  Marsdenia erecta (LSJ)

ἀποκυνόω:  Μεταμορφώνω σε σκύλο κάποιον 

ἀστροκύων: Ο Αστερισμός του Κυνός  (LSJ)

κυνόδηκτος: ο δηχθείς υπο κυνός δηλ. αυτός που δαγκώθηκε από σκύλο.[1083.64]

κυνοπήθικος : Ειδος πηθίκου που μοιάζει στο μουτρο με σκυλι ή με τον Αγιο Χριστόφορο (βοηθειά σας).

κυνήγι > κυνηγός > κυνηγετικός

Το «κύων» χάθηκε απο τήν ομιλουμένη αλλά τα παράγωγα παραμένουν

κυνοφιλία

κυνοκομείον: ιδρυμα περίθαλψης σκύλων (τελειως διαφορον του σκυλάδικο της νεωτέρας).

κυνόδους: κύων και οδούς = σκυλοδοντο.

κυναγχη: το συναχι κι ο σκυλοπνιχτης (λαιμαριά για σκυλους)ΣΚΥΛΟΠΝΙΧΤΗΣ

 

κυνέη ή κυνή

 

A. κυνέη , Αιολικά . κυνία (Αλκαιος).15.2, Αττική κυνῆ IG12.279.62, ( ἡ): δορά κυνός Το δέρμα του σκύλου, τομάρι σκύλου, σκυλοτόμαρο που χρησίμευε για τήν κατασκευή καλυμάτων κεφαλής των στρατιωτών (κράνη). Δεν ηταν ομως η μόνη ύλη κατασκευής κράνους ταυρείη , κτιδέη, χαλκήρης, χαλκοπάρῃος, χρυσείη, αἰγείη, “πέτασος, ἡλιοστερὴς κυνῆ Θεσσαλίς” , Ἀρκὰς κυνή = Ἀρκαδικὸς πῖλος,, “κυνή ἐπίχρυσος”, “τὴν κυνην ἐοῦσαν χαλκέην”, “κυνή Κορινθίη”, “Βοιωτία κυνή” συναντώνται συχνά στην αρχαία ελληνική γραμματεία.

Ἄϊδος κυνέη.

Μυθική περικεφαλαία του Πλούτωνα που καθιστούσε αόρατο αυτόν που τήν φορούσε. Την φόρεσε και ο Περσέας και η Αθηνά. “Πλούτων κυνήν ἔχει τοῦ ἀφανοῦς πόλου σύμβολον”

εἶχον δὲ καὶ τὴν Ἄϊδος κυνῆν. ὑφηγησαμένων δὲ τῶν Φορκίδων, ἀποδοὺς τόν τε ὀδόντα καὶ τὸν ὀφθαλμὸν αὐταῖς, καὶ παραγενόμενος πρὸς τὰς νύμφας, καὶ τυχὼν ὧν ἐσπούδαζε, τὴν μὲν κίβισιν περιεβάλετο, τὰ δὲ πέδιλα τοῖς σφυροῖς προσήρμοσε, τὴν δὲ κυνῆν τῇ κεφαλῇ ἐπέθετο. ΗΣΙΟΔΟΣ ΑΣΠΙΣ ΗΡΑΚΛΕΟΥΣ  223-4

 

κυνάριον: ή κυνίδιον = μικρός σκύλος (στο μέγεθος ή τήν ηλικια), σκύλαξ.

 

 

Τοπωνύμια από το Κύων

Κυνόσαργες -ους (το)μικρό χωριό στα ανατολικά της Αθήνας επάνω στον ομώνυμο λόφο, όπου κατά τη διάρκεια μιας θυσίας προς τιμή του Ηρακλέους, κάποιος κύων αργός (αδέσποτο σκυλί) άρπαξε ένα κομμάτι κρέας και το έφερε εδώ. Κατά μία εκδοχή ο λόφος χάρισε το πρώτο συνθετικό του ονόματος του στους κυνικούς φιλοσόφους, μαθητές του Αντισθένη. Η πιθανότερη εκδοχή όμως είναι ότι η συμπεριφορά τους καθόρισε το προσωνύμιο «κυνικός».

Κυνός κεφαλαί (αι) λόφος δικόρυφος στην Σκότουσσα της Θεσσαλίας όπου συνετρίβησαν οι Μακεδόνικες δυνάμεις από τους Ρωμαίους.β') χωριό της Βοιωτίας, πατρίδα του Πινδάρου.

Κυνόσουρα (η) ακρωτήριο της Αττικής.

Κυνός πόλις (η) πόλη στο δέλτα του Νείλου.

Κυνός σήμα (το) ακρωτήριο της Θρακικής Χερσονήσου κοντά στην Άβυδο.β') ακρωτήριο της Καρίας.

Πολυξένην δὲ ἐπὶ τῷ Ἀχιλλέως τάφῳ κατέσφαξαν. Λαμβάνει δὲ Ἀγαμέμνων μὲν κατ᾽ ἐξαίρετον Κασάνδραν, Νεοπτόλεμος δὲ Ἀνδρομάχην, Ὀδυσσεὺς δὲ Ἑκάβην. Ως δὲ ἔνιοι λέγουσιν, Ἕλενος αὐτὴν λαμβάνει, καὶ διακομισθεὶς εἰς Χερρόνησον σὺν αὐτῇ κύνα γενομένην θάπτει, ἔνθα νῦν λέγεται Κυνὸς σῆμα.
Απολλόδωρος - Επιτομή Βιβ. Ε κεφ. 5. στ. 23

Κύνουρα (τα) πόλη της Αργολίδας.

Κυνουρία (η) περιοχή της Αργολίδας η οποία έπειτα από πολλούς πολέμους  πέρασε στην κατοχή της Λακωνίας (κατ. Κυνουρευς || Κυνούριος).

Κυνών πόλις (η) η μεγάλη πόλη της Αιγύπτου στην ανατολική όχθη του Νείλου (κατ. Κυνοπολίτης). β') μικρά πόλη της Αιγύπτου  στο δέλτα του Νείλου

Αρχαίες Παροιμίες, Φράσεις και παρομοιώσεις

  • Νηδὐς υλακτούσα
    κοιλιά που γαυγίζει , γουργουρίζει (απο τήν πείνα)
  • Ἀμουσα υλακτεί:
    γαυγίζει τα ελεινά του τραγούδια (ίσως απο εδώ το "σκυλάδικο")261.1028
  • Κύων κυνός ουχ άπτεται
    Φυλάξου απο τους ομοίους σου ή Μεταξύ κατεργαρέων ειλικρίνεια
  • κύων ακαλανθίς
  • κύων εν προθύρω
  • κύων εν ρόδοις
  • κύων επί δεσμά
    Γιά αυτούς που μόνοι τους παραδίδονται στην τιμωρία. Ανάλογο και το βούς επί δεσμά. 9041.Κ2.70
  • κύων επί σίτον και κύων επι φάτνη
    Γιά αυτους που ουτε χρησιμοποιούν κάτι ούτε όμως αφήνουν άλλους να χρησιμοποιήσουν.
  • κύων παρ΄εντέροις
    Για αυτους που δέν μπορουν να απολαύσουν αυτά που έχουν μπροστά τους. 9041.540
  • κυών έπι τον ίδιον έμετον.
    Για αυτους που καλουνται να αναιρέσουν τα λεχθέντα ή πεπραγμένα.
  • κυνί δίδως άχυρα, όνω δ' οστέα
    Στο σκύλο δινεις αχυρα και κοκκαλα στο γαιδούρι. πρβλ. Δυο γαιδάρων άχυρα.
  • Κύων τεύτλα ουκ εσθίει
    Ο σκύλος δέν τρώει παντζάρια. πρβλ. Μασάει η κατσίκα ταραμά;
  • Χαλεπόν χορίων κύνα γεῦσαι
    Ανάλογο του «Δώσε θάρρος στο χωριάτη νά σ΄ανέβει στό κρεβάτι», και του λατινικου «canis a corio nunquam absterrebitur uncto»
  • Ο κύων ο ζῶν αυτός ἀγαθός ὑπέρ τον λέοντα τον νεκρόν
    Εκκλησιαστής Κεφ. 9 στ. 4

    Ενα ζωντανό σκυλί αξιζει περισσότερο απο ένα ψόφιο λοντάρι.

  • Canis caninam non est.(Λατ)
    «ο σκύλος, σκύλο δεν τρώει» αναλογη μα την ελληνική: «κόρακας κοράκου μάτι δεν βγάζει».
  • 25-10-2011Η ΣΚΥΛΑ Η ΚΛΥΤΑΙΜΗΣΤΡΑ

    Ένα τραγικό απόσπασμα από τον «Αγαμέμνονα» του Αισχύλου εμφανίζει την Κλυταιμήστρα[1] να παρομοιάζει εαυτήν «δωμάτων κύνα» (σκύλα-φύλακα του παλατιού), την ίδια ώρα που η ίδια σχεδιάζει να σκοτώσει τον Αγαμέμνονα μαζί με τον εραστή της Αίγισθο.


    Κλυταιμήστρα (στόν κήρυκα)
    Πες του το γρηγορότερο να φτάσει στην πόλη που τον λαχταρά σαν έρθει, πιστή γυναίκα θα 'βρει στα παλάτια, καθώς την άφησε, ξάγρυπνη σκύλα μέσα στο σπίτι, φόβο στους εχθρούς του, κι ίδια όπως ήταν σ' όλα τ' άλλα, δίχως κανένα μυστικό του να προδώσει στα τόσα χρόνια. Κι ούτε κακό λόγο μήτε ηδονήν απ' άλλον άντρα ξέρω πιότερο απ όσο το χαλκό να βάφω. Τέτοιες οι καυχησιές μου, όμως γεμάτες αλήθεια, που καμιά ντροπή δε φέρνουν όταν τις λέει ευγενική γυναίκα.

    γυναῖκα πιστὴν δ᾽ ἐν δόμοις εὕροι μολὼν
    οἵαν περ οὖν ἔλειπε, δωμάτων κύνα
    ἐσθλὴν ἐκείνῳ, πολεμίαν τοῖς δύσφροσιν,
    καὶ τἄλλ᾽ ὁμοίαν πάντα, σημαντήριον
    οὐδὲν διαφθείρασαν ἐν μήκει χρόνου.
    η σκυλα η Κλυταιμήστρα
    Αισχύλος - Αγαμέμνων στ. 580 ΚΛΙΚ ΓΙΑ ΜΕΓΕΘΥΝΣΗ

    [1] Το σωστό όνομα τής κυρίας δεν είναι απόλυτα σαφές: άλλοι το θέλουν Κλυταιμήστρα και άλλοι Κλυταιμνήστρα. Το «μνη» της Κλυταιμ[ν]ήστρας αποτέλεσε φιλολογικό πρόβλημα.

    Ομόηχα

    κίων: κολώνα συνήθως ναού ή αναλόγου κτηρίου απ΄ οποι και οι λεξις κιονοστοιχεία, κιονόκρανον (ομως γενική του κίονος) (ομόηχο του κύων = σκύλος)

    κύων: μετοχή του κύω - αυτός που γεννά. (ομόηχο του κύων , αλλα και η ίδια η μετοχή ουσιαστικοποιήθηκε)

    κοινή: Αυτή που ανήκει ή χρησιμοποιείται απο πολλούς, απο το "κοινός" απ΄όπου και τα κοινότης, κοινοκτημοσύνη, κοινόβιον κλπ. (ομόηχο του κυνή = περικεφαλαία απο δερμα σκύλου ή δοτ. κυνός: τω κυνί = στον σκύλο.).

