Επί κεφαλής

 

Εισαγωγή

 
 

Σε παλαιότερη σελίδα την "Επί ποδός" ασχολήθηκα με τα πόδια, τα παπούτσια, τα καλίγια και τα τσαγγία. Ακολουθώντας τον Σεφέρη ("Λίγο ακόμα να σηκωθούμε λίγο ψηλότερα"), ας ανεβούμε ένα μέτρο και κάτι για να ασχοληθούμε με το κεφάλι. Ο τίτλος της σελίδας μας είναι μια αρκετά κακοποιημένη έκφραση. Σημαίνει τον αρχηγό. Τον παλιό καλό καιρό οι αρχηγοί, οι μπροστάρηδες όπως τούς λέει ο λαός πήγαιναν στην κεφαλή, στο μπροστινό μέρος της παράταξης γιά τήν μάχη ή την πορεία.'Ετσι ο "επί κεφαλής" ήταν ο αρχηγός. 'Οχι σάν και σήμερα που ο "επί κεφαλής" είναι στα μετόπισθεν και αφού στείλει να σκοτώνουν αμάχους, μετά λέει "δεν είδα, δεν ήξερα, δεν είχα πεί αυτό" κλπ. Το "επί κεφαλής" έχει λοιπόν μαρτυρήσει: Το επίσημο γράψιμο του έγινε μία λέξη: "ο επικεφαλής". 'Εστω! Αλλά πού να πάρει ευχή είναι Α Κ Λ Ι Τ Η λέξη. Τήν έχω δεί να κλίνεται: "του επικεφαλούς", "ώς επικεφαλή" και να έχει και πληθυντικό "οι επικεφαλείς".'Αν και οι γυναίκες σήμερα πλησιάζουν και στα ύπατα αξιώματα (παρά τρίχα γλυτώσαμε από την Χίλλαρυ) δεν ξέρω άν στον ενικό μια γυναίκα θα την δούμε "επκεφαλεία" ή ό,τι άλλο εμετικό σκαρφισθούν τα ΜΜΕ.

Οι βυζαντινοί είχαν μιά ανάλογη έκφραση με τον "επι κεφαλής" τον ονόμαζαν "Κάτ' επάνω" με την ίδια ακριβώς σημασία και θα το βρούμε απο παλιά να γράφεται έτσι "ο Κατεπάνω της Αδριανούπολης". Εύκολα μπορείτε να συμπεράνετε πώς ο κατεπάνω έγινε καπιτάνω, καπετάνιος, capitain (Γαλικά), Captain (Αγγλικά), Capitano (Ιταλικά).

 
     
 

Το κεφάλι

 

Αναντίρητα είναι το πλέον φροντιζόμενο μέλος του σώματος σε όλους τούς αιώνες. Από αρχαιοτάτων χρόνων υπήρχαν κομμώτριαι, κουρείς, ψιμύθια, φενάκαι, πίλοι, κουκούλες κλπ. Η εμφάνιση της κεφαλής έπαιζε μεγάλο και κύριο ρόλο στίς γυναίκες αλλά και στούς άνδρες. 'Οπως θα θυμάστε από την σελίδα μου γιά την διαπόμπευση οι μούντζες, τα κουρέματα και γενικά το λερωμένο πρόσωπο (μουντζουρωμένο) σήμαινε ντροπιασμένο άτομο. Αντίθετα ο ασπροπρόσωπος ήταν αθώος και ευυπόληπτος. Αλλά και το κεφάλι σημαινε την Υπερτάτη Αρχή. Βλ. Παύλο Προς Κολοσσαείς Κεφ. 1 στ.17

 
 
 
Η κόμμωση και η ψιμυθιώση (cosmetics) ισως αποτελεσουν αντικείμενο άλλης σελίδας στο μέλλον.  

 

 

 

Τα ανδρικά καλύμματα

 

Το καπέλο

 
Καπέλο Ιταλική λέξη: cappello, από το λατινικό cappa = κάλυμμα κεφαλής.
Το καπέλο (πίλος<πίλημα=τσόχα, πατημένο μαλλί) ήταν εκ των ών ούκ άνευ μέχρι τον προηγούμενο αιώνα (πρβλ. "Παίρνω το καπέλο μου και φεύγω") .'Εχει μακραίωνη εξέλιξη. Από απλό κάλυμα (αριστερά μεσαιωνικό τρικαντώ) εξελίχθηκε σε σύμβολο αρχής και εξουσίας. Οι βασιλιάδες είχαν δικαίωμα να το φορούν παντού (ο Λουδοβίκος στα δεξιά) . Οι λοιποι "απεκαλύπτοντο" πρό τού βασιλέως σαν δείγμα σεβασμού. Από εκεί η έκφραση "του βγάζω το καπέλο [μου]" που σημαίνει τον αναγνωρίζω. Τώρα δημιουργήθηκε και η έκφραση "βάζω καπέλλο" όχι εγώ αλλά το αρνάκι το Πάσχα, η γαλοπούλα τα Χριστούγεννα και η βενζίνη πάντοτε. Δηλ. βάζω κάτι πρόσθετο, επιπλέον, στήν τιμή. Η συμβολική σημασία του καπέλου το έκανε να συμπίπτει με τον ρόλο, έτσι λέμε "άλλο καπέλο" εννοώντας είναι υπόθεση υπευθυνότητας άλλου προσώπου. Μετά πήρε και την έννοια δέν είναι θέμα της παρούσης.

