Επί ποδός

 
Υπό Αρη Στουγιαννίδη

 

Τι φοράμε στο πόδι

Μερικές συνηθισμένες εκφράσεις και λέξεις σχετικές με το πόδι και το υπόδημα.

large product photo

Παντόφλα ή Παντούφλα

Τύπος υποδήματος ανοιχτού στο πίσω μέρος· φοριέται μέσα στο σπίτι και είναι πολύ βολική

Οι βυζαντινοί [βλ.Κουκ τομ.Δ σελ. 419] χρησιμοποιούσαν φελλό για να κατασκευάζουν τις σόλες για τις εμβάδες.( Εμβάδες λεγονταν απο αρχαιοτάτων χρονων οι παντόφλες.) Γι' αυτό λέγονταν και πατόφελλοι ή πατόφελλα. Ευκολα ο πληθυντικός του ουδετέρου "πατόφελλα" εκλήφθηκε σαν ενικός θηλυκού "η πατόφελλα" και έτσι δημιουργήθηκε ο πληθντικός "πατόφελλες"> "παντόφλες". (το ν προστεθηκε κατ΄αναλογία με το παντελόνι.)

 

   

Κάλικες ή καλίκια ή καλίγια

 

Κάλικες ή καλίκια ή καλίγια έλεγαν οι Βυζαντινοί χαμηλά παπούτσια με σόλα καταλληλα για σκληρές χρήσεις. Τώρα πια δεν φοράει κανείς καλίκια αλλά εξακολουθούμε να λέμε για κάποιον ικανότατο οτι καλιγώνει ψύλλο, να εχουμε επωνυμο "Καλιγάς" δηλαδη κατασκευστής καλιγίων και να βλέπουμε στο βίντεο τον "Καλιγούλα" αυτοκράτορα των Ρωμαιων, που οντας στρατιωτικός φορουσε μικρά καλίγια (caligula, μικρή caliga στρατιωτικό υπόδημα, αρβυλάκι) απο παιδί, και από εκεί του κόλλησε το πρατσούκλι.

Το καλάμι του ποδιού λεγεται και σήμερα άντζα. Υπήρχαν λοιπον καλικια που εκάλυπταν και τις άντζες.

Βλ [Πολ Γ. σελ. 279] την παροιμία:

Hυραν οι άπλυτοι νερά, κι άλουστοι σαπούνι,
Hυραν κι' κι αξυπόλυτοι καλίκια με τις άντζες.

Από το παραπάνω ας προβληματιστούμε για την λέξη καλικάντζαρος που έρχεται αυτόματα στο νού μας.


H φωτογραφία δείχνει την πραγματική Γαλλορωμαική caliga, είναι στη διάθεση σας στο γαλλικό Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο. Αν έχετε και μια δική σας (δεξιά) κάνετε ζεύγος caligae ρωμαϊκής λεγεώνας και κάνετε την βόλτα σας σαν γνήσιος Ρωμιός. 

   

Τσαγγία

Μεσαιωνικό Τσαγγαράδικο
 

Οι βυζαντινοί είχαν σαν υπόδημα τα τσαγγία. Θα θυμάστε ότι το πτώμα του Κωσταντίνου του Παλαιολόγου το αναγνώρισαν, μετα την Αλωση, απο τα κόκκινα τσαγγία με αετούς που μόνο ο αυτοκτράτορας φορούσε.

Τώρα που τσαγγία! Αλλά μας έμεινε το επάγγελμα: τσαγγάρης<τσαγγάρις<τσαγγάριος = ο κατασκευαστής τσαγγίων.

Η λέξη είναι περισκή zanca [Κουκ τομ.Δ σελ. 409]

Αποδυθείς (ο Βάρδας Φωκάς) τά μελαμβαφή πέδιλα, άπερ έφερον τότε τά μέλη της αριστοκρατίας και οί άρχοντες, έτόλμησε νά περιβληθη τά ερυθρά, άπερ ήσαν σύμβολα της υπέρτατης αρχής, και ν' άνακηρυχθη επισήμως βασιλεύς.
Γουστάβος Σλουμπερζέ - Ιωάννης ο Τσιμισκής σ.7(262,79)

Μιά άλλη λέξη που αφορά το επάγγελμα του υποδηματοποιού αλλά ξεχάστηκε εντελώς ως δηλωτικόν επαγγέλματος, επέζησε όμως παγκόσμια λόγω της χρήσης της ως επωνύμου του Κωνσταντίνου Καβάφη.   ( καβάφης ο [kavafis] Ο11 : (παρωχ.) αυτός που κατασκευάζει ή πουλά παπούτσια κατώτερης ποιότητας. [τουρκ. kavaf (από τα αραβ.) -ης] [Κριαρ λήμα καβάφης])

   

Μακρυμύτικα ή Κούντουρα;

  Τα μακρυμύτικα ήταν παπούτσια πολυτελείας (βλ. Εικονα αριστερα)
Για αυτό απαντούμε στα Πτωχωπροδρομικά Ποιήματα (Hesseling - Pernot - Poèmes Prodromiques- Tom.IV pag.5] τους στίχους:
βαθέα καλίγια αγόρασε και φόρει τα εις την μέσην
και μην φορείς τα χαμηλά με τας μακρέας μύτας.
Μεσαιωνική Κούντουρη μπότα, η κουντούρα (θ.)
 

