Header image  
Εκφράσεις σχετικές με το φαγητό
 
line decor
  ΑΡΧΙΚΗ ΣΕΛΙΔΑ  ::  ΒΟΗΘΕΙΑΑΑΑ!  :: 
line decor
   
 

Ο αόριστος του τρώγω ήταν έφαγον και αυτό το θέμα αποδείχτηκε πανίσχυρο, διότι αποτέλεσε τον αόριστο του εσθίω, με αποτέλεσμα τελικά να υποκαταστήσει  ολόκληρο το ρήμα. Το απαρέμφατο είναι φαγείν και από εκεί στα μεσαιωνικά χρόνια έχουμε και το φαγί (όπως και φιλείν > το φιλί) και μετά το φαΐ, που θα μπορούσε να γράφεται και "το φαεί". Η εκφραση της αρχαιας "Δος τω παιδι φαγειν" (Δωσε εις τον παίδα να φάγει) παρετυμολογήθηκε κι έγινε "Δωσ' στο παιδί φαί".Ο "παις" εγινε το "παιδί", η προστακτική του "διδωμι" έγινε "δώσε" και το απαρέμφατο "φαγείν" το ουσιαστικο "φαϊ".
 

ΠΕΡΙΔΡΟΜΟΣ

Λέμε "εφαγε τον περίδρομο" δηλαδη παρα πολύ

Ο περίδρομος είναι το πλατύ και οριζόντιο εξωτερικό μέρος του πιάτου. Στην Αρχαία Ελληνική ονομάζονταν έτσι και το αντίστοιχο μέρος της ασπιδας [Σταμ 776]. Ο φαγάς, αφού έτρωγε το περιεχόμενο, έτρωγε και την σάλτσα που είχε καθήσει στον περίδρομο, συνήθως μαζεύοντάς την με μια μπουκιά ψωμί.

 

   

περίδρομος

περίδρομος |ό| και νεώτερο και στη δημοτική ώς ουσιαστικο: πράγμα περιφερώς περιβάλλον έτερον, το κατά περιφέρειαν περιορίζον, ή περιφέρεια || Είδ. η άντυξ, ή στεφάνη τής άσπίδος : Ευριπίδου Τρωάδες.1197 τυός τ* έν εύτόρναιοι περιδρόμοις Ιδρώς"

300 ΜΕΓΑ ΛΕΞΙΚΟΝ ΟΛΗΣ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΗΣ -Δ. ΔΗΜΗΤΡΑΚΟΥ ΕΚΔ. ΔΟΜΗ σ. 5415 Τ. 11 σ. 10

(ο) Αυτό που περιτρέχει, που περιβάλλει περιφερειακά κάποιο άλλο πράγμα, τα χείλη ή άκρη ενός σκεύους και κυρίως της ασπίδας, Eυριπιδου.Τρωάδες στ.1197; 300

Εφαγα τον περίδρομο [εν. της ασπίδος] και η εννοουμένη ασπίδα λέγεται με την σημασία της ως πιατο.
4. Ημισφαιροειδές ρηχό πιάτο ,το μεσαιωνικό σκουτάρι (απο το Λατ scutum = ασπίς) Αριστοφών 14.

Δηλαδή έφαγα το περιεχόμενο του πιάτου, σκούπισα με μια μπουκιά ψωμί (βούκα[1]) τον ΠΕΡΙΔΡΟΜΟ, ετσι θεωρειται οτι εφαγα το πιάτο[2]=φαγητο μου, τον άβακα[3 ]ή ΑΜΠΑΚΟ, μαζεψα ο,τι ειχε πεσει στο τραπεζομαντηλο=το ΚΑΤΑΠΕΤΑΣΜΑ[4,] και το εφαγα.
Επειδή όλα αυτά γινόντουσαν με τα χέρια όπου τσιμπούσανε το φαγητό. Απο το τσιμπούσι[5], (το αρχαίο συμπόσιον) απο ενα κεντρικό πιάτο που ήταν πάνω σέ να κυκλικό[6] συνήθως τραπέζι. Αν το φαγητό ήταν καλό έγλυφαν και τά δακτυλά τους. Το σκουτέλι χρησιμοποιόνταν σε ζωμούς, σούπες κλπ και ήταν ατομικό. Κουτάλια υπήρχαν τότε. Μαχαιροπήρουνα οχι. Σου κρεμούσαν το κουτάλι αν αργούσες να προσέλθεις.


1. Δες Βουκελάριος στο Βυζ. Λεξικό μου
2. Λέμε και σήμερα το πιάτο της ημερας (που συνήθως μας το προτεινουν τή νυκτα και ειναι της προηγουμενης εβδομαδος) και εννοουν φαγητό ή πρώτο πιατο (το φαγητο που θα σερβιριστει πρωτο)
3. Αβαξ άβακος πλαξ ή σανις επιπεδος σκευος εφ' ου έφερον τά προσφάγια, δισκος
4. Απο κατα+πεταννυμι = σκεπασμα τραπεζομανδηλο (300,7,3724)
5. Αντιδάνειο απο τα Τουρκικά
6. Γι΄αυτο και η εκφραση μας στογγυλοκαθησε καθησε στο τραπεξι μα την προθεση να συμφάγει.