 

 


Ιδιώνυμα καπέλα

 

Τραγιάσκα

 
Η λέξη προέρχεται από τα ρουμανικά [θαυμαστικό επιφώνημα="Ζήτω"] Traiasca Grecia (= Ζήτω η Ελλάδα) που συνοδεύτηκε από το πέταγμα των καπέλων από ρουμάνους φοιτητές οι οποίοι ήρθαν στην Αθήνα για τουρισμό στα 1900. Οι Αθηναίοι πίστευαν ότι οι Ρουμάνοι ονόμαζαν έτσι το καπέλο τους.
 

 

   
     

 

 

Πηλίκιο

 
Το πηλίκιο διαδέχθηκε το κράνος. Μετά απο την καθιέρωση του στρατιωτικού επαγγέλματος οι στρατιωτικοί δέν ήθελαν την προστασία του κράνους καθημερινά παρά μόνον στη μάχη. Χρειάζονταν ένα κάλυμα της κεφαλής πού θα λειτουργούσε σαν σύμβολο αναγνώρισης και κύρους. Το πηλίκιο δεν χρησιμοποιήθηκε μόνο από στρατιωτικούς αλλά και από ένστολους πάσης φύσεως. (ταχυδρόμους, αστυνομικούς, τραμβαγιέρηδες κλπ). Μέχρι τη δεκαετεία του 50 οι μαθητές του Γυμνασίου φορούσαν υποχρεωτικά πηλίκιο με μια ελεεινόμορφη κουκουβάγια. Η επιτυχία του μέτρου οφείλονταν στην αυστηρή τιμωρία των μη συμμορφουμένων αλλά και στήν εχ χρώ κουράν (κν γουλί) οπότε ο μαθητής είχε ούτως η άλλως γελοία εμφάνιση. Προτιμούσε λοιπόν την λύση του πηλικίου που κρατούσε και τους διδάσκοντας ευχαριστημένους.

 

Ρεπούμπλικα και Ψαθάκι

 
Το καπέλο των αστών (για αυτό και το όνομα "ρεπούμπλικα"=δημοκρατία) στίς αρχές του προηγούμενου αιώνα. Διαδεδομένο και απαραίτητο συμπλήρωμα του "καθώς πρέπει" μεσοαστού. Αρκεί να παρατηρήσουμε το μέγεθος του εργοστασίου του Πουλόπουλου (κάτω) γιά να αντιληφθούμε πόσες ρεπούμπλικες πουλιώντουσαν στην μικρή τοτε Αθήνα. Το καλοκαίρι την ρεπούμπλικα αντικαθιστούσε το ψαθάκι η παγιασόν (δεξιά).
 
 

 

Ψηλό και Ημίψηλο

 
Top Hats  

To ψηλό καπέλο άρχισε να παίρνει τη σκυτάλη από το τρικαντώ στο τέλος του 18ου αιώνα. Ένας πίνακας από τον Charles Vernet, Un Incroyable de 1796, δείχνει ένα γάλλο δανδή με ένα τέτοιο καπέλο. Η εμφάνιση του ψηλού καπέλου στη Βρετανία εκτιμάται ότι άρχισε γύρω στη δεκαετία του 1790. Μέσα σε διάστημα 20 ετών το ψηλό καπέλο είχε γίνει δημοφιλές σε όλες τις κοινωνικές τάξεις, ακόμα και εργάτες φορούν ψηλό καπέλο. Τότε εκείνα που προορίζονταν για την ανώτερη τάξη ήταν συνήθως κατασκευασμένα από γούνα κάστορα, ενώ αυτά που φοριούνται από τους εργάτες ήταν φτιαγμένα από γούνα κουνελιού. Τα καπέλα απετέλεσαν μέρος αστυνομικών στολών . Το ψηλό καπέλο ήταν δημοφιλές στις ΗΠΑ από τον Αβραάμ Λίνκολν κατά τη διάρκεια της προεδρίας του. Λέγεται οτι ο ΑΒΡΑΜΜ ΛΙΝΚΟΛΝ φύλαγε τα σημαντικά γράμματα του μέσα στο καπέλο του. Οι μεταγενέστεροι ταχυδακτυλουργοί έβγαζαν πολύ περισσότερα πράγματα από το ψηλό καπέλο τους (περιστέρια, κουνέλια, μαντήλια).
Ο δέκατος ένατος αιώνας είναι γνωστός και ώς αιώνας του ψηλου καπέλου (Top Hat). Ο ιστορικός James Laver μία φορά έκανε την παρατήρηση ότι μια συγκέντρωσης "toppers" έμοιαζαν με καπνοδόχους εργοστασίων και έτσι προστίθεται στο κλίμα της εποχής. Δεν υπήρχε χώρος για τα υπερπλήρη βεστιάρια για τα ψηλά καπέλά μέχρι που ο Antoine Gibus (1823) επινόησε το ημίψηλο. που συχνά ονομάζεται "καπέλο όπερας" και το οποίο συμπτύσσονταν για να πιάνει λιγότερο χώρο.

