Υπογλώσσιο #26

ΧΟΡΗΓΕΙΤΑΙ ΧΩΡΙΣ ΙΑΤΡΙΚΗ ΣΥΝΤΑΓΗ

Τα «υπογλώσσια» είναι μικρές φράσεις ή λέξεις υπαρκτές στην Ελληνική γλώσσα και που το νόημά τους δεν μας είναι ακριβώς γνωστό, είναι δηλαδή και υπογνώσια. Θα γράφω τέτοια συχνά για να διαβάζονται εύκολα και μην ξεχνιώμαστε.
Οι παραπομπές στη βιβλιογραφία βρίσκονται στο τέλος της σελίδας
Μάθε γέρο γράμματα
ΕΙΣΑΓΩΓΗ Περιφρονητικά και με κακεντρέχεια λεμε την φράση «τώρα στα γεράματα μάθε γέρο γράμματα». Το «γηράσκω αει πολλά διδασκόμενος» για το οποιο περηφανεύονταν οι αρχαίοι φαίνεται να το έχουμε ξεχάσει. Η γραφή ειναι παλαιότατη μορφή επικοινωνίας. Μας τροφοδότησε με ένα σωρό λέξεις, άλλες γνωστές και άλλες άγνωστες όλες όμως εδιαφέρουσες.  
ΜΕΘΟΔΟΙ  
 

Από παλιά η γραφή, το γράψιμο γίνονταν με 3 βασικούς τρόπους:

  • Με χάραξη
  • Με εκτύπωση
  • Με Χρώση, χρωμάτιασμα.
 
Χάραξη

Ρήματα

γράφω: χαράζω γράμματα

γλύφω: χαράζω γράμματα σκάβοντας μια επιφάνεια

Παράγωγα

γράμμα: το σύμβολο που δηλώνει καποιο φθόγγο. Συν. ψηφίο.

γραφή: η ενέργεια του να γράφει κάποιος, το γράφειν || τα γραπτά κείμενα πχ. «Ερευνάτε τας Γραφάς», και «παλιν ετέρα γραφή λεγει», Αγια Γραφή.

Στα μεσαιωνικά και Νεότερα Ελληνικά κατάντησε να σημαίνει την επιστολή. πρβλ.

Πιάνουν και γράφουν μια γραφή
χέζουν τα γένεια του κατή.

Δημοτικό «Κάτω στου Βάλτου τα χωριά.»

αλλά και άλλο ανώνυμο

γράφει ο Γιαγκούλας μια γραφή
κι ενα καημένο γράμμα.

*) Υπονοεί καμένο γράμμα στις τέσσερις άκρες του. Το κάψιμο στις άκρες ηταν δείγμα σοβαρού περιεχομένου.

 

 
ΕΚΤΥΠΩΣΗ Ρήμα: σφραγίζω  


ΔΑΚΤΥΛΙΔΙ-ΣΦΡΑΓΙΔΑ ΤΟΥ ΧΕΟΠΑ

 

Η εκτυπωτική γραφιδα των αρχαίων, ό λεγόμενος τύπος, ήταν ή γραφίδα τής αρχαίας τυπογραφίας, Οταν λέμε «τύπον έκτυπώ», «εκτύπωση» και «τυπογραφία» γιά τήν αρχαιότητα, δεν εννοούμε ποτέ τή σημερινή τυπογραφία, κατά τήν οποία τό όργανο τής γραφής αφήνει πάνω στή γραφική ΰλη ένα χρωστικό αποτύπωμα. Τέτοια τυπογραφία ήταν τελείως άγνωστη στους αρχαίους όλης τής γής. Η τυπογραφία των αρχαίων έχει σήμερα διάδοχη τέχνη τήν αναγλυφοτυπία. Ηταν ό,τι είναι τό σφράγισμα πάνω στό βουλοκέρι των ταχυδρομικών δεμάτων ή στή συμπιεστή μολύβδινη σφραγίδα των εμπορευμάτων, έμοιαζε μέ τήν τυπογραφία μόνο σ' αυτό πού είναι και σήμερα κοινό μεταξύ τυπογραφίας κι άναγλυφοτυπίας: οτι υπάρχει μήτρα πού τεχνουργεΐται μιά φορά, κι αυτή χρησιμοποιείται έν συνεχεία γιά τήν επαναληπτική και πανομοιότυπη άποτύπωση τοΰ γράμματος. Μήτρες τής αρχαίας τυπογραφίας, πού σώζονται σήμερα, είναι oι σφραγιδόλιθοι των δακτυλιδιών, πού ή αρχή τους χάνεται μέσα στήν προϊστορική εποχή, και οί κυλινδρικοί σφραγιδόλιθοι τής Μεσοποταμίας, μερικών άλλων τόπων τής Κοντινής Ανατολής, και των Θηβών τής Βοιωτίας, όλοι είναι από πολύτιμους και ημιπολύτιμους λίθους, των οποίων τήν Ιδιαίτερη σκληρότητα και σχετική αφθαρσία είχαν αντιληφθεί και οί αρχαίοι τής προϊστορικής εποχής. Όλα τά νομίσματα τής αρχαιότητος, ήταν δέ και οί άπό τούς συγγράφεις μαρτυρούμενες σφραγίδες και τα ρωμαϊκά και βυζαντινά κηρόβουλλα, μολυβδόβουλλα, άργυρόβουλλα, και χρυσόβουλλα*.