    Παρομοιώσεις

    • "Έγινε σκύλος" ή "Σκύλιασε", ή "Κάνει σαν το σκύλο", ή "γαυγίζει σαν το σκύλο", ή "Σκύλιασε από το κακό του", που λέγονται σε υπέρμετρη οργή.
    • "Κακό σκυλί ψόφο δεν έχει", ο κακός είναι και μακρόβιος.
    • "Σαν το σκύλο με τη γάτα", που λέγεται σε περιπτώσεις μόνιμης έριδας.

    Machine generated alternative text: 4Ισως είναι ένας άδικος χαρακτηρισμός. Η αγριάδα, η εχθρικότητα του σκύλου προς τα άλλα ζώα και τον άνθρωπο έξαρτάται απο τήν ράτσα και τήν εκπαίδευση του σκύλου και την συμπεριφορά του άλλου.


    Αμα το παπάκι έχει τέτοιες φιλίες είναι περιττό να πάει στην ποταμιά για να βρει συντροφιά.

     

     

    • "Σκυλίσια ζωή" είναι η δύσκολη ζωή.
    • "Τον έχουν σα σκυλί, του κλώτσου και του μπάτσου", για άτομα μειωμένης κοινωνικότητας.
    • "Δεν γνωρίζει το σκυλί τ΄ αφέντη του", λέγεται σε μεγάλη αναστάτωση
    • "Τον ακλουθάει σα σκυλί", σε υπέρμετρη αφοσίωση
    • "Να τον τραβούν τα σκυλιά, δεν φεύγει", σε μεγάλη εμμονή
    • "Πήγε σαν το σκυλί στ΄ αμπέλι", ή "ψόφησε σα σκυλί", πέθανε κάποιος αβοήθητος, χωρίς καμία φροντίδα.
    • "Είναι σκυλί μονάχο", ή "δουλεύει σα σκυλί", "ειναι σκύλος στή δουλειά του", για άτομα δραστήρια.
    • "Δέναν τα σκυλιά με τα λουκάνικα", παλαιότερη έκφραση για προηγούμενη, μάλλον φανταστική εποχή, ευμάρειας.
    • «Μετάνιωσα σα σκυλι» (πρβλ. «ως κυων επιστρεφων επι το ιδιον αυτου εξέραμα»)
    • «Κοπρόσκυλο» (άνθρωπος τεμπέλης σπαν. χασαπόσκυλο).
    • Υβριστικος χαρακτηρισμός Τούρκων, Εβραίων και λοιπών απίστων (πρβλ. "Να μην την πάρουν τα σκυλιά και μας την μαγαρίσουν"
      Μιλάει για την αγία τράπεζα της αγια-Σοφιάς, προτείνει να την στείλουμε στήν Φραγκιά. Εκει υποτίθεται, ότι δεν θα την μαγαρίσουν)

    Και

    ... Μέ τόν κόμπο σταυρώνουμε τον άρρωστο τρεις φορές ψιθυριστά, να μην τα καλακούει ούτε ό άρρωστος ουτε παραστεκούμενος : "Στο όνομα τον Πατρός καί του Υίου και του Άγιου Πνεύματος. Αμήν. Άγιοι Ανάργυροι θαυματουργοί, πρώτοι γιατροί του κόσμου, δωρεάν ελάβετε, δωρεά δότε, βγάλετε το αβάσκαμα άπο τον (την) . . . και βάλετε το επάνω στα όρη και στα βουνά εκεί πού κόκορος δε λαλεί, καμπάνα δε σημαίνει, εκεί πού μικρού παιδιού κουλούρα δεν ψένεται. Οι Εβραίοι τά σκυλιά, πού σταύρωσαν το Χριστό με τα χάρκινα καρφιά, ούτε αίμα έβγαλε ούτε σόμπιξη (πύον) έκαμε και σε τρεις μέρες εγειανε. Άφού πούμε το ξόρκι, μετράμε τή πετσέτα καί, αν ό άρρωστος είναι βασκαμένος, ... "

    1091 - Α.Δ. Δεμπόνου - Μαγική Ιατρική στήν Κεφαλονιά - Αργοστόλι - 1983

    Τι λέει μωρέ το Ζώον!

    SoundΦωνή

    Γαύγισμα,αλυχτημα (Δημ). Υλακή, Υλακτώ (αρχ) [681.86]

    υλακή και υλαγμός
    ύλακτείν και υλακτούντες

    πρβ. το Πελοπονήσιακο: "εμάλωσαν κι έλασαν[Α] το φταπόμπι[Β]"

    Α. έλασσαν=ύλαξαν Β. φταπόμπι=επτά πομπές, διαπομπεύσεις.


    άρράζειν και άρράζοντας
    ρύζειν και ρύζοντας
    βαϋζειν
    κλαγγαίνειν

    Ο Σταματάκος ομως προσθέτει και το ωρύωμαι ως ρήμα για το ουρλιαχτό του λύκου ή του σκύλου, το ιδιο και για το βρυχώμαι του λέοντος. Το ουρλιαχτό λέγεται ωρυγή.

    σκύμνοι ὠρυόμενοι τοῦ ἁρπάσαι καὶ ζητῆσαι παρὰ τῷ Θεῷ βρῶσιν αὐτοῖς.
    Ψαλμοι 103 στ. 21

    και εν πασι τοις υιοις Ισραηλ ου γρυξει κυων τη γλωσση αυτου απο ανθρωπου εως κτηνους οπως ειδης οσα παραδοξασει κυριος ανα μεσον των αιγυπτιων και του ισραηλ 
    Εξοδος 11 στ.,7

    Παροιμίες

    1. "Σκύλος που γαβγίζει δεν δαγκώνει". [241.1472]
    2. "Εγώ το λέω στο σκύλο μου κι ο σκύλος στην ουρά του".
    3. "Άσπρος σκύλος, μαύρος σκύλος, όλοι οι σκύλοι μια γενιά".
    4. Ο μύλος να γυρίζει , κι ο σκύλος ας γαυγίζει[241.446]
    5. Βασιλική διαταγή και τα σκυλιά δεμένα[241.475]
    6. Εγένηκεν ο σκύλος μας του λύκου υπηρέτης[241.554]
    7. Η σκυλα απ τη βιάση της γεννά τυφλά κουτάβια[241.637]Βλ. Παροιμιόμυθο 94
    8. [θέλει] και την πίτα ολάκερη και το σκύλο χορτάτο.[241.656]
    9. Μπάτε σκύλοι αλέστε κι αλεστικά μη δώστε[241.770]Βλ. Εικόνα 1
    10. Ο δρόμος είναι ανοικτός και τα σκυλιά δεμένα[241.800] βλ. και 476
    11. Στου σκύλου το προσκέφαλο τυρί δεν ξημερωνει[241.953]
    12. Το φθηνό το κρέας το τρώνε οι σκύλοι[241.1006]
    13. Αγαπώ παιδι για κύρη και σκυλί για νοικοκύρη.[241.1065]
    14. Ανθρωπο από γενιά και σκύλο από μάντρα.[241.1111] [εν. διάλεξε ...]
    15. Δίνει του σκύλου άχερα και του γαιδάρου κόκαλα.[241.1169]
    16. Εμείς ψωμί δεν έχουμε κι ο σκύλος σέρνει πίτα.[241.1194]
    17. Και τα σκυλιά περιγελούν το λύκο όταν γεράσει.[241.1246]
    18. Κακό σκυλί ψόφο δεν έχει. [241.1251] [241.1512]για μακροβίωση ατόμων κακού χαρακτήρα.
    19. Με το σκύλο γίνε φίλος, το ραβδί σου μην τ΄αφήνεις[241.1293]
    20. Του γειτόνου μας ο σκύλος γειτονάς μας ειν΄κι εκείνος[241.1530]
    21. Του σκυλιού που σ΄αλυκτάει ρίξε του ψωμί να φάει[241.1541]
    22. Ασπρος σκύλος, μαύρος σκύλος [το ιδιο δάγκωμα] : πρβλ.Τι Παπάγος τι Πλαστήρας.
    23. Η ξένη έγνοια γερνάει το σκύλο [9213]
    24. Και η πιτα σωστή και ο σκύλος χορτάτος [9213.82]
    25. Τούρκος καί σκυλί εμπιστοσύνη δέν έχουν. (ΕΛΛΗΝΙΚΗ)[244.16 ]
    26. Ό Τούρκος καί τό σκυλί ένα πράμα είναι. (ΕΛΛΗΝΙΚΗ)[244.18]
    27. Ό Τούρκος φίλος, μούργος (μαύρος) σκύλος. (ΕΛΛΗΝΙΚΗ)[244.28 ]
    28. Μήν εμπιστεύεσαι τό σκύλο πού κοιμάται, τόν Εβραίο πού ορκίζεται, τόν μεθυσμένο πού προσεύχεται, τή γυναίκα πού κλαίει (ΠΟΛΩΝΙΚΗ)[244.76 ]

    Ποντιακές παροιμίες, φράσεις και παρομοιώσεις

    Απο το 744 ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΑΝΔΡΕΑΔΗΣ - ΓΝΩΜΙΚΑ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΙΣΜΟΙ ΤΟΥ ΠΟΝΤΙΑΚΟΥ ΛΑΟΥ

    5/10/11Περισότερα για την ΠΟΝΤΙΑΚΗ ΔΙΑΛΕΚΤΟ

    Εγώ απιτάζω τον σκύλον κι ο σκύλον τ' ουράδνατ:
    Εγώ διατάζω τον σκύλο κι ο σκύλος την ουρά του.

    Εγώ φαΐζω τον σκύλον κι εκείνος πάει με τον λύκον:
    Εγώ ταΐζω (φαΐζω δινω φαγητό) τον σκύλο κι αυτός συνεργάζεται με τον λύκο.

    Ο πεινασμένον ο σκύλον φουρνιά χαλάν:
    Ο πεινασμένος σκύλος χαλάει φούρνους.

    Ο σκύλον άγλυφον οστούδ κ' εφέκεν:
    Ο σκύλος δεν άφησε κόκκαλο που να μη το γλείψει.

    Ο σκύλον αν κι υλάζ μαλέζ κι διγν ατόν:
    Στον σκύλο, αν δεν γαυγίσει, φαΐ δεν του δίνουν.
    πρβλ. τα Ευαγγελικά:Κατα Ματθαίον και Κατά Λουκάν

    αἰτεῖτε, καὶ δοθήσεται ὑμῖν· ζητεῖτε, καὶ εὑρήσετε· κρούετε, καὶ ἀνοιγήσεται ὑμῖν.

    κἀγὼ ὑμῖν λέγω, αἰτεῖτε, καὶ δοθήσεται ὑμῖν· ζητεῖτε, καὶ εὑρήσετε· κρούετε, καὶ ἀνοιγήσεται ὑμῖν·

    Ο σκύλον ασό πολλά το ύλαγμαν εγέρασεν
    Απο το πολύ γαύγισμα γέρασε.
    Για όποιον είναι πολύ φλύαρος.

    Ο σκύλον ασό τέρεμαν εψόφεσεν:
    Ο σκύλος από το κοίταγμα ψόφησε.

    Ο σκύλον ασό ύλαγμαν εψόφεσεν
    Ο σκύλος ψόφησε από το γαύγισμα.