 

Το Φέσι

 

Καλυμα τις κεφαλης (καπέλο) σχήματος κολούρου κώνου που συνήθως έχει και θύσανο (φούντα), είναι συνήθως κατασκευασμένο από σκληρή κόκκινη τσόχα. Πήρε το όνομα του απο την πολη Φεζ του Μαρόκου οπου κατασκευάζονταν. Εχει φορεθεί και φοριέται ακόμα, κυρίως από άνδρες στις χώρες της Ανατολικής Μεσογείου. Ο Κεμάλ Ατατούρκ κατάργησε το φέσι στην Τουρκια. Η μέθοδος απλή: "Οποιος μετά τήν τάδε ημερα φοράει φέσι θα απαγχονίζεται!" .
Απο τους ελληνες φορέθηκε φέσι, σε μαλακή παραλλαγη (βλ δεξιά ευζώνους με φέσι) καθ΄ολη την διαρκεια της τουρκοκρατίας και ακόμα κατα τα πρωτα ετη του Νεοελληνικού Κράτους.

Η εκφραση "τον φέσωσε ή του φόρεσε φέσι" που σημαινει "δεν πληρώνει τα οφειλόμενα" δεν προέρχεται απο το φέσι αλλα από το τουρκικό fesad. Φεσάντ σημαινει, στο ποινικό δίκαιο, μια επίθεση κατά της ιδιοκτησίας που δεν περιλαμβάνει μεταβίβαση. Είναι οποιαδήποτε βλάβη, παραμόρφωση, αλλοίωση ή καταστροφή περιουσίας. Πρόκειται λοιπόν περι παρετυμολογίας.

 

 

Το κράνος

 

Το φορούσαν οι στρατιώτες αλλά και οι αξιωματικοί (αλλιώς περικεφαλαία) αρχικά γιά προστασία αλλά αργότερα και για φιγούρα. Οι εξέχοντες αξιωματικοί είχαν και φτερά, τρίχες και αλογοουρές ως διακριτικό στην κορφή της περικεφαλαίας τους. (πρβλ. "Είναι βλάκας με περικεφαλαία"=διάσημος, ανεγνωρισμένος βλάκας). Βλ. Ωμ, απο το Γαλλικο heaume.

Οι παλαιοί Κέλτες και Γαλάτες είχαν κράνη με κέρατα (ίσως επειδή ταξίδευαν πολύ, και οι καημένες οι Κέλτισες έμεναν μόνες κλπ, κλπ). Τώρα το φορούν οι φαντάροι αλλά και οι μοτοσυκλετιστές.

 

 

Το στέμμα

 
Το στέμμα είναι ένα καπέλο που αφαιρείται μαζί με το κεφάλι
[Ζάρκο Πετάν "Αφορισμοί"].

Τα φορούσαν οι βασιλείς αλλά και άλλοι υψηλόβαθμοι τιτλούχοι, πρίγκιπες, καίσαρες κλπ. Οι βυζαντινοί, οι φράγκοι, οι εβραίοι είχαν δικά τους σχέδια στεμμάτων. Μέχρι και στέμματα εκστρατείας υπήρχαν. Το "καισαρίκειον στέμμα" πού ίσως να έφερε και κάποιο υφασμάτινο πρόσθετο όπως το επανωκαλύμαχο των ανώτερων κληρικών σήμερα. Παρετυμολογήθηκε ώς "και σαρίκιον" κι έγινε σαρίκι. Οι Tούρκοι το πήραν από εμάς.

