Το κασίδι του Ιμπέριου

 
 
 
 

Απόσπασμα από το Μεσαιωνικό μυθιστόρημα

Ιμπέριος και Μαργαρόνα

Κεφ. "Η ρέντα του Ιμπέριου" στ. 378 και επ.

 

Οι ειδικοί θεωρούν ότι το «Ιμπέριος και Μαργαρόνα» ανάγεται στον 15ο αιώνα στα χρόνια της Αναγέννησης και ότι κάποιος Φράγκος που εξελληνίστηκε είναι ο συγγραφέας του. Επ΄ αυτού άλλοι μελετητές συγκρίνοντας τα διάφορα παρεχόμενα στοιχεία του θεωρούν ότι είναι διασκευή γαλλικού μυθιστορήματος «Pierre de Provence et la belle Maguelonne» που έχει τις ρίζες του από την αραβική αφήγηση της «Ιστορίας του Κάμαρ-εζ-Ζαμάν» από τις «Χίλιες και Μια Νύχτες» της Χαλιμάς. Αντίθετα Έλληνες μελετητές βασιζόμενοι κυρίως σε ελληνιστικά στοιχεία που αναφέρονται στο ποίημα όπου παρουσιάζει ομοιότητες με την αρχαία «Αχιλληίδα» αντικρούουν την άποψη της διασκευής. Τέλος νεότεροι μελετητές θεωρούν πως πιθανότερα ο συγγραφέας, όποιος και αν ήταν, γνώριζε κείμενα αρχαίων Ελλήνων, όπου συνδυάζοντας και στοιχεία από τον «Διγενή Ακρίτα» προέβη σε ελεύθερη διασκευή. Αν και η υπόθεση του έργου αναφέρεται στη Προβηγκία εντούτοις αποδίδεται με χαρακτηριστική ελληνική λαϊκότητα στην ατμόσφαιρα και το ήθος του δημοτικού βυζαντινού ελληνισμού. Το τελευταίο αυτό χαρακτηριστικό ήταν η αιτία το ποίημα αυτό να έχει πολλές παραλλαγές και εκδόσεις και να διαβάστηκε περισσότερο από εκείνα της εποχής του. Ειδικότερα στη νεότερη Ελλάδα, την εποχή του Όθωνα, υπήρξε το περισσότερο δημοφιλές δημοτικό ποίημα.

Ώς είδεν ό Ίμπέριος γνέμα[1]της Μαργαρόνας, 
ορίζει τον σκουδέρην[2] του να στρώση το φαρίν του,
εκείνο όπου ήξευρεν τας τέχνας του πολέμου 
φαρίν πολλά παράξενον, μέγαν, ανδρειωμένον, 
φρικτόν από τής δοκιμής, θρασύν από του έργου. 
Αρματα εφόρειεν τό φαρίν άργυροπεταλάτα 
και απάνω εις τα λαμπρά άρματα, τα θαυμαστά εκείνα, 
κουβέρτα [3] χρυσοτσάπωτη μέ το μαργαριτάριν 
εθέκασιν εις το φαρίν ξένη, τετιμημένη. 
Έφόρειεν και ό Ίμπέριος άρματα λαμπρυσμένα, 
ευγενικά, τιμητικά, τα πρέπουν σ' ανδρειωμένους 
έφόρειεν στο κεφάλιν του κασίδιν[4] ώραιωμένον, 
κόρακαν είχεν εγκοφτόν[5] στου κασιδίου τήν τρούλαν[6],
και εις του πουλιού τήν κεφαλήν, στήν κορυφήν του απάνω 
είχεν πτερόν τού παγονιού βαμμένον κιτρινόχρουν. 
Τούτο ήτον τό σημάδιν[7] του τό[8] σύρνει εις τα άρματα[9] του. 
Άπό μακρέα έπήδησεν και εύρέθην[10] καβαλάρης 
βαστά κοντάριν έμορφον, χρυσόν, ζωγραφισμένον. 
Έκει έσέβην[10] και αυτός εϊς τήν αύλήν τού ρήγα  
είχε θεωρίαν άγγελικήν, μεγάλη έμορφοσύνην,
όσοι τον είδαν είπασιν άγγελον ομοιάζει.
Και η πορφυρογέννητος[11], ωραία η Μαργαρόνα 
σάν είδεν τόν Ίμπέριον, εχάρην[10] η ψυχή της, 
έσπάραξαν τα μέλη της, δι αυτόν έπαρακάλει :
«Θεέ και πάτερ βασιλεύ, δέσποτα παντοκράτορ, 
βοήθα τόν Ίμπέριον νικήση εις τό κοντάριν !»

Πηγή στίχων: [305,109 ]

Υποσημειώσεις


1. Εννοεί νεύμα απο το νεοελληνικο γνέφω < αρχ. Ελλ. νεύω

2. Σκουτέρις ή σκουδέρις

Από τη Λατινική «scutarius» κατά την έννοια του κομιστή ασπίδας μέσω του παλαιού γαλλικού "esquier", που σήμαινε αρχικά μαθητευόμενος ή ο βοηθός ενός ιππότη.
Στα Λατινικά Scutum σημαίνει: ασπίδα|| νόμισμα που φέρει ασπίδα σαν έμβλημα || οικόσημο. Στά Αγγλικά η ομόρριζη λέξη Esquire (συντομογραφία Esq.) είναι ένας ανεπίσημος τίτλος σεβασμού, που χρησιμοποιείται για να υποδηλώσει μιά υψηλή αλλά απροσδιόριστη κοινωνική θέση.