    Ο σκύλον εν πιστεμένος σ' ανθρώπς και η κάτα σ' οσπίτ:
    Ο σκύλος είναι πιστός στους ανθρώπους και η γάτα στο σπίτι.

    Ο σκύλον εν πολλά νοϊτόν, άρκον κι νοΐ'ζ:
    Ο σκύλος παρακολουθεί τα ίχνη, η αρκούδα δεν μπορεί.

    Ο σκύλον εξέβεν σην άνοιξιν, άμαν ντο έσυρεν εκείνος εξέρ.
    Ο σκύλος ξεχειμώνιασε, αλλά το τι τράβηξε εκείνος το ξέρει.

    Ο σκύλον ερρόχαξεν απάνι μ'
    Ο σκύλος γρυλίζει προς τα πάνω μου.

    Ο σκύλον έφτυρεν τα πρόγατα:
    Ο σκύλος τρόμαξε τα πρόβατα.

    Ο σκύλον εφτυρολόεσεν τα κοσσάρας:
    Ο σκύλος έτρεψε σε φυγή τις κότες.

    Ο σκύλον εχοβλάεψεν απάν ατ
    Ο σκύλος όρμησε επάνω του.

    Ο σκύλον κατ εννόησεν κι ερχίνεσεν να υλάζ
    Κάτι αντιλήφθηκε ο σκύλος και άρχισε να γαυγίζει.

    Ο σκύλον κι ανασπάλ τα σκυλότας ατ
    Ο σκύλος δεν ξεχνά τις σκυλοσύνες του, φυσικές του τάσεις.

    Ο σκύλον με το κουτάβ χορεύ
    Ο σκύλος με το κουτάβι χορεύει.

    Ο σκύλον με το μαγκούρ σο αβ κι πάει:
    Ο σκύλος με το ζόρι δεν πάει στο κυνήγι.

    Ο σκύλον με το μένυγμαν κρέας και τρώει
    Ο σκύλος με αναφορές κρέας δεν τρώει.

    Ο σκύλον ντ' έμαθεν, άλλο κι απομαθάν
    Ο σκύλος ό,τι έμαθε δεν το ξεμαθαίνει.

    Ο σκύλον ντο μαθάν κι απομαθάν
    Ό,τι συνηθίσει ο σκύλος δύσκολα το απαρνείται.

    Ο σκύλον όθεν τρώει εκεί υλάζ:
    Ο σκύλος εκεί που τρώει εκεί και γαυγίζει.

    Ο σκύλον όνταν κι ελέπ κι υλάζ
    Ο σκύλος όταν δεν βλέπει δεν γαυγίζει.

    Ο σκύλον π' υλάζ κι αρπάζ:
    Ο σκύλος που γαυγίζει δεν αρπάζει.

    Ο σκύλον π' υλάζ σον φέγγον φόβον κι ες:
    Ο σκύλος που γαυγίζει στο φεγγάρι, φόβο δεν έχει.

    Ο σκύλον πα εξαμών το στουδ σην γούλαν ατ κι επεκεί κουρτάτο το:
    Και ο σκύλος πρώτα τακτοποιεί το κόκκαλο στο λαιμό του και μετά το καταπίνει.

    Ο σκύλον συρ ανάπαυσιν συρ και μαύρα ημέρας:
    Ο σκύλος περνάει ανάπαυση, περνάει όμως και μαύρες μέρες.
    Η ευτυχία δεν είναι μόνιμη.

    Ο σκύλον τ' ουράδνατ κι αρπάζ:
    Ο σκύλος την ουρά του δεν αρπάζει.

    Ο σκύλον το μαλλίν αλλάζ, το ταπιέτ κι αλλάζ:
    Ο σκύλος αλλάζει μαλλί, συνήθεια δεν αλλάζει.

    Ο σκύλον τον σααπήν ατ κι εγνωρίζ:
    Ο σκύλος δεν γνωρίζει το αφεντικό του.
    Αγνώμων.

    Ο σκύλον τον σκύλον κι αρπάζ
    Σκύλος τον σκύλο δεν αρπάζει.

    Ο σκύλον τον σκύλον κι τρώει:
    Ο σκύλος τον σκύλο δεν τρώει.

    Ο σκύλον υλάζ υλάζ και επεκεί στεκ:
    Ο σκύλος γαυγίζει γαυγίζει και μετά στέκει.

    Ουλ οι σκύλοι σ' έναν γιαλάχ  τρώγνε:
    σε ένα σκεύος τρώνε

    Ουλ οι σκύλοι σαμουρ κι ακουγνε
    ολοι οι σκύλοι δεν αντιλαμβάνοται το κουνάβι

    Σκυλ γενιμασέα (σκυλ υιός)
    Γέννημα σκύλου (σκύλου γιος).

    Σκυλ κουτάβ:
    Κουτάβι σκύλου, παλιόπαιδο.

    Σκυλ λαλίαν εξέγκεν:
    Έβγαλε κραυγή σκύλου.

    Σκυλ μιασίδας ες: Έχεις μορφή σκύλου, αδιάντροπος.

    Σκυλ πελιά ση σκυλ τον κώλον:
    Του σκύλου ο μπελάς, στου σκυλιού τον κώλο.

    Σκυλ υιός:
    Σκύλου γιος, πανούργος, κατεργάρης, έξυπνος.

    Σκυλ χνώτα ες:
    Έχει ανάσα σκύλου.

    Σκυλ ψυν ες:
    Σκύλου ψυχή έχει (υποφέρει αλλά αντέχει).

    Σκύλαγμαν:
    Μεγάλη βρώμα.

    Σκυλάντ:
    Πολύ βρωμιάρηδες.

     Σκυλαντέας, σκυλιαντάρκον:
    Ο βρωμιάρης.

    Σκυλευλόγιστος:
    Όποιος δεχτεί ευλογία Μωαμεθανού.

    Σκυλεύω
    Γίνομαι εξωμότης, τουρκεύω.

    Σκυλ ύλαγμα
    Γαύγισμα σκύλου. Άδικη κακολογία.

    Σκυλ ύλαγμα σον ουρανό κι ακουσκάται:
    Άδικου γαυγίσματα στον ουρανό δεν εισακούονται.

    Σκυλία πουλεί και κατούδια αγοράζ
    Για ματαίως εμπορευόμενο, άεργος.

    Σκυλιάζω
    Βρωμάω.

    Σκυλίτσος:
    Ο έξυπνος.

    Σκυλογερώ:
    Κακογεράματα.

    Σκυλοκούταβον:
    Έξυπνο παιδί.

    Σκυλολόεμαν:
    Υβριστικά λόγια.

    Σκυλομυία:
    Σκυλόμυγα (όποιος ζει πολλά χρόνια).

    Σκύλον κι ες και κάταν κι ες:
    Δεν έχει ούτε σκύλο ούτε γάτα (θεόπτωχος).

    Σκύλος γουρνάται, κατς θ' αποθάν:
    Ο σκύλος ουρλιάζει, κάποιος θα πεθάνει.

    Η τσούνα αν κι λαΐζ τ' ουράδν ατς, ο σκύλον κι ρουζ απ' οπίσ' ατς:
    Η σκύλα αν δεν κουνήσει την ουρά της, ο σκύλος δεν θα τρέξει από πίσω της.

    Η τσούνα κι επαιδεύκετον και τα τσονοπούλια τς εδραμένευεν:
    Η σκύλα δεν εκπαιδευόταν και τα κουτάβια της δασκάλευε.

    Η τσούνα όνταν οληγορεί, στραβά εφτάει τα παιδία τς:
    Η σκύλα όταν βιάζεται, στραβά κάνει τα παιδιά της.

    Η τσούνα π' εκουταβίασεν μαλέζ κ' εχόρτασεν:
    Η σκύλα που γέννησε κουτάβια, αλευρόσουπα δεν χόρτασε.

    Η τσούνα τα κουτάβια τς κι εγνωρίζ:
    Η σκύλα τα κουτάβια δεν γνωρίζει (ξεχωρίζει).

    Παροιμιόμυθοι[1065]

    38 Μασκαράς

    38

    73 Απο το παιδι καλό

    73

    94 Τα αποτελέσματα της βιας

    94

    170 Σεξ απήλ

    170

    179 Τέλειος διανομεας

    179

    209 Ου γαρ έρχεται μόνον

    209

    220 Αλτρουισμός

    220

    233 Οχι θα το άφηνε!

    233

    235 Ταξίματα Αφροδίσια!

    235

    241 Διπροσωπία!

    241

    267 Ειδικά μέρη σκύλου

    267

    319 Φύλακας

    319

    Παράγωγα από τον σκύλο

    Από το Δυτικοκρητικό Ιδίωμα[156]

    σκυλέ(α), η = δυσοσμία σκύλου. «Ακούω σκυλέα». Σκύλ-ος με κατάλ. -έ(α), δηλωτική μυρωδιάς (πβ. τσουκν-έΥα), θρασουλ-έΤα.) κ.τ.ό.). σκυλουλιάς (στο επτανησιακό ιδίωμα).[178.434]

    σκύλεμα. το (για ζώα και μτφ. για ανθρώπους) = έντονη σεξουαλική διέγερση ή επιθυμία. «Το σκύλεμα τση σκύλας μας αναμάζωξε επαέ ούλους τσι σκύλους του χωργιού». Από το σκυλεύω (βλ. λ.).

    σκυλεύω (για ζώα και ανθρώπους) = αισθάνομαι έντονο ερωτικό πόθο, κατέχομαι από οργασμό (μεταφορά από το λάγγεμα της σκύλας). Ουσ. σκύλ-α + κατάλ. -εύω.


    σκυλιά, η = διάλυμα από αποπάτημα σκύλου, με το οποίο επαλείφουν τα νε-οεμβολιασμένα δεντράκια, για να μην «ταϊστσούν» από τα ζώα. Ουσ. σχύλ-ος + κατάλ. -ιά. Πβ. σκυλιάζω.

    σκυλιάζω = επαλείφω τους βλαστούς των νεοεμβολιασμένων δενδρυλλίων με σκυλιά (βλ. λ.). «Επήγα κι εσκύλιασα τα μουρελα στο Πυργί, να μη μας τα ταΐσοανε οι γι-αίγες». Από το σκυλ-ιά + κατάλ. -ιάζω.

    σκυλοβρομώ = βρομώ σα σκύλος, βρομώ υπερβολικά, είμαι πολύ ακάθαρτος. Ουσ. σκύλος + ρ. βρομώ.

    σκυλολόι = απο το μσν. σκυλολόγιον : μαζωξη εχθρων ή αντιπαθητικών ατόμων.


    σκυλοζυγώνω = διώχνω κάποιον σαν σκύλο. «Εζήτηξέ ντωνε να τονε βουη-θήξοανε κι εκείνοι τον εσκυλοζυγώξανε». Σκύλος + ζυγώνω (βλ. λ.). Συ-νών. σκυλομαχιάζω.

    σκυλόκακο. το = ασθένεια των σκύλων παρόμοια με το «κοράκιο» (άνθρακα). Σκύλος + κακό.

    σκυλόχουμος. ο = κούμος (κτίσμα, συνήθως στρογγυλό και θολωτό) που χρησιμεύει ως ενδιαίτημα σκύλων. Σκύλος + κούμος . Πβ. ριφό-κουμος·. χηπό-κουμος, ορνιθό-κουμσς, γρφό-κουμος.