 

Το καλυμαύχι

 
Κάλυμα τής κεφαλής των ορθοδόξων ιερωμένων. Το σωστό κατά Ανδρ σ.145 καμηλαύκι< λατ. camellaucium< camella = είδος ποτηριού). Παρετυμολογήθηκε απο το κάλυμα+αυχήν (σβέρκος) και έγινε καλυμαύχι.

Οι ανώτεροι και ανώτατοι κληρικοί βάζουν και ένα πανί μαύρο που λέγεται επανωκαλύμαυχον.
Οι Ρώσοι πχ για νά το παίξουν διαφορετικοί βάζουν άσπρα επανωκαλύμαυχα.

Στην εικόνα δεξιά ο πατριάρχης "Μόσχας και πασών των Ρωσιών".

ρωσσος πατριαρχης

 

Η κασίδα

 

Η κασσίδα <μεσαιωνική ελληνική, κασσίδα < κασσίδιον, υποκοριστικό του κάσσις < λατινική cassis (κράνος) Βυζαντινό αλλυσσιδωτό κράνος. Η κασσίδα δημιούργησε την λέξη κασσιδιάρης.
Ο κασσιδιάρης<μσν. κασσιδιάρις < κασσιδιάριος<cassidiarius είναι αυτός που φοράει την κασσίδα.
Κασσίδα είναι όμως και πάθηση του τριχωτού της κεφαλής. Τα μαλλιά να παίρνουν μια φολιδωτή εμφάνιση σάν του αλυσιδωτού κράνους. Η κασίδα αναφέρεται στην Παλαιά Διαθήκη (Λευιτικό 13:30,35, 14:54) σαν ασθένεια που προσβάλλει τις τρίχες του κεφαλιού, με αποτέλεσμα τα μαλλιά να αλλάζουν χρώμα και να γίνονται ξανθά. Σύμφωνα με το Μωσαϊκό νόμο, εάν για κάποιον υπήρχε υποψία ότι μπορεί να είχε την ασθένεια, τον απομόνωναν για επτά ημέρες, τη δέ εβδόμη εξέταζαν εάν ήταν "καθαρός" ή "ακάθαρτος".
Ο ασθενής που έχει κασσίδα καθίσταται δύσμορφος και κομπλεξικός. Πρβλ. την έκφραση "έμαθε [την κουρευτική] στού κασσίδη το κεφάλι". Δηλ. εκεί που δεν υπάρχει κίνδυνος να χειροτερέψει η εμφάνιση.

Ο Λ. Ζώης δίνει άλλη διάσταση στη λέξη Κατσιδιάρης, — έκ του βυζ. Κασσιδιάρης — ο άνευ λοφίου εις τό κράνος οπλίτης του στόλου, φαλακρός, ιδίως ό εχων κόψει πολύ την κόμην. Συνεκδ. υπερήφανος, αριστοκράτης.

Βλ. ΛΕΩΝΙΔΑ Χ. ΖΩΗ
ΛΕΞΙΚΟΝ ΙΣΤΟΡΙΚΟΝ ΚΑΙ ΛΑΟΓΡΑΦΙΚΟΝ ΖΑΚΥΝΘΟΥ
ΤΟΜΟΣ Β.' ΛΑΟΓΡΑΦΙΚΟΝ ΑΘΗΝΑΙ ΕΚ ΤΟΥ ΕΘΝΙΚΟΥ ΤΥΠΟΓΡΑΦΕΙΟΥ

Με τον Λ.Ζώη Συφωνεί και ο Καθ. Γ. Μπαμπινιώτης [131,σ.846]

Επίσης Βλ.Αρη Στουγιαννίδη Μόρα και κασίδα

 

Αναφορές

Εφόρειεν στο κεφάλιν του κασιδιν ωραιωμένον
κόρακαν είχεν εγκοφτόν στου κασιδίου την τρούλαν,
κι΄εις του πουλιού την κεφαλή, στην κορυφήν του επάνω
ειχεν πτερόν του του παγονιού βαμένον κιτρινόχρουν

305,109. Ιμπέριος και Μαργαρώνα στ. 390-393

Βλ. Α. Στουγιαννίδη: Το κασίδι του Ιμπέριου

 

Η κουκούλα

 

Απλό κάλυμα της κεφαλής ενσωματωμένο σε επενδύτη ή μανδύα. Φοριώτανε συνήθως απο μοναχούς και ευγενείς.

Ο Πέτρος ο Ερημίτης, ο λεγόμενος Κουκούπετρος (προφανώς γιατί φορούσε κουκούλα) το 1095 ξεκίνησε σταυροφορία με επιστρατευμένους ανεκπαίδευτους και ανοργάνωτους  λαϊκούς που τον ακολούθησαν ως την Κωνσταντινούπολη. Η σταυροφορία έμεινε στην ιστορία ως «Η Λαϊκή Σταυροφορία" ή "Η Σταυροφορία των φτωχών". Λίγα χρόνια μετά την κατάληψη της Ιερουσαλήμ, ο Κουκούπετρος επέστρεψε στην Γαλλία, όπου και δημιούργησε ένα μοναστήρι Αυγουστινιανών στο Νεφμουστιέ.