Τα μακρυμύτικα ήταν άβολα για δουλειές και για περπάτημα. Ισως ήταν και δείγμα αριστοκρατίας ("εγω δεν δουλεύω, είμαι αφέντης") κάτι παρόμοιο με τα μακρυά νύχια των μανδαρίνων της Κίνας. Σήμερα τα μακρυμύτικα ξανάγιναν της μόδας.

Περπατάμε τόσο λίγο και δουλεύουμε στα χωράφια ελάχιστα!

Τα μακρυμύτικα αργότερα εξελίχθηκαν σέ τσαρούχια.
Τά πρώτα τσαρούχια ήταν ετσι. Μετά η μύτη γύρισε προς τα επανω και οι κλωστες της ραφής αφέθηκαν να κρέμονται ως διακοσμητικές και εξελίχθηκαν στην φούντα, και έτσι έχουμε την τελική μορφή του τσαρουχιού , σημα κατατεθεν για τον Ελληνα:
Φουστανέλλα, τσαρουχ' φούντα φεσ'
καμαρ', λεβεντία, περηφάνεια
σουστός διπλουμένους κατφές

Στις σόλες των τσαρουχιών προστέθηκαν καρφιά για να περιορίζεται η φθορά τους, η λεγόμενη προκαδούρα.

Αντιθετα τα μη-μακρυμύτικα, που τα ονομαζαν κούντουρα, (απο το κοντή ουρά=μύτη) ήταν για βαριά χρήση. Στά κούντουρα βάλανε από κάτω μεταλλικά πέταλα (λατ. lunula σεληνισκος) στο μπρός και πίσω μέρος.

Εκφράσεις

 

Καλλιγώνει ψύλλο

Ειναι τόσο επιτήδειος που μπορεί να βάλλει παπούτσια σε ενα ψύλλο.

Του έδωσε τα παπούτσια στο χερι

Του συνέστησε να φύγει αθορύβως. Τα τσαρούχια και τα παπούτσια με πέταλα έκαναν θόρυβο.

Δουλειές με φούντες

Σπουδαίες και επικερδείς επιχερήσεις. Δεν έχει σχέση με την φούντα (θύσανο) του τσαρουχιου.

Δες το ιδιαίτερο αφιέρωμα στις δουλειές με φούντες στο Blog μου.

Δουλιές του ποδαριού

Εργασία που εκτελεί κάποιος πλανόδιος επιτηδευματίας. Λόγω της έλλειψης σταθερής επαγγελματικής στέγης, το επάγγελμα είναι ελάχιστα προσοδοφόρο και πολύ αφερέγγυο (τρέχα βρες τον).

Στο πόδι

Σημαίνει 'Ορθιοι'

Πηγαμε χωρις να τους ειδοποιήσουμε και τους βρήκαμε στο πόδι γιατί μετακομίζανε. Παλαιοτερο "επι ποδός πολέμου".

Εργασια που εγινε "στο ποδι" (ορθια, προχείρως) και οχι στο επαγγελματικο περιβάλλον (οπου υπαρχουν τα εργαλεια και υλικα). Μια τετοια εργασια δεν εγγυάται ποιοτητα ή διαρκεια.

Πάρε πόδι

Εννοείται 'πάρε [το] πόδι [σου απο εδώ]'. Δηλαδή "φύγε" . Παρατηρήστε οτι χρησιμοποιείται ο ενικος (το ποδι) επειδή εξυπονοείται οτι μετά θα πάρει και το άλλο. Αλλη έκφραση με πρόνοια γιά μεταγενέστερες παραβίασεις: Να μην ξαναπατήσεις το πόδι σου εδώ μέσα. Αλλού χρησμοποιειται ο πληθυντικός : Δεν μπορώ να πάρω τα ποδια μου, μου κόπηκαν τα ποδια.

Παπούτσι από τον τόπο σου

Το εγχώριο προϊόν ειναι πιο κατάλληλο γιατί είναι προσαρμοσμένο στις τοπικές συνθήκες. Συνήθως λέγεται μεταφορικά για τον μέλλοντα ή την μέλλουσα σύζυγο.

