Μπόι δυὸ πῆχες, κόψη κακή, γένια μὲ τρίχες ἐδῶ κι ἐκεῖ. Κούτελο θεῖο, λίγο πλατύ, τρανὸ σημεῖο τοῦ ποιητῆ. Δυὸ μάτια μαῦρα χωρὶς κακία γεμάτα λαύρα μὰ καὶ βλακεία. Μακρὺ ρουθούνι πολὺ σχιστό, κι ἕνα πηγούνι σὰν τὸ Χριστό. Πηγάδι στόμα, μαλλιὰ χυτὰ γεμίζεις στρῶμα μόνο μ᾿ αὐτά. Μούρη ἀγρία καὶ ζαρωμένη, χλωμὴ καὶ κρύα σὰν πεθαμένη. Κανένα χρῶμα δὲν τῆς ταιριάζει καὶ τώρ᾿ ἀκόμα βαφὲς ἀλλάζει. Δόντια φαφούτη ὅλο σχισμάδες, ὕφος τσιφούτη γιὰ μαστραπᾶδες.