    σκυλομαχιάζω = συμπεριφέρομαι σε κάποιον όπως σε σκύλο, τον κακομεταχειρίζομαι. «Σκυλομαχιάζει το κοπέλι ντου σα νά 'ναι φαμέγιος του». Σκύλος + μαχιάζω (βλ. λ. μαχίζω ή μαχιάζω). Συνών. σκυλοζυγώνω, απο-σκυλακώ, απαμπώθω.

    σκυλομουγκουμαι = φωνάζω σαν σκύλος, τραγουδώ άσκημα πολύ. «Δε γ-κατέει να τραγουδεί παρά σκυλομουγκάται εκειά». Σκύλος + μουγκού-μαι (βλ. λ.).

    σκυλομουργοόμαι - κλαίω ουρλιαχτά. «Ουλημερνίσιως τση μέρας σκυλομουργάται κι αναπαή κιαμιά δεν έει». Σκύλος + μουριούμαι < νουριούμαι < νωριούμαι < άνωριοϋμαι < αρχ. άνωρύομαι = ωρύομαι ισχυρά. Πβ. νουρ-γιούμαι.

    σκυλόμυγια, η = μύγα των σκύλων. Σκύλος + μύγια. Πβ. κρεατό-μυγα, μπεγψό-μυγία κ.τ.ό.

    σκυλονέντουρος, επίθ. = σκληραγωγημένος, ανθεκτικός στις ασθένειες και τις κακουχίες. «Διάλε ντο κακό ντο πάθει, γιατ' είναι σκυλονέντουρος!».
    Από τα ουσ. σκύλος + εντουρά (βλ. λ.), με ανάπτ. ευφων. ν ανάμεσα

    Ποίηση

     

    γιατί έχει σκύλους δυνατούς, έχει και την ανδρεία,
    σκύλους χοντρούς, λαγωνικά, από την Λουμπαρδία.

    Στέφανου Σαχλίκη -Γαδάρου, λύκου κι αλουπούς διήγησις ωραία Σελ. 4 στ. 85-86.

     

    Και τότες  η κυρ’ αλουπού έπιασε το τιμόνι
    και τον πτωχόν τον γάδαρον στέκει, ανατιμώνει:
    «Γλήγορα, σκυλογάδαρε*, πιάσε κουπί να λάμνεις,
    γιατί θωρώ και δεν γρικάς την στράταν οπού κάμνεις.
    Εμάς έν’ το ταξίδι μας να πάμε εις την Τάνα
    και θέλει να ’ν’ η πλώρη μας μέσα στην τρεμουντάνα.

    Στο ιδιο στ. 157-162

     

    *) Εδω προφανώς δεν προκειται για υβρίδιο  μεταξύ σκύλου και γαϊδάρου αλλά περι  ύβρεως εις βάρος του γαιδάρου. Αν και μονη η κλήση του ονοματος "γάιδαρε" είναι ύβρη εν τουτοις δεν θα είναι αντιληπτή σαν τέτοια απο τον ίδιο τον γάιδαρο.

     

    Οι σκύλοι σαν γρικήσουσι, τσιληπουρδώ και φεύγω
    και δεν τους χρήζω τίποτες, μα τρέχοντας  χορεύγω.

    Στο ίδιο στ. 221-222.

     

    Το Διάκο τότε παίρνουνε και στο σουβλί τον βάζουν.
    Ολόρτο τον εστήσανε κι αυτός χαμογελούσε,
    την πίστη τους τους ύβριζε, τους έλεγε, μουρτάτες:
    Σκυλιά, κι α' με σουβλίσετε ένας Γραικός εχάθη.
    Ας είναι ο Οδυσσεύς καλά και ο καπετάν Νικήτας,
    που θα σας σβήσουν την Τουρκιά κι όλο σας το ντοβλέτι".

    Του Διάκου - Δημοτικό

     

     

     

    Τραγούδι

    Ομορφή μου Αθήνα που΄ν  τα χρόνια εκεινα;
    Που ΄ν τα χρονια που κυλιώμαστε αλάνικα
    και που δέναν τα σκυλιά με τα λουκάνικα

     

     

     

    Γενικά

      • 23-10-2011σκυλάδικο

      Κεντρο διασκεδάσεως υψηλού επιπεδου. Εγκατεστημένο συνήθως σε καποιο  χιλιόμετρο  Εθνικής Οδού.  Λανσάρονται σε αυτό άσματα ειδικής αισθητικής (πχ. "Μπορεί να έχω περίοδο μα έχω κι΄αλλη δίοδο"  ή "AΜΑ ΕΧΕΙΣ ΠΑΛΑΜΑΡΙ ΤΙ ΤΗΝ ΘΕΛΕΙΣ ΤΗ FERRARI;" και άλλα τέτοια ψυχωφελή).  Στα σκυλάδικα συχναζουν υψηλά πρόσωπα της λαχαναγοράς  και επίλεκτα μέλη των παρ΄ ημν οδηγών  τριαξονικών μετά ρυμουλκουμένου.

       

      Κάντε κλικ εδω για μια εκτενεστερη συλλογη από τα καλύτερα των δύο Εθνικών Οδών και του συνολικού επαρχιακού και αγροτικού Οδικού Δικτύου

       

      Οπτικό δείγμα


      Η undreground κουλτούρα της λαικής διασκέδασης στα μαγαζιά της δεύτερης κατηγορίας. Τα γνωστά ως "σκυλάδικα". Πρόκειται για ένα από τα συνολικά τρία οδοιπορικά του Αργύρη Ντινόπουλου στην νυχτερινή πρωτεύουσα με θέμα την "άλλη κουλτούρα" της διασκέδασης. Μαζί με την " Γενιά των ρέηβερς" και τον 'Αλκοολισμό" αποτελούν μια συνολική δημοσιογραφική έρευνα για κοινωνικά φαινόμενα της δεκαετίας του 1990.

      Στο video δινεται η ετυμολογια του ορου απο τα σκυλιά που είχαν κάποτε στα κέντρα για την τήρηση της τάξης. Μου φαίνεται απίθανο. Ανέκαθεν ο σκύλος ήταν και δείγμα αναισχυντίας πρβλ. σκυλίσια στάση συνουσίας εν Μέση οδώ (doggy style). Η αναισχυντία έδοσε το όνομα στους κυνικούς φιλοσόφους. Ο Διογένης πχ. αυνανιζόνταν στήν αγορά δημοσίως. Το σούπερ σκυλάδικο της Λ. Συγγρού ονομάστηκε Diogenes Palace. Τυχαίο; Δεν νομιζω!

       

      • σκυλοπνίχτης ειδική λαιμαριά (περιλαίμιο) σκύλου με ακίδες προς τη μέσα μεριά (κυνάγχη, απο το κυών + αγχω:πνίγω ). Μεταφορικα (και παρετυμολογικά) πλοίο παλαιάς κατασκευής αργό και επικίνδυνο, με μεγάλη ηλικία, που θα βλαστημάς την ώρα που το διάλεξες για να σώσεις λίγα Ευρώ.

        Σκυλοπνίχτης

        Πχ. - Πώς ήταν το ταξίδι σου;
        - Άσε, η φίλη μου έκλεισε εισιτήρια σε σκυλοπνίχτη. Πήρε 10 ώρες και βρώμαγε...

      • σκυλόψαρο βλ. καρχαρίας
      • σκυλοβαριέμαι: Βαριέμαι τα μέγιστα.
      • σκυλομασημένο: Ρουχο ή ύφασμα ασιδέρωτο ή κακώς σιδερωμένο.
      • κοπρόσκυλο: Σκυλί αδρανές
      • χασαπόσκυλο: Σκυλί αδρανές λόγω διατροφής.
      • βρωμόσκυλο: Ελεινό σκυλί (συνήθως υβριστικά)
      • λυκόσκυλο: Ράτσα σκύλου πλησιέστατη προς τον γενάρχη λύκο
      • τσοπανόσκυλο : Το μόνο εργαζόμενο σκυλί. Κανει σκυλήσια ζωή. Δουλεύει σα σκύλος.
      • σκυλομούρης. κυνοκέφαλος Μεταφορικά: άσχημος, Θρησκευτικά: ο Άγιος Χριστόφορος
        Ομως κυνοκέφαλοι ειναι ενα γένος πιθήκων

        Αγ. Χριστόφορος. Βοηθειά σας!

        Ο Αγ. Χριστόφορος. Βοηθειά σας!

      • Σκυλόδοντο ή κυνόδους.
      • Σκυλόσοφος

    Διονύσιος ο Σκυλόσοφος Η πρώτη οργανωμένη προσπάθεια απελευθέρωσης, έγινε στα Γιάννενα το 1611. Εμπνευστής και ηγέτης αυτής, υπήρξε ο μητροπολίτης Λαρίσης και Τρίκκης Διονύσιος ο Φιλόσοφος με περατωμένες σπουδές στο εξωτερικό, στην Ιατρική και στη Φιλοσοφία. Το βράδυ της 10ης Σεπτεμβρίου 1611, με μία οργανωμένη επίθεση, απελευθέρωσε τα Γιάννενα. Οσοι ξενοι υποσχέθηκαν να τον βοηθησουν, δεν τήρησαν όμως την υπόσχεσή τους και δεν έκαναν καμιά κίνηση. Το Κάστρο, ήταν μια οχυρωμένη περιοχή έξω από τα Γιάννενα. Σ' αυτήν έμεναν οι Ρωμιοί προύχοντες και κληρικοί, αλλά και Τούρκοι αξιωματούχοι. Οι Ρωμιοί του Κάστρου πρόδωσαν δυο φορές τον Διονύσιο. Όχι μόνον γιατί ενημέρωσαν τους Τούρκους για τα σχέδιά του, αλλά και με το σινιάλο που έκαναν την προκαθορισμένη ώρα, ότι όλα πάνε καλά και ανοίγουν οι πύλες. Οι πύλες όντως άνοιξαν, αλλά αντί για Ρωμιούς βγήκε ο οργανωμένος τουρκικός στρατός. Ο Διονύσιος με τους αγρότες του αντιστάθηκε, όμως οι ανασυνταχθέντες Τούρκοι των Ιωαννίνων, που είχαν ειδοποιηθεί, τον χτύπησαν και αυτοί από πίσω, την κατάλληλη στιγμή. Ο στρατός του διαλύθηκε. Ο ίδιος κρύφτηκε σε μια σπηλιά, κοντά στην λίμνη, αλλά και εκεί, και πάλι προδομένος, συνελήφθη από τους Τούρκους που τον παρέδωσαν σε ειδικευμένους Εβραίους γδάρτες. Ήταν τότε εβδομηντατριών ετών. Τον έγδαραν ζωντανό και γέμισαν το δέρμα του με άχυρο. Οι Τούρκοι το πήγαν στο Σουλτάνο, αφού το πέρασαν από όλη τη βόρεια Ελλάδα, ενώ σαν συνεργάτες του εκτελέστηκαν και οι μητροπολίτες Δημητριάδος Αγάπιος και Φαναρίου Συμεών. Το Πατριαρχείο αφόρισε το Διονύσιο, οι δε Τούρκοι τον αποκάλεσαν «Κακοδιονύσιο». Όμως και οι βολεμένοι Ρωμιοί προύχοντες, Φαναριώτες και ανώτεροι κληρικοί του απέδωσαν ειρωνικά το παρωνύμιο «Σκυλόσοφος». Ο Διονύσιος ήταν μια σπάνια μορφή, για τους σκλαβωμένους Έλληνες. Και δεν υπήρξε, ούτε τουρκολάτρης, ούτε εθελόδουλος υποτακτικός.