*) Το Χρυσόβουλο, ή χρυσόβουλλο, ήταν επίσημο δημόσιο έγγραφο που έφερε χρυσή σφραγίδα.
Χρυσόβουλα ονομά- ζονταν τα διατάγματα των Αυτοκρατόρων του Βυζαντίου τα οποία γράφονταν σε περγαμηνή στην οποία φέρονταν εξαρτημένη χρυσή σφρα- γίδα.

 
     
     
ΧΡΩΣΗ    
Χρώση

Γινονταν με μελάνια και χρώματα διαφορων ποιοτήτων. Σαν μεσα γραφής χρησιμοποιούσαν χηνόφτερα, καλάμια και πινέλα.

Ο Βυζαντινός αυτοκράτορας υπέγραφε με κόκκινο χρώμα (κιννάβαρι). Ουδείς άλλος είχε τέτοιο δικαίωμα.

 
 

Ο κανίκλειος, πιο επίσημα χαρτουλάριος του κανικλείου ή ο ἐπὶ τοῦ κανικλείου, ήταν ένα από τα πιο υψηλόβαθμα αξιώματα στη βυζαντινή αυτοκρατορία, ήταν ο φύλακας του αυτοκρατορικού μελανοδοχείου: του κανικλείου, (κυριολεκτικά κανικλείον σήμαινε "σκυλάκι", Λατινικά: canicula), περιείχε το κόκκινο μελάνι με το οποίο ο αυτοκράτορας υπέγραφε κρατικά έγγραφα. Το αξίωμα εμφανίζεται για πρώτη φορά τον 9ο αιώνα, και ήταν συνοδευε παράλληλα και άλλα κυβερνητικά αξιώματα. Η εγγύτητά του με τον αυτοκράτορα και ο χαρακτήρας του ρόλου του, έδοσε στον επί του κανικλείου μεγάλη επιρροή, ιδίως στη σύνταξη αυτοκρατορικών χρυσόβουλλων.
Στην Κωνσταντινούπολη, επίσης, υπήρξε μια συνοικία, στην όχθη του Κεράτιου Κόλπου. του λέγονταν: «τα κανικλείου».

 
ΥΛΕΣ ΓΡΑΦΗΣ ΜΕΣΑ ΓΡΑΦΗΣ  
Μεταλλικές & ανόργανες ύλες γραφής  
ΠΗΛΟΣ

Οι Βαβυλώνιοι εγραφαν συνήθως πανω σέ πηλό (ωμό ή ψημένο μετα την χρήση, γιά μονιμότερο αποτέλεσμα). Χρησιμοποιούσαν τήν σφηνοειδή γραφή.

ό 'Ιωάννης Λυδός μαρτυρεί, ότι και οί 'Ρωμαίοι είχαν κάποια γραπτή ψημένη πινακίδα, ή όποία λεγόταν λατέρκουλον η άπό μερικους και τίτλος (titulus), και συνήθως εντοιχιζόταν, όπως λ.χ. οί νομικές μαρμάρινες επιγραφές της Γόρτυνος. Αλλά, κυρίως «τίτλος» λεγόταν , όταν ήταν κατάλογος άξιωματούχων, γι' αυτό άλλωστε και σήμερα ή λέξη «τίτλος» εχει τη σημασία που εχει.

Ή παρ' Ελλησιν οπτή πλίνθος λατέρκουλον παρά Ρωμαίοις λέγεται. Hν δε πλίνθος δημοσία, έφ' ης τά τε τών βουλευτών και τα τών στρατευμάτων ονόματα απεγράφετο, και έγράφετο έπι τείχους είς τετράγωνον σχήμα τύπος τις και γραμμή πλίνθος. Τίτλον δε και αυτήν τινες όνομάζουσιν, ουκ είδότες, ώς τίτλος κυρίως ή προσγραφή τών Αξιωμάτων λέγεται, ου μην ή τετράγωνος γραμμή

Τίτλο ονόμαζαν επίσης την επιγραφή με την απόφαση εκτέλεσης κάποιου. Σκοπό είχε να τονίσει το είδος και την τιμωρία του αδικήματος αλλά και να εκφοβίσει τους υπόλοιπους. Στην εικόνα μια υποθετική αναπαράσταση του τίτλου του Ιησού.

