Επί ποδός |
|||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||
Υπό Αρη Στουγιαννίδη |
|||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||
|
|||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||
Copyright © 2009 - Αρης Στουγιαννίδης (Εκτυπώσιμη έκδοση) | Μαρ 2010 |
άντζα η· άτζα.
* Kνήμη· ειδικ., το σαρκώδες τμήμα στο πίσω μέρος της κνήμης, η γάμπα· ή το πίσω μέρος του γονάτου: o πληγές εις τες άντζες και εις τα δάκτυλα (Μετάφρ. «Χαρακτ.» Θεοφρ. 130)· o επίασεν τον σφυγμόν του από την άτζαν (Σπανός D 1733).
[πιθ. <παλαιότ. άνω γερμ. ancha (φραγκικό *ankya)· για διάφ. ετυμ. βλ. ΙΛ, στη λ. Ο τ. και σήμ. ιδιωμ. Τ. άνζα και άντα στον Ευστάθιο. Η λ. τον 11. αι. (βλ. και LBG), στο Meursius και σήμ. ιδιωμ.]
Αλλά και στα 1887, στό ποιήμα «Επιστολή» του Γ. Σουρή συναντάμε τις άντζες
Eπιστολή Σιορ Σουρή... Kι εμείς εδώ ηκάμαμε πολλά
για τον χρυσό μας Δήμαρχο, για τον Tσυγγρό τον Xιώτη,
στο πόδι εσηκώσαμε τον κάθε μαχαλά
και όλ’ οι παρακατινοί μαζεύτηκαν κι οι πρώτοι,
μισέ Mπουρλής, μισέ Tζανής, μισέ Zωρζής και άλλοι,
πούχουν τα γρόσα τα πολλά και το σωστό κεφάλι.
Aπό τη διαδήλωση εν έλειψε κανείς
και μια ρουκέτα μακρουλή βαστούσε ο Tζανής,
και το κορίτσι του Mικέ, που κάνει σαν λωλό,
σαν ίντα νάναι, τούλεγε, αυτό το μακρουλό;
Mα ο Tζανής εν είχενε κουράγιο να την κάψη
κι ούτε κανείς βρισκούτανε να ’λθεί να την ανάψη.
Στο ύστερ’ ο μισέ Mπουρλής, το πρώτο παλληκάρι,
που φαίνεται πως κάτι τι από ρουκέτες ξέρει,
την πήρε από τον Tζανή για να την αμολάρη
και το σταυρό του ήκαμε με το δεξί του χέρι,
και «μνήσθητί μου Kύριε» φωνάζει με μετάνοια
και η ρουκέτα ήναψε κι αστράψαν τα ουράνια.
Ωχού! ωχού! Φωνάξανε οι Xιώτισσες με τρόμο,
ουγού! Η Χίος θα καή και όλα μας τα τζάκια,
μα η ρουκέτα στράβωσε κι επήρε άλλο δρόμο
και μέσα στου μισέ Mπουρλή τρυπώνει τα μπατζάκια.
Kι ύστερα φεύγει απ’ αυτού με γύρες σαν λωλή
και μες στις άντζες χώνεται της κόρης του Mπουρλή.
Kαι τότε πια εγίνηκε μεγάλο πανηγύρι
και πέφτει και λιγοθυμά η κόρη με τον κύρη,
και είδανε και πάθανε ως που να συνεφέρουν,
γιατί αυτά τα πράματα οι Xιώτες εν τα ξέρουν.
Kαι το κορίτσι του Mικέ ρωτούσε το λωλό
σαν ίντα πράμα νά ’τανε αυτό το μακρουλό.
Iούλιος 1887
καλιγάς ο· καλλικάς.
* Πεταλωτής: o έστειλα έναν εδικόν μου κτηνόν ενού καλλικά να το ιατρέψει (Aσσίζ. 18119).
[<ουσ. καλίγι(ο)ν + κατάλ. -άς ή >ουσ. καλιγάριος (4.-5. αι.,. O τ. στο Du Cange (-ίκας, λ. καλίγα) και σήμ. κυπρ.]