    Ομόηχα

    σκύλα (τα) (αρχ) λάφυρα, σκυλεύω = λαφυραγωγώ. Λατ. spolia. Ομόηχο στο σκύλα (η) = θηλυκός σκύλος.

    Σκύλλα (η) : Μυθολογικό τέρας με εννέα κεφάλια που έμοιαζαν με σκύλου. Μαζί με τήν Χάρυβδη αποτελούσαν θανάσιμη παγίδα.

    ΝεοΥβρεις - Βρισιές

    Ομηρικές Βρισιές

    Ο Αχιλλέας βρίζει «σκυλομάτη» τον Αγαμέμνονα
    «οἰνοβαρές, κυνὸς ὄμματ᾽ ἔχων, κραδίην δ᾽ ἐλάφοιο, οὔτέ ποτ᾽ ἐς πόλεμον ἅμα λαῷ θωρηχθῆναι οὔτε λόχον δ᾽ ἰέναι σὺν ἀριστήεσσιν Ἀχαιῶν τέτληκας θυμῷ: τὸ δέ τοι κὴρ εἴδεται εἶναι»

    1114 Ιλιάδα Α. 225

    Α, μπεκρούλιακα που σκύλας έχεις μάτια, μα τ' αλαφιού καρδιά! Ποτές δε σου βαστάει εσένα να βγεις μαζί με το στρατό τους Τρώες να χτυπήσεις, ή μετά μας τους αρχηγούς σαν πάμε σε καρτέρι· χάρος αφτό σου φαίνεται στο νου σου και λαχτάρα.

    Σημειωση: Στον Ομηρο η συνηθέστερη χρήση του «κύων» είναι με την έννοια του κυνηγόσκυλου. Αρα εδώ εννοεί άνθρωπο με αρπακτικό βλέμα σαν κυνηγιάρικου σκύλου.

    Ο Δίας ονομάζει αδιάντροπη σκύλα τήν Αθηνά

    ἀλλὰ σύ γ᾽πελαἰνοτάτη κύον ἀδεὲς εἰ ἐτεόν γε τολμήσεις Διὸς ἄνταώριον ἔγχος ἀεῖραι.

    1114.9 στ. 423

    Αλλά και αλλού η Ηρα έτσι βρίζει τον Απόλλωνα

    πῶς δὲ σὺ νῦν μέμονας κύον ἀδεὲς ἀντί᾽ ἐμεῖο στήσεσθαι;

    Ιλιάδα 1115.21 στ 480

     

    Αλλη βρισιά-κατηγόρια που έλεγαν για να κατηγορήσουν καποια φαγητά «κυσίν πεινώσιν ουχί βρώσιμα»: δηλ. φαγητά που ούτε σκύλος πεινασμένος δεν θα τά έτρωγε, σκατόφαγα.

    Σημερινές βρισιές

    Οι λέξεις σκύλοι ή σκυλιά αφορούν τους Τούρκους στα Δημοτικά Τραγούδια.

    Σκύλας γιός - Κιοπόγλου κιοπέκ (τουρκ.),

    son of a bitch (Αγγ. συνηθέστατη απευθυνόμενη κατά παντός),

    Κανάγιας, (it. canaglia, Fr. canaile) Συλλογικός χαρακτηρισμός. Αντιστοιχος του Ελληνικού σκυλολόϊ. Η εξελληνισμένη μορφή του (κανάγιας) απευθύνεται σε ένα άτομο της κατωτάτης στάθμης.

    Κοπρόσκυλο: Βρωμερο σκυλἰ, απευθυνεται σε άνεργο λόγω οκνηρίας.

    σκυλομούρα, σκύλα: άσκημη ή κακότροπη και αυταρχική γυναίκα (Ανάλογο του Αγγλ. bitch).

    σκυλού:Θαμών ή καλλιτέχνις σε σκυλάδικο.

    σκυλο- : σαν πρόθεμα σε πολλά σύνθετα με μειωτική ή υβριστική σημασία.

    σκυλοτρώγονται, σκυλογαμιέται, σκυλόσογο, σκυλοπαρέα, σκυλολόϊ< μσν. σκυλόλογιον

    Παράξενα

    Σκύλος ο Μέγας

    Καλύτερα να τόν ντύνεις παρά να τον ταϊζεις

    Οικοσημολογία

    Ο καλυτερος φίλος του ανθρώπου δεν μπορούσε να λείπει και απο τά οικόσημα των φεουδαρχών. Δείτε μερικα δείγματα σκύλων σε οικόσημα (τα δήγματα σκύλων είναι οι δαγκωματιές τους, που σας συστήνω να αποφεύγετε βλ. κυνόδηκτος)

     

    Μύθοι Αισώπου

    Οι τίτλοι είναι στά αρχαία Ελληνικά, ακολουθεί μια σύνοψη γραμμένη από εμένα και έπεται το πλήρες αρχαίο κείμενο (με πλάγια γράμματα).

    155 Κηπωρός και κύων

    το σκυλι ενος κηπουρου επεσε στο πηγαδι. Ο κηπουρός κατεβηκε για να το βγάλει. Το σκυλι φοβηθηκε και τον δαγκωσε. Καλα νά παθω, ειπε ο κηπουρος, τι βιάστηκα να σωσω τον αυτοχειρα; (για τους αδικους και αχαριστους)

    Κηπωροῦ κύων εἰς φρέαρ κατέπεσεν. Ὁ δὲ κηπωρὸς βουλόμενος αὐτὸν ἐκεῖθεν ἀνενεγκεῖν, κατῆλθε καὶ αὐτὸς εἰς τὸ φρέαρ. Οἰηθεὶς δ᾿ ὁ κύων ὡς κατωτέρω μᾶλλον αὐτὸν παραγέγονε καταδῦσαι, τὸν κηπωρὸν στραφεὶς ἔδακεν. Ὁ δὲ μετ᾿ ἀδύνης ἐπανιών· Δίκαια, φησί, πέπονθα· τί δήποτε γὰρ τὸν αὐτοχεῖρα σῶσαι ἐσπούδασα; Ὁ μῦθος πρὸς ἀδίκους καὶ ἀχαρίστους.

    171 Κορώνη καὶ κύων

    Μια κουρουνα θυσιαζε στην Αθηνα και καλεσε και το σκύλο. Της λεει ο σκυλος Αδικως θυσιαζεις! Η θεά σε μισει γιατι διαψευδεις τα μαντεματα των αλλων πουλιων. Θυσιαζω για να την καλοπιάσω ειπε η κουρούνα.

    Κορώνη Ἀθηνᾷ θύουσα κύνα ἐπὶ ἑστίασιν ἐκάλει. Ὁ δὲ πρὸς αὐτὴν ἔφη· Τί μάτην τὰς θυσίας ἀναλίσκεις; ἡ γὰρ θεὸς οὕτω σε μισεῖ ὡς κἀκ τῶν συντρόφων σοι οἰωνῶν τὴν πίστιν περιελεῖν. Καὶ ἡ κορώνη πρὸς αὐτόν· Διὰ τοῦτο μᾶλλον αὐτῇ θύω, ἵνα διαλλαγῇ μοι.
    Ὁ μῦθος δηλοῖ ὅτι πολλοὶ διὰ κέρδος τοὺς ἐχθροὺς εὐεργετεῖν οὐκ ὀκνοῦσιν.

    175 Κύνες δύο

    Ένας που είχε δυο σκυλιά έμαθε το ένα να κυνηγάει και το άλλο να φυλάει το σπίτι. Το κυνηγόσκυλο διαμαρτύρονταν γιατί κάθε φορά που έφερνε κυνήγι ο αφεντικός τάιζε και τον σκύλο-φύλακα, που του απάντησε "τ' αφεντικό μ΄έμαθε να μην συμπονώ αλλά να τρώω τον κὀπο του άλλου".


    Ἔχων τις δύο κύνας, τὸν μὲν θηρεύειν ἐδίδασκε, τὸν δὲ οἰκουρὸν ἐποίησε. Καὶ δή, εἴ ποτε ὁ θηρευτὴς ἐξιὼν ἐπ᾿ ἄγραν συνελάμβανέ τι, ἐκ τούτου μέρος καὶ τῷ ἑτέρῳ παρέβαλλεν. Ἀγανακτοῦντος δὲ τοῦ θηρευτικοῦ καὶ τὸν ἕτερον ὀνειδίζοντος, εἴ γε αὐτὸς μὲν ἐξιὼν παρ᾿ ἕκαστα μοχθεῖ, ὁ δὲ οὐδὲν ποιῶν τοῖς αὐτοῦ πόνοις ἐντρυφᾷ, ἐκεῖνος ἔφη πρὸς αὐτόν· «Ἀλλὰ μὴ ἐμὲ μέμφου, ἀλλὰ τὸν δεσπότην, ὃς οὐ πονεῖν με ἐδίδαξεν, ἀλλοτρίους δὲ πόνους κατεσθίειν.» Οὕτω καὶ τῶν παίδων οἱ ῥᾴθυμοι οὐ μεμπτέσι εἰσίν, ὅταν αὐτοὺς οἱ γονεῖς οὕτως ἄγωσιν.


    176 Κύνες λιμώττουσαι

    Κάποιες σκύλες που σκυλοπεινάγανε ειδαν να βρέχονται κατι τομάρια. Επειδη δέν μπορούσαν να τα πιάσουν σκεφτήκαν να πιουν το ποτάμι ώστε να τα αρπάξουν μετα. Στην προσπάθεια επάνω σκάσανε από το πολύ νερό πριν να φθάσουν στα τομάρια.


    Κύνες λιμώττουσαι, ὡς ἐθεάσαντο ἔν τινι ποταμῷ βύρσας βρεχομένας, μὴ δυνάμεναι αὐτῶν ἐφικέσθαι, συνέθεντο ἀλλήλαις ὅπως πρῶτον τὸ ὕδωρ ἐκπίωσι, εἶθ᾿ οὕτως ἐπὶ τὰς βύρσας παραγένωνται. Συνέβη δὲ αὐταῖς πινούσαις διαῤῥαγῆναι πρὶν ἤ τῶν βυρσῶν ἐφικέσθαι.
    Οὕτως ἔνιοι τῶν ἀνθρώπων δι᾿ ἐλπίδα κέρδους ἐπισφαλεῖς μόχθους ὑφιστάμενοι φθάνουσι πρότερον καταναλισκόμενοι ἢ ὧν βούλονται περιγενόμενοι.

    177 Κυνόδηκτος


    Κάποιος που δαγκώθηκε από ένα σκύλο ζητούσε να βρει κάποιον να τον κάνει καλά. Κάποιος του είπε να σκουπίσει με ψωμί το αίμα της πληγής και να το δώσει στο σκύλο να το φάει. Αν το κάνω αυτό που μου λες, απάντησε ο δαγκωμένος, θα με δαγκώνουν όλα τα σκυλιά τής πόλης.

    Δηχθείς τις ὑπὸ κυνὸς περιῄει ζητῶν τὸν ἰασόμενον. Εἰπόντος δέ τινος οὕτως ὡς ἄρα δέοι αὐτὸν ἄρτῳ τὸ αἷμα ἐκμάξαντα τῷ δακόντι κυνὶ βαλεῖν, ὑποτυχὼν ἔφη· «Ἀλλ᾿ ἐὰν τοῦτο πράξω, δεήσει με ὑπὸ πάντων τῶν ἐν τῇ πόλει κυνῶν δάκνεσθαι.»
    Οὕτω καὶ ἡ τῶν ἀνθρώπων πονηρία δελεαζομένη ἔτι μᾶλλον ἀδικεῖν παροξύνεται.