ΙΝΒΙ

Δες και Υπογλώσσιο #19.

Ηδη ψημένα κομμάτια απο αγγεία (όστρακα) χρησιμοποιούσαν οι Αθηναίοι για τον οστρακισμό ή εξοστρακισμό*: ήταν μία διαδικασία ψηφοφορίας με την οποία αποφασιζόταν ελεύθερα, άνευ δίκης, η υποχρεωτική εξορία ή όχι, ενός ατόμου που κρινόταν επικίνδυνο για την πόλη. Ο οστρακισμός εφαρμοζόταν στην αρχαία Αθήνα, από όπου τον πήραν και οι άλλες πόλεις με δημοκρατικό πολίτευμα. Ο οστρακισμός γινόταν ως εξής: έφραζαν την Αγορά και δημιουργούσαν έτσι έναν περίβολο, που τον διαιρούσαν σε 10 τμήματα, με κοινή είσοδο. Σε αυτά εισερχόταν κάθε πολίτης, ανάλογα με τη φυλή που ανήκε και άφηνε ένα όστρακο (θραύσμα πήλινου αγγείου), όπου είχε γράψει το όνομα του πολίτη του οποίου την εξορία επιθυμούσε. ΚΙΜΩΝΓια να εξοριστεί κάποιος έπρεπε το όνομά του να βρεθεί σε περισσότερα από 6.000 όστρακα. Ο πολίτης που καταδικαζόταν είχε διορία δέκα ημερών για να τακτοποιήσει τις προσωπικές του υποθέσεις. Αρχικά, η εξορία διαρκούσε δέκα χρόνια αλλά αργότερα μειώθηκε σε πέντε. Στην εικονα ενα οστρακο για τον Κιμωνα του Μιλτιάδου.

*) Οι σφαίρες των πυροβόλων όπλων που κτυπάνε κάπου και αλλάζουν πορεία αποστρακίζονται και όχι εξοστρακίζονται. Πως μπορεί κανείς να εξορίσει μια σφαίρα!

 
ΧΑΛΚΟΣ

Ειδική χρήση τού χαλκού σα γραφικης ύλης, συνηθισμένη στούς Ρωμαίους, είναι τα privίlegia milίtum καΙ privilegia veteranorum, πού διασώθηκαν, δηλαδή οί ταυτότητες των εν ενεργεία και των βετεράνων στρατιωτικών τού Ρωμαϊκού κράτους. Βρέθηκαν τέτοιες πολλές, είναι χάλκινες πινακίδες, πάνω στις όποιες αναγράφονται τα στοιχεία ταυτότητος του κατόχου τους και οτι αυτός έχει ρωμαϊκη ιθαγένεια και διάφορα προνόμια πού έχει κάθε Ρωμαίος πολίτης. Τέτοια χάλκινη πινακίδα ταυτότητος πρέπει να είχε κάθε Ρωμαιος πολίτης, για ν' αποδεικνύει αμέσως την ιδιότητά του αυτή. Αλλιώς δεν εξηγείται, πώς γινόταν πιστευτός, αμέσως μόλις δήλωνε, οτι είναι 'Ρωμαίος πολίτης, και μάλιστα σε περιστάσεις κρίσιμες, όπως συνέβη τουλάχιστο δύο φορες στόν απόστολο Παύλο.

Ο κάτοχος τέτοιας ταυτότητος λεγόνταν πριβιλεγάτος απ' όπου και το επώνυμο του Σιφναίου ποιητή Αριστομένη Προβελέγγιου.

 
Κασσίτερος

Παραδόξως είναι επίθετο συγκριτικού βαθμού και σημαίνει «λαμπρότερος». Βρίσκεται σαν πρωτο συνθετικό στα ονόματα
Κάσσ
ανδρος, Κασσάνδρα και Κασσιόπεια η Κασσιόπη. Μαρτυρείται και σαν επίθετο θετικού βαθμού: η κάσσα (κάσσα: η ώραία! επειτα: η πόρνη! πρβλ. σημερινά κασσέλα, κασσόμπρα[2]). Η σύγκριση γίνεται πρός τό μόλυβδο, ό όποίος ύστερεί σε μεταλλική λάμψη. Στα λατινικά ό κασσίτερος εκτός από stagnum λέγεται και plumbum candidum ή plumbum album* (= μόλυβδος λαμπρός η λευκός), ενώ ό μόλυβδος λέγεται plumbum nigrum (= μόλυβδος μαυρος) η απλως plumbum. Ο κασσίτερος είναι πολυ πιό ελατός από τό μόλυβδο και φυσικά ως γραφικη ύλη πιό ανθεκτικός στό χρόνο επειδή είναι ανοξείδωτος και εξασφαλίζει γράμματα τελείως ανεξίτηλα.