Μπήκε με τα τσαρούχια

Εισήλθε ανέτως και υπερηφάνως, βροντώντας τα τσαρούχια του.

Κακώς χρησιμοποιείται για τον ίδιο λόγο η έκφραση μπήκε "με το σπαθί του", που σημαίνει μπήκε με την βια (vis millitaris) και όχι με την αξία του.

Μεσ' στα ποδια μας

Ειναι εμπόδιο, παρενόχληση. πχ "μας κουβαλήθηκε τωρα ο ευογημενος και θα τον εχουμε μεσ' στα πόδια μας ενω συγυρίζουμε".

Στο πόδι μου

Ορίζω ή εγκαθιστώ κάποιον ως αντικαταστάστη. "Εφυγε κί άφησε τον παραγιό του στο πόδι του".

Με το ενα πόδι στο λάκο

Ειναι ετοιμοθάνατος. Φράση με ιδαιτερη ενάργεια, σαν κάποιος να μπαίνει μόνος του στον λάκο!

Το έβαλε στα πόδια

Παραμένει μυστήριο το τι έβαλε στα πόδια! Υποθέτω πως εννοεί "το έβαλε [όλο το ζόρι] στα πόδια"

Πάτησε πόδι

Η πλήρης Φράση: "του πάτησε το πόδι". Σημαίνει απαίτησε έντονα, εξέφρασε τήν έντονη αντιθεσή του. Απο την παράδοση να πατάει η νύφη του πόδι του συζύγου της στήν διάρκεια της τελετής του γάμου, οταν εκφωνεί ο ιερέας την φράση "η δε γυνή ινα φοβείται τον άνδρα".

Τα δύο ποδια σε ενα παπούτσι

Συνετισμός μετά βασάνων.

Τά "ξυλοπάπουτσα" (brodequins στή Γαλλία, stivaletti στήν Ιταλία) ήταν όργανο βασανιστηρίων. Στερέωναν γύρω-γύρω στίς κνήμες μακρόστενα ξύλινα «πηχάκια» άπό τά γόνατα ώς τά πέλματα παράλληλα στό πόδι καί τά τύλιγαν σφιχτά μέ σκοινιά. Ύστερα οί δήμιοι έμπηγαν διαδοχικά στά διάκενα μικρές σφήνες μέ τή βοήθεια σφυριού προκαλώντας αφόρητους πόνους. Μαρτύριο πού άν δέν ήταν θανάσιμο προκαλούσε συνήθως αθεράπευτη χωλότητα.[Σιμοπ σ.317]. Το σύνολον ήταν δύο πόδια δεμένα σφικτά σαν να φορούσαν ενα ξυλοπάπουτσο. Ετσι προέκυψε η έκφραση "του έβαλε τα δύο πόδια σε ενα παπούτσι".

Put oneself in someone's shoes

Η αγγλική αυτή εκφραση "μπαίνω στά παπούτσια του άλλου" σήμαινε μεταφορικά "έρχομαι στην θέση κάποιου αλλου".

Η πολύκροτη ταινια με τον Άντονυ Κουήν και με τίτλο "The Shoes of the Fisherman" χρησιμοποίησε την έκφραση για να δηλώσει: "Στή θέση του Πάπα" (Ο "Μεγάλος Ψαράς" ήταν ο Πέτρος και οι πάπες θεωρούνται διάδοχοί του).

Επώνυμα

 
  • Κουντουράς
  • Κουντουριώτης
  • Καλιγάς
  • Τσαγγάς
  • Τσαγγάρης, Τσαγγαράκης
  • Τσαρούχας, Τσαρουχάς
  • Φουντάς, Φούντας

Συγγενικα, Συνώνυμα

 
  • Ποδάγρα (πους+άγρα=κυνήγι)
  • Ποδηγετώ
  • Ποδαρικό
  • Ποδαράδες
  • Ποδήλατον ενν. όχημα (αυτο που προχωρεί, ελαύνει, απο την κινηση των ποδιων)
  • Ποδήματα (παρετυμολογημανο απο το "ποδι" ενω προέρχεται από το υπο+δεω =δενω χαμηλα, ποδένω )
  • Ποδήρης (που καλύπτει τα ποδια, πρβλ. φρενήρης, ξιφήρης, κλινήρης.
  • Ποδονίφτης
  • Ποδόμακτρον
  • Ποδοκάκη
  • Ποδοβολητό
  • Ποδόγυρος
  • Ποδιά (μσν. ποδέα)
  • Εμπόδιο (εν+πόδι[ον] < πούς = πόδι αυτο που μπαίνει ανάμεσα στα πόδια μας και μας εμποδίζει)
  • Υποπόδιον
  • Τρίποδο
  • Τετράποδο
  • Οκταπόδι
  • Ταχύπους

 

 

 
  Copyright © 2009 - Αρης Στουγιαννίδης (Εκτυπώσιμη έκδοση) Μαρ 2010  

άντζα η· άτζα.