    178 Κύων ἑστιώμενος

    Ένας έκανε δεξίωση. Ο σκύλος του κάλεσε κι΄αυτός ένα σκύλο, φίλο του. Ο καλεσμένος σκύλος κούναγε με χαρά την ουρά του σκεπτόμενος "εδώ θα φάμε καλά" . Τον είδε όμως ο μάγειρας και τον πέταξε έξω από το παράθυρο ( out of the Windows). Τα σκυλιά του δρόμου τoν ρώταγαν "πως πήγε το φαγοπότι φίλε;", "Άστε τα! Έφαγα και μέθυσα τόσο που ούτε ξέρω από που βγήκα." τους απάντησε.


    Ἄνθρωπός τις ἡτοίμαζε δεῖπνον, ἑστιάσων τινὰ τῶν φίλων αὐτῷ καὶ οἰκείων. Ὁ δὲ κύων αὐτοῦ ἄλλον κύνα ἐκάλει, λέγων· «Ὦ φίλε, δεῦρο συνδείπνησόν μοι.» Ὁ δὲ προσελθὼν χαίρων ἵστατο, βλέπων τὸ μέγα δεῖπνον, βοῶν ἐν τῇ καρδίᾳ· «Βαβαί, πόση μοι χαρὰ ἄρτι ἐξαπιναίως ἐφάνη· τραφήσομαί τε γὰρ καὶ εἰς κόρον δειπνήσω, ὥστε με αὔριον μηδαμῆ γε πεινᾶσαι. «Ταῦτα καθ᾿ ἑαυτὸν λέγοντος τοῦ κυνὸς καὶ ἅμα σείοντος τὴν κέρκον, ὡς δὴ εἰς τὸν φίλον θαῤῥοῦντος, ὁ μάγειρος, ὡς εἶδε τοῦτον ὧδε κἀκεῖσε τὴν κέρκον. περιστρέφοντα, κατασχὼν τὰ σκέλη αὐτοῦ ἔῤῥιψε παραχρῆμα ἔξωθεν τῶν θυρίδων. Ὁ δὲ κατιὼν ἀπῄει μεγάλως κράζων. Τῶν τις δὲ κυνῶν, τῶν καθ᾿ ὁδὸν αὐτῷ σαναντώντων, ἐπηρώτα· «Πῶς ἐδείπνησας, φίλος;» Ὁ δὲ πρὸς αὐτὸν ὑπολαβὼν ἔφη· «Ἐκ τῆς πολλῆς πόσεως μεθυσθεὶς ὑπὲρ κόρον οὐδὲ τὴν ὁδὸν αὐτὴν ὅθεν ἐξῆλθον οἶδα.»
    Ὁ μῦθος δηλοῖ ὅτι οὐ δεῖ θαῤῥεῖν τοῖς ἐξ ἀλλοτρίων εὖ ποιεῖν ἐπαγγελλομένοις.


    179 Κύων θηρευτικὸς καὶ κύνες


    Κύων τρεφόμενος ἐν οἴκῳ, θηρσὶν εἰδὼς μάχεσθαι, ἰδὼν πολλοὺς ἐν τάξει ἱσταμένους, ῥήξας τὸν κλοιὸν τοῦ τραχήλου, ἔφευγε διὰ τῶν ἀμφόδων. Κύνες δὲ ἄλλοι τοῦτον ἰδόντες εὐτραφῆ οἷα ταῦρον εἶπον· «Τί φεύγεις;» Ὁ δὲ εἶπεν· «Ὅτι μὲν τροφῇ συζῶ περισσῇ οἶδα καὶ σῶμα τὸ ἐμὸν εὐφραίνω· ἀεὶ δὲ πλησίον εἰμὶ θανάτου, ἄρκοις καὶ λέουσι μαχόμενος.» Οἱ δὲ πρὸς ἀλλήλους εἶπον· «Καλὸν βίον ἡμεῖς, εἰ καὶ πενιχρόν, ζῶμεν, οἵτινες οὔτε λέουσι οὔτε ἄρκοις μαχόμεθα.» Ὅτι οὐ δεῖ κινδύνους ἑαυτῷ ἐπιφέρειν διὰ τρυφὴν καὶ ματαίαν δόξαν, ἀλλὰ τούτους ἐκφεύγειν.


    180 Κύων καὶ ἀλεκτρυὼν καὶ ἀλώπηξ


    Κύων καὶ ἀλεκτρυὼν ἑταιρείαν ποιησάμενοι ὥδευον. Ἑσπέρας δὲ καταλαβούσης, ὁ μὲν ἀλεκτρυὼν ἐπὶ δένδρου ἐκάθευδεν ἀναβάς, ὁ δὲ κύων πρὸς τῇ ῥίζῃ τοῦ δένδρου κοίλωμα ἔχοντος. Τοῦ δὲ ἀλεκτρυόνος κατὰ τὸ εἰωθὸς νύκτωρ φωνήσαντος, ἀλώπηξ ἀκούσασα πρὸς αὐτὸν ἔδραμε καὶ στᾶσα κάτωθεν πρὸς ἑαυτὴν κατελθεῖν ἠξίου· ἐπιθυμεῖν γὰρ ἀγαθὴν οὕτω φωνὴν ζῷον ἔχον ἀσπάσασθαι. Τοῦ δὲ εἰπόντος τὸν θυρωρὸν πρότερον διυπνίσαι ὑπὸ τὴν ῥίζαν καθεύδοντα, ὡς, ἐκείνου ἀνοίξαντος, κατελθεῖν, κἀκείνης ζητούσης αὐτὸν φωνῆσαι, ὁ κύων αἴφνης πηδήσας αὐτὴν διεσπάραξεν. Ὁ μῦθος δηλοῖ ὅτι οἱ φρόνιμοι τῶν ἀνθρώπων τοὺς ἐχθροὺς ἐπελθόντας πρὸς ἰσχυροτέρους πέμπουσι παραλογιζόμενοι.

    181 Κύων καὶ κόχλος


    Ὤα τις κύων καταπίνειν εἰθισμένος, ἰδών τινα κόχλον, χάνας τὸ στόμα αὐτοῦ, μεγίστῃ συνολκῇ καταπέπωκε τοῦτον, οἰηθεὶς ὠὸν εἶναι. Βαρούμενος δὲ τὰ σπλάγχνα καὶ ὀδυνώμενος ἔλεγε· «Δίκαια ἔγωγε πέπονθα, εἴγε πάντα περιφερῆ ὠὰ πεπίστευκα.» Διδάσκει ἡμᾶς ὁ λόγος ὅτι οἱ ἀδικάστως πρᾶγμα προσιόντες λανθάνουσιν ἑαυτοὺς περιπείροντες ἀτόποις.

    182 Κύων καὶ λαγωός


    Κύων θηρευτικὸς λαγωὸν συλλαβών, τοῦτον ποτὲ μὲν ἔδακνε, ποτὲ δὲ αυ̣τοῦ τὰ χείλη περιέλειχεν. Ὁ δὲ ἀπαυδήσας ἔφη πρὸς αὐτόν· «Ἀλλ᾿, ὦ οὗτος, παῦσαί με καταδάκνων ἤ καταφιλῶν, ἵνα γνῶ πότερον ἐχθρὸς ἤ φίλος μου καθέστηκας.»
    Πρὸς ἄνδρα ἀμφίβολον ὁ λόγος εὔκαιρος.

     

    183 Κύων καὶ μάγειρος

    Ενα σκυλί πήδησε μέσα σ' ένα μαγερειό και, καθώς ό μάγειρας ήταν απασχολημένος, άρπαξε μια καρδιά και το 'βαλε στα πόδια. Ό μάγειρας γυρίζοντας καί βλέποντας το να το σκάει, του λέει: «Φιλαράκο, να ξέρεις πώς. όπου κι' αν πας θα σέ βρω γιατί μου ΄δωσες καρδιά, δεν μου πήρες».

    (εγκαρδιώνω= δίνω θάρρος)

    Κύων εἰσπηδήσας εἰς μαγειρεῖον καὶ, τοῦ μαγείρου ἀσχολουμένου, καρδίαν ἁρπάσας, ἔφυγεν. Ὁ δὲ μάγειρος ἐπιστραφείς, ὡς εἶδεν αὐτὸν φεύγοντα, εῖπεν· «Ὦ οὗτος, ἴσθι ὡς, ὅπουπερ ἂν ᾖς, φυλάξομαί σε· οὐ γὰρ ἀπ᾿ ἐμοῦ καρδίαν εἴληφας, ἀλλ᾿ ἐμοὶ καρδίαν ἔδωκας.» Ὁ μῦθος δηλοῖ ὅτι πολλάκις τὰ παθήματα τοῖς ἀνθρώποις μαθήματα γίνονται.

    184 Kύων κοιμώμενος καὶ λύκος


    Ένας σκύλος κοιμόταν εξω από μια αγροικία. Έπεσε απάνω του τότε ένας λύκος και ήθελε να τον φάει, άλλ' αυτός τον παρακαλούσε να μήν τον κατασπάραξει εκείνη τη στιγμή. «Τώρα, του λέει, είμαι ισχνός καί άπαχος, αν περιμένεις λίγο τα αφεντικά μου θα κάνουν γάμους καί εγώ θα φάω μπόλικο και θα γίνω πιο παχύς και έτσι θάμαι για σένα πιο πικάντικος μεζές». Ό λύκος πείστηκε καί έφυγε ξαναγύρισε μετά μερικές μέρες καί βρήκε το σκύλο να κοιμάται πάνω στήν ταράτσα. Στάθηκε λοιπόν άπο κάτω καί τον καλούσε να κατέβει, θυμίζοντας του τη συμφωνία τους. Καί τότε του λέει ο σκύλος: «Λύκε μου, αν άπο δώ καί μπρος με δεις να κοιμάμαι μπροστά στην αγροικία, γάμο μην περιμένεις πιά».

    Κύων πρὸ ἐπαύλεώς τινος ἐκάθευδε. Λύκου δ᾿ ἐπιδραμόντος καὶ βρῶμα μέλλοντος θήσειν αὐτὸν, ἐδεῖτο μὴ νῦν αὐτὸν καταθῦσαι. «Νῦν μὲν γάρ, φησί, λεπτός εἰμι καὶ ἰσχνός· ἂν δὲ μικρὸν ἀναμείνῃς, μέλλουσιν οἱ ἐμοὶ δεσπόται ποιήσειν γάμους, κἀγὼ τηνικαῦτα πολλὰ φαγὼν πιμελέστερος ἔσομαι, καὶ σοὶ ἡδύτερον βρῶμα γενήσομαι.» Ὁ μὲν οὖν λύκος πεισθεὶς ἀπῆλθε· μεθ᾿ ἡμέρας δ᾿ ἐπανελθὼν εὗρεν ἄνω ἐπὶ τοῦ δώματος τὸν κύνα καθεύδοντα, καὶ στὰς κάτωθεν πρὸς ἑαυτὸν ἐκάλει, ὑπομιμνῄσκων αὐτὸν τῶν συνθηκῶν. Καὶ ὁ κύων· «Ἀλλ᾿, ὦ λύκε, εἰ τὸ ἀπὸ τοῦδε πρὸ τῆς ἐπαυλεώς με ἴδοις καθεύδοντα, μηκέτι γάμους ἀναμείνῃς.» Ὁ μῦθος δηλοῖ ὅτι οἱ φρόνιμοι τῶν α̣νθρώπων, ὅταν περίτικινδυνεύσντες σωθῶσι, διὰ βίου τοῦτο φυλάττονται.