*) album ονομάζετο και κάθε άγραφη γραφική υλη, στα ελληνικά ομοίως λεύκωμα λέγεται το τετράδιο για προσωπικές σημειώσεις - κρίσεις φίλων κλπ.

 
Φυτικές ύλες γραφής  

ξύλο

 

ξύλον,φιλύριον, και πυξίον, σανίς, σελiς, πίναξ,

Τα σανίς, σελίς και πίναξ (σήμερα σανίδα, σελίδα και πίνακας) είναι ταυτόσημα και σήμαιναν από τα προϊστορικα χρόνια τό τετράγωνο καλοπελεκημένο και ροκανισμένο σανίδι, που σα γραφικη ύλη δεχόταν στις λείες επιφάνειές του χαρακτική γραφή.

Στα λατινικα matrix, caudex η codex, codicillus η codicellus*, codicellus ex ligno πλεοναστικως, matricium, tabula, tabella' και σ' έλληνικη μεταγραφη κώδιξ, κωδίκιον, κωδίκελλος*, ματρίκιον (μητρώον) , τάβλα (πβλ. τάβλι< μσν ταβλίον<tabula=πίναξ>πίνακας). τα matrix, caudex, και codex.

Στό σέκρετο (γραμματεία) του Ρωμαϊκου κράτους ό ανώτατος αρχων είχε γραμμένους τους αξιωματούχους του σε μία σειρα κηρωμένων πινακίδων, που ήταν, η επετηρίδα τών αξιωματούχων. Οι πινακίδες αυτες της επετηρίδος λεγόταν τάβουλαι (tabulae) ή κηρός (cera). ό πρώτος εγγεγραμμένος, δηλαδη ό ύπ' αριθμόν 2 αρχων της επικρατείας, λεγόταν πριμικήριος**(primicerius). γι' αυτό και στό Βυζάντιο στό μεν κράτος ύπηρχαν τ' αξιώματα μέγας πριμικήριος και πριμικήριος τής αύλής, στό δε πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως τα όφφίκια πριμικήριος τών ταβουλαρίων και πριμικήριος τών άναγνωστών!

Η Δέλτος ηταν μια ξύλινη σανίδα, η περισσότερες ξύλινες σανίδες, με μεντεσέδες που δίπλωναν (πτυκταί δέλτοι)***, πηρε το ονομά της απο το Δέλτα (εβραικής καταγωγής λέξη, που σημαίνει θύρα, πόρτα. Το τριγωνικο σχημα θυμιζει την πορτα σκηνής). Επιζεί η φράση «πέρασε στις δέλτους της ιστορίας ως μεγας στρατηγός».

Υποκοριστικό της Δέλτου είναι το Δελτάριον και Δελτίον (μικρή δέλτος). πρβλ. την ελληνική ονομασία της καρτ-ποστάλ: «επιστολικόν δελτάριον» και το «Δελτίο θυέλλης» .

*) Ειδικο νοημα εχει στην μεσαιωνικη νομική ορολογια. Κωδίκελλος: η διαταξη τελευταιας βουλήσεως που δεν περιέχει εγκατάσταση κληρονόμου || εγγραφο απονομης του τιτλου του πατρικίου: κωδίκελλος πατρικιότητας.

**) και οχι «πριμικύριος» οπως παρετυμολογούν ορισμένοι.

***) Απο το πτύσσω = διπλώνω. πρβλ. δίπλωμα, πτυχίο, τρίπτυχο. Στα πλαίσια του Νεοελληνικού αλαλούμ σήμερα το πτυχίο λέγεται «κωλόχαρτο» και το κωλόχαρτο λέγεται «χαρτί υγείας».

 
Φιλύρα

Φιλύρα: φυτον έχον φλοιόν βύβλω παπύρου όμοιον .