Το πιατο ως συνολο λεγοτανε πινακιο. Δηλαδη μικρος πιναξ, σανιδα. Γιατι πανω σε σανιδες σερβιριζαν τα κρεατα.Τωρα το χρησιμοποιουμε για να δηλωσουμε τον πινακα του δικαστηριου οπου καταγράφονται οι δίκες μιας μερας. Το πινακιο παραμένει μονον στην εκφραση "αντί πινακίου φακής" δηλ. πολυ φθηνά. Αλλη λεξη για τον σανιδενιο πινακα ηταν ο "Αβαξ" [Hofman σ.1] η Αβακας ή Αμπακας (επηρρεασμένο απο το λατινικο Abacus). Η ριζα της λεξης πιθανον να ειναι Εβραική (βλ Προφήτης Αβακούμ). Η Φράση "Εφαγε τον άμπακα/άμπακο" σημαινει εφαγε καθ΄υπερβολήν , εφαγε και το πιάτο, ...μεταφορικώς.
Αλλη ερμηνεία θα βρειτε στο [ΜΕΛ] και άλλα λεει Ν. Σαραντάκος

SOFRAS

Σοφράς

Ο σοφράς ειναι ένα χαμηλό κυκλικό τραπεζακι. Όταν είναι αδρανές κρεμιέται στον τοίχο. Τα τραπεζάκια αυτά με χαμηλά πόδια είναι κάτι κοινό στις μουσουλμανικές χώρες και έχουν ασιατική προέλευση.

Το σχημα τους εξυπηρετει πολλους πρακτικους λογους:

  1. Ολοι οι παρακαθήμενοι εισαπεχουν απο το κεντρο και μπορουν να τσιμπισουν τα φαγητα που βρισκονται στο κεντρο. Ας μην ξεχαναμε οτι οι παλαιοί αφου καθονταν σταυροπόδι, (οκλαδόν) γυρω απο το σοφρα (στρογγυλοκαθόντουσαν δηλαδη) ετρωγaν με τα χερια, τσιμπουσαν ενα κοματι απο την κεντρικη πιατελα ή Πινάκιο και το ετρωγαν. Αν ηταν νοστιμο εγλυφαν και τα δακτυλά τους.
  2. Ειναι μικρο και ελαφρύ με χαμηλά ποδια και μπορει να κρεμαστει με ενα γερό γύφτικο καρφί στον τοίχο ελευθερωνωντας πολυτιμο χώρο. Το σοφρά εννοουνε σε πολλά μερη οταν λενε "σηκώστε να χορέψουμε" και οχι 'σηκωθήτε να χορέψουμε'.

Του κρεμάσαμε τα κουτάλια

Οι σουπες βεβαια δεν τρωγωντουσαν με τα χερια αλλά με ξυλινα κουτάλια ατομικης χρησης. Ο καθενας ειχε το δικο του. Το χερουλι του ειχε μια τρυπα που περνουσε μια θηλεια απο σπαγκο. Τα κουταλια κρεμοντουσαν στον τοιχο για να μπορει ευκολα να βρει κανεις το δικο του. Αν αργουσε να προσέλθει του κρεμουσαν το κουταλι.

κουταλι

Εφαγε το καταπέτασμα

Ο σοφρας, σε πιο επισημες περιπτωσεις, εκαλυπτετο με ενα τραπεζομαντηλο η καταπετασμα. Οταν λεμε εφαγε το καταπετασμα εννοουμε εφαγε και και οσα (ψιχουλα ή κομματια φαγητου) ειχαν πεσει πανω σε αυτο.

Επισης "το καταπέτασμα" ήταν ένα παραπέτασμα, στο ναό του Σολομώντος στην Ιερουσαλήμ , το οποίο χώριζε τα λεγόμενα "'Αγια των Αγίων" από τον κυρίως ναό.

Τρώει και πίνει τον αβλέμονα

Δηλαδή είναι λαίμαργος, αδηφάγος

Αλλες δύο εκφράσεις (σπανιότερες) [ΜΕΛ σ.4]

αβλέμονας=κατά Χ. Παντελίδη=(αρχαίο επίθετο=αβλέμμων) (βυθός) όπου δε μπορεί να φτάσει το βλέμμα/κατά Σ. Μενάρδο=(επίθετο=ευλίμενος)/κατά Μ. Φιλήντα=(μεταγενέστερο=αβλεμής) το κοντά στην ακτή μέρος της θάλασσας που βαθαίνει απότομα/βαθιά θάλασσα/όρμος κατάλληλος για αγκυροβόληση

