Υπογλώσσιο #21

ΧΟΡΗΓΕΙΤΑΙ ΧΩΡΙΣ ΙΑΤΡΙΚΗ ΣΥΝΤΑΓΗ

Τα «υπογλώσσια» είναι μικρές φράσεις ή λέξεις υπαρκτές στην Ελληνική γλώσσα και που το νόημά τους δεν μας είναι ακριβώς γνωστό, είναι δηλαδή και υπογνώσια. Θα γράφω τέτοια συχνά για να διαβάζονται εύκολα και μην ξεχνιώμαστε.
Οι παραπομπές στη βιβλιογραφία βρίσκονται στο τέλος της σελίδας
Φανατικός
 

Οι οπαδοί διαφόρων πολιτικών, οικονομικών η θρησκευτικών θεωριών αλλά και οι οπαδοί αθλητικών σωματείων διέπονται συχνά από μια επίμονη προσήλωση στις πεποιθήσεις τους. Η προσήλωση αυτή τους κάνει να μην μπορούν να δουν καθαρά τα φαινόμενα και μειώνει την κρίση τους. Μεροληπτούν υπερ των δικών τους απόψεων και δεν επιδέχονται κριτική. Υπάρχει ένα αρχαίο ρητό γι΄ αυτους "ου με πείσεις καν με πείσεις"* . Αυτοί οι άνθρωποι λέγονται φανατικοί. Δεν θα κάνω κοινωνιολογία, πολιτική ή θεολογία, πολύ δε περισσότερο δεν θα ασχοληθώ με τις αθλητικές ομάδες. Θα δούμε μόνο την λέξη φανατικός και τις συγγενείς λέξεις από όλες τις πλευρές.

*) Ακόμα και να με πείσεις, δεν πρόκειται να πεισθώ. Λέγεται για ανθρώπους υπέρμετρα πείσμονες και ισχυρογνώμονες, που δεν μεταβάλλουν την άποψη τους, ακόμη και όταν καταλαβαίνουν ότι έχουν άδικο.

 
Φανατικός

φανατικός < από τη λατινική λεξη fanaticus[1]

  • ιερομανής, θεομανής, θεόληπτος
  • μανιακός, μανιώδης
  • Κυριολεκτικά από εκείνος που βρίσκονται γύρω από τους ναούς και λένε προφητείες και βακχεύματα.

    πρβλ. Fanum

    *) βακχεύματα: επικλήσεις στο Βάκχο, Διόνυσο υπο το κράτος μανίας. Μάλλον το έτσουζαν λιγάκι.

     
    Fanum

    Fanum Στα λατινικά σημαίνει ένα τόπο αφιερωμένο σε κάποια θεότητα, ενα ιερό, ναος, τόπος θυσίας, τέμενος.

    “pro patriis fanis atque delubris propugnandum”

    (Κικέρων - Περι Δημοκρατίας).

    Είναι κάτι αντίστοιχο με το δικό μας «υπέρ ιερών και οσίων»* ή «υπέρ βωμών και εστιών»

    *) Για κάποιον ασεβή ή ηθικά ανάλγητο λέμε «αυτός δεν έχει ούτε ιερό ούτε όσιο».

    Αντίθετο

    Profanus Αυτός που δεν είναι στο ναό, αυτός που του απαγορεύεται να είναι στον ναό, ο ασεβής, ο εναγής, ο αισχρός, ο κακοήθης.

     

     
    φανατισμός

    Η νοοτροπία ή η συμπεριφορά του φανατικού.

    Φράση: Υποστήριξε με φανατισμό τις αποψεις του.

     
    φανατίζω Κάνω κάποιο να γίνει φανατικός.  
    Ρητα, Γνωμικά

    Φανατικός ειναι αυτός που δεν αλλάζει μυαλά αλλά δεν αλλάζει και θέμα.

    Winston Churchill

     
    Μεταφράσεις
    • Fanatic / Fan (Αγγλικά)
    • Fanatique (Γαλλικά)
    • Fanatico (Ιταλικά)
    • Fanatiker (Γερμανικά)
     
    Ειδη

    Θρησκευτικός Φανατισμός

    Εφθασε στο ζενίθ του κατά τον Μεσαίωνα με την Ιερά εξέταση και τον Τζιρόλαμο Σαβοναρόλα.

    Η Ιερα Εξέταση ταλάνισε με τον φανατισμό της και την αγριότητά της μια μεγάλη περίοδο της Ιστορίας.

