Το κασίδι του Ιμπέριου |
||
Απόσπασμα από το Μεσαιωνικό μυθιστόρημα
|
||
Οι ειδικοί θεωρούν ότι το «Ιμπέριος και Μαργαρόνα» ανάγεται στον 15ο αιώνα στα χρόνια της Αναγέννησης και ότι κάποιος Φράγκος που εξελληνίστηκε είναι ο συγγραφέας του. Επ΄ αυτού άλλοι μελετητές συγκρίνοντας τα διάφορα παρεχόμενα στοιχεία του θεωρούν ότι είναι διασκευή γαλλικού μυθιστορήματος «Pierre de Provence et la belle Maguelonne» που έχει τις ρίζες του από την αραβική αφήγηση της «Ιστορίας του Κάμαρ-εζ-Ζαμάν» από τις «Χίλιες και Μια Νύχτες» της Χαλιμάς. Αντίθετα Έλληνες μελετητές βασιζόμενοι κυρίως σε ελληνιστικά στοιχεία που αναφέρονται στο ποίημα όπου παρουσιάζει ομοιότητες με την αρχαία «Αχιλληίδα» αντικρούουν την άποψη της διασκευής. Τέλος νεότεροι μελετητές θεωρούν πως πιθανότερα ο συγγραφέας, όποιος και αν ήταν, γνώριζε κείμενα αρχαίων Ελλήνων, όπου συνδυάζοντας και στοιχεία από τον «Διγενή Ακρίτα» προέβη σε ελεύθερη διασκευή. Αν και η υπόθεση του έργου αναφέρεται στη Προβηγκία εντούτοις αποδίδεται με χαρακτηριστική ελληνική λαϊκότητα στην ατμόσφαιρα και το ήθος του δημοτικού βυζαντινού ελληνισμού. Το τελευταίο αυτό χαρακτηριστικό ήταν η αιτία το ποίημα αυτό να έχει πολλές παραλλαγές και εκδόσεις και να διαβάστηκε περισσότερο από εκείνα της εποχής του. Ειδικότερα στη νεότερη Ελλάδα, την εποχή του Όθωνα, υπήρξε το περισσότερο δημοφιλές δημοτικό ποίημα. |
Ώς είδεν ό Ίμπέριος γνέμα[1]της Μαργαρόνας, ορίζει τον σκουδέρην[2] του να στρώση το φαρίν του, εκείνο όπου ήξευρεν τας τέχνας του πολέμου φαρίν πολλά παράξενον, μέγαν, ανδρειωμένον, φρικτόν από τής δοκιμής, θρασύν από του έργου. Αρματα εφόρειεν τό φαρίν άργυροπεταλάτα και απάνω εις τα λαμπρά άρματα, τα θαυμαστά εκείνα, κουβέρτα [3] χρυσοτσάπωτη μέ το μαργαριτάριν εθέκασιν εις το φαρίν ξένη, τετιμημένη. Έφόρειεν και ό Ίμπέριος άρματα λαμπρυσμένα, ευγενικά, τιμητικά, τα πρέπουν σ' ανδρειωμένους έφόρειεν στο κεφάλιν του κασίδιν[4] ώραιωμένον, κόρακαν είχεν εγκοφτόν[5] στου κασιδίου τήν τρούλαν[6], και εις του πουλιού τήν κεφαλήν, στήν κορυφήν του απάνω είχεν πτερόν τού παγονιού βαμμένον κιτρινόχρουν. Τούτο ήτον τό σημάδιν[7] του τό[8] σύρνει εις τα άρματα[9] του. Άπό μακρέα έπήδησεν και εύρέθην[10] καβαλάρης βαστά κοντάριν έμορφον, χρυσόν, ζωγραφισμένον. Έκει έσέβην[10] και αυτός εϊς τήν αύλήν τού ρήγα είχε θεωρίαν άγγελικήν, μεγάλη έμορφοσύνην, όσοι τον είδαν είπασιν άγγελον ομοιάζει. Και η πορφυρογέννητος[11], ωραία η Μαργαρόνα σάν είδεν τόν Ίμπέριον, εχάρην[10] η ψυχή της, έσπάραξαν τα μέλη της, δι αυτόν έπαρακάλει : «Θεέ και πάτερ βασιλεύ, δέσποτα παντοκράτορ, βοήθα τόν Ίμπέριον νικήση εις τό κοντάριν !»
Πηγή στίχων: [305,109 ]
Από τη Λατινική «scutarius» κατά την έννοια του κομιστή ασπίδας μέσω του παλαιού γαλλικού "esquier", που σήμαινε αρχικά μαθητευόμενος ή ο βοηθός ενός ιππότη.
Στα Λατινικά Scutum σημαίνει: ασπίδα|| νόμισμα που φέρει ασπίδα σαν έμβλημα ||
οικόσημο. Στά Αγγλικά η ομόρριζη λέξη Esquire (συντομογραφία Esq.) είναι ένας
ανεπίσημος τίτλος σεβασμού, που χρησιμοποιείται για να υποδηλώσει μιά υψηλή
αλλά απροσδιόριστη κοινωνική θέση.
Υφασμάτινο κάλυμα, τμήμα της σαγής του αλόγου των ιπποτών και ευγενών.
311, Glossarium ad scriptores mediae et infimae Graecitatis
- Tome I,Du Cange,
Charles, Apud Amissonios, 1688.
Δες «Λόγοι και αντίλογοι» υπο Α. Στουγιαννίδη - Μόρα και Κασσίδα
Η κασσίδα είναι δερματική νόσος.
Εκφράσεις:
Επώνυμα : Κασσιδόκωστας
5. Εγχάρακτον, χαραγμένο
9. Εδώ εννοεί το οικόσημο του πανω στήν ασπίδα του. Ζωγραφίζει στο οικοσημό
του (Αγγ. Coat of arms).
Μια πολύ παλαιά συνήθεια με πρακτικό χαρακτήρα, επειδή οι μαχητές προστάτευαν το πρόσωπό τους, τα σημάδια η σημεία ήταν μέθοδος αναγνώρισης.