Κατα τον Σταματάκο απο το α+βλεμεαίνω = το επιρ. αβλεμέως=άκρατα, ασυγκράτητα. [Σταμ σ.13]. Το αβλέμμων δεν υπαρχει στον Σταματακο ουτε στον Hofmann ουτε στον Κριαρα.
Μια δικια μου παρατηρηση: Δεν θεωρω απίθανο να προέρχεται από το Ομηρικό βέλεμνα = βέλη. οπου αβέλεμνος ηταν ο μη δυναμενος να πληγεί υπο βέλους, ο εκτός εμβελείας, ο μακρυνός. Ας μην ξεχνάμε πως και το κοντεύω παρήχθη ανάλογα από το ακόντιο. Κοντεύω < ακοντευω=ειμαι πλησίον σε κατι ή καποιον ωστε να μπορω να πληξω με το ακοντιο. Σε απόσταση βολής.

πρβλ. Μ. Παρακλητικος Κανων στην θεοτόκο:
Οι μισούντες με μάτην, βέλεμνα και ξίφη και λάκκον ηυτρέπισαν, και επιζητούσι, το πανάθλιον σώμα σπαράξαι μου, και καταβιβάσαι, προς γην Αγνή επιζητούσιν· ...

 

Εφαγε ή ήπιε τον αγλέουρα


Σημαίνει έφαγε ή ήπιε υπερβολικά. [ΜΕΛ]

αγλέουρας=(αρχαίο=ελλέβορος>ελλέβορας>αλλέβουρας>αλλέουρας>αγλέουρας) είδος δηλητηριώδους φυτού (π.χ. να βγάλεις τον αγλέουρα, να βουβαθείς).

Δικιά μου Παρατηρηση : Ο ελλεβορος δεν ειναι ασθενεια ωστε να πουμε "βγαλε τον αγλεουρα" οπως λεμε "εβγαλα την ιλαρα", αλλα εχει νοημα να προσταξουμε "βγαλε τον αγλεουρα, το δηλητηριο" δηλαδή ξέρνα, κανε εμετο. Ο ελλεβορος ειναι απο μονος του και εμετικο. Αρα εφαγε πολυ και ξερασε σαν να ειχε φαει τον αγλεουρα (ελλέβορο). Κανε κλικ εδώ για λεπτομέρειες

Ελλέβορος ο Μέλας

Νίψου

Μετα το φαγητο αφου τσιμπουσαν και επακολουθουσε ο καθαρισμος των χεριων, πρωτοδικως μεν με το γλυψιμο (που γινονταν και κατα την διαρκεια του γευματος) και κατ΄εφεσιν με το νιψιμο των χειρων. Απο εκει εμεινε η εκφραση "νιψου τ' αποφάγαμε" (πλυσου γιατι τελειωσε το γευμα) με το νοημα μην περιμενεις τιποτε περισσοτερο.
Προσοχή: Δεν ειναι "νιψου και αποφάγαμε" οπως λενε μερικοι. το "τ(ι)" ειναι το "διότι". Πρβλ. Ελυτη - Αξιον Εστί - Η πορεια προς το μετωπο : "... ξυνομαστε με λυσσα ωρες πολλες τι μας ειχε ανέβει η ψειρα ως το λαιμο"

 

Λυσσακά

Αλλο ένα περίεργο πράγμα του τρώει κανείς είναι τα λυσσακά του. Τι ειναι τελος πάντων τα λυσσακά και τι γευση έχουν; Εφαγα τα λυσσακά μου και τα λεξικά μου να βρω κατι γραμμενο για αυτη την εκφραση. Τα "λυσσακα" δεν αναφερονται πουθενα. Δεν τα εχω και ακουσει σε αλλες φρασεις παρα μονο στην "εφαγε τα λυσσακά του". Ομως στην αρχαια ελληνικη λυσίκακος λεγεται ο λύων (καταπαύων) τα κακά, τις δυσκολιες. [Σταμ σ.587]. Ισως τα λυσίκακα ηταν οι προς επιλυση δυσκολιες και τρωω (με την εννοια εξαφανίζω) τα λυσια[κα]κά μου σημαίνει "κανω οτι ειναι δυνατόν". Η ορθή γραφή είναι "λυσακά" με ενα σίγμα. Δεν προέρχεται προφανώς απο τήν λύσσα.

 

Βιβλιογραφικές Πραπομπές

  • [Σταμ] Ιωαν. Σταματακου ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΗΣ ΓΛΩΣΣΗΣ
  • [ΜΕΛ] Μειζον Ελληνικό Λεξικό - Τεγόπουλος - Φυτράκης.
  • [Hofman] J.B. HOFMANN - ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΚΟΝ ΛΕΞΙΚΟΝ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ
  • [Κριαράς] Εμμανουήλ Κριαρά Λεξικο της Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας
 
 

Back to the TopΑΡΧΗ ΣΕΛΙΔΑΣ