    Μεσαιωνική (1231–16ος αιώνας), Ισπανική (1478–1834) Πορτογαλλική (1536–1821) και Ρωμαϊκή - Παπική Ιερά Εξέταση (1542 – c. 1860 ) *

    *) Αν έχετε αρκετό κουράγιο, γερό στομάχι, 160€, και υπομονή μπορείτε να διαβάσετε την «Εγκληματική Ιστορία του Χριστιανισμού» του Karlheinz Deschner (σε 8 Τομους, μεχρι και τον 10ο αιώνα!) οπου τά αποτελέσματα του Θρησκευτικού Φανατισμού τεκμηριώνωνται με κάθε λεπτομέρια.

    Ο Αρχιερέας του φανατισμού

     
     

    Πολιτικός φανατισμός

     
      Οι διάφοροι δικτάτορες, κήρυκες των διαφόρων -ισμών έκαναν βέβαια πρωτοφανείς αγριότητες. Ειδικά μερικοί όμως δημιούργησαν τέτοιο φανατισμό στους οπαδούς τους ώστε οι αγριότητες να γίνονται με την συνέργεια και συναίνεση πλήθους φανατικών οπαδών. Τέτοιοι ηγέτες υπήρξαν ο Χίτλερ και ο Μουσολίνι. Διακήρυξαν τον εθνικοσοσιαλισμό που παρέμεινε πιο γνωστός ως Φασισμός.  
     

    Φασισμός

     
     

    Φασιστικος ΛογότυποςΑπό το λατιν. fascia (προφέρεται φάσια) = φασκιά, ταινία, γιατί ο Μουσολίνι διάλεξε για σύμβολο του κόμματος του τη δέσμη από ράβδους και τον πελέκι, δεμένες με ταινία που κρατούσαν οι Ρωμαίοι ραβδούχοι*, (lictores) σωματοφύλακες του βασιλέα.
    Ραβδούχοι

     


    ΡαβδουχοςΟι ραβδούχοι ήταν οι αστυνομικοί της αρχαιότητας, αυτοί επέβαλαν την τάξη. Ονομάστηκαν έτσι, γιατί στο χέρι κρατούσαν πάντα ένα ραβδί, που μ' αυτό τιμωρούσαν τους παραβάτες των νόμων και των δημόσιων κανονισμών. Στην αρχαία Ελλάδα, οι ραβδούχοι είχαν σαν αρχικό τους καθήκον τη διατήρηση της τάξης και της ευπρέπειας στα θέατρα. Μετά άρχισαν να προσφέρουν τις υπηρεσίες τους στους αθλητές και πρόσεχαν για τη σωστή διεξαγωγή των αγώνων. Εκείνοι που παρέβαιναν τους κανονισμούς του παιχνιδιού ή του αθλήματος, τιμωρούνταν αυστηρά απ' τους ραβδούχους. Οι ραβδούχοι επίσης επόπτευαν την εκτέλεση των διάφορων ιεροτελεστιών και μυστηρίων. Οι ραβδούχοι στη Ρώμη, οι lictores, εκτελούσαν διάφορες αποφάσεις της πολιτείας κι έπαιζαν το ρόλο των σωματοφυλάκων των αρχόντων.


    *) Αναλογα αν άκουγε κάποιος τη λέξη ή την διάβαζε διαμόρφωνε την τελική προφορά στη γλώσσα του. Στα Ιταλικά το sc μετά απο i,e, προφέρεται δασύ σίγμα όπως το Γαλλικο ch, ενω σε άλλες περιπτώσεις προφέρεται σκ όπως σκυλος. Οποιος διαβάσει την fascia την λεει φάσκια ή φασκιά. Αν την ακούσει, την λέει οπως την ακουσε: φάσια. Ετσι δημιουργηθηκε η λέξη "Φασισμός". Φάσα λέμε και σήμερα μια ταινία που ράβεται στον ποδόγυρο ενος φορέματος. Φασκιά λεμε τις ταινίες, σπαργανα που τυλίγουν τα νεογέννητα.

     
    Ομόρριζα

    φάσκωλον[3],
    (Βλ. Υπογλώσσιο 8)

    Φάσκωλον

    Επιζεί στα φάσκελλο, φακιόλι.

     
    ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

    1) 267, ΛΕΞΙΚΟΝ ΛΑΤΙΝΟΕΛΛΛΗΝΙΚΟΝ, Ε. ΤΣΑΚΑΛΩΤΟΣ, ΣΑΚΕΛΛΑΡΙΟΥ, 1921.

    2) 480 ETYMOLOGICAL DICTIONARY OF THE LATIN LANGUAGE .by Rnv. P. E. J. VALPY, 1826

    3)642 Μέγα Ετυμολογικον - ΚΑΚΤΟΣ - 1992

     
    Copyright 2011© Αρης Στουγιαννίδης www.stougiannidis.gr