* Kνήμη· ειδικ., το σαρκώδες τμήμα στο πίσω μέρος της κνήμης, η γάμπα· ή το πίσω μέρος του γονάτου: o πληγές εις τες άντζες και εις τα δάκτυλα (Μετάφρ. «Χαρακτ.» Θεοφρ. 130)· o επίασεν τον σφυγμόν του από την άτζαν (Σπανός D 1733).

[πιθ. <παλαιότ. άνω γερμ. ancha (φραγκικό *ankya)· για διάφ. ετυμ. βλ. ΙΛ, στη λ. Ο τ. και σήμ. ιδιωμ. Τ. άνζα και άντα στον Ευστάθιο. Η λ. τον 11. αι. (βλ. και LBG), στο Meursius και σήμ. ιδιωμ.]

Αλλά και στα 1887, στό ποιήμα «Επιστολή» του Γ. Σουρή συναντάμε τις άντζες

Eπιστολή Σιορ Σουρή... Kι εμείς εδώ ηκάμαμε πολλά
για τον χρυσό μας Δήμαρχο, για τον Tσυγγρό τον Xιώτη,
στο πόδι εσηκώσαμε τον κάθε μαχαλά
και όλ’ οι παρακατινοί μαζεύτηκαν κι οι πρώτοι,
μισέ Mπουρλής, μισέ Tζανής, μισέ Zωρζής και άλλοι,
πούχουν τα γρόσα τα πολλά και το σωστό κεφάλι.
Aπό τη διαδήλωση εν έλειψε κανείς
και μια ρουκέτα μακρουλή βαστούσε ο Tζανής,
και το κορίτσι του Mικέ, που κάνει σαν λωλό,
σαν ίντα νάναι, τούλεγε, αυτό το μακρουλό;
Mα ο Tζανής εν είχενε κουράγιο να την κάψη
κι ούτε κανείς βρισκούτανε να ’λθεί να την ανάψη.
Στο ύστερ’ ο μισέ Mπουρλής, το πρώτο παλληκάρι,
που φαίνεται πως κάτι τι από ρουκέτες ξέρει,
την πήρε από τον Tζανή για να την αμολάρη
και το σταυρό του ήκαμε με το δεξί του χέρι,
και «μνήσθητί μου Kύριε» φωνάζει με μετάνοια
και η ρουκέτα ήναψε κι αστράψαν τα ουράνια.
Ωχού! ωχού! Φωνάξανε οι Xιώτισσες με τρόμο,
ουγού! Η Χίος θα καή και όλα μας τα τζάκια,
μα η ρουκέτα στράβωσε κι επήρε άλλο δρόμο
και μέσα στου μισέ Mπουρλή τρυπώνει τα μπατζάκια.
Kι ύστερα φεύγει απ’ αυτού με γύρες σαν λωλή
και μες στις άντζες χώνεται της κόρης του Mπουρλή.
Kαι τότε πια εγίνηκε μεγάλο πανηγύρι
και πέφτει και λιγοθυμά η κόρη με τον κύρη,
και είδανε και πάθανε ως που να συνεφέρουν,
γιατί αυτά τα πράματα οι Xιώτες εν τα ξέρουν.
Kαι το κορίτσι του Mικέ ρωτούσε το λωλό
σαν ίντα πράμα νά ’τανε αυτό το μακρουλό.
Iούλιος 1887

καλιγάς ο· καλλικάς.

* Πεταλωτής: o έστειλα έναν εδικόν μου κτηνόν ενού καλλικά να το ιατρέψει (Aσσίζ. 18119).

[<ουσ. καλίγι(ο)ν + κατάλ. -άς ή >ουσ. καλιγάριος (4.-5. αι.,. O τ. στο Du Cange (-ίκας, λ. καλίγα) και σήμ. κυπρ.]

Δεν εννοεί ανατομικά την μέση (την οσφύν) αλλά την Μέσην Οδόν τον κεντρικό δρόμο των Βυζαντινών στην Κωνσταντίνου Πόλη. Δεν ειναι σπάνιο ορισμενα ενδύματα να εχουν προαθορισμενο χωρο ή περισταση που θα φοριουνται. πχ. Βαπτιστικά, Γαμπριάτικα, Λαμπριάτικα, μειντανογέλεκο.