Μεγα Ετυμολογικον

Η φιλύρα (τιλλία) ανάμεσα στό ξύλο της και στόν εξωτερικό της τραχύτερο φλοιό έχει ένα εσωτερικό χιτώνα, σαν σαμπρέλα, λεπτό σα χαρτί και μηχανικώς ανθεκτικό σαν πανί και περισσότερο. Απ' αυτό τό χιτώνα οί αγρότες και υλοτόμοι μέχρι και σήμερα με λίγο κλώσιμο κάνουν πρόχειρα σχοινιά.

Στην προϊστορικη αρχαιότητα όχι μόνο έκαναν απ' αυτόν σχοινιά, αλλά κι έγραφαν πάνω σ' αυτόν με γραφή χρωστική. Λατινικά το βιβλίο λέγεται liber που θα πεί στην κυριολεξία του φλοιός δέντρου, τό δε libellus (λίβελλος*) είναι ύποκοριστικό του liber (βιβλιαράκι) σήμαινε αίτηση και σήμερα λέγεται για υβριστικά μικρά συγγράμματα.

Βλέπε και φλυαρία στο υπογλώσσιο #18 . Ο μη γραφικός φλοιός δένδρου λεγεται cortex (εξ ού και κουρτίνα).

*) Α λιβέλις: ο επι των αιτήσεων, Βυζαντινό Αξιώμα, Οφφίκιο. Ισως και ο γεννήτωρ του ονοματος και επωνύμου Λυμπέρης.

 
ρητίνη

Η Δέλτος ήταν μια ξύλινη επιφάνεια επιχρισμένη με ρητίνη, που επάνω της έγραφαν. Την ρητίνη (ρετσίνι του πευκου) την έλεγαν και πίσσα* ή πίττα και μάλθα ή μάλθη (πρβλ. μαλθακός). Στην πίσσα έγραφαν πιττάκια. Ο ταχυδρόμος λεγόταν και πιττακοφόρος. Σήμερα υπαρχει επώνυμο Πιττάκης (Κυριάκος Πιττάκης, Αρχαιολόγος).

Ομως οι δέλτοι επιχρίονταν και με κερί. Η χάραξη γινόταν με σκληρό αιχμηρό όργανο. Το απαλειπτικό σπατουλάρισμα και ισοπέδωμα του κηρού δηλωνόταν με τα ρήματα «λειαίνω», «προκαταλεαίνω», (λατ. deleo) η δε όλοκληρωτική αφαίρεσή του από την πινακίδα με την έκφραση «αποξέω τόν κηρόν». Το ρήμα για το ξύσιμο του κηρού και την δημιουργία μιας επανεγγράψιμης επιφάνειας ήταν το «ψάω». Τα επανεγγραφέντα έγγραφα λεγόντουσαν παλίνψηστα. Η απόξεση του παλιού κειμένου γινόταν με ξυράφι (novacula η rasorium) ή ελαφρόπετρα. Η αποξεσμένη δελτος λεγοταν tabula rasa, φράση που χρησιμοποιειται και σημερα για να δηλώσει τον αδαή, τον πλήρως απληροφόρητο. Το σβύνω στα αγγλικά έγινε erase.. δταν ή απόσβεση γινόταν με πλύση. Για να σβυστεί μια περγαμηνη, μούσκευαν πρώτα την γραμμένη για πολλες ώρες σε ζεστό νερό ή γάλα, και στη συνέχεια τη σφουγγάριζαν γερα με σφουγγάρι, πρβλ. το ιταλικο spegnere = σβύνω απο το σπόγγος.

*) Αυτό που σήμερα λέμε πίσσα το ονόμαζαν άσφαλτο.

 
φύλλα

Τα μικρά και στενά φύλλα ελαίας, χωρούν μόνο μία λέξη, χρησιμοποιήθηκαν μόνο για ψηφοδέλτια. Ο,τι ήταν ο οστρακισμός, ήταν στην Αθήνα και στις Συρακουσες και ο πεταλισμός ή εκφυλλοφορία, η ακριβέστερα στις μεν Συρακουσες λεγόταν πεταλισμός και ήταν δ,τι ακριβώς ο όστρακισμός, δηλαδη πάνδημη εκλογικη υπόδειξη, οτι κάποιο πολιτικό πρόσωπο είναι πολυ επικίνδυνο και πρέπει να εξοριστει, ενω στην 'Αθήνα λεγόταν εκφυλλοφορία και διέφερε από τόν όστρακισμό, γιατι γινόταν μόνο μεταξυ των μελών της βουλης των πεντακοσίων, για ν' αφαιρεθει από κάποιον βουλευτη μόνο ή βουλευτικη ιδιότητα για κάποιο παράπτωμα η κώλυμα. Αυτοί οι βουλευτές λεγόντουσαν έκφυλλοι.