    185 Κύων κρέας φέρουσα

    Μία σκύλα κρατώντας στα δόντια της ένα κομμάτι κρέας, περνούσε ένα ποτάμι. Βλέποντας τή σκιά της μέσα στο νερό, νόμισε πώς είναι άλλη σκύλα, πού κρατούσε μεγαλύτερο κρέας καί αφήνοντας το δικό της, ώρμησε να άρπάξει το κρέας της άλλης. Τότε και τά δυο τάχασε, το ένα γιατί δεν το εφτασε ώς ανύπαρκτο καί το άλλο γιατί το πήρε το ποτάμι.


    Κύων κρέας ἔχουσα ποταμὸν διέβαινε· θεασαμένη δὲ τὴν ἑαυτῆς σκιὰν κατὰ τοῦ ὕδατος, ὑπέλαβεν ἑτέραν κύνα εἶναι μεῖζον κρέας ἔχουσαν. Διόπερ ἀφεῖσα τὸ ἴδιον ὥρμησεν ὡς τὸ ἐκείνης ἀφαιρησομένη. Συνέβη δὲ αὐτῇ ἀμφοτέρων στερηθῆναι, τοῦ μὲν μὴ ἐφικομένῃ, διότι οὐδὲ ἦν, τοῦ δὲ, ὅτι ὑπὸ τοῦ ποταμοῦ παρεσύρη.
    Πρὸς ἄνδρα πλεονέκτην ὁ λόγος εὔκαιρος.

     

    186 Κύων κωδωνοφορῶν

    Ενας σκύλος ήταν κρυφοδαγκανιάρης καί το αφεντικό του του κρέμασε κουδούνι, ώστε να τον παίρνουν χαμπάρι δλοι. Κι΄ο σκύλος κουνούσε το κουδούνι καί καμάρωνε στήν αγορά. Καί τότε μια γρια σκύλα του λέει : «Τί κοκκορεύεσαι ; Δέν το φοράς για καλό, άλλα για να φανερώνεται ή κρυμμένη κακία σου».

    Διαπιστωνεται πως από την αρχαιότητα το κρέμασμα κουδουνιού ήταν σύνηθες μέσον διαπόμπευσης. Οι εκφράσεις "της μπομπής τα κουδούνια" και "του κρέμασε τα κουδούνια" έχουν εδώ την ρίζα τους. Ο μύθος δημιούργησε την μεσαιωνική παροιμία: "η σκρόφα το γιβέντισμα πανηγυράκι τόχει" Δες περισσότερα στη μελέτη μου ΔΙΑΠΟΜΠΕΥΣΗ

    Λάθρᾳ κύων ἔδακνε. Τούτῳ δὲ ὁ δεσπότης κώδωνα ἐκρέμασεν, ὥστε πρόδηλον εἶναι τοῖς πᾶσι. Οὗτος δὲ τὸν κώδωνα σείων ἐν τῇ ἀγορᾷ ἠλαζονεύετο. Γραῦς δὲ κύων εἶπεν αὐτῷ· «Τί φαντάζῃ; οὐ δι᾿ ἀρετὴν τοῦτον φορεῖς, ἀλλὰ δι᾿ ἔλεγχον τῆς κεκρυμμένης σου κακίας»
    Ὅτι οἱ τῶν ἀλαζόνων κενόδοξοι τρόποι πρόδηλοί εἰσι δηλοῦντες τὴν ἀφανῆ κακίαν.

     


    187 Κύων λέοντα διώκων καὶ ἀλώπηξ

    "Ενα κυνηγάρικο σκυλί είδε ένα λιοντάρι καί άρχισε να το κυνηγάει. Άλλα το λιοντάρι γύρισε πίσω, βρυχήθηκε καί το σκυλί φοβήθηκε καί γύρισε πίσω. Μια αλεπού πού το είδε, λέει: Βρέ κακοκέφαλο, συ κυνηγούσες ολόκληρο λιοντάρι καί δέν σου βαστάει ουτε το βρυχηθμό ν΄ακούσεις;


    Κύων θηρευτικὸς λέοντα ἰδων, τοῦτον ἐδίωκεν. Ὡς δὲ ἐπιστραφεὶς ὁ λέων ἐβρυχήσατο, φοβηθεὶς εἰς τοὐπίσω ἔφυγεν. Ἀλώπηξ δὲ θεασαμένη αὐτὸν ἔφη· «Ὦ κακὴ κεφαλή, σὺ λέοντα ἐδίωκες, οὗ οὐδὲ τὸν βρυχηθμὸν ὑπέμεινας;»
    Ὁ λόγος λεχθείη ἂν ἐπ᾿ ἀνδρῶν αὐθάδων οἳ κατὰ πολὺ δυνατωτέρων συκοφαντεῖν ἐπιχειροῦντες, ὅταν ἐκεῖνοι ἀντιστῶσιν, εὐθέως ἀναχαιτίζουσιν.

    329 Σῦς καὶ κύων ἀλλήλαις λοιδορούμεναι

    Μια γουρούνα καί μια σκύλα κορόιδευαν ή μια την άλλη. Καί η μέν γουρούνα ορκιζόταν στην Αφροδίτη πώς θα σκίσει μέ τά δόντια τή σκύλα, ενώ ή σκύλα τής απαντούσε σ' αύτα ειρωνικά: «Καλά, ορκίζεσαι στην Αφροδίτη καί είναι φανερό πώς σ' αγαπά ιδιαίτερα ή θεά αύτη, άφού, δπως ξέρουμε, όποιος φάει τήν ακάθαρτη σάρκα σου δέν τον αφήνει να ζυγώσει στο ιερό της». Καί ή γουρούνα αποκρίνεται: «Αυτό δείχνει αντίθετα, πως με συμπαθεί ή θεά. Οποιος με σκοτώνει ή μου κάνει κακό, δέν θέλει ουτε να τον δει, ένώ έσύ καί ζωντανή καί ψόφια βρωμάς».

    Ό μύθος σημαίνει δτι οί φρόνιμοι ρήτορες γυρίζουν επιτήδεια σε επαίνους τους τις προσβολές που τους απευθύνουν οι αντίπαλοί τους.

    Σῦς καὶ κύων ἀλλήλαις διελοιδοροῦντο. Καὶ ἡ μὲν σῦς ὤμνυε κατὰ τῆς Ἀφροδίτης ἦ μὴν τοῖς ὀδοῦσιν ἀναῤῥήξειν τὴν κύνα. Ἡ δὲ κύων πρὸς ταῦτα εἰρωνικῶς εἶπε» Καλῶς κατὰ τῆς Ἀφροδίτης ἡμῖν ὀμνύεις· δηλοῖς γὰρ ὑπ᾿ αὐτῆς ὅτι μάλιστα φιλεῖσθαι, ἣ τὸν τῶν σῶν ἀκαθαρων σαρκῶν γευόμενον οὐδ᾿ ὅλως εἰς ἱερὸν προσίεται. Καὶ ἡ σῦς· Διὰ τοῦτο μὲν οὖν μαλλον δήλη ἐστὶν ἡ θεὸς στέργουσά με· τὸν γὰρ κτείναντα ἢ ἄλλως λυμαινόμενον παντάπασον ἀποστρέφεται· σὺ μέντοι κακῶς ὄζεις καὶ ζῶσα καὶ τεθνηκυῖα. Ὁ μῦθος δηλοῖ ὅτι οἱ φρόνιμοι τῶν ῥητόρων τὰ ὑπὸ τῶν ἐχθρῶν ὀνείδη εὐμεθόδως εἰς ἔπαινον μετασχηματίζουσιν.

    342 Ὗς καὶ κύων περὶ εὐτοκίας

    Μια γουρούνα καί μια σκύλα μάλωναν για ευτοκία. Ή σκύλα είπε δτι αυτή μόνη από τα τετράποδα γεννάει εύκολα και τότε της· λέει ή γουρούνα: «"Οταν το λες αυτό νά ξέρης πως τα νεογνά σου είναι στραβά».
    Ό μύθος σημαίνει δτι το πράγμα δέν κρίνεται άπο τήν ταχύτητα, άλλα άπο τήν τελειότητα του.

    πρβλ. Απο τή βιάση η σκύλα κανει στραβά κουτάβια.


    Ὗς καὶ κύων περὶ εὐτοκίας ἤριζον. Ἔφη δ᾿ ἡ κύων εὔτοκος εἶναι μάλιστα πάντων τῶν πεζῶν ζώων. Καὶ ἡ ὗς ὑποτυχοῦσα πρὸς ταῦτα φησίν· Ἀλλ᾿, ὅταν τοῦτο λέγῃς, ἴσθι ὅτι και τυφλοὺς τοὺς σαυτῆς σκύλακας τίκτεις.
    Ὁ μῦθος δηλοῖ ὅτι οὐκ ἐν τῷ τάχει τὰ πράγματα, ἀλλ᾿ ἐν τῇ τελειότητι κρίνεται.

    345 Χαλκεὺς καὶ κυνάριον

    Ενας χαλκιάς ἰιχε ενα σκυλάκι ὀταν αυτός δούλευε αυτό κοιμόταν κι όταν έτρωγε, και αυτό έτρωγε μαζί του. Τότε δ χαλκιάς του έριξε ένα κόκκαλο λέγοντας: «Φουκαρά μου ύπναρά, όταν χτυπάω τ΄ αμόνι κοιμάσαι κι' δταν κουνήσω τα δόντια μου αμέσως ξυπνάς».
    Ό μύθος σατιρίζει τούς ύπναράδες καί τεμπέληδες και όσους τρέφονται άπο τους κόπους των άλλων.

    Χαλκεὺς εἶχε κύνα, καὶ ὅτε μὲν ἐχάλκευεν, ὁ κύων ἐκοιμᾶτο· ὅτε δὲ ἤσθιεν, παριστατο αὐτῷ. Ὁ δὲ ὀστοῦν ῥίψας αὐτῷ εἶπεν· Ταλαίπωρε, ὑπνῶδες, ὅταν μὲν τὸν ἄκμονα κρούω, ὑπνοῖς· ὅταν δὲ τοῦς ὀδόντας κινήσω, εὐθὺς ἐγείρῃ. [Ὅτι] τοὺς ὑπνώδεις καὶ ἀργοὺς καὶ ἐξ ἀλλοτρίων πόνων τρεφομένους ὁ μῦθος ἐλέγχει.

     

     

    Εικόνες

    Μερικές εικόνες τοποθετούνται στο τέλος της σελίδας για να μην διαταράσσουν τήν ροη του κειμένου, μπορεί όμως να δείτε την εικονα περνώντας το δείκτη του ποντικού πάνω από τήν ένδειξη στο κείμενο, χωρίς να χρειάζεται να πάτε στο τέλος της σελίδας. Δεν πρέπει ομως να έχετε φραγή αναδυομένων παραθύρων στον browser που χρησιμοποιείτε.

    Εικ. 1 - Μπάτε σκύλοι αλέστε

    Μπάτε σκύλοι αλέστε κι΄αλεστικα μη δώστε!