Η κουκούλα δημιούργησε το επώνυμο Κουκουλέας>Κουκουλές. Ο Καθ. Φαίδων Κουκουλές είναι ο κύριος τροφοδότης του ετυμολογικού περιεχομένου των ιστοσελίδων μου.

Το μοντγκόμερυ (είδος παλτού με κουκουλα) το λανσάρισε ο ομώνυμος στρατηγός του Β' παγκοσμίου πολέμου, έχει επιζήσει (το παλτό, γιατι ο στρατηγος πάει καλιά του) μέχρι τις μέρες μας, και είναι κάτι ανάλογο.

 

 


Αλλα καλύματα κεφαλής ή προσώπου

 

Η περούκα

 

Τεχνητά ψεύτικα μαλιά που φοριούνται για να κρύψουν φαλάκρα (φυσική ή τεχνητή). Στό μεσαίωνα ξύριζαν το κεφάλι τους για να απαλλαγούν από τις ψείρες αλλα και το συχνό πλυσιμο.

Η περούκα αλλιώς λέγονταν φενάκη και μεταφορικά: σημαίνει το ψέμα που λέγεται για εξαπάτηση, ή παραπλάνηση, η εσκεμμένη απάτη.
βλ. Κ.Π. Καβάφη - Αριστόβουλος

Εξακολουθεί να χρησιμοποιείται, σάν σύμβολο αξιώματος, στη Βεττανική κοινοπολιτεία απο τους Λόρδους τους δικαστές και τους Δικηγόρους. Οι γυναικείες περούκες έχουν ακόμα πέραση.

Το προσωπείο ή μασκα

Κάλυμα του προσώπου. Οι λόγοι που φοριέται μία μάσκα είναι πάμπολλοι.

Μικρό δείγμα παρακάτω.

ΑΠΟΚΡιΑΤΙΚΗ
ΝΕΚΡΙΚΗ
ΑΝΤΙΑΣΦΥΞΙΟΓΟΝΑ
ΚΑΤΑΔΥΣΕΩΝ
ΘΕΑΤΡΟΥ ΚΩΜΙΚΗ
ΣΙΔΗΡΟΥΝ ΠΡΟΣΩΠΕΙΟΝ
Ανωνυμία και διασκέδαση
Διατήρηση των χαρακτηριστικών. Αυτή είναι του Ατρέα.
Πάσα ομιοιότης με τον Μπαρμπα-Γιώργο ειναι συμπτωματική
Στόν καιρό Χημικού Πολέμου, αλλά και σε εργοστάσια.
Υποβρύχιο ψάρεμα.
Η κωνική διαμόρφωση του στόματος χρησίμευε σαν χωνί-μεγάφωνο στο θέατρο.
Μυστικότητα εμφάνισης. Βλ. το ομώνυμο μυθιστόρημα του Αλεξ. Δουμά Πατρός.
Μιά πολύ αξιόλογη σελίδα για την Μάσκα και καθε λογής Προσωπείο θα βρήτε εδώ.
Μάσκες

 


 

Τα γυναικεία καλύμματα της κεφαλής

Για τα γυναικεία καλύμματα κεφαλής και καπέλα μπορούν να γραφτούν Gigabytes, δεδομένου οτι οι γυναίκες φορούσαν και φορούν ο,τιδήποτε πάνω στο κεφάλι τους. Φτερά λαχανικά, ψάρια, καράβια και ό,τι άλλο βάλει ο νούς σας.

 

 

Η τσίπα

   

τσίπα (η) ουσ, [<μσν. τσίπα (= πέπλος, τσεμπέρι)] λεπτός υμένας, λιπώδης υμένας που περιβάλλει τα σπλάχνα ζώου, σκέπη | κρούστα στην επιφάνεια υγρών || (μτφ.) ντροπή, συστολή: φρ. δεν έχει τσίπα, είναι αδιάντροπος, ξετσίπωτος.ΜΕΛ, Λήμμα «τσίπα» σελ. 1174.

Η γυναίκα που δεν φορούσε κάλυμμα της κεφαλής αλλά ηταν ξετσίπωτη, χωρίς την τσίπα της δηλαδή, ή αναμαλλαρέα δεν έχαιρε καμίας εκτιμήσεως. Η τσίπα που λέγεται και σκέπη καλύπτει μερικές φορές το πρόσωπο των νεογέννητων και θεωρείται άριστος οιωνός για το μέλλον του παιδιού.

Υπάρχει επίσης σε τοπικό εθιμικό δίκαιο το αδίκημα του "ξετσιπώματος" η βίαιη αφαίρεση δηλαδή του κεφαλομάντηλου από το κεφάλι κοπέλας ως μέγιστη προσβολή στην υπόληψή της.

Τσύπα: Το παρ΄αρχαίοις γραύς λεγόμενον, ο επίπαγος του γάλακτος. Συλλέγεται αφού παγή καλώς και τίθεται είς αγγείον και τότε λέγεται ανθόγαλο (τουρκ. Καϊμάκι), μετά περίπου 15 ημέρας το γυρίζουν με αλεύρι επί του πυρός και αποχωρίζεται ο βότυρος, το δε μένον λιπαρό έδεσμα λέγεται στάκα. 'Εν Χανίοις "στάκα" καλείται κατ΄αναδρομικήν επέκτασιν αυτό το ανθόγαλο  πωλούμενον έν τη αγορά εντός μικρών πήλινων δοχείων.

http://img.pathfinder.gr/clubs/files/1278/1725.html

 

 

Το τσεμπέρι

 
(πβ. Τσεμπέρι από το τούρκικο çember). Συναντώ σε Δημ. Τραγούδι της Καλύμνου το στίχο: « Ω Παναγιά της Ψέρημος με το μελί τσεμπέρι»

 

Φακιόλι

 
Γυναικείο μαντίλι που δένεται στο κεφάλι κυρίως για λόγους προστασίας κατά την εκτέλεση οικιακών εργασιών (πβ. Τσεμπέρι ).

Από το μεσαιωνικό φακιόλιν, εξέλιξη του ελληνιστικού φακιάλιον / φακιόλιον, το οποίο απέδωσε το υστερολατινικό faciale (= κεφαλόδεσμος), λέξη που ετυμολογείται από το λατ. ουσ. facies (= πρόσωπο, φάτσα).

Ο Ν. Ανδριώτης θεωρεί το φακιόλιον υποκοριστικό του φακίολος, το οποίο ετυμολογεί από το λατ. fasciola (= μικρός επίδεσμος), υποκορ. του fascia (= δέρμα, ταινία, διάδημα). http://news.pathfinder.gr/today/more?pg=5&id=124591
  Αλλά άς δούμε τον 79 μύθο του ΑισώπουΑρχαίο Κείμενο

Μετάφραση

 

Αισώπου Μύθοι [Αισ. Α. σελ. 42]
Émile Chambry - Aesopi fabulae, 2 vol., Paris, Les Belles Lettres, 1925-1926.
'Αφού στον 4 πΧ. Αιώνα απαντάται γραμμένη η λέξη «φακιόλιον», είναι μάλλον απίθανο η λέξη να είναι λατινογενής.

Ο Φερετζές

Αποκειστικά γυναικείο κάλυμμα του προσώπου που δένεται πίσω από το κεφάλι και καλύπτει όλο το πρόσωπο εκτός από τα μάτια. Από το τούρκικο ferace [τουρ 108]. Η πρακτική σημασία του ήταν να κρύβεται το "εμπόρευμα" ώστε, κατά τις διαπραγματεύσεις του γάμου, ο γαμπρός να μην δεί την νύφη (συνήθως για να του πασάρουν την πιο άσχημη).

 
Ας μην ξεχνάμε οτι ακομα και σήμερα η εκφραση "την κουκουλώθηκε" ειναι συνώνυμη με την έκφραση "την παντρευτηκε". Δές την παροιμία "Ολα τάχει η Μαριωρή μόνο ο φερετζές της λείπει". Δηλ. αν της βάλουμε και φερετζέ όλα θα πάνε καλά γιατί έχει την απαιτούμενη προίκα, ισως γιατί είναι άσχημη. Παραλαγές του φερετζέ είναι ή μπούργκα (άνω), το τσαντόρ , και το το γιασμάκι.

Το μαφόρτι

Από το ωμοφόριον = Αυτό που φοριέται στους ώμους. Φοριόνταν και φοριέται μέχρι σήμερα απο ανώτατους κλήρικους (επισκόπους). Λατινικά Mafors γεν. Maforis.

Παλιότερα περιελάμβανε και κουκούλα

Τουρμπάνι

'Ενα απο τα πολλά καλύμματα κεφαλής που τα φόρεσαν άνδρες και γυναίκες είναι το τουρμπάνι. Από το γαλλικό turban<τουρκικο tülbend = γάζα, τουλπάνι. Το συνηθίζουν οι ασιάτες και υφίστανται παρενοχλήσεις όσοι απο αυτούς διαμένουν στην ευρώπη.
Οι φανατικοί Σίχ δεν κόβουν ποτέ τα μαλλιά τους ούτε τις γενειάδες τους. Πολλοί άνδρες Σίχ χτενίζουν τα γένια τους και στη συνέχεια τα στρίβουν και τα τυλίγουν στο τουρμπάνι τους μαζί με τα μαλλιά τους. Ο Συμβολισμός του τουρμπανιού είναι ότι πολλοί από αυτούς που το φορούν το θεωρούν ως ένα σύμβολο της κυριαρχίας, αφοσίωσης, την αυτοσεβασμού, ευλάβειας και θάρρους, αλλά οι Σίχ το φορούν μόνο για ένα λόγο: από αγάπη και υπακοή στις επιθυμίες του ιδρυτή της πίστης τους.Τώρα τι μας πειράζει εμάς τους υπόλοιπους η λόξα αυτών των ανθρώπων και τους κυνηγάμε;

Οι ευρωπαίες γυναίκες τώρα το φορούν μετά το λούσιμο

και ενα άλλο καπέλο

Καπέλο: Παλιό και νέο

ΠΟΛΛΑ γνωστά αντικείμενα καθημερινής χρήσης τείνουν σήμερα να εξαφανιστούν. Το ίδιο συμβαίνει με το καπέλο Και στήν περίπτωση αυτή επιστρέφουμε στις «αρχές»: το κεφάλι καλύπτεται μόνο σε περίπτωση βροχής ή δυνατού ήλιου. Εδώ θά μιλήσουμε γιο τα ανδρικά καλύμματα τής κεφαλής. Το κλασικό καπέλο απο κετσέ με «μπορ» γύρω - γύρω. θεωρείται κλασικό επειδή είναι πάνω-κάτω πεντακοσίων ετών. Τους προηγούμενους αιώνες, το κυριότερο κάλυμμα κεφαλής ήταν ο σκούφος φτιαγμένος άπΰ ειδικό «πίλημα». Στήν αρχαιότητα, οϊ άνθρωποι που ζούσαν στα παράλια τής Μεσογείου σκέπαζαν το κεφάλι μέ ένα κώνο από κόμματια δέρματος κολλημένα μεταξύ τους με ούρα ζώων. Προέλευση: ανατολική, όπως πάντα. Ίσως, όμως, πρίν άπό τό καπέλο νά είχε γεννηθεί ή περούκα. Το πραγματικό κάλυμμα τής κεφαλής των Αιγυπτίων ήταν μια κάπως πιο περιποιημένη κόμμωση. Αυτό το ειδικό «πίλημα» φαίνεται πώς δεν άρεσε στους αρχαίους Έλληνες και Ρωμαίους, πού χρησιμοποιούσαν άλλου είδους καλύμματα, τήν «καυσία» τον «κεκρύφαλο» σχεδόν αποκλειστικά γυναικεία, τον πέτασο, τον «πίλο», και μια κουκούλα ειδικά γιά τά κυνήγι. Άλλά ή συνήθεια ήταν νά κυκλοφορούν με τά κεφάλι ακάλυπτο. Ή μακεδόνικης προελεύσεως «καυσία» έμοιαζε με ρηχό καπάκι καί στερεωνόταν μέ κορδόνια πού έδεναν κάτω από το πηγούνι Τήν φορούσαν συνήθως όταν επρόκειτο νά μείνουν πολλές ώρες στον ήλιο: στο θέατρο γιά παράδειγμα. Ό «cucullus» ήταν ένα υφασμάτινο καπέλο γιά τά ταξίδι. Τάν φορούσαν περισσότερο οι χωριάτες καί γενικά ο! φτωχοί. "Οταν διαδόθηκε τήν εποχή τοΰ χριστιανισμού τάν υιοθέτησαν οί καλόγεροι οαν δείγμα ταπεινοσύνης. Ό «πέτασος» πού είχε γείσο ήταν φτιαγμένος άπά δέρμα, πίλημα ή ψάθα και εθεωτείτο ανέκαθεν εξεζητημένος. Το γεγονός ότι ο Αύγουστος τον φορούσε ακόμη και Οταν έκανε περίπατο στην πόλη εθεωρείτο παράξενο. Ταιριάζει στην περίπτωση νά θυμηθούμε οτι ο αγγελιαφόρος τών θεών ο Ερμής φορούσε πέτασο μέ φτερά. Οσο για τόν πίλο (άπο δέρμα ή ύφασμα) ήταν ένα είδος φρυγικού σκούφου. Χρησίμευε σάν σύμβολο ελευθερίας και αποκτήσεως πολιτικών δικαιωμάτων στις εκδηλώσεις γιά τήν χειραφέτηση τών σκλάβων. Καί δεν ήταν τυχαίο που εμφανίσθηκε στά νομίσματα που έκοψε ο Βρούτος μετά τον θάνατο του Καίσαρα. Ό σκούφος διατηρήθηκε γιά πολλούς αιώνες. Άλλα καί ό μεσαιωνικός σκούφος δεν διέφερε πολύ άπο τούς προγόνους του. Αρχικά ήταν υφασμάτινος ή πλεκτός Σιγά - σιγά γίνεται πολυτελέστερος. Φτιάχνεται άπό βελούδο και στολίζεται μέ κορδέλες, κοσμήματα . Οι δόγηδες τής Γαληνότατης Δημοκρατίας φορούσαν κι αυτοί σκούφο. Ή Βενετία, ήδη άπό τά 1281, είχε Πανεπιστήμιο ειδικό γιά τήν φοίτηση κατασκευαστών σκούφων. Οι πατρίκιοι και ol ευγενείς είχαν μείνει πιστοί στην κουκούλα. Σκούφο φορούσαν καί οί γυναίκες. Τά κάλυμμα αυτό επαψε να είναι της μόδας τον 17ο αιώνα. Εξακολουθεί όμως νά υπάρχει γιά πολύ καιρό ακόμη σάν νυχτικός σκούφος και με πολλές άλλες μορφές, όπως είναι ή -τόκα- τών δικαστικών τής Δύσεως καί τών Καθολικών καρδιναλίων, τό πηλήκιο τών στρατιωτικών, τό φέσι. ή τραγιάσκα, ό βάσκικος μπερές κα Στο μεταξύ, όμως, γεννιέται τό καπέλο. Τά πραγματικό, άπο κετσέ ή καστόρι. Τά όνομα του προέρχεται άπα τήν κάπα καί κυρίως άπό τήν κουκούλα τής κάπας που προστατεύει το κεφάλι. Ισως νά κατασκευαζόταν άπο τις αρχές τοΰ 15ου αιώνα, άλλα πρωτοεμφανίζεται στο κεφάλι τοΰ Καρόλου Η' σέ κάποιο ταξίδι του στην Ιταλία οτό τέλος του αιώνα. Ηταν φοδραρισμένο μέ κόκκινο βελούδο καί είχε φιόγκο χρυσό. Αλλά καί χωρίς χρυσά στολίσματα τά κάπελα στοίχιζαν ακριβά, διαδόθηκαν μέ αργό ρυμό (τά περισσότερα ήταν τεράστια, στολισμένα με φτερά) ώσπου εμφανίστηκε τό τρίκωχο. Βασικά ήταν ελαφρύ άλλα το βάραιναν τα στολίδια. Άν δέν φορούσαν περούκα τό κρατούσαν συνήθως οτό χέρι. Ή Επανάσταση σήμανε τά τέλος του τρίκωχου. Τήν εποχή του Ναπολέοντα γίνεται διάσημο τό δίκωχο του αυτοκράτορα. Τό 1805 εμφανίζεται τό ημίψηλο, πού διατηρείται ώς τις μέρες μας. Τό 1812 έρχεται νά προστεθεί τά κλάκ ή «ζιμπύ», από τό όνομα τού Παριζιάνου τεχνίτη πού τό επινόησε. Ό 19ος αίώνας είναι ή εποχή τών μουστακιών καί τού καπέλου πού τό φορούν όλοι άπό μωρά. Φαρδύ και χαμηλό ημίψηλο καί μπομπότα, πού γεννήθηκε στην Αγγλία τά i860. Άνθρωπος ξεσκούφωτος ήταν απαράδεκτο φαινόμενο. Παλιότερα όπως και σήμερα τό καπέλο φανέρωνε τό επάγγελμα καί τήν κοινωνική θέση τού καθενός. Καπέλο άπό μαύρο μαλακό καστόρι με φαρδιά κορδέλα καί ασορτί -φλοτάν- γραβάτα ήταν τό σήμα κατατεθέν τών καλλιτεχνών. Στην Αγγλία, ακόμη καί σήμερα οί χρηματιστές τού Σίτυ θεωρούν κάτι παραπάνω άπο απαραίτητο τά κλασικά μαύρο «μελόν». Εφήμερη ήταν ή ζωή μερικών άλλων καπέλων τής εποχής τού Μεσοπολέμου, όπως τό «ψαθάκι» ή ά μαλακός καί δροσερός «παναμάς».

Ανατύπωση απο το «ΙΣΤΟΡΙΑ Εικονογραφημένη - Παπυρος - 1979 - Τευχ. 127»
08.6.11
Εκδοση 7 εκτυπώσιμη - - Copyright ©: Α. Στουγιαννιδης