Υπάρχουν και ένα σωρό άλλοι χαρακτηρισμοί για τους βουλευτές που εκφεύγουν από τα όρια της σκοπιμότητας της μελέτης και της κοσμιότητας.

 
πάπυρος

Απο φέτες ποώδους κυτταρίνης του ομωνύμου φυτου κατασκευαζονταν ο πάπυρος. Αφησε τα ιχνη του στίς λατινογενείς γλώσσες: paper, papier, papier. (cyperus papyrus). Συνώνυμο: βύβλος και αργοτερα βίβλος>βιβλίον (υποκ) >βιβλιάριον (υποκοριστικό του υποκοριστικου!).

 

 
χαρτί

Είναι το πλέον γνωστό μέσον γραφής. Θα εξαφανισθεί με τήν διαδοση των ηλεκτρονικών μέσων γραφής.

Στην σημερινή γλώσσα με το όρο «χαρτί» εννοούμε :

  • το πιστοποιητικό ή το διπλωμα, (πηρε το χαρτί του και διορίστηκε)
  • το χαρτί υγείας ή κωλοχαρτο (συν. δίπλωμα ή πτυχίο με μειωτική έννοια)
  • το παιγνιόχαρτο. (Να σε ρίξω τα χαρτιά να σε πω το μοίρα σου).
  • καθε γραπτή πληροφορια (να δουμε τι λένε τα χαρτιά)
 
     
Ζωικές ύλες γραφής  

μεμβράνες

Βυρσοδέψης

membranae.

μεμβράνα: λεπτό δερμα κατεργασμένο που χρησιμεύει ως υλικό γραφής || Μεμβράνη Τυμπάνου (αυτιού) αλλά και του μουσικού οργάνου.

Συνώνυμο διφθέρες > τουρκ. defter > σημερινό τεφτέρι=κατάστιχον. Μεμβράνες άριστης ποιότητας κατασκεύαζαν στην Πέργαμο. Ονομαζοταν «περγαμηνές διφθέρες», το επίθετο ουσιαστικοποιήθηκε: "περγαμηνή" : διφθέρα.

Αναφορές:

τὴν δ᾽ ἐπιστολὴν ἑλληνίζειν ἐν διφθέρᾳ γεγραμμένην, δηλοῦσαν ὅτι Πῶρος εἴη ὁ γράψας,

Στράβων - Γεωγραφία - 15.74

[13] τὸν φελόνην, ὃν ἀπέλειπον ἐν Τρῳάδι παρὰ Κάρπῳ, ἐρχόμενος φέρε, καὶ τὰ βιβλία, μάλιστα τὰς μεμβράνας.

Επιστολή Παύλου Προς Τιμόθεον Β 4.13

 

ΤΑ ΧΕΙΡΟΓΡΑΦΑ ΤΗΣ ΝΕΚΡΗΣ ΘΑΛΑΣΣΑΣ

 
Υφασμα Λινά και μεταξωτά υφασμα χρησιμοποιήθηκαν σπανιότερα για γραφή με πινέλο.  
Χρώματα

Μελάνι ή Μελάνη (μέλας: μαυρος) Αρχικά «γραφικόν μέλαν», μελάνιον, μελάνι και ισως μελανή χρωστική> μελάνη

Ειδική μελάνη ήταν η Σινική μελάνη (Κίνας) που χρησιμοποιούσαμε μέχρι πρόσφατα στα τεχνικά σχέδια.Κατα την προ AUTOCAD εποχή.

Παράγωγα

μελανοδοχείο, αλλά και καλαμάρι*.

 
ΟΡΓΑΝΑ ΓΡΑΦΗΣ  
κάλαμος

Για χάραξη και χρώση. Το δοχείο των καλάμων λέγεται καλαμάριον.

Στα τουρκικά πέρασε ως «καλέμ» και επέστρεψε ως αντιδάνειο με την μορφή «καλέμι» για να δηλώσει μεταλικό γλυπτικό εργαλείο.

Παράγωγα

 

Καλαμάριον

Καλαμάρι 2 σε ενα
του 1821.(θηκη
καλαμων και
μελανοδοχείο)

Καλαμάριον ήταν η θήκη των καλάμων (στυλό).
καλαμάρι < μεσαιωνική ελληνική καλαμάριον < λατινική (theca) calamaria (la) (θήκη καλάμων γραφής) < κάλαμος

Απο συσχέτιση με το καλαμάρι (τευθίς η κοινή), λόγω του σχήματος ή και την συγγενή του σουπιά που περιέχει μελάνι, δόθηκε το όνομα καλαμάρι στο μελανοδοχείο. Οι Βυζαντινοί το ελεγαν κανικλείον.