    Εικονα απο χειρόγραφο του 15ου αιώνα

    Εικ. 2 - ΑΣΤΕΡΙΣΜΟΣ ΤΟΥ ΚΥΝΟΣ

    ΑΣΤΕΡΙΣΜΟΣ ΤΟΥ ΚΥΝΟΣ

     

     

     

    Επίμετρο: ΔΙΟΓΕΝΗΣ ο ΚΥΩΝ

    Ο ΔΙΟΓΕΝΗΣ ΣΤΟ ΑΝΑΚΤΟΡΟ ΤΟΥO περιβόητος αυτός φιλόσοφος, ο επιφανέστατος όλων των κυνικών φιλοσόφων και κλασικός εκπρόσωπος ης ομώνυμης Σχολής, γεννήθηκε στη Σινώπη του Πόντου και πέθανε στην Κόρινθο, σε ηλικία 80 περίπου ετών.
    Ήταν μαθητής του Αντισθένη, από τον οποίο και γνώρισε την κυνική φιλοσοφία. Την τελευταία όχι μόνο την ενστερνίστηκε απόλυτα, αλλά και με παραδειγματική συνέπεια την ακολούθησε σε όλη την έκτοτε ζωή του, ζώντας μέσα σ` ένα πιθάρι, που το χρησιμοποιούσε για νυχτερινό κατάλυμά του.
    Υπήρξε είρωνας καυστικότατος και ονειδιστής των ανθρώπινων αδυναμιών, προπάντων δε της ματαιοδοξίας και της υπεροψίας. Τρεφόταν μόνο από προσφορές των θαυμαστών του. Κυκλοφορούσε ξυπόλητος, φορούσε ευτελέστατο χιτώνα και κρατούσε πάντοτε ένα μακρύ ραβδί για να αποδιώχνει τα σκυλιά, που του γάβγιζαν. Δε δημιούργησε ποτέ δική του οικογένεια και θεωρούσε τον εαυτό του ως κοσμοπολίτη. Συζητούσε με όλους και έδινε απαντήσεις στα ερωτήματά τους με μεγάλη ετοιμότητα και ευφυΐα, γι` αυτό δε και ήτανε πολύ αγαπητός στους τότε Αθηναίους.

    Εικονογραφία

    . Όταν ο Αλέξανδρος ήταν στη Κόρινθο, ήθελε να γνωρίσει τον Διογένη και έστειλε ένα υπασπιστή του να βρει τον Διογένη που ήταν στο Κράθειο, και να του τον παρουσιάσει. Αφού ο υπασπιστής τον εντόπισε, του είπε: “Σε ζητεί ο Βασιλεύς Αλέξανδρος να σε δει”. Ο Διογένης απάντησε “Εγώ δεν θέλω να τον δώ. Εάν θέλει αυτός εάς έρθει να με δει”. Και πράγματι, ο βασιλεύς Αλέξανδρος πήγε να δει τον Διογένη. Ο Μεντης Μποστατζογλου εμπνευστηκε απο αυτό το συμβάν και ζωγραφισε τον Διογένη με τον Μεγαλεξαντρο σε φιλικη στάση!

    ΜΠΟΣΤ

     

    Διογένης & Αλέξανδρος Δες Ανεκδοτο 1

    Ανέκδοτα

    Χαρακτηριστικά ανέκδοτα του βίου του (από τις πολλές δεκάδες που υπάρχουν) θεωρώ τα εξής:

    Διογένης & Αλέξανδρος1) Όταν ο Μ. Αλέξανδρος πήγε να τον δει στο πιθάρι όπου κατοικούσε και τον ρώτησε: `Τι θέλεις από μένα Διογένη να σου κάνω;`, εκείνος του απάντησε: "Αποσκότισόν με", (κυριολεκτικά: «μη με σκοτίζεις», φράση που λέμε και σήμερα). Το είπε επειδή το σώμα του Αλέξανδρου έκρυβε τον ήλιο.

    Να μην ξεχνάμε πόσο άσχημα αισθανόμαστε στο σκοτάδι, ιδιαίτερα σε άγνωστες περιοχές. Όταν κάποιος μας δημιουργήσει σκοτάδι, τότε μας σκοτίζει, μας έρχεται σκοτοδίνη, είναι σαν να μας σκοτώνει. Γενικά λεμε για κάτι που εξαφανίζεται οριστικά "το έφαγε το μαύρο σκοτάδι". Όταν παλιότερα πουλάγαμε στα παλιατζίδικα τα σχολικά μας βιβλία (αντί να τα καίμε) λέγαμε ότι τα σκοτώναμε. Ό,τι θυσίαζαν το σκότωναν έτσι κάποιος που γίνεται θυσία λέμε: «σκοτώθηκε να με εξυπηρετήσει». Η τύφλωση ήταν η καταδίκη σε αιώνιο σκοτάδι. Σημαντική ποινή στο Βυζάντιο. "Θεάρεστη" πράξη του Βασιλείου του Βουλγαροκτόνου. Λεμε "τύφλα" για να εξευτελίσουμε κάποιον όταν τον μουτζώνουμε. Το μαυρο, η απουσία χρωματος, δημιουργει το σκοτάδι, και ειναι δειγμα πενθους.

    2) Όταν κάποτε τον ειρωνεύονταν πως μπαίνει σε ακάθαρτους χώρους, ο Διογένης, σε απάντηση, τους είπε: «Αλλά και ήλιος και ου μιαίνεται», δηλαδή: Κι ο ήλιος μπαίνει σε ακάθαρτους τόπους, αλλά δεν μολύνεται από αυτους. πρβλ. και Βεσπασιανό

    3) Σε ένα φαλακρό είπε: «Φίλε, σε μεν ουχ υβρίζω, τας δε τρίχας της κεφαλής σου επαινώ, ότι, σοφώς ποιούσαι, τοιούτον εξέφυγον κρανίον», δηλαδή: «Φίλε μου, εσένα μεν δε σε βρίζω, αλλά τις τρίχες του κεφαλιού σου τις επαινώ, γιατί, σοφά φερόμενες, εγκατέλειψαν ένα τέτοιο κρανίο σαν το δικό σου».

    4) Ο Διογένης είχε στο πιθάρι του ένα πήλινο κύπελλο για να πίνει με αυτό νερό. Όταν όμως κάποτε είδε ένα παιδάριο να πίνει με τις φούχτες του νερό από τη βρύση, πέταξε το κύπελλό του πέρα, λέγοντας: «Να που το παιδί αυτό είναι σοφότερο από εμένα».

    ΑΝΘΡΩΠΟΝ ΖΗΤΩ5) Μια άλλη φορά πάλι άναψε, μέρα μεσημέρι, έναν λύχνο και κρατώντας τον, γύριζε στης αγοράς τους δρόμους. Όταν ρωτήθηκε γιατί το κάνει αυτό, έδωσε τη γνωστή περίφημη απάντησή του: «Ανθρώπον ζητώ».

    Οι Κορίνθιοι, μετά το θάνατό του, στην τότε πλουσιότατη πόλη τους, τον κήδεψαν με ιδιαίτερη μεγαλοπρέπεια και στον τάφο τους επάνω έβαλαν ένα μεγάλο σκύλο από μάρμαρο της Πάρου (κύνα).

    Οι Νεοέλληνες για να δειξουν τήν εκτίμηση τους στον φιλόσοφο και την απύθμενη άγνοιά τους, κατασκεύασαν ενα νυκτερινό κέντρο (διαβαζε σκυλάδικο πολυτελείας) που το ονόμασαν «DIOGENES PALACE». Θα τρίζουν τα κόκαλα του μακαρίτη του Διογένη που μόνο του ενδιαίτημα ήταν ένα πιθάρι όταν θα ακούει να μιλάνε για το «Παλάτι του Διογένη»!

    Σαν να έχεις "αναψυκτήριο" και να σου λένε πως έχεις έπαυλη.

     

    Βιβλιογραφία

    10 ΛΑΟΙ ΤΗΣ ΒΙΒΛΟΥ:Τ. ΤΟΥΜΠ : ΕΡΕΥΝΗΤΕΣ : 1997
    14 ΜΕΓΑ ΤΟΠΩΝΥΜΙΚΟ:Μ. ΒΕΡΕΤΤΑΣ : ΒΕΡΕΤΤΑΣ : 2000
    70 Μ. ΒΑΡΒΟΥΝΗΣ - ΠΑΡΑΔΟΣΙΑΚΗ ΘΡΗΣΚΕΥΤΙΚΗ ΣΥΜΠΕΡΙΦΟΡΑ ΚΑΙ ΘΡΗΣΚΕΥΤΙΚΗ ΛΑΟΓΡΑΦΙΑ - ΟΔΥΣΣΕΑΣ - 1995
    156 - ΛΕΞΙΚΟ ΕΡΜΗΝΕΥΤΙΚΟ ΚΑΙ ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΚΟ ΤΟΥ ΔΥΤΙΚΟΚΡΗΤΙΚΟΥ ΓΛΩΣΙΚΟΥ ΙΔΙΩΜΑΤΟΣ - ΑΝΤΩΝΙΟΣ ΞΑΝΘΙΝΑΚΗΣ - ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΑΚΕΣ ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΚΡΗΤΗΣ : 2001
    184 ΡΟΗΣ ΠΑΠΑΓΓΕΛΟΥ - ΤΟ ΚΥΠΡΙΑΚΟ ΙΔΙΩΜΑ - ΙΩΛΚΟΣ - 1987
    241 1864 ΠΑΡΟΙΜΙΕΣ ΚΑΙ ΓΝΩΜΙΚΑ:Ι. Αναγνωστοπούλου & Λ. Μπουσούνη-Γκέσουρα : ΜΕΤΑΙΧΜΙΟ : 2010
    244 ΔΙΔΑΓΜΑΤΑ ΚΟΙΩΝΙΚΟΠΟΛΙΤΙΚΑ ΤΩΝ ΠΑΡΟΙΜΙΩΝ ΟΛΩΝ ΤΩΝ ΕΘΝΩΝ:Κ. ΣΙΜΟΠΟΥΛΟΣ : -- : 1996
    655 ΑΡΙΣΤΟΦΑΝΗΣ - ΟΙ ΚΩΜΩΔΙΕΣ - Μεταφ: ΘΡ. ΣΤΑΥΡΟΥ - ΕΣΤΙΑ
    681 ΠΟΛΥΔΕΥΚΗΣ - ΟΝΟΜΑΣΤΙΚΟΝ Τομ.Α- ΚΑΚΤΟΣ
    744 Γεώργιος Ανδρεάδης - Γνωμικά και Ιδιωματισμοί του Ποντιακού Λαού - ΕΡΩΔΙΟΣ- 2007
    1016 ΚΛ. ΑΙΛΙΑΝΟΣ - ΠΕΡΙ ΖΩΩΝ ΙΣΤΟΡΙΑΣ
    1083 Ν. ΑΡΓΥΡΗΣ - ΛΕΞΙΚΟ ΣΠΑΝΙΩΝ ΛΕΞΕΩΝ - ΦΕΡΕΝΙΚΗ - 200?
    Κλικ εδώ για να δείτε την βιβλιογραφία.
    Οι παραπομπές γράφονται με μορφή [ββββ.σσσσ] μέσα στο κείμενο ως εκθέτες.Οπου ββββ = αριθμό ή τον κωδικός του βιβλιου της βιβλιοθήκης μου και, σσσσ = ο αριθμός σελίδας ή παροιμίας.
      Copyright © 2011 - Aris Stougiannidis 10-11-2011