3. Το καπαρασόν, απο το γαλλικό caparaçon

Υφασμάτινο κάλυμα, τμήμα της σαγής του αλόγου των ιπποτών και ευγενών.


4. Κασίδιον. Σμικρυντικό του «κάσις» απο το Λατινικό cassis = περικεφαλαία, κράνος. Συναντάται και η γραφή κασσίδιον κατ΄ απομίμισιν του λατινικού. Στα Λατινικα τα δυο «s» ειναι απαραίτητα για την σωστη προφορά (με ενα s θα προφέρονταν κάζις) στα ελληνικά το δεύτερο σίγμα δεν χρειάζεται. Στα Αρχ. Ελληνικά υπήρχε η λέξη «καυσία» όνομα για ένα πλατύγυρο και ελαφρό σκιάδιο που χρησιμοποιούσαν οι Μακεδόνες. Το κασίδιον αλλά και πιθανώς η «κάσκα» να προέρχονται απο αυτή τη ρίζα.


311, Glossarium ad scriptores mediae et infimae Graecitatis - Tome I,Du Cange, Charles, Apud Amissonios, 1688.

Δες «Λόγοι και αντίλογοι» υπο Α. Στουγιαννίδη - Μόρα και Κασσίδα

Η κασσίδα είναι δερματική νόσος.

Εκφράσεις:

Επώνυμα : Κασσιδόκωστας


5. Εγχάρακτον, χαραγμένο

 


6. Η τρούλα = η κορυφή πβ. Ο «τρούλος της Εκκλησίας», «Βασιλική μετά τρούλου», το βυζαντινό τοπωνύμιο «Τρούλλος» (η εν Τρούλλω Πενθέκτη Οικουμενική Σύνοδος) αλλά και το ελαφρως αναγραμματισμένο «τούρλα» εκφ. « στην τούρλα του Σαββάτου» δηλ. στο υψηλοτερο σημείο, στην κορυφή, στο κέντρο του Σαββάτου, το ρήμα «τουρλώνω» κλπ.
Βλ. Βικιπαίδια λήμα «τρούλος»

7. Σημάδι εδώ εννοεί οικόσημον. Η λέξη απανταται τις Ηροδότου Ιστορίες (Ι171)(«Επι τάς ασπίδας τα σημηία ποιέεσθαι») και στις Φοινισσες του Ευριπίδη (ΙΙΙ 4) με αυτή την έννοια. [300,6503] τ13-σ27 βλ. 9

8. Η λέξη «το» δεν είναι αρθρο αλλά η αναφορική αντωνυμία : «εκείνο το οποίο», «αυτό που»

9. Εδώ εννοεί το οικόσημο του πανω στήν ασπίδα του. Ζωγραφίζει στο οικοσημό του (Αγγ. Coat of arms).
Μια πολύ παλαιά συνήθεια με πρακτικό χαρακτήρα, επειδή οι μαχητές προστάτευαν το πρόσωπό τους, τα σημάδια η σημεία ήταν μέθοδος αναγνώρισης.


10. Το ν στο τελος της λεξης πρέπει να παραλείπεται γιατι οδηγει σε παρερμηνεία σχετικά με το υποκείμενο του ρήματος (φαινεται σαν να αφορά πρώτο πρόσωπο ενώ ουσιαστικά αφορά τρίτο πρόσωπο)

11. Πορφυρογέννητος = Ο γενηθείς/είσα στην αίθουσα της πορφύρας του χρυσοτρίκλινου του Ιερού Παλατίού. Το χρυσοτρίκλινο αποτελείτο από αναρίθμητους θαλάμους, στους οποίους έλαμπε ο χρυσός και τα θαυμάσια ψηφιδωτά, διακοσμημένα με άνθη ανάλογα της εποχής του έτους. Οι αυτοκράτορες συνήθιζαν να αλλάζουν δωμάτιο (θάλαμο) σύμφωνα με τα πολύχρωμα άνθη των ψηφιδωτών, όπως άλλαζαν έσθητα (επίσημο ένδυμα, φόρεμα). Μεταξύ των θαλάμων υπήρχε «ο ιερός κοιτών» και η αίθουσα της υποδοχής. Απέναντι από το χρυσοτρίκλινο υπήρχε το μέγαρο της αυτοκρατόρισσας, εκεί υπήρχε και η λεγόμενη «Πορφύρα». Η αιθουσα ονομστηκε ετσι γιατι οι τοίχοι της ηταν καλυμένοι με πλάκες από πορφυρό μάρμαρο. Ήταν απο παράδοση ο χώρος που γεννούσε η εκάστοτε Αυγούστα. Η λεξη προφυρογέννητος/η σημαίνει αυτόν/την που γεννήθηκε οταν βασίλευε ο πατέρας του/της.
 Copyright 2010 © - Α. Στουγιαννίδης