Περίφραση: εκεί που δεν πιανει μελάνι (όρχεις).

Χαρτί και καλαμάρι

«Του τα ΄(ει)πε χαρτί και καλαμάρι». Δηλ. λεπτομερώς, σαν να ηταν γραμμένα. Με το Νι και με το Σίγμα.

Λέγεται για να δηλώσει την έννοια «με κάθε λεπτομέρεια».

Κατά τα ακαταλαβίστικα κάλαντα της Πρωτοχρονίας, το χαρτί και το καλαμάρι αποτελούν το σήμα κατατεθέν του Αη-Βασίλη.

Βαστάει πένα και χαρτί, χαρτί και καλαμάρι.
Το καλαμάρι έγραφε και το χαρτί ομίλει

Συνήθως ή πένα είναι που γραφει! Ως Άγιος δικαιούται να έχει εγγράμματο καλαμάρι.

Ο Δημητράκος αναφέρει οτι η καλαμαριά είναι σκεύος που χρησιμεύει ως βάση ενός ή περισσοτερων μελανοδοχείων. (πρβλ. συκωταριά, κληματαριά)
300-7 - Δ. Δημητράκου - Μέγα Λεξικόν όλης της Ελληνικής Γλώσσης.

Από την καλαμαριά προέρχεται και το όνομα της συνοικίας της Θεσσαλονίκης και του Ηρωϊκού Απόλλωνα Καλαμαριάς.

 

 

 

 

Κιννάβαρι.

 

Κόκκινο, φοινικούν μελάνι. Στο Βυζάντιο μόνο ο αυτοκράτορας υπέγραφε με τέτοιο μελάνι.

Γενικά τά δύο χρώματα, μαΰρο και κόκκινο, όπως φαίνεται και σ' όλη τή σωζόμενη αρχαία χειρόγραφη παράδοση, ήταν τά συνηθέστερα κι αρχαιότερα γιά γράμματα, τό πρώτο σέ συχνότητα, τό χρώμα του κειμένου, ήταν φυσικά τό μαύρο. Μέ τό κόκκινο (rubricum) γραφόταν κυρίως οί επικεφαλίδες, οί παρεπιγραφές, και τ' αρχικά γράμματα των κεφαλαίων, πράγμα πού εκ παραδόσεως εξακολουθεί μέχρι σήμερα νά γίνεται στά έντυπα λειτουργικά βιβλία. Rubrica ονομαζεται η επικεφαλίδα ή ο τίτλος κάποιου εγγράφου απο τον κόκκινο χρωματισμό του. Προφέρεται ρούμπρικα και οχι ρουμπρίκα (άσχετη προς το μπρίκι).

1

 

 
Μπογιά Απο το τουρκικό boya. Κυρίως χρησιμοποιείται στη ζωγραφική αλλά και σαν μεσο γραφής.*

Ο δρόμος είχε τη δική του ιστορία,
κάποιος την έγραψε στον τοίχο με μπογιά,
ήταν μια λέξη μοναχά «ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ»
κι ύστερα είπαν πως την έγραψαν παιδιά

Κωστούλα Μητροπούλου - «Ο Δρόμος»

*) Ο βαφέας είναι ο μπογιατζής. Αλλά «μπογιά» λέμε και το αρχαίο ψυμίθιον (μακιγιάζ). Υπερμπογιατισμενη λέμε κάποια πολύ μακιγιαρισμένη. Οταν το μακιγιάζ δεν μπορεί πιά να ξεγελάσει και είναι προφανής η ηλικία της, τότε λέμε «δεν περνά η μπογιά της».
Ο μπόγιας (δήμιος) είναι ετυμολογικά άσχετος με την μπογιά.

 
Κονδύλι(ον)

Εργαλείο καμωμένο από ύλη μεταξύ δυο κόμβων του καλαμιού (κονδύλοι).

κονδύλιο

348 - Ελευθερουδάκη - ΕΠΙΤΟΜΟ ΕΓΚΥΚΛΟΠΑΙΔΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ

 

πλάκα και κοντύλι.

Η πλάκα ηταν από σχιστόλιθο (αβάκιο ή αβαξ). Αποτελουσε τό βασικό εργαλείο του μαθητη στα πρώτα βήματα εκμάθησης της γραφής. Συνοδευονταν απο σπόγγο και κοδύλι, δεμένα με σπάγγο. Στο πάνω μέρος της πλάκας - άβακα ο δάσκαλος χάραζε τον τύπο (υπόδειγμα φράσης) και τον υπογράμμιζε (υπογραμμός). Ο μαθητής ξανάγραφε τον τύπο. Αν δεν τα κατάφερνε ο δάσκαλος του έλεγε «φτου κι΄απ την αρχή». Δηλαδη: Φτύσε στο σπόγγο, σβύσε τα κοντυλο-γραμμένα και ξεκίνα από την αρχή.

Κάθε κατασκεύασμα τέτοιας μορφής λεγόταν άβαξ η άμπακας, συμπεριλαμβανομένου και του πιάτου εστίασης. Εφαγε τον άμπακαάμπακο) σημαινε το έφαγε ολο το περιεχομενο του πιατου.

Μαυροπίνακας: Μεγάλη μαύρη σανίδα σε καθε αιθουσα δικασκαλιας οπου γραφανε προσωρινα. Η γραφή γινόνταν με κιμωλία (το πλήρες ειναι «Κιμώλεια γη», από την νήσο Κίμωλο) και απαλειφονταν με σφουγγάρι (σπόγγος).

Παρόμοιος μικρότερος μαυροπίνακας βρισκότανε στις παλιές ταβέρνες όπου γράφονταν τα βερεσέδια.
Πρβλ. προτροπή για ρύθμιση των χρεών στο το Λαϊκό τραγουδάκι "Στου Λινάρδου την Ταβέρνα":
        Βρε Λινάρδο ταβερνιάρη
        βάλ΄τα κάτω απ΄το σφουγγάρι

Παράγωγα:

Κοντυλογραμμένος , κονδυλοφόρος.

Επώνυμα:

Χαλκοκονδύλης, Κονδύλης, Κονδυλάκης

 

πέννα (πένα)

πεννα απο φτερο χήνας
και μελανοδοχείο

Κυριολεκτικά σημαίνει φτερό, από τα Λατινικά penna. Από το 1579 αρχισαν να κυκλοφορούν μεταλλικές πέννες.

Φράσεις

«Ανθρωπος τής πέννας»: λογοτέχνης.

Για να βαστάξει, όσο μπορεί, το μακελλειό
νάστε γεροί, τη πέννας αντριεωμένοι!
Κανοναρχάτε τ΄ονομα μας,
σύντας η Δόξα μελετά μας
στα σκελετά γερμένη.

Κ. Βάρναλης - Ο τρελλός

Επειδή με την πένα μπορούν να αποδοθούν καλύτερα οι λεπτομέρειες, η φράση «στην πέννα» σημαίνει λεπτομερώς, επιμελώς.

Κουρντίστηκες κυρά μου στη πένα, στο καντίνι
να ζήσει κι ο λεβέντης- ο λεβέντης που σε ντύνει

Β. Τσιτσάνης - «Αποψε κάνεις μπαμ!»

Σε διάταγμα του Διοκλητιανού αναφέρονται οι τιμές του πλούμου (πέννας, πτίλον: πούπουλο,). Απο την ρίζα πλουμ προήλθε το γαλλικο plume.

πρβλ. το Γαλλικο παιδικο τραγουδάκι

Au clair de la lune,
Mon ami, Pierrot,
Prete-moi ta plume
Pour ecrire un mot!

Παράγωγο: πλουμιστός (ΣΣ. πλούμοι λέγονταν και οι μεταλλικές φολίδες του θώρακα, της πανοπλίας. πρβλ. τις σημερινές πούλιες στα γυναικεία ενδύματα).

Ομόηχο

(αλλά άσχετο)

Πέννα ή penny (1⁄240 της παλαιάς Βρετανικής Στερλίνας ή το 1/100 της σημερινής).
Επανησιακή βρισιά για πρόσωπα: Τριπένης (a man of three penies, ανθρωπος ανάξιος, της δεκάρας). Πιθανή ρίζα και γιά το επώνυμο Τριπάνης.

 
στύλος

Συνώνυμο

Κάλαμος.

Παράγωγα:

Στύλ: ιδιότυπο ύφος γραφής, και γενικότερα τεχνοτροπία (style anglais), στυλογράφος>Stylograph> στυλό (αντιδάνειο).

 
μολύβι Από το μέταλλο μόλυβδος. Σήμερα χρησιμοποιείται γραφίτης για την κατασκευή μολυβιών. Παλαιότερα λεγονταν μολυβδοκόνδυλον.  
     
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

1) 358 - ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ ΣΙΑΜΑΚΗ - ΓΡΑΦΙΚΑ - 1988

2) 216 - Ε. ΠΑΠΑΖΑΧΑΡΙΟΥ ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΠΙΑΤΣΑΣ - ΚΑΚΤΟΣ

 

Copyright 2011© Αρης Στουγιαννίδης www.